Home  |  Ενημέρωση   |  Ομιλία Γενικού Γραμματέα της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, Άντρου Κυπριανού στις Βρυξέλλες με θέμα «Το Κυπριακό πρόβλημα: Οι πρόσφατες εξελίξεις και τι δέον γενέσθαι»

Ομιλία Γενικού Γραμματέα της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, Άντρου Κυπριανού στις Βρυξέλλες με θέμα «Το Κυπριακό πρόβλημα: Οι πρόσφατες εξελίξεις και τι δέον γενέσθαι»

32808351600_46c8a66289_hΗ σημερινή συζήτηση διεξάγεται κάτω από το φως των πρόσφατων σοβαρών εξελίξεων αναφορικά με την πορεία επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος. Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι βρίσκεστε σε αυτή την εκδήλωση. Η παρουσία σας είναι ενδεικτική του ενδιαφέροντος με το οποίο αντικρίζεται το πρόβλημα της Κύπρου. Ένα πρόβλημα με έντονο διεθνή χαρακτήρα και εσωτερικές πτυχές που εδώ και 43 χρόνια προσπαθούμε να επιλύσουμε. Θα ήθελα από την αρχή να  ευχαριστήσω την Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά που διαχρονικά και με συνέπεια στηρίζει τον αγώνα του κυπριακού λαού. Τέτοιες πρωτοβουλίες, δεν αποτελούν μια εθιμοτυπική διαδικασία ενημέρωσης. Αντιθέτως, είναι πεποίθησή μας ότι η αλληλεγγύη των λαών της Ευρώπης, των προοδευτικών, των αριστερών οργανωμένων συνόλων αλλά και άλλων, συνιστά σημαντικό στήριγμα στις προσπάθειες που διεξάγουμε για απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας και του λαού μας. Στήριγμα στην προσπάθεια που διεξάγουμε για να απαλλαγούμε από την τουρκική κατοχή και να διασφαλίσουμε στον κυπριακό λαό, στο σύνολό του, ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον.

Πού βρίσκονται λοιπόν σήμερα οι προσπάθειες και πόσο κοντά ή μακριά βρισκόμαστε σε μια ενδεχόμενη λύση στο Κυπριακό; Ποιες είναι οι βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται; Ποιος είναι ο ρόλος της Άγκυρας σε αυτή την προσπάθεια; Πώς τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η διεθνής κοινότητα ευρύτερα μπορούν να συμβάλουν στην προσπάθεια που διεξάγεται;

Ξεκινώντας από το πρώτο ερώτημα, κανένας δεν αμφισβητεί ότι σήμερα βρισκόμαστε στην κορύφωση μιας διαδικασίας η οποία ξεκίνησε το 2008 ανάμεσα στον τέως Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια και τον τότε ηγέτη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Μια διαδικασία η οποία πέρασε από το στάδιο της ουσιαστικής διαπραγμάτευσης των Χριστόφια- Ταλάτ. Αυτοί κατάφεραν να καταλήξουν σε ένα πλέγμα σημαντικών συγκλίσεων κυρίως στα τρία από τα βασικά κεφάλαια του Κυπριακού (Διακυβέρνηση, Ευρωπαϊκά Θέματα, Οικονομία). Στη συνέχεια οδηγήθηκε σε στασιμότητα όταν την ηγεσία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ανέλαβε ο Έρογλου. Εντατικοποιήθηκε πάλι όταν στην ηγεσία των δύο κοινοτήτων βρέθηκαν οι σημερινοί ηγέτες, Αναστασιάδης και Ακκιντζί. Κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς διαπραγματευτικής διαδικασίας, το ΑΚΕΛ στήριξε την προσπάθεια για λύση και έγινε στόχος όλων όσων επιχείρησαν, έστω παροδικά, να δώσουν διαπιστευτήρια εθνικοφροσύνης καλύπτοντας μικροκομματικές σκοπιμότητες. Παρόλα αυτά το ΑΚΕΛ παρέμεινε και παραμένει σταθερό στις επιδιώξεις που εδώ και εννέα δεκαετίες μας καθοδηγούν: την απαλλαγή από την κατοχή και τη δυνατότητα του οποιουδήποτε να παρεμβαίνει στα εσωτερικά μας˙ την απελευθέρωση της Κύπρου από τον όποιο ξένο ζυγό, την αποκατάσταση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των Κυπρίων και την ενίσχυση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων των εργαζομένων, ανεξαρτήτως κοινοτικής προέλευσης, εθνοτικής ταυτότητας, γλώσσας ή θρησκείας. Γιατί η ιστορία της Κύπρου, όπως και γενικότερα του κόσμου, για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Ένγκελς, δεν πρέπει να είναι «τίποτε άλλο από την πρόοδο της συνείδησης της ελευθερίας», του λαού και των ανθρώπων σε εθνικό και κοινωνικό επίπεδο. Πώς αλλιώς θα πορευτούμε προς αυτή την καθολική ελευθερία που οραματίζεται η Αριστερά αν προηγουμένως δεν τερματιστεί το σημερινό διχοτομικό στάτους κβο˙ αν ο λαός μας δεν συνυπάρξει σε συνθήκες ειρήνης˙ αν δεν αφεθεί να διαφεντέψει την πατρίδα του χωρίς συρματοπλέγματα, ξένους στρατούς, ξένους εγγυητές και κηδεμόνες;

Σήμερα όπως έχω ήδη πει, οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε κρίσιμη φάση. Είναι η στιγμή της αλήθειας˙ των πραγματικών προθέσεων˙ της ειλικρινούς βούλησης και των δύσκολων πολιτικών αποφάσεων για συνολική λύση του Κυπριακού. Είναι η στιγμή που θεωρούμε ότι σύντομα θα ξεκαθαρίσει προς τα πού οδηγείται η διαπραγματευτική διαδικασία. Είτε θα οδηγήσει στην επίτευξη συμφωνίας, είτε θα οδηγηθεί κι αυτή σε αποτυχία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτό το επισημαίνω διότι υπάρχουν ορόσημα τα οποία δεν συνιστούν μεν αυστηρό και τεχνητό χρονοδιάγραμμα, αλλά σίγουρα επιδρούν στις συζητήσεις. Ήδη, η διεξαγωγή του συνταγματικού δημοψηφίσματος στην Τουρκία τον Απρίλη πιθανόν να έχει επενεργήσει στη μη παραγωγική στάση της Άγκυρας στις συζητήσεις. Αναλόγως, θεωρούμε ότι οι επικείμενες Προεδρικές εκλογές στην Κύπρο το Φλεβάρη του 2018 θα επηρεάσουν τις συζητήσεις. Παράλληλα κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει τη ρευστότητα που επικρατεί στη γειτονιά της Ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα τις οξύτατες γεωστρατηγικές αντιθέσεις που αναπτύσσονται καθημερινά, με την Τουρκία να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Η δική μας επιθυμία από την άλλη, η δική μας  προσδοκία και ο λόγος για τον οποίο αγωνιζόμαστε ως ΑΚΕΛ, είναι αυτή η διαδικασία να καταλήξει θετικά. Δεν εννοώ σε καμιά περίπτωση ότι θα στηρίξουμε την όποια λύση, αλλά ότι εργαζόμαστε για συνολική λύση που θα βασίζεται στο συμφωνημένο πλαίσιο, θα σέβεται το διεθνές δίκαιο και τις αρχές που διέπουν τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σταθερή θέση του ΑΚΕΛ και γενικότερα της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν πάντα ότι πρέπει πρώτα να συμφωνηθούν ή, τουλάχιστον, να φθάσουν σε ακτίνα συμφωνίας όλα τα κεφάλαια της εσωτερικής πτυχής του Κυπριακού (Διακυβέρνηση και Διαμοιρασμός Εξουσιών, Οικονομία, Θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης, Περιουσιακό και Εδαφικό). Στη συνέχεια να ακολουθήσει μια αντιπροσωπευτική διεθνής διάσκεψη με στόχο  να καταλήξουμε σε συμφωνία στο κεφάλαιο της Ασφάλειας και των Εγγυήσεων. Από την άλλη, η τουρκοκυπριακή πλευρά είχε ανέκαθεν τις εξής διαφωνίες: ότι το εδαφικό θα έπρεπε να μεταφερθεί για συζήτηση στο τελικό στάδιο και αφού αυτό συμφωνηθεί, να ακολουθήσει πενταμερής διάσκεψη με αποκλειστικό αντικείμενο το κεφάλαιο της ασφάλειας και των εγγυήσεων.

Η δική μας διαχρονική επιμονή αναφορικά με το στάδιο στο οποίο θα έπρεπε να συζητηθούν οι διεθνείς πτυχές του Κυπριακού και εννοώ αφότου βρεθούμε τουλάχιστον σε ακτίνα συμφωνίας επί όλων των εσωτερικών πτυχών, επιβεβαιώθηκε ως ορθή από τη δυστοκία της διάσκεψης στη Γενεύη. Προβλέπαμε ότι δεν ήταν ώριμες οι συνθήκες ακριβώς γιατί παρέμεναν- και δυστυχώς παραμένουν- σημαντικές διαφωνίες σε εσωτερικές πτυχές του προβλήματος. Άρα δεν υπήρχαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις ώστε αυτή η διαδικασία να οδηγήσει σε οριστική κατάληξη. Παρότι παρέμεναν σημαντικές εκκρεμότητες σε ουσιώδη θέματα, αποφασίστηκε η σύγκληση της Διάσκεψης για τα θέματα της Ασφάλειας.

Τούτων λεχθέντων, θέλω να υπογραμμίσω ότι στα δύο σχεδόν χρόνια συνομιλιών των Αναστασιάδη- Ακκιντζί αναμφίβολα έγιναν σημαντικά βήματα προς τα εμπρός. Εξακολουθούν όμως να υφίστανται διαφωνίες σε βασικά ζητήματα όπως είναι το εδαφικό, το περιουσιακό, η εκ περιτροπής προεδρία και η αποτελεσματική συμμετοχή στη διακυβέρνηση. Διαφωνίες που εκπηγάζουν από υπαρκτές διαχρονικές διαφωνίες που μέχρι στιγμής δεν κατέστη δυνατό να γεφυρωθούν, αλλά και από εκατέρωθεν παλινδρομήσεις αναφορικά με ουσιώδεις συγκλίσεις που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ Χριστόφια – Ταλάτ. Δεν θα ήταν υπερβολή μάλιστα να λεχθεί ότι στα κεφάλαια της Διακυβέρνησης και Διαμοιρασμού Εξουσιών, της Οικονομίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είχε επιτευχθεί τότε, όχι μόνο σημαντική πρόοδος αλλά  ήταν από τότε σε ακτίνα σύγκλισης. Σημειώνω ιδιαίτερα την πρόοδο στο κεφάλαιο της Διακυβέρνησης, που είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και αποτελείται από σχεδόν είκοσι υπο-κεφάλαια. Ήταν σημαντικό επίτευγμα, λαμβάνοντας υπόψη το δικοινοτισμό, τη διζωνικότητα και την πολιτική ισότητα που απαιτούσαν λεπτές ισορροπίες καθώς και διασφάλιση της λειτουργικότητας, χωρίς ταυτόχρονα να ξεφεύγουμε από τις αρχές λύσης και τις προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές.

Κατά την πρώτη συνάντηση των ηγετών στο Μοντ Πελεράν συμφωνήθηκε να αφιερωθεί ένα τριήμερο στη συζήτηση των εκκρεμοτήτων στις εσωτερικές πτυχές και να ακολουθήσει ένα διήμερο συζήτησης του εδαφικού. Περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι θα έπρεπε να υπάρξει ακτίνα σύγκλησης σε κριτήρια για το εδαφικό προτού υποβληθούν Χάρτες. Πράγματι, κατά τις τρεις πρώτες μέρες επιτεύχθηκε περαιτέρω πρόοδος σε ορισμένα εκκρεμούντα θέματα. Έτσι, άρχισε επιτέλους και η συζήτηση του εδαφικού. Στην πορεία διαφάνηκε ότι επιτεύχθηκε ακτίνα σύγκλισης στο κατά τεκμήριο πιο σημαντικό κριτήριο, δηλαδή στο ποσοστό εδάφους που θα παραμείνει κάτω από τουρκοκυπριακή διοίκηση μετά τη λύση του Κυπριακού (28,2% κατά την ελληνοκυπριακή πλευρά, 29,2% κατά την τουρκοκυπριακή πλευρά). Φάνηκε επίσης ότι υπάρχει περιθώριο συνεννόησης αναφορικά και με το δεύτερο κριτήριο, δηλαδή το ποσοστό ακτογραμμής κάτω από τουρκοκυπριακή διοίκηση. Εξακολουθεί, ωστόσο, να υπάρχει σημαντική διαφορά στο τρίτο κριτήριο. Δηλαδή η επιστροφή εδαφών σε πόσους Ελληνοκύπριους θα επιτρέψει δυνητικά να πάνε στις περιουσίες τους κάτω από Ελληνοκυπριακή διοίκηση; Διευκρινίζω ότι αυτό το τρίτο κριτήριο στην πραγματικότητα είναι επίσης εδαφικό, αφού φωτογραφίζει περιοχές που θα επιστραφούν. Κάπου σε αυτό το σημείο οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν, με συμφωνία να συνεχιστούν σε μία εβδομάδα και πάλι στο Μοντ Πελεράν.

Η διακοπή της διαδικασίας είχε αρνητικές συνέπειες. Χάθηκε η δυναμική, ενώ ήταν πλέον σαφές ότι οι προοπτικές δεν ήταν και οι καλύτερες ενόψει της συνέχειας. Το ΑΚΕΛ έκανε ό,τι μπορούσε για να συνεχιστεί η προσπάθεια με ζωντανή την ελπίδα. Προτείναμε στους δύο ηγέτες να μην εμμένουν σε ακτίνα σύγκλισης και στο τρίτο κριτήριο αλλά να υποβάλουν και να συζητήσουν Χάρτες. Δεν εισακουστήκαμε και το Μοντ Πελεράν 2 έληξε χωρίς αποτέλεσμα.

Ακόμη και μετά από την απογοητευτική τροπή που πήραν τα πράγματα, επιμείναμε ότι οι διαπραγματεύσεις θα έπρεπε να συνεχιστούν. Με σωστές εκτιμήσεις όμως για τα αίτια που μας είχαν οδηγήσει στην ατελέσφορη λήξη των συναντήσεων των δύο ηγετών στο Μοντ Πελεράν. Διαβιβάσαμε λοιπόν στον Πρόεδρο τη θέση μας ότι η διαπραγμάτευση έπρεπε να επαναρχίσει το συντομότερο, δίχως βέβαια υποχωρήσεις σε αρχές αλλά με ρεαλισμό. Προειδοποιήσαμε ότι τυχόν παρατεταμένο αδιέξοδο εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Ένας πρόσθετος κίνδυνος ήταν η γνωστή απειλή Ερντογάν ότι αν δεν υπήρχε πρόοδος μέχρι το τέλος του 2016, θα επέμενε σε «πολιτογράφηση» μεγάλου αριθμού εποίκων. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε πλήγμα για τις συνομιλίες αφού θα ακύρωνε την πολύ σημαντική σύγκλιση αναφορικά με τη δημογραφική αναλογία 4:1 κατά τη στιγμή της λύσης.

Εισακουστήκαμε μόνο εν μέρει. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν, αλλά η διαδικασία που αποφάσισαν οι Αναστασιάδης- Ακκιντζί δεν προέβλεπε επίτευξη ακτίνας συμφωνίας πριν την πραγματοποίηση της Διάσκεψης της Γενεύης. Ενώ η προσπάθεια επίτευξης συγκλίσεων στις εσωτερικές πτυχές συνεχίστηκε στην Κύπρο, αποφάσισαν ότι η συζήτησή τους θα συνεχιζόταν στη Γενεύη, όπου θα ακολουθούσε η υποβολή Χαρτών και θα κατέληγαν με τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια. Όπως έχω ήδη αναφέρει, για το ΑΚΕΛ η διαδικασία που συμφωνήθηκε δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Γιατί ακριβώς εκτιμούσαμε ότι αν δεν υπάρξει επίλυση σημαντικών ζητημάτων που εκκρεμούν αναφορικά με το περιουσιακό, το εδαφικό και θέματα Διακυβέρνησης, η όποια Διάσκεψη θα πραγματοποιείτο στη σκιά αυτών των διαφωνιών. Παρόλα αυτά, από τη στιγμή που ο Πρόεδρος πήρε τις αποφάσεις του, με κίνδυνο να προκληθούν προβλήματα αν διαφωνούσαμε, ως σοβαρό και υπεύθυνο Κόμμα, δεν εναντιωθήκαμε σ’ αυτές.

Τόσο κατά τις συνομιλίες στην Κύπρο όσο και κατά τη διαπραγμάτευση των εκκρεμούντων θεμάτων της εσωτερικής πτυχής στη Γενεύη, επιτεύχθηκε μικρή περαιτέρω πρόοδος. Αυτή οδήγησε στο στάδιο της υποβολής Χάρτη και από τις δύο πλευρές. Οι Χάρτες που υποβλήθηκαν ανταποκρίνονται στο συμφωνημένο κριτήριο του εδαφικού ποσοστού κάτω από τη διοίκηση της κάθε κοινότητας αλλά, όπως αναμενόταν, από εκεί και πέρα η κάθε πλευρά υπέβαλε τον καλύτερο για την ίδια Χάρτη. Εξακολουθεί, συνεπώς, να υπάρχει απόσταση στα υπόλοιπα κριτήρια. Είναι όμως σημαντικό το γεγονός ότι πλέον θα έχουμε συζήτηση του εδαφικού πάνω σε συγκεκριμένους χάρτες και όχι γενικά και αόριστα.

Δυστυχώς, η Διάσκεψη για την Κύπρο που ακολούθησε, δεν οδήγησε, όπως  αναμέναμε, σε επίλυση του κεφαλαίου της Ασφάλειας και των Εγγυήσεων. Ούτε καν στην έναρξη της ουσιαστικής του συζήτησης. Αυτό απογοήτευσε τους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους που θέλουν λύση και που προσδοκούσαν σε βήματα μπροστά. Προ των διαφαινόμενων δυσκολιών, αποφασίστηκε συνάντηση εμπειρογνωμόνων για να προετοιμαστεί η επόμενη Διάσκεψη. Σε αυτή τη νέα συνάντηση οι δύο πλευρές ανέπτυξαν τις ανησυχίες τους στο συγκεκριμένο θέμα, υποβλήθηκαν και απαντήθηκαν σχετικά ερωτήματα και καθορίστηκαν τα εργαλεία που η κάθε πλευρά κρίνει αναγκαία για αντιμετώπιση του ζητήματος της Ασφάλειας και των Εγγυήσεων. Η συνέχεια της Διάσκεψης θα γίνει σε πολιτικό επίπεδο, όπως έχει ήδη εξαγγελθεί κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μάρτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση στις διαπραγματεύσεις όπως την περιέγραψα, το ερώτημα που προκύπτει είναι τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα έτσι που να μπορέσουμε να φθάσουμε στον επιδιωκόμενο στόχο της συνολικής λύσης του Κυπριακού; Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η καλύτερη διαδικασία θα ήταν πρώτα να πετύχουμε ακτίνα συμφωνίας σε όλες τις εσωτερικές πτυχές, περιλαμβανομένου του εδαφικού, και στη συνέχεια να συγκληθεί αντιπροσωπευτική Διεθνής Διάσκεψη για την Ασφάλεια με συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, των δύο κοινοτήτων, των εγγυητριών δυνάμεων, των υπολοίπων μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε ότι αφορά τα θέματα της Ασφάλειας θεωρούμε ότι θα μπορούσε να γίνει προεργασία και η Διεθνής Διάσκεψη να διεξαχθεί στο εντελώς τελικό στάδιο.

Τα ανησυχητικά μηνύματα για ενδεχόμενη αρνητική εξέλιξη άρχισαν από τις συναντήσεις στο Μοντ Πελεράν. Παρόλο που εκεί επιτεύχθηκε περαιτέρω πρόοδος στα εκκρεμούντα θέματα και, το κυριότερο, επήλθε ακτίνα σύγκλησης στο πιο βασικό κριτήριο του εδαφικού, δηλαδή στα ποσοστά εδάφους κάτω από τη διοίκηση της κάθε πολιτείας, εντούτοις είχαμε αποτυχία. Είναι διάφοροι οι λόγοι που οδήγησαν σε εκείνη τη δυσάρεστη εξέλιξη, αλλά ο πιο σημαντικός λόγος ήταν, κατά την εκτίμηση μας, η τακτική των δύο πλευρών να αφήνουν θέματα της εσωτερικής πτυχής για το τέλος για να έχουν, όπως πιστεύουν, διαπραγματευτικά περιθώρια. Αυτή η προσέγγιση αποδείχθηκε αδιέξοδη. Για παράδειγμα, όταν η τουρκοκυπριακή πλευρά αφήνει το εδαφικό για το τέλος, το ίδιο πράττει και η ελληνοκυπριακή πλευρά με το θέμα της εκτελεστικής εξουσίας, ή και αντιστρόφως. Σημασία δεν έχει ποιος άρχισε αυτή την τακτική αλλά το πού αυτή οδηγεί. Οδηγεί μόνο σε μπλοκάρισμα, έχοντας ιδιαίτερα υπόψη και την τουρκική στάση στο θέμα της Ασφάλειας. Η Άγκυρα ήδη δήλωσε ότι δεν πρόκειται να πει την τελευταία της λέξη στο συγκεκριμένο ζήτημα αν δεν δει προηγουμένως πώς θα επιλυθούν τα ζητήματα της εκτελεστικής εξουσίας, της αποτελεσματικής συμμετοχής της τουρκοκυπριακής πλευράς στα ομοσπονδιακά όργανα και αποφάσεις καθώς και στο θέμα των τεσσάρων ελευθεριών για Τούρκους πολίτες (το τελευταίο είναι πρόσφατη απαίτηση).

Συνεπώς, αν οι δύο πλευρές συνεχίσουν την ίδια τακτική, το μοιραίο αποτέλεσμα θα είναι όλες οι προσπάθειες να πέφτουν στο κενό. Αντιθέτως, οφείλουν να εργαστούν ώστε να υπάρξει ακτίνα συμφωνίας στα βασικά θέματα των εσωτερικών πτυχών πριν από την επόμενη συνάντηση στο πλαίσιο της Διάσκεψης για την Κύπρο, την οποία θεωρούμε σημαντική προϋπόθεση για την επιτυχία της. Αν δεν αλλάξει κάτι, φοβούμαστε ότι και η νέα σύνοδος της Διάσκεψης για την Κύπρο, θα έχει την τύχη της προηγούμενης. Με αυτό τον τρόπο σύντομα θα φθάσουμε σε αδιέξοδο, με όλες τις απορρέουσες αρνητικές συνέπειες για την πατρίδα και το λαό μας.

Όλα όσα έχω πει αναφορικά με την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης συγκλίνουν στο ότι η τρέχουσα διαπραγματευτική διαδικασία αυτή τη στιγμή είναι μπλοκαρισμένη. Κατάσταση στην οποία συντείνει δυστυχώς και η μέχρι στιγμής αδυναμία των δύο ηγετών να αντιμετωπίσουν ακαριαία και αποφασιστικά τις πιέσεις που εντέχνως ασκούν εθνικιστικοί κύκλοι και στις δύο πλευρές. Προφανής στόχος αυτών είναι να πλήξουν την διαπραγματευτική διαδικασία. Δυστυχώς, μια λανθασμένη απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, με τη διαφωνία του ΑΚΕΛ, για να τιμάται η επέτειος του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950, εισήγηση του ακροδεξιού φασιστικού ΕΛΑΜ, οδήγησε όπως προειδοποιούσαμε, σε έντονες και υπερβολικές αντιδράσεις στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα και σε νέες περιπέτειες τις διαπραγματεύσεις. Ακριβώς γιατί όπως μας διδάσκει η ιστορία, τον εθνικισμό της μίας κοινότητας τον επικαλείται ο εθνικισμός της άλλης, και οι δυο τους συναντιούνται στο σημείο της παρεμπόδισης κάθε προσπάθειας για επανένωση. Είναι ευθύνη των δύο ηγετών, σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που προκλήθηκαν, να επαναρχίσουν τον ουσιαστικό διάλογο και να κλείσουν τα αυτιά στις σειρήνες των θιασωτών ενός κάλπικου πατριωτισμού ή μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Πρέπει να οδηγήσουν τη διαδικασία στο τέλος, εκεί όπου θα κριθεί και το αποτέλεσμα της προσπάθειας για λύση δίκαιη υπό τις περιστάσεις και λειτουργική, για να αντέξει στις δυσκολίες που θα συναντήσει στην πορεία για υλοποίησή της.

Το ΑΚΕΛ έχει καθαρή άποψη για το τι πρέπει να γίνει. Αν δεν αναληφθούν συγκεκριμένες κινήσεις στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, φοβούμαστε ότι οι συνομιλίες πιθανό να καταλήξουν σε αδιέξοδο. Αν οι δύο ηγέτες δεν επανέλθουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, σύντομα και με ειλικρινή διάθεση για διάλογο και συγκλίσεις, οι εξελίξεις πιθανότατα θα μας προλάβουν – με συνέπειες και κόστος για τις επόμενες γενιές.

Ελπίζοντας λοιπόν ότι η διαδικασία θα ξαναμπεί σε τροχιά ουσιαστικής διαπραγμάτευσης, αυτό που πρέπει να γίνει είναι στοχευμένα και μέχρι την επόμενη φάση της Διάσκεψης για την Κύπρο να επικεντρωθούμε σε ορισμένα βασικά θέματα, από την επίλυση των οποίων θα επηρεαστεί θετικά και η Διάσκεψη. Αναφέρομαι στα ζητήματα της εκτελεστικής εξουσίας, της αποτελεσματικής συμμετοχής, των τεσσάρων ελευθεριών, του εδαφικού και του περιουσιακού αλλά και της ασφάλειας. Στο τελευταίο αυτό θέμα χρειάζεται να γίνει προεργασία γνωρίζοντας ότι στις συζητήσεις του απαιτείται και η συμμετοχή των τριών εγγυητριών δυνάμεων, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Τα προαναφερθέντα ζητήματα θα πρέπει πλέον να συζητηθούν μαζί και οι όποιες συγκλίσεις σε αυτά να ισχύουν μόνο αν επιλυθούν όλα. Σε διαφορετική περίπτωση το όλο εγχείρημα θα πρέπει να θεωρηθεί ως μη γενόμενο και καμία απολύτως σχετική σύγκλιση να μην ισχύσει.

Ειδικότερα, τα μόνα βασικά ζητήματα που εκκρεμούν στο κεφάλαιο Διακυβέρνηση και Διαμοιρασμός Εξουσιών είναι η εκ περιτροπής προεδρία και η αποτελεσματική συμμετοχή. Θέση του ΑΚΕΛ ήταν και παραμένει ότι πρέπει να υιοθετηθεί η σύγκλιση Χριστόφια – Ταλάτ στο ζήτημα της εκτελεστικής εξουσίας. Δηλαδή εκ περιτροπής Προεδρία με διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο. Αυτή η πρόταση υποχρεώνει τα Κόμματα στις δύο κοινότητες να συνεργαστούν μεταξύ τους για την εκλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου. Μεταφέρεται η όποια αντιπαράθεση στο πολιτικό επίπεδο, όπως λειτουργούν όλα τα σύγχρονα Κράτη και όχι στο εθνοτικό. Στο δε θέμα της αποτελεσματικής συμμετοχής, αν η τουρκοκυπριακή πλευρά σεβαστεί το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης στο πρώτο Μοντ Πελεράν, τότε μπορούμε να φτάσουμε σε ακτίνα σύγκλισης. Δηλαδή δεν θα χρειάζεται μια τουρκοκυπριακή ψήφος σε όλα τα ομοσπονδιακά όργανα πέραν των βασικών αλλά μόνο σε μερικά. Αν επιτευχθεί σύγκλιση στα δύο αυτά ζητήματα, πιστεύουμε ότι διανοίγονται προοπτικές για ακτίνα σύγκλισης και στο εδαφικό, κάτι που με τη σειρά του θα υποβοηθήσει στην επίλυση των  δύο – τριών βασικών εκκρεμούντων θεμάτων του περιουσιακού.

Ταυτόχρονα, έχει προκύψει και η νέα απαίτηση της Τουρκίας για τις τέσσερις ελευθερίες. Στο συγκεκριμένο θέμα, οι Χριστόφιας- Ταλάτ είχαν από κοινού καταλήξει ότι οι τέσσερις ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα εφαρμόζονται για τους Έλληνες και Τούρκους πολίτες κατά τρόπο που να μην παραβιάζεται η πληθυσμιακή αναλογία 4:1 αντίστοιχα. Σύγκλιση την οποία σήμερα η Τουρκία επιλέγει να αμφισβητήσει παραγνωρίζοντας τις δικαιολογημένες ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων που έχουν απέναντι τους μια χώρα των 80 εκατομμυρίων.

Από όσα έχω πει, καθίσταται ξεκάθαρο ότι η επίλυση αυτών των βασικών ζητημάτων είναι συνάρτηση της πολιτικής βούλησης που πρέπει να επιδειχθεί από όλες τις πλευρές. Αν αυτό γίνει μπορούμε να φτάσουμε σε Διάσκεψη με μοναδικό αντικείμενο το μείζον θέμα της Ασφάλειας και των Εγγυήσεων. Εκεί όπου πέρα από τις όποιες δημόσιες τοποθετήσεις, η Άγκυρα θα κληθεί να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις, να κάνει υποχωρήσεις και να αποδείξει εμπράκτως κατά πόσο είναι έτοιμη να τερματίσει την κατοχική της παρουσία στην Κύπρο. Δεν έχουμε αυταπάτες για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε. Έχουμε όμως την πεποίθηση ότι με λυμένα τα υπόλοιπα ζητήματα η τουρκική πλευρά θα πρέπει να αναλάβει το μερίδιο που φυσιολογικά της αναλογεί ως κατοχική δύναμη στην επίλυση του Κυπριακού. Αν δεν φτάσουμε σε εκείνο το σημείο, ουδέποτε θα μάθουμε τις πραγματικές της προθέσεις. Υπογραμμίζοντας την πάγια θέση μας ως ΑΚΕΛ για πλήρη αποστρατιωτικοποίηση, άρση των εγγυήσεων και των όποιων επεμβατικών δικαιωμάτων, δεν υποτιμούμε τις ανησυχίες καμίας από τις δύο κοινότητες στα ζητήματα της ασφάλειας. Έχουμε όμως τη βεβαιότητα ότι μπορούν να εξευρεθούν τρόποι ώστε η ασφάλεια της μιας κοινότητας να μην κατοχυρωθεί σε βάρος της ασφάλειας της άλλης, ζήτημα που θα αναλυθεί εκτενώς στη συνέχεια από τον Τουμάζο Τσιελεπή.

Αναντίλεκτα, η προκλητική κι αντιφατική στάση που τηρεί η Τουρκία, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια πρόβλεψης για το πώς θα τοποθετηθεί η Άγκυρα σε μια επόμενη συνάντηση στο πλαίσιο της Διάσκεψης για την Κύπρο. Κατά πόσο δηλαδή μετά το πέρας του συνταγματικού δημοψηφίσματος ο αναθεωρητισμός που χαρακτηρίζει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης θα υπερισχύσει της αδιάλλακτης και προκλητικής στάσης που συνεχίζει να τηρεί σήμερα στο Κυπριακό ή θα προκαλέσει και θα επιδιώξει να εκμεταλλευτεί ένα ναυάγιο για να προχωρήσει σε νέα τετελεσμένα. Τα οποία ουσιαστικά θα αποτελούν συνέχεια των απαράδεκτων πολιτικών που εφαρμόζει εδώ και χρόνια σε βάρος των ίδιων των Τουρκοκυπρίων, μέσω ιδιωτικοποιήσεων, της πλήρους οικονομικής εξάρτησης των κατεχομένων, καθώς και με την επιβολή πολιτικών που στοχεύουν σε πολιτισμική αφομοίωση. Ούτε μπορούμε να διαγνώσουμε αν η επιδείνωση των σχέσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας αφήνει περιθώρια ουσιαστικής συζήτησης μεταξύ τους για το θέμα της Ασφάλειας. Στο κομβικό όμως αυτό σημείο του Κυπριακού, το ΑΚΕΛ θα συνεχίσει να επεξεργάζεται προτάσεις, να λειτουργεί εποικοδομητικά προς κάθε κατεύθυνση και να προσπαθεί να επηρεάσει τις εξελίξεις προς όφελος του Κυπριακού λαού συνολικά.

Σε αυτή την ειλικρινή προσπάθεια χρειαζόμαστε τη βοήθεια και τη συμπαράστασή σας. Όπως είπα και στην εισαγωγή μου, είμαστε βέβαιοι για την αλληλεγγύη σας. Σας ζητούμε όμως κάτι περισσότερο. Σε αυτή την κρίσιμη και καθοριστική συγκυρία ευελπιστούμε ότι θα ασκήσετε την επιρροή σας προς την κατεύθυνση της Άγκυρας, αφού είναι φανερό ότι στο συγκεκριμένο αυτό στάδιο που βρισκόμαστε, από την επίλυση του θέματος της ασφάλειας θα εξαρτηθεί βασικά και η επίλυση των εσωτερικών πτυχών του προβλήματος. Δεν νομίζω να αμφιβάλλει κανείς σε αυτή την αίθουσα ότι το κλειδί του κεφαλαίου της ασφάλειας και όχι μόνο, το κρατά η Τουρκία και κανείς άλλος.

Μια σωστή λύση του Κυπριακού, πέρα από τα καλώς νοούμενα συμφέροντα των ίδιων των Κυπρίων, εξυπηρετεί και την Τουρκία και την Ελλάδα, αλλά και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απελευθέρωση και επανένωση του νησιού θα είναι μια ιστορία επιτυχίας για όλους: για την πολυτάραχη περιοχή μας, την Ευρώπη και τη διεθνή κοινότητα.  Γιατί θα δημιουργήσει σε μια γωνιά του κόσμου μας μετά από πολλές ταραγμένες δεκαετίες, συνθήκες ειρήνης, ασφάλειας, σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από πολέμους και οικονομική εξαθλίωση. Γιατί θα δώσει σε όλους τη δυνατότητα να συνεργαστούμε για την εμπορική αξιοποίηση του φυσικού αερίου και την οικοδόμηση της πολυσυζητημένης ενεργειακής ασφάλειας στην περιοχή μας. Γιατί θα ξαναφέρει τον αέρα της ελευθερίας και της ελπίδας στους ανθρώπους μας και θα χαρίσει στις επόμενες γενιές τη συνείδηση της μίας κοινής πατρίδας, του ενός λαού, του κοινού μέλλοντος και της κοινής προοπτικής για πρόοδο και ευημερία.

PREV

Επαφές ΓΓ ΑΚΕΛ με Ευρωπαίους αξιωματούχους

NEXT

Ομιλία Τουμάζου Τσιελεπή με θέμα "Ο δρόμος προς τη συμφιλίωση ή προς το αδιέξοδο"