Για την εκλογική υποχώρηση και τη φυσιογνωμία του ΑΚΕΛ: Κόντρα στην αδράνεια για την πρωτοπορία της κοινωνίας, του Νίκου Τριμικλινιώτη
Του Νίκου Τριμικλινιώτη, Μέλους της ΚΕ του ΑΚΕΛ Βρισκόμαστε σε κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου είτε το κόμμα θα λάβει στρατηγικές αποφάσεις και θα προβεί στις αναγκαίες τομές, είτε θα συνεχίσει στην πτωτική πορεία. Η πορεία είναι αναστρέψιμη. Αυτό δεν θα έρθει όμως με ένα απλό λίφτινγκ μιας «βιολογικής» ανανέωσης της ηγεσίας, ούτε με επικοινωνιακά τεχνάσματα. Θέλει μια ορατή στροφή προς την κοινωνία της εργασίας και το αγκάλιασμα των αγώνων των κινημάτων σε ρήξη με το κατεστημένο και τα στεγανά (συμπεριλαμβανομένου και το Κυπριακό που βρίσκεται στα πρόθυρα μονιμοποίησης της διχοτόμησης).
Ο διάλογος δεν πρέπει να περιοριστεί στην «εκλογολογία» αλλά να εντάξει τα εκλογικά αποτελέσματα στην ευρύτερη ζωή και πορεία του κόμματος, των μείζονων ζητημάτων που απασχολούν την Αριστερά και την κοινωνία σήμερα. Αριστερά σημαίνει: Να αφουγκράζεσαι, να κατανοείς τους συσχετισμούς και τις μετατοπίσεις στην ευρύτερη ταξική και κοινωνική πάλη, και να δίνεις διεξόδους στους νέους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες που αναδεικνύονται ακατάπαυστα. Έτσι κερδίζεται στη πράξη – όχι με τσιτάτα ή, χειρότερα, με διαδοχικά επικοινωνιακά και ρητορικά ερωτήματα., Είναι η πρωτοπορία στους αγώνες που ωθεί τη κοινωνία μπροστά, στρέφοντας προς τα αριστερά την πολιτική της ατζέντα.
Το ΑΚΕΛ στο επίκεντρο των συζητήσεων στο μετεκλογικό σκηνικό Το εκλογικό αποτέλεσμα ενδιαφέρει την κοινωνία ολόκληρη κι όχι μόνο τα μέλη του κόμματος. Κανένα άλλο κόμμα από αυτά που έχασαν ψηφοφόρους δεν έχει συγκεντρώσει τόσο ενδιαφέρον.
Την τελευταία δεκαετία τα τέσσερα κόμματα που υπάρχουν από το 1974 έχουν απωλέσει 127,000 ψήφους ή το 37,5% των ψήφων τους. Αυτό δεν αντικατοπτρίζεται σε επίπεδο κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης λόγω του εκλογικού συστήματος, αλλά κυρίως λόγω της αλματώδους αύξησης της αποχής που τώρα κυμαίνεται στο 33% από το 21,3% που ήταν το 2001.
Το μείζον ζήτημα είναι γιατί το ΑΚΕΛ, το κόμμα της Αριστεράς, ενώ βρίσκεται για 8 χρόνια στην αντιπολίτευση, εισπράττει το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος από τη μακρά αυτή κρίση, ενώ πολλοί θα ανέμεναν ότι οι συνθήκες αυτές θα το ευνοούσαν; Υπάρχει μια εσφαλμένη υπόθεση την οποία θα αναλύσω:
Το ΑΚΕΛ έχασε τα τελευταία 10 χρόνια (στις τελευταίες δύο βουλευτικές αναμετρήσεις) περίπου 53,000 ψήφους (-39%), ο ΔΗΣΥ σχεδόν 40,000 (-28.4%), το ΔΗΚΟ έχασε 23,000 (-36.4%), ενώ η ΕΔΕΚ έχει χάσει σε ψήφους το 33% της εκλογικής της δύναμης και ανταγωνίζεται τα νέα μικρά κόμματα για την τέταρτη θέση. Το πλέον ανησυχητικό είναι η άνοδος των νεοναζιστών του ΕΛΑΜ που ξεπέρασαν σε ψήφους την ΕΔΕΚ. Δε μπορεί κανείς πια να ισχυριστεί ότι δεν ήξεραν ποιοι είναι. Η ακροδεξιά πολιτική Αναστασιάδη τους επιβραβεύει όταν ο ΔΗΣΥ, με την συναίνεση όλων των υπολοίπων πλην του ΑΚΕΛ, προχωρούν με θεσμική απόπειρα νομιμοποίησής τους μέσα από την παραχώρηση σε ναζιστές της προεδρίας «επιτροπής» της βουλής που ασχολείται με τον «δημογραφικό», δηλ. το φυλετικό.
Κάποια στελέχη θεωρούν, κι όχι άδικα, ότι η υπερβολική εστίαση στο ΑΚΕΛ αποτελεί μια άνιση και άδικη κριτική προς το κόμμα. Αυτό όμως ισχύει μόνο εν μέρει. Αντικειμενικά, η ίδια η Αριστερά θέτει τον πήχη ψηλά, στοχεύει στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, και στην ανατροπή των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Δεν πρέπει να εκπλήττει, οπότε, ότι οι απολογητές του συστήματος (και τα καθεστωτικά ΜΜΕ) βλέπουν το κόμμα της Αριστεράς ως εχθρό, το κρίνουν με προκατάληψη έναντι των συστημικών διαπλεκόμενων της Δεξιάς.
Από την μεριά τους όμως, οι λαϊκές τάξεις που εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο κόμμα είναι αυστηρότερες όταν βλέπουν τις προσδοκίες τους όχι μόνο να μην πραγματώνονται, αλλά εισπράττουν την αίσθηση ότι εξανεμίζονται. Κάτω από αυτό το πρίσμα είναι προφανές ότι ασχολούνται με το ΑΚΕΛ είτε γιατί δεν έπαψαν να ελπίζουν σε αυτό. Αυτό είναι προϊόν της εκτίμησης του ιστορικού ρόλου του κόμματος στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της χώρας τον τελευταίο σχεδόν αιώνα. Από τότε που γεννήθηκε στον απόηχο της Οκτωβριανής επανάστασης, στην ίδρυση του ΑΚΕΛ το 1941 και καθ’ όλη τη διάρκεια της δραματικής ιστορίας της χώρας. Τα αποθέματα της ιστορικής εμπειρίας όμως δεν είναι πολιτικά ανεξάντλητα. Δοκιμάζονται καθημερινά.
Ευθύνεται η ιδεολογία του ΑΚΕΛ για την εκλογική του πτώση; Παρακολουθώντας τις μέχρι τώρα συζητήσεις θεωρώ ότι στους κόλπους της Αριστεράς (του κόμματος και ευρύτερα) υπάρχει υγιής προβληματισμός και υγιής κριτική για τα κακώς κείμενα. Υπάρχει ζωντάνια και βούληση που προκύπτει μέσα και γύρω από το κόμμα. (Προσπερνώ ασφαλώς τους κακεντρεχείς και τους γραφικούς και εξ επαγγέλματος υβριστές του κόμματος).
Ορισμένοι θέτουν ως «ζήτημα» την ιδεολογία του κόμματος. Εσφαλμένα και άσκοπα αναλώνουν φαιά ουσία για το αν πρέπει «να αλλάξει ή όχι η ιδεολογία του ΑΚΕΛ». Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν ήταν προϊόν ιδεολογικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Όταν το 1985 έπεσαν δραματικά τα ποσοστά του ήταν για λόγους ιδεολογικούς; Όχι βέβαια. Ήταν λόγοι πολιτικοί που οδήγησαν στην τότε συρρίκνωση. Όταν κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές το 2001 ή τις προεδρικές τους 2008 ή όταν πήρε το 33% στις βουλευτικές του 2011, είναι με την ίδια ιδεολογική φυσιογνωμία που κέρδισε. Εξ ου, θεωρώ τα περί «ιδεολογικής αναπροσαρμογής» άσχετα με το εκλογικό αποτέλεσμα και επικίνδυνα (έως τυχοδιωκτικά) ως προς την μονοδιάστατη εκλογική (η ορθή λέξη είναι ψηφοθηρική) τους επικέντρωση.
Μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το ΑΚΕΛ και το Νοτιοαφρικανικό ΚΚ ανέκαμψαν διότι και τα δύο, παρά τις διαφορές τους όσον αφορά στην εσωτερική τους οργάνωση και στο ιστορικό-γεωπολιτικό συγκείμενο, είχαν και έχουν μείζονα κοινά χαρακτηριστικά:
- Πρώτο, γεννημένα στο Βρετανικό αποικιακό/μετααποικιακό πλαίσιο στον απόηχο της Οκτωβριανής επανάστασης, τα δύο αυτά κόμματα βρέθηκαν αντιμέτωπα με πολιτικά προβλήματα που άπτονται συγκρουσιακών/εκμεταλλευτικών σχέσεων μεταξύ κοινοτήτων που απαιτούσαν άμεση επίλυση. Ως λύση ανέπτυξαν μια στρατηγική που συνδυάζει την επίλυση εθνοτικών/φυλετικών/εθνικών προβλημάτων με την ταυτόχρονη διασύνδεση τους με το κοινωνικό ζήτημα: με πρόταγμα τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Για το ΑΚΕΛ η επίλυση του «εθνικού ζητήματος» υπήρξε αναπόσπαστο τμήμα του αντιαποικιακού αγώνα, ενώ στη συνέχεια το Κυπριακό αποτέλεσε πρωτεύον ζήτημα αλλά πάντα σε συνάρτηση με την έκφραση και καθοδήγηση των αγώνων των εργαζομένων μαζών. Στην περίπτωση του Νοτιοαφρικανικού ΚΚ αυτή υπήρξε η βασική συνιστώσα στον αγώνα κατά του απαρτχάιντ. Υποχρεώθηκαν λοιπόν άμεσα και αποφασιστικά να προσανατολιστούν σε μια πολιτική υπέρβασης του εθνικού/εθνοτικού/φυλετικού παράγοντα ως κυρίαρχο ζήτημα στρατηγικής. Και τα δύο έχουν λαμπρή ιστορία στην αντιαποικιακή περίοδο που προεκτείνεται στην μετααποικιακή εποχή, όπου τα δυο αυτά κόμματα ηγήθηκαν μετώπων και συμμαχιών.
- Η δεύτερη διάσταση αφορά τον παρόμοιο τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν στην κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ενώ ασκήσαν κριτική στις στρεβλώσεις, αποκηρύττοντας τα εγκλήματα του Στάλιν, τα κόμματα αυτά έμειναν προσηλωμένα στον στρατηγικό στόχο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Το αν πάντοτε κατάφερναν μέσα από τις επιλογές τους να φέρουν πιο κοντά τον στρατηγικό στόχο είναι άλλο, διαφορετικό σε χαρακτήρα και περιεχόμενο ζήτημα. Όσον αφορά όμως τις εκλογές και την επιρροή τους, τα κόμματα αυτά διατήρησαν και αύξησαν την επιρροή τους και σίγουρα δεν είχαν την τύχη που είχαν άλλα μεγάλα Εργατικά ή/και Κομμουνιστικά κόμματα. Ο καταποντισμός αυτών που εγκατέλειψαν το πρόταγμα για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και η μετατροπή τους σε κλασσικά σοσιαλδημοκρατικά ή δημοκρατικά κόμματα έφεραν την φθορά τους, την πολυδιάσπαση και την συρρίκνωση σε σημείο ανυποληψίας: οδήγησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην σεχταριστική τους περιχαράκωση ή/και στην αποσύνθεσή τους.
Η εξαγωγή συμπερασμάτων περί ιδεολογίας μέσα από τις εκλογές του 2021, χωρίς να τίθεται το ευρύτερο πλαίσιο της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας και δη των λαϊκών στρωμάτων είναι άκρως αποπροσανατολιστική. Η ιδεολογική φυσιογνωμία του κόμματος είναι σαφής. Όντας ζωντανός οργανισμός και όχι απολιθωμένο ιερατείο, οι πολιτικές θέσεις του κόμματος πρέπει να διαμορφώνονται καθημερινά από τη ζωή. Θα ήταν τουλάχιστο παράδοξο όμως, σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός παγκόσμια αντιστρατεύεται και της πιο μικρές μεταρρυθμίσεις υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, να προσχωρήσουμε ιδεολογικά στο στρατόπεδο των μεταρρυθμιστών από τα πάνω, των μεταρρυθμιστών χωρίς μεταρρυθμίσεις. Οι κοινωνικοί αγώνες συνεχίζουν αποτελούν τον κεντρικό και καθοριστικό άξονα της αντιπαράθεσης.
Η κεντρική αντίφαση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία οξύνεται και επεκτείνεται σε όλο το φάσμα της ζωής, επομένως το πρόταγμα για υπέρβαση του συστήματος είναι όσο ποτέ επίκαιρο. Η μορφή που θα πάρει και τα μέσα για μετασχηματισμό εμπλουτίζονται και ορίζονται από τα κοινωνικά, περιβαλλοντικά, τεχνολογικά, οικονομικά δεδομένα της εποχής. Οι αγώνες αντίστασης και οι μορφές πάλης επεκτείνονται και σε νέα πεδία όπου πρωτοποριακή δύναμη οφείλει να είναι η Αριστερά.
Το κόμμα λοιπόν ας αφουγκραστεί την ιστορική του συνείδηση – ας ακούσει τα στελέχη του και ας διαβάσει τις μεταβολές που συντελούνται στην κοινωνία του καπιταλισμού σε κρίση. Τα διάφορα που γράφονται για να στραφεί το κόμμα είτε «αριστερότερα» είτε «δεξιότερα» είναι συχνά απόρροια ανόθευτου πανικού. Θεωρώ ορθή την κριτική που προτείνει την ανάγκη στρατηγικής που θα αναδείξει τον πρωτοποριακό ρόλο του κόμματος ως καθοδηγητή των αγώνων και μέσα στις μάζες των εργαζομένων που σήμερα αισθάνονται εγκαταλειμμένοι από το κράτος, και τις δομές αλληλεγγύης, συχνά και από τις συντεχνίες τους: Αυτός είναι ο πρωταρχικός ρόλος του κόμματος της Αριστεράς – μόνο έτσι θα είναι σε θέση να κυβερνήσει αποτελεσματικά ως Αριστερά. Ο κίνδυνος είναι να επικρατήσει μια δογματική λογική που αντί να ανοίγει προς την κοινωνία, να απωθεί και να κλείνει μέσα σε ανούσια συνθήματα κι όχι πολιτικές που να έχουν πραγματικό κοινωνικό αντίκρισμα. Αυτό έχει συμβεί σε αρκετά κόμματα του δικού μας τύπου: η επί της ουσίας δεξιά στροφή συνοδευμένη με μια βροντερή, μονολιθική τάχα «αριστερή» – ρητορική.
Από την αντίθετη οπτική, υπάρχει η πρόταση που θέλει «να μετατρέψει το ΑΚΕΛ ένα Σο-σιαλδημοκρατικό ή Εργατικό Κόμμα τύπου Βρετανίας. Αυτή βασίζεται σε εξίσου εσφαλμέ-νες υποθέσεις:
- Πρώτο, αδυνατεί να κατανοήσει πως η ιδεολογία του κόμματος λειτουργεί, όχι απλώς ως στρατηγικός φάρος, αλλά και ως πυρήνας συνοχής, έμπνευσης και προωθητικής δύναμης που το ξεχωρίζει από όλα τα άλλα κόμματα. Χωρίς αυτό, μπορεί κάποιοι (πολύ λίγοι!) να έρθουν πιο κοντά, όμως το κόμμα θα χάσει τον βασικό του κοινωνι-κό-μαζικό πυρήνα που βρίσκεται στην πλατιά ταξική του βάση.
- Δεύτερο, η πρόταση αυτή έρχεται όχι μόνο με δεδομένη την θλιβερή εμπειρία των κομμουνιστικών κόμματών που σοσιαλδημοκρατικοποιήθηκαν, αλλά και αυτών των ίδιων των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κόμματων που βρίσκονται σε βαθύτα-τη κρίση και έχουν μετατραπεί σε σκελετούς του παλιού τους εαυτού: αρχίζοντας από τη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία (εκλογικά βρίσκεται στο 12%), στο Γαλλικό Σοσια-λιστικό που κυριολεχτικά καταβαραθρώθηκε σε , έως και το Βρετανικό Εργατικό που κλυδωνίζεται από τις διαδοχικές ήττες του σε αναπληρωματικές εκλογές μετά τη δεξιά στροφή του μπλερικού Στάρμερ που διαδέχθηκε τον αριστερό Κόρμπιν. Η δε «ΠΑ-ΣΟΚοποίηση» αναφέρεται πλέον ως προσδιορισμός του φαινομένου εξαύλωσης της επιρροής των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Δυτική Ευρώπη κατά τη περα-σμένη δεκαετία: το ΠΑΣΟΚ από 44% έπεσε στο 5%.
Αντί να μπούμε σε μια ανούσια και επώδυνη πολεμική περί της ορθότητας της μία ή της άλ-λης τάσης, ας αντλήσουμε δημιουργικά από το δημόσιο διάλογο, συνθέτοντας τα πιο γόνιμα. Μπορούμε κάλλιστα να αποφύγουμε την ανούσια πολεμική.
Υπάρχει όμως ένας ακόμα κίνδυνος που ενώ (ορθά!) ευνοεί τις «κεντρομόλες» δυνάμεις, ε-σφαλμένα μπορεί να εκληφθεί και ως υποστήριξη μιας γραφειοκρατικής/διοικητικής διαχείρι-σης των πολιτικών ζητημάτων που έχουν αναδειχθεί. Σε αυτή την περίπτωση τα όποια οφέλη για το κόμμα θα είναι βραχυπρόθεσμα αντί να αποτελέσει εφαλτήριο που θα ωθήσει σε μετα-βολές που να διορθώνουν μακρόχρονα προβλήματα και στρεβλώσεις. Μια επιφανειακή γρα-φειοκρατική σταθεροποίηση θα οδηγήσει στην πολιτική ακαμψία και στην αδράνεια ακόμα, σε καιρούς που συχνά τρέχουν με φρενήρεις ρυθμούς. Σε αυτή την περίπτωση, μόλις καταλα-γιάσει ο κουρνιαχτός και απορροφηθούν οι κραδασμοί αυτό θα οδηγήσει με μαθηματική α-κρίβεια στη περαιτέρω συρρίκνωση της επιρροής του κόμματος. Δεν αρκεί μια επιφανειακή, επικοινωνιακού τύπου «διόρθωση» που δε θα αγγίξει δομικά και χρόνια προβλήματα του κόμματος.
Η στρατηγική την εποχή της πόλωσης και της αποσάθρωσης της δημοκρατίας Ζούμε σε μια εποχή διαφορετική από αυτή που ξέραμε πριν την κρίση του 2011-13. Είναι η εποχή της πόλωσης με ρευστοποίηση και κατατεμαχισμούς πολιτικών σχηματισμών στον κόσμο, με όξυνση των ταξικών, οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων και με απαξίωση των θεσμών και διαδικασίες αποδημοκρατικοποίησης των πολιτειακών θεσμών.
Η αύξηση της ανισότητας, τη ανεργίας, της εργασιακής επισφάλειας και της φτωχοποίησης ο-δηγεί σε πόλωση. Σε αυτές τις συνθήκες μπορεί να θεωρήσει κάποιος ότι σχεδόν «νομοτε-λειακά» οδηγεί στη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας. Ωστόσο, τέτοιες μηχανιστικές αυτο-ματοποιήσεις αποτελούν εσφαλμένες υποθέσεις που έχουν ιστορικά διαψευστεί. Αυτό κατέ-δειξε η ιστορία από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Δεν υπάρχει κανένα «νομοτελειακό προ-τσές», αλλά ιστορικές τάσεις και εμπειρίες. Οφείλουμε λοιπόν να αντλήσουμε μαθήματα από την ιστορία των κοινωνικών αγώνων, του αντιαποικιακού κινήματος, την άνοδο και κατάρ-ρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπως πρέπει να μάθουμε από την περίοδο του μεσοπολέ-μου και μετά με την άνοδο των πιο τρομακτικών και στυγνών δικτατοριών, του Ναζισμού και Φασισμού και των ύστερων αυταρχικών και φονταμενταλιστικών καθεστώτων.
Αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι η ιστορία είναι κυκλική που επαναλαμβάνεται. Απλώς οφεί-λουμε να διδαχτούμε από περιστάσεις που είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά και από λάθη του παρελθόντος. Όταν λοιπόν υπάρχει βαθιά κρίση της κοινωνίας, ιδίως όταν έχουμε κρίση της δημοκρατίας, μόνο υπό συγκεκριμένες περιστάσεις οδηγούνται οι κοινωνίες σε ριζοσπαστική διέξοδο. Τίποτε δεν είναι προκαθορισμένο. Η έκβαση των αγώνων εξαρτάται από τις ορθές πολιτικές παρεμβάσεις τη κατάλληλη στιγμή, τη συγκυρία και είναι ασφαλώς αποτέλεσμα πάλης. Πολλές κοινωνίες οδηγούνται σε περαιτέρω όξυνση των κρίσεων και των ανωμαλιών που όλο και περισσότερο διαβρώνουν τη δημοκρατία και υπονομεύουν τις δυνατότητες για προοδευτικές λύσεις. Εκεί εμφανίζονται επικίνδυνοι και αυταρχικοί «σωτήρες» που μέσα από τις αυταρχικές λύσεις μπορεί να επιφέρουν καίρια πλήγματα σε κατακτήσεις που είναι εφαλ-τήρια των Αριστερών και ευρύτερα δημοκρατικών δυνάμεων. Μάζες που αισθάνονται όλο και πιο απεγνωσμένες μπορεί υπό αυτές τις περιστάσεις να ωθούνται στην απαξίωση, απο-στασιοποίηση από τις δημοκρατικές λύσεις και διεξόδους και μερίδες από αυτές ακόμα στο ρατσισμό και φασισμό. Η εποχή της πανδημικής κρίσης είναι τέτοια εποχή – ακόμα μια εποχή τερατογένεσης, όπου προς το παρόν το καινούργιο αδυνατεί να γεννηθεί. Τούτο όμως όχι μό-νο δε πρέπει να μας αποπροσανατολίσει, αλλά να ωθήσει την Αριστερά προς τις αναγκαίες τομές για να είναι η πρωτοπόρος δύναμη που να δώσει διεξόδους στην κοινωνία.
Από τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα παρατηρούνται τάσεις αντιδραστικές, συντηρητικές, ακόμα και νεοφασιστικές από συγκεκριμένα τμήματα της Κυπριακής κοινωνί-ας. Αυτό συμβαίνει σε μια εποχή όπου οι ισχυροί αναζητούν αυταρχικές διεξόδους, εξ ου και η πολιτική στροφή προς το αντιδραστικότερο. Ωστόσο, αποτελεί εσφαλμένη ανάγνωση του τι συμβαίνει σε κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο η θέση ότι καταγράφεται μια συνολική συντηρικο-ποίηση της κοινωνίας. Όλες οι σοβαρές έρευνες τόσο για την Κύπρο, όσο και ευρύτερα για τις κοινωνίες της νότιας και ανατολικής Μεσογείου, αλλά ακόμα και στο κέντρο της ΕΕ, κατα-γράφουν κάτι πολύ πιο ρευστό, αντιφατικό με θρυμματισμούς και κρίσεις θεσμών. Κύριο χα-ρακτηριστικό της εποχής μας η πολυδιάσπαση, η πόλωση των κοινωνιών. Αυτό συμβαίνει στη Κύπρο: Η μαζική αποχή, η απόσταση από τους θεσμούς, τα δημοκρατικά ελλείματα δη-μιουργούν κοινωνικούς χώρους. Σε αυτούς αναπτύσσονται έντονες αντιπαραθέσεις, με πολλές εκφάνσεις εκτός των επισήμων δομών και διαδικασιών.
Το 2016 είχαμε την εισδοχή των νεοναζιστών στη Βουλή, ενώ τώρα ενισχύουν την εκλογική τους επιρροή και κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση. Αυτό σαφώς καταγράφει μια αντιδρα-στική τάση, αλλά αποτελεί ένα τμήμα της κοινωνίας που αντιδραστικοποιείται, η οποία πρέπει να κατανοηθεί ως μια μακρά διαδικασία που πρώτα εκτράφηκε και γαλουχήθηκε εντός των «παραδοσιακών» κομμάτων και τώρα αυτονομείται – εξάλλου υπάρχουν και συγκυριακοί λό-γοι (εκλογικό όριο, μαζική αποχή, ανακατατάξεις εντός της Δεξιάς και ακροδεξιάς κτλ.). Αυτό είδαμε και στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Όπως και το 2016, θεωρώ ότι αποτελεί σοβαρό κοινωνιολογικό και πολιτικό σφάλμα στην ερμηνεία των εκλογικών αποτελεσμάτων, τότε και τώρα, ως να καταδεικνύουν ότι έχει συντηρικοποιηθεί η κυπριακή κοινωνία στην ολότητα της. Εξάλλου, η άποψη που θεωρεί ότι, ανεξάρτητα από μας, όσες προσπάθειες και αν κάναμε ή θα κάνουμε, υπάρχει μια αντικειμενι-κή μετατόπιση ολόκληρου το πολιτικού σκηνικό δεξιότερα, είναι μεν βολική για μας, αλλά είναι επικίνδυνη διότι οδηγεί στην απραξία και λειτουργεί ως άλλοθι στην αδράνεια, αντί στην ανάληψη δράσης και πρωτοβουλίας.
Μετά τα αποτελέσματα των βουλευτικών του 2016, ένα τμήμα του εκλογικού σώματος συ-ντηρικοποιείται και φαίνεται να γίνεται αντιδραστικότερο, ωστόσο παρατηρούμε άλλα τμήμα-τα της κοινωνίας, κυρίως μικροαστοί, νεόπτωχοι, εργαζόμενες μάζες και πολλοί νέοι φαίνο-νται να ριζοσπαστικοποιούνται. Σήμερα αυτό ισχύει με ακόμα περισσότερη ένταση: Οι 10,000 στο δρόμο ή οι μαζικές δικοινοτικές κινητοποιήσεις στις 24ης Απρίλιου 2021 είναι απόδειξη της τάσης αυτής. Επίσης, το φαινόμενο της ριζοσπαστικοποίησης πολλές φορές παίρνει λαν-θάνουσα μορφή κι ας εκφράζεται, με διαφορετικούς τρόπους τρόπους που μπορεί να είναι τε-λείως στρεβλοί.
Από 2016 είχαμε επισημάνει ότι δυστυχώς το κόμμα δεν κατάφερε να εκφράσει επαρκώς και έτσι να αντλήσει δυνάμεις από αυτές τις τάσεις, και τους κοινωνικούς-πολιτικούς χώρους.
Η εποχή της συναίνεσης έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και η αριστερά πρέπει να θέσει στρατηγι-κούς στόχους για την εποχή της πόλωσης. Στο Κυπριακό βιώνουμε μια μεγάλη αντίφαση που είναι αποτέλεσμα της πόλωσης. Από την μια πλευρά, για πρώτη φορά παρατηρούμε πλειοψη-φικό ρεύμα υπέρ της ομοσπονδιακής λύσης όπου μάζες είναι έτοιμες για λύση ΔΔΟ και στις δύο πλευρές του συρματοπλέγματος, εξ ου και οι μαζικές κινητοποιήσεις υπέρ της λύσης και επανένωσης. Αυτό καταγράφεται από όλες τις έρευνες γνώμης, παρά τις επιχειρούμενες αλ-χημείες και τα κομπογιαννίτικα μαθηματικά από κάποιους που θέλουν να παραπλανήσουν. Ωστόσο, η τάση τούτη ακόμα δε καταγράφεται καθαρά στις εκλογές. Η αδυναμία να συγκρο-τηθεί ένα ενιαίο δικοινοτικό μέτωπο με σαφή πολιτικό-κοινωνικό προσανατολισμό και οργά-νωση από τα κάτω που να αποσπάσει από τη μαζική αποχή αυτούς που έχουν χάσει την ελπί-δα από τα θεσμικά και κοινοβουλευτικά πράγματα, ο κατατεμαχισμός των δυνάμεων αυτών και οι στρεβλώσεις του εκλογικού συστήματος δεν επέτρεψαν μέχρι τώρα μια σαφή εκλογική καταγραφή της τάσης αυτής. Από την άλλη πλευρά, μέσα στο πολωμένο αυτό πλαίσιο, παρα-τηρούμε τάσεις στους χώρους που θεωρούσαμε ότι ανήκαν στις «δημοκρατικές δυνάμεις» να ωθούνται προς τα άκρα και το σοβινισμό: Τους βλέπουμε να τάσσονται ενάντια στη λύση ΔΔΟ προς τον διχοτομισμό, τον τυχοδιωκτισμό-εθνοσοβινισμό και ρατσισμό με πρωτοφανές πολιτικές μίσους ενάντια στους μετανάστες και πρόσφυγες και υπέρ του κλεισίματος των ο-δοφραγμάτων.
Η πόλωση είναι εξίσου αισθητή στα μείζονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις γύρω μας έχουν αλλάξει, η μαζική ανεργία, η φτωχοποίηση, η πρε-καριοποίηση νέων κυρίως εργαζομένων, οι τεχνολογικές μεταβολές και αλλαγές στις συνή-θειες και τρόπων ζωής έχουν αλλάξει βασικές προτεραιότητες δράσης που απαιτούν αλλαγές στις μορφές οργάνωσης και δράσης. Ο κατεβατός ανακοινώσεων δεν είναι παραγωγή πολιτι-κής, αλλά υποκατάσταση πολιτικής σε μιντιακά παιγνίδια εντυπώσεων.
Τα άμεσα καθήκοντα:
- Απαιτείται στρατηγική για το πώς θα πρέπει να πορευθεί η Αριστερά την εποχή της πόλωσης.
- Tο ΑΚΕΛ αποτελεί τον φυσικό πολιτικό φορέα και πυλώνα της επανένωσης, συνομιλεί και εκφράζει τους Ε/Κ αλλά και με τους Τ/Κ και έτσι καθίσταται ο πυλώνας που στρατη-γικά είναι καθοριστικός για το μέλλον της χώρας. Ο αγώνας για την ειρήνη, την επανένω-ση και την ευημερία στην Κύπρο προϋποθέτει συντονισμό και διαρκείς κοινούς πολιτι-κούς αγώνες με την Τουρκοκυπριακή αριστερά στην βάση της κοινωνίας.
- Να φράξει το δρόμο στην καταβαράθρωση της δημοκρατίας και στην (ιδεολογικά νεοφιλελεύθερη) απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών.
- Να απαλλάξει τον τόπο από την διεφθαρμένη και αδίστακτη κυβέρνηση Αναστασιάδη, οικοδομώντας στέρεες συμμαχίες στη βάση αρχών και κοινωνικών δυναμικών, κι όχι ευκαιριακές συμμαχίες στη βάση εκλογικής αριθμητικής.
- Να προβεί στις απαραίτητες αλλαγές εντός του κομματικού σχήματος και των λαϊκών οργανώσεων, φέρνοντας τα μέλη των ΚΟΒ σε άμεση τριβή με τοπικούς ή ευρύτερους αγώνες. Αυτό ίσως απαιτεί και κάποιες καταστατικές και οργανωτικές αλλαγές.
- Το κόμμα να τεθεί επικεφαλής στην οικοδόμηση ενός μαζικού αντιφασιστικού και αντιρατσιστικού μετώπου κατά της απειλής του ναζιστικού ΕΛΑΜ-Χρυσή Αυγή.
- Να σταθεί αμείλικτο σε όσους κάνουν κατάχρηση της θέσης τους για επίτευξη προσωπικών κερδών, φαινόμενα διαφθοράς και παραγοντισμού.
- Να κερδίσει την αντι-ηγεμονία υπερασπίζοντας όλους τους εργαζόμενους (κεντρικά, ως κόμμα, και όχι μόνο καθηκόντως ως ΠΕΟ) και όλα τα καταπιεσμένα τμήματα του πληθυσμού. – έτσι θα συνδέσει τος καθημερινούς αγώνες με τους στρατηγικούς του προσανατολισμούς
- Να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων γύρω και πέραν του κόμματος στην οργάνωση της ιδεολογικής αντι-ηγεμονίας.
Με αυτά πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά η Αριστερά ώστε να δώσει στους πιο πάνω προβληματισμούς σαφές περιεχόμενο. Όσο καθυστερούμε, τόσο πιο δύσκολη θα είναι η αναστροφή της κατάστασης, καθώς η πορεία συρρίκνωσης θα συνεχίζει. Αυτό δεν είναι «νομοτέλεια» – υπάρχει διέξοδος.
Η κατάσταση είναι αναστρέψιμη, υπό έναν όρο: Δεν αφήνουμε τα «δύσκολα» κάτω από το χαλί. Η Αριστερά ήταν, είναι και θα είναι η μόνη ελπίδα.
Νίκος Τριμικλινιώτης
Μέλος ΚΕ ΑΚΕΛ
Κομματική ομάδα Κωνσταντίνου και Ελένης, Δάλι