Home  |  Ενημέρωση   |  Η 100η επέτειος της Μεγάλης Σοσιαλιστικής Επανάστασης του Οκτώβρη

Η 100η επέτειος της Μεγάλης Σοσιαλιστικής Επανάστασης του Οκτώβρη

Ομιλία της Βέρα Πολυκάρπου, Υπεύθυνης του Γρ. Διεθνών Σχέσεων και μέλος Κ.Ε. ΑΚΕΛ στη 19η Διεθνή Συνάντηση Κομμουνιστικών  και Εργατικών Κομμάτων

                                   ΑΓ. ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ, 2 – 3 NOEMΒΡΙΟΥ 2017

Η 100η επέτειος της Μεγάλης Σοσιαλιστικής Επανάστασης του Οκτώβρη: τα ιδανικά του κομμουνιστικού κινήματος, αναζωογονώντας τον αγώνα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, για την ειρήνη, τον σοσιαλισμό

 

Η προοδευτική ανθρωπότητα τιμά φέτος ιδιαίτερα την 100ην επέτειο της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, η οποία με το δυναμισμό και το παράδειγμα της συντάραξε τον κόσμο, ανοίγοντας μια νέα εποχή για την Ανθρωπότητα. Μια εποχή που σηματοδοτήθηκε από το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και την έναρξη οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Οι καταπιεσμένοι, οι καταφρονημένοι υπερβήκανε δυσκολίες, αντιξοότητες, κακουχίες, κατατρεγμούς και μέσα σε συνθήκες πλήρους αποδιοργάνωσης, που επέφερε ο συνεχιζόμενος Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέτρεψαν την απολυταρχία και μετεξέλιξαν την αστικοδημοκρατική επανάσταση σε σοσιαλιστική.

Η διεθνής σημασία της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης είναι αναντίλεκτη. Ο ίδιος ο Β.Ι. Λένιν, μιλώντας για τη διεθνή σημασία της ρωσικής επανάστασης, έγραφε στον «Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού»: «…όχι απλώς μερικά, αλλά όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της επανάστασης μας έχουν διεθνή σημασία με την έννοια της επίδρασης της σε όλες τις χώρες. Δεν μιλώ όμως μ’ αυτή την πλατιά έννοια. Μιλώ με την πιο στενή έννοια της λέξης, δηλαδή εννοώντας με τις λέξεις διεθνή σημασία τη διεθνή σημαντικότητα της επανάστασης μας ή την ιστορική αναγκαιότητα να επαναληφθεί σε διεθνή κλίμακα…». Και συμπλήρωνε: «Φυσικά, θα ήταν πολύ μεγάλο λάθος να υπερβάλλουμε με αυτή την αλήθεια, να την επεκτείνουμε και πέρα από ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της επανάστασης μας».

Η επανάσταση του Οκτώβρη δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας στιγμής ή μια συγκυρίας των περιστάσεων. Αυτή ήταν το αποτέλεσμα του συνόλου μιας σειράς αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων, που στη δεδομένη κορυφαία στιγμή το ρωσικό προλεταριάτο με την καθοδήγηση του Κόμματος των Μπολσεβίκων ανταποκρίθηκε επάξια με αυταπάρνηση και αυτοθυσία στην απαίτηση των καιρών – να καταλάβει την εξουσία και να θέσει την αρχή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού μέσα σε συνθήκες άκρως δυσμενείς.

Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση ήταν το αποτέλεσμα τόσο της ανισομερούς ανάπτυξης του καπιταλισμού σε συνθήκες ιμπεριαλισμού, της μετάθεσης από τις αρχές του 20ου αιώνα του παγκόσμιου επαναστατικού κέντρου στη Ρωσία, στη δημιουργία ακριβώς εδώ του πιο αδύναμου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Ένας κρίκος, τις αντιθέσεις του οποίου ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος με τις τρομακτικές συνέπειες του όξυνα στο έπακρο, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχανόταν η ριζοσπαστικοποίηση της ρωσικής κοινωνίας. Ένας κρίκος που για να σπάσει όμως θα έπρεπε να ήταν ώριμος και ο υποκειμενικός παράγοντας, πράγμα που θα διαμορφωνόταν η αναγκαία «επαναστατική κατάσταση».

Για τη διαμόρφωση «επαναστατικής κατάστασης» δεν αρκεί «οι κάτω να μην θέλουν» να ζουν όπως πριν και οι «πάνω να μην μπορούν» να διοικούν όπως πριν, αλλά θα πρέπει να συνοδεύεται και με αυξανόμενη δραστηριότητα των μαζών, δηλαδή στα πιο πάνω να συμπεριλαμβάνεται και «την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναπτύξει μαζική, αρκετά ισχυρή, επαναστατική δράση ώστε να τσακίσει (ή  να εξασθενίσει σημαντικά) την παλιά κυβέρνηση, που ποτέ ακόμη και σε εποχή κρίσεων δεν «πέφτει», αν δεν την «ρίξουν» διατύπωνε ο Β.Ι. Λένιν το 1915 (Η χρεοκοπία της II Διεθνούς).

Η επαναστατική τάξη όμως δεν αρκεί να αναπτύσσει «επαναστατικές ενέργειες», αλλά πρέπει να δρα οργανωμένα και συνειδητά. Ακριβώς εδώ τίθεται ακόμα ένα καίριο ζήτημα, που σχετίζεται με το ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας, η οποία όμως δρα όχι αφ’ υψηλού, αλλά πλήρως συντονισμένη με το σύνολο της τάξης και των ευρύτερων στρωμάτων του λαού. Η πρωτοπορία, ευρισκόμενη επικεφαλής των πιο αποφασιστικών εκδηλώσεων, με την αυτοθυσία και αυταπάρνηση της δίνει ζωντανό παράδειγμα και καθοδηγεί τις μάζες, με τις οποίες διατηρεί άρρηκτους δεσμούς και χαίρει την εμπιστοσύνη τους.

Αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία, που διαμορφώθηκαν στη Ρωσία του 1917, συνέβαλαν στην ανατροπή της Απολυταρχίας με την επανάσταση του Φλεβάρη και τη μετεξέλιξη της σε σοσιαλιστική τον Οκτώβρη. Στην πρωτοπορία αυτών των κοσμοϊστορικών επαναστατικών διεργασιών ήταν το Κόμμα των Μπολσεβίκων, που καθοδηγούμενο από το Β.Ι. Λένιν, μπόρεσε και απάντησε σε καίρια ζητήματα της εποχής, ανταποκρίθηκε στα οράματα και τις επιθυμίες της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ρωσικού λαού.

Το 1917 ο Ρωσικός λαός επιζητούσε ΕΙΡΗΝΗ και ΓΗ. Η αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη το μόνο που πρόσφερε ήταν η κατάργηση της Απολυταρχίας, αλλά και τη δημιουργία στη χώρα μιας Δυαδικής εξουσίας – Τα Σοβιέτ των Αντιπροσώπων και την προσωρινή Κυβέρνηση. Μια Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία δεν μπόρεσε ή καλύτερα δεν ήθελε να ανταποκριθεί στις λαϊκές απαιτήσεις.

Μέσα σε μια περίοδο 8 μηνών οι επαναστατικές διεργασίες στη χώρα ήταν τόσο βαθιές, που όλο και ριζοσπαστικοποιούσαν την κοινωνία και όλο και αύξαναν την πίεση για τερματισμό της Δυαδικής εξουσίας και την ανάληψη όλης της εξουσίας από τα Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των εργαζομένων, στρατιωτών και αγροτών.

Η Επανάσταση του Οκτώβρη με την έφοδο στα Χειμερινά Ανάκτορα και την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης και την ταυτόχρονη ανάθεση όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ απέδειξε στην πράξη μέσα από τις εργασίες του Β΄ Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ των εργαζομένων, στρατιωτών και αγροτών ότι ήταν έτοιμη να υλοποιήσει τα παλλαϊκά αιτήματα.

Η πρώτη νομοθετική πράξη των Σοβιέτ ήταν το Διάταγμα για την Ειρήνη – την επομένη της εφόδου στα Χειμερινά Ανάκτορα (26 Οκτωβρίου/8Νοεμβρίου 1917), στο οποίο καταγραφόταν η πρόταση της νέας σοβιετικής εξουσίας προς όλους τους εμπόλεμους λαούς και τις κυβερνήσεις τους για έναρξη διαπραγματεύσεων με στόχο τον τερματισμό του πολέμου και υπογραφή δίκαιης και δημοκρατικής ειρήνης.

Η δεύτερη νομοθετική πράξη των Σοβιέτ ήταν το Διάταγμα για τη Γη, αποδίδοντας σε εκατομμύρια φτωχούς και ακτήμονες αγρότες γη, η οποία ανακηρύχτηκε σε «κοινωνική ιδιοκτησία», δηλαδή ανήκε σ’ όλο το λαό.

Η Τρίτη νομοθετική πράξη των Σοβιέτ ήταν το Διάταγμα για τη ίδρυση του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων, το οποίο κηρύχθηκε ως ανώτατη εκτελεστική εξουσία στη Σοβιετική Ρωσία, υπόλογο στο Συνέδριο των Σοβιέτ των Αντιπροσώπων και ανακλητό από αυτό.

Επομένως, το πρώτο Διάταγμα του νεοσύστατου ως αποτέλεσμα της Οκτωβριανής επανάστασης Σοβιετικού κράτους των εργατών και αγροτών ήταν για την Ειρήνη, μέσον του οποίου καλούσε όλες τις εμπόλεμες χώρες να συνάψουν εκεχειρία και να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Διαπραγματεύσεις όμως που έπρεπε να διεξαχθούν χωρίς καμιά απαίτηση για εδαφικές προσαρτήσεις (δηλαδή χωρίς κατάκτηση ξένων εδαφών, χωρίς βίαιη προσάρτηση ξένων λαοτήτων) και αποζημιώσεις. Ταυτόχρονα διακηρυσσόταν η παραίτηση της Ρωσίας από τη μυστική διπλωματία και έκφραζε την επιθυμία της νέας Κυβέρνησης να αγωνιστεί για την απελευθέρωση των χωρών και των λαών από την αποικιακή καταπίεση.

Διαβάζοντας σήμερα το Διάταγμα για την Ειρήνη θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το περιεχόμενο του είναι αφελές γιατί απευθυνόταν σε ιμπεριαλιστικά εμπόλεμα κράτη, καλώντας τα να τερματίσουν τον πόλεμο και να συνάψουν ειρήνη χωρίς εδαφικές προσαρτήσεις και αποζημιώσεις.

Ήταν όμως ο Β.Ι. Λένιν τόσο αφελής όταν υπέγραφε το πρώτο Διάταγμα της Σοβιετικής εξουσίας; Η ίδια η αντικειμενική κατάσταση το τέλος του 1917 μας δείχνει ότι στην ίδια τη Γερμανία υπάρχει αυξανόμενη δυσαρέσκεια από τον παρατεταμένο πόλεμο, που ριζοσπαστικοποιούσε όλο και περισσότερο τη γερμανική κοινωνία. Επιπλέον σχεδόν σ’ όλη την υπόλοιπη Ευρώπη μόλις και μετά βίας συγκρατούσαν τις επαναστατικές αναταραχές. Σιγά-σιγά οι άνθρωποι άρχισαν να αντιλαμβάνονται το παράλογο του πολέμου και τη σχέση που είχε με τα υπερκέρδη για την άρχουσα αστική τάξη. Γι’ αυτό και δεν ήταν τυχαίο ότι το Διάταγμα απευθυνόταν στον απλό πολίτη. Το Διάταγμα λοιπόν, επαναλαμβάνω, απευθυνόταν προς «όλους τους εμπόλεμους λαούς και τις Κυβερνήσεις τους».

Ήταν επομένως το Διάταγμα για την Ειρήνη ένα πανευρωπαϊκό λαϊκό αίτημα, το οποίο είχε μέγιστη διεθνή σημασία, γιατί μαζί με τις κινήσεις εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησε στη συνέχεια το νεαρό Σοβιετικό κράτος έθετε ενώπιον του ως βασικό στόχο τη δημιουργία των καλύτερων δυνατών συνθηκών για ανάπτυξη και ενίσχυση της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, αλλά και την εγκαθίδρυση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας των Λαών. Ταυτόχρονα το Διάταγμα για την Ειρήνη έκφραζε τη βούληση του Σοβιετικού λαού να ζει ειρηνικά με όλα τα άλλα έθνη, ενώ ήταν επίσης ένα νομικό έγγραφο, όπου διατυπωνόταν η προσπάθεια για ευρεία διεθνή επικοινωνία και συνεργασία που αποτέλεσε τη σταθερή βάση της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής στην 70-χρονη πορεία ύπαρξης της.

Η φιλειρηνική εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ στηρίχθηκε στις δημοκρατικές αρχές που διακήρυξε το Διάταγμα για την Ειρήνη, οι οποίες από την πρώτη στιγμή της νικηφόρας Οκτωβριανής Επανάστασης συγκεκριμενοποιούσαν:

α) την αποκατάσταση και ενίσχυση της πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησία των μικρών και οικονομικά αδύναμων κρατών και λαών και

β) την εξασφάλιση του δικαιώματος όλων των λαών του κόσμου από μόνοι τους, χωρίς εξωτερικές επεμβάσεις – άμεσες ή έμμεσες να εκλέξουν την κρατική μορφή διακυβέρνησης τους.

Μια πολιτική που συνεχίσθηκε στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ιδιαίτερα στα μέσα της δεκαετίας του ’30, όταν τα σύννεφα του πολέμου άρχισαν και πάλι να συσσωρεύονται πάνω από την Ευρώπη και όχι μόνο. Από το 1933 η Σοβιετική Ένωση κατέθεσε πρόταση στη Γενική Επιτροπή Αφοπλισμού για να οριστεί ο όρος «επιθετικότητα», όμως η ελεγχόμενη από Αγγλία και Γαλλία Κοινωνία των Εθνών απέρριψε τη σοβιετική πρόταση γιατί δεν επιθυμούσαν ένα κοινό μέτωπο κατά της γερμανικής επιθετικότητας.

Στο κενό έπεσαν επίσης στη συνέχεια οι προσπάθειες της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής για την επίτευξη «συλλογικής ασφάλειας», η υλοποίηση της οποίας θα σηματοδοτούσε τουλάχιστο στην Ευρώπη τη συνεργασία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους – της ΕΣΣΔ με καπιταλιστικές χώρες Αγγλία-Γαλλία (αστική δημοκρατία) ενάντια στο φασισμό/ναζισμό. Μια προσπάθεια που δυστυχώς για την ανθρωπότητα δεν επιτεύχθηκε με κύριους υπαίτιους ακριβώς τους ιμπεριαλιστικούς κύκλους της Αγγλίας και Γαλλίας, που ακολουθούσαν την πολιτική «κατευνασμού» της χιτλερικής Γερμανίας, που οδήγησε στο Σύμφωνο του Μονάχου (Σεπτέμβρης 1938) μεταξύ Μ. Βρετανίας, Γαλλίας Γερμανίας και Ιταλίας, στοχεύοντας να στρέψουν τους χιτλερικούς προς ανατολάς.

Τελικά ο αντιχιτλερικός συνασπισμός λειτούργησε με τα πάνω και τα κάτω του, έστω κι’ αν δεν επιδεικνυόταν πάντα η πρέπουσα συνέπεια, έστω κι’ αν οι συνεργάτες στο συνασπισμό αυτό είχαν άλλα σχέδια και άλλες σκέψεις σε βάρος της ΕΣΔΔ. Σκέψεις που εκφράστηκαν ανοικτά και δημόσια μετά την αντιφασιστική Νίκη των λαών, το μεγαλύτερο βάρος της οποίας σήκωσε η Σοβιετική Ένωση, ενώ ο Σοβιετικός λαός πλήρωσε βαρύ τίμημα σε εκατομμύρια νεκρούς, με την κήρυξη του Ψυχρού πολέμου και την άσκηση της «πολιτικής της ατομικής βόμβας».

Από τη μια η Σοβιετική Ένωση προχωρεί στον εκμηδενισμό της πολιτικής ισχύος της ατομικής βόμβας με την ανάπτυξη του δικού της ατομικού οπλοστασίου, δημιουργώντας μια ισορροπία δυνάμεων, έστω κι’ αν στηριζόταν στον «τρόμο ενός πυρηνικού ολέθρου» Από την άλλη η χώρα των Σοβιέτ ενεργεί ως ένας σταθερός μαχητής για την Ειρήνη και την Ασφάλεια των Λαών και δίνοντας το παράδειγμα προς άλλα κράτη το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ ψήφισε το Μάρτη του 1951 το Νόμο περί Υπεράσπιση της Ειρήνης και Κήρυξη της προπαγάνδας υπέρ του πολέμου έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας.

Είναι με τέτοιες  συγκεκριμένες πράξεις που δόθηκε ώθηση στο Κίνημα της Ειρήνης, που αναπτύχθηκε και αγκάλιασε όλες τις χώρες του κόσμου. Ένα Κίνημα, που από τα πρώτα βήματα του στάθηκε σε θέσεις αρχής ενάντια στον πόλεμο, την εξάρτιση, την αποικιακή καταπίεση και τις φυλετικές διακρίσεις, που αποτελούν απειλή για την παγκόσμια ειρήνη.

Οι αντεπαναστατικές ανατροπές στο μεταίχμιο των δεκαετιών ’80 – ’90 του 20ου αιώνα, που οδήγησαν στην κατάρρευση του σοσιαλισμού στην Ευρώπη, τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την παλινόρθωση του καπιταλισμού στις χώρες αυτές αποτέλεσαν ένα σοβαρό πισωγύρισμα στην εξέλιξη της Ανθρωπότητας. Πισωγύρισμα το οποίο πέραν των κοινωνικο-οικονομικών αρνητικότατων επιπτώσεων για τις λαϊκές μάζες έχουν θέσει σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη και σταθερότητα.

Θα ήταν ασυγχώρητο λάθος αν σήμερα υπό την πίεση των αρνητικών εξελίξεων για το σοσιαλισμό πετάξουμε στον σκουπιδοτενεκέ την εξωτερική πολιτική που ακολούθησε στα θέματα ειρήνης η ΕΣΣΔ και το σοσιαλιστικό σύστημα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και όχι μόνο. Μια πολιτική, που συνέβαλε στην αλλαγή του ισοζυγίου δυνάμεων και δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της πάλης των λαών της Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής για διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής.

Αντίθετα από τις διθυραμβικές διακηρύξεις των διάφορων απολογητών του καπιταλισμού για την επικράτηση της «νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων», που δήθεν σταθεροποιούσε την παγκόσμια ειρήνη και θα οδηγούσε στη μείωση των εξοπλισμών, παρατηρείται μια αυξανόμενη επιθετικότητα του ευρωατλαντικού μετώπου ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – Ε.Ε. με καταπάτηση αρχών του Διεθνούς Δικαίου και της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι, με τακτικές όχι μόνο αποσταθεροποίησης και υπονόμευσης κυρίαρχων κρατών, αλλά και με απροκάλυπτες στρατιωτικές επεμβάσεις και επιδρομές. Το ΝΑΤΟ όχι μόνο έχει παγκοσμιοποιήσει τη δράση του, την οποία σύζευξε με την Ε.Ε., αλλά εκσυγχρονίζει και επεκτείνει το οπλοστάσιο του, καταβάλλει προσπάθειες να «νομιμοποιεί» τις δήθεν προληπτικές, στρατιωτικές του επεμβάσεις.

Η έλλειψη του «αντίπαλου δέους», που προκαλούσε το σοσιαλιστικό σύστημα, αποθράσυνε τον ιμπεριαλισμό, που σήμερα ως η αιχμή του πολυεθνικού κεφαλαίου εντείνει τις διαδικασίες για έλεγχο γεωστρατηγικών σημείων σε περιοχές με ενεργειακά και όχι μόνο αποθέματα μέσα στα πλαίσια και των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για τον επαναδιαμοιρασμό σφαιρών επιρροής σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο.

Παρά τις εγγενείς ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς στις πλείστες περιπτώσεις παρατηρείται μια ενισχυμένη συλλογική επιθετική δράση των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών κρατών, εδραζόμενη κύρια στο γεγονός της διαφοροποίησης των εθνικών μονοπωλίων και τη μετατροπή ή και την υποταγή τους στο πολυεθνικό κεφάλαιο, που ενώ φαινομενικά δρα υπερεθνικά, στην ουσία όμως δεν παύει να προωθεί γεωστρατηγικά συμφέροντα μιας μειοψηφικής άρχουσας ολιγαρχίας κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών χωρών.

Η σύγχρονη συστημική κρίση, που ταλανίζει τον καπιταλισμό για μια φορά ακόμα αποδεικνύει τα αδιέξοδα στα οποία το εκμεταλλευτικό αυτό σύστημα οδηγεί την Ανθρωπότητα. Μια κρίση, που στην ουσία – ακόμα και στις ανεπτυγμένες μητροπόλεις του καπιταλισμού – ενισχύει και διευρύνει περαιτέρω τις διαφοροποιήσεις μέσα στην κοινωνία, φτωχοποιεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και συσσωρεύει τον παραγόμενο πλούτο στα χέρια μιας όλο και σμυκρινόμενης οικονομικής ολιγαρχίας.

Η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί εκπρόσωποι της επιχειρούν να ξεπεράσουν την κρίση από τη μια με τη δραστική λήψη μέτρων λιτότητας, με την επιβαλλόμενη τάχατες δημοσιονομική πειθαρχία, με τη συνεχή συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, με τη μείωση των αναπτυξιακών δαπανών, τέλος με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας των κρατών, την οποία αντικαθιστούν τα πολυεθνικά, χρηματιστηριακά μονοπώλια, που πλέον έχουν τον αποκλειστικό έλεγχο της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής διαχείρισης της κάθε ξεχωριστής κοινωνίας. Από την άλλη όμως και με την προώθηση νέων εξοπλιστικών συστημάτων και αύξηση των κρατικών δαπανών στην πολεμική βιομηχανία, που αποφέρει αμύθητα υπερκέρδη στα στρατιωτικο-βιομηχανικά συγκροτήματα. Όλα λοιπόν τα εγγενή προβλήματα του καπιταλισμού, τα οποία η κάθε κρίση του αναπαραγάγει, αναδεικνύουν συνέχεια την επικαιρότητα και τη διαχρονικότητα του σοσιαλισμού ως ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας.

Το Διεθνές Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα αντιπαλεύει μέσα στις δύσκολες συνθήκες του νεοφιλελευθερισμού και των καπιταλιστικών αδιεξόδων για να δώσει εναλλακτικές λύσεις στα υφιστάμενα και νεοαναφυόμενα προβλήματα, αλλά περισσότερο για να οικοδομήσει την προοπτική για το αύριο της Ανθρωπότητας. Μια όντως δύσκολη προσπάθεια, που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο ένεκα και της χειραγώγησης σε παγκόσμιο, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο της κοινής γνώμης και του απλού πολίτη μέσα από ελεγχόμενες δράσεις, προεξαρχόντων των κυρίαρχων αστικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Μια προσπάθεια, που έχοντας στο επίκεντρο της τον τελικό στρατηγικό στόχο, δηλαδή την υπέρβαση του καπιταλιστικού αναχρονισμού, να είναι σε θέση να υλοποιείται μέσον μιας αποτελεσματικής, ευέλικτης τακτικής και καθημερινής δράσης για την υλοποίηση και επίτευξη ενδιάμεσων και μεσοπρόθεσμων στόχων, άμεσα συνδεδεμένων με το πραγματικό γίγνεσθαι, συμπεριλαμβανομένης και της πάλης ενάντια στον πόλεμο, τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, την κατάργηση στρατιωτικών βάσεων σε κυρίαρχα κράτη, τη μείωση μέχρι και κατάργησης των δαπανών για εξοπλιστικά προγράμματα, τον τερματισμό των επεμβάσεων στα εσωτερικά ζητήματα κυρίαρχων χωρών και των στρατιωτικών επιχειρήσεων σε ξένα κράτη.

Οι αγωνιζόμενες για την ειρήνη δυνάμεις αντιμετωπίζουν ένα έμπειρο και καλά οργανωμένο αντίπαλο, που παρά τις εγγενείς του αντιθέσεις κατορθώνει να δρα συντονισμένα και συλλογικά, πράγμα που υποχρεώνει τις αντιπαλευόμενες τα πολυεθνικά μονοπώλια και τους πολιτικούς εκπρόσωπους τους πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις να συντονίζουν τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, δράσεις και στόχους για να ανακόψουν τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού, που πέρα από τις κοινωνικο-οικονομικές αρνητικές εξελίξεις, υποθάλπει και προωθεί πολιτικές ενάντια στην ειρήνη, δημιουργώντας μεταξύ τους σχέσεις αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού, χωρίς αλληλο-αποκλεισμούς και ποδηγετήσεις.

Όσο και να χρησιμοποιούμε ηχηρά και εύηχα συνθήματα η όποια δράση μας ως κομμουνιστικό κίνημα θα είναι αναποτελεσματική αν δεν καταφέρουμε να είμαστε όχι μόνο πρωτοπορία και ηγετική μορφή στον αγώνα για προάσπιση και διεύρυνση των λαϊκών και εργατικών κατακτήσεων, όπως και της διατήρησης συνθηκών ειρήνης και ασφάλειας, αλλά και πόλος συσπείρωσης όλων των κοινωνικών στρωμάτων και πολιτικών δυνάμεων, που αντιμάχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την επικρατούσα νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων.

Το ΑΚΕΛ στα πάνω από 90 χρόνια ζωής και δράσης του έθετε πάντα υπεράνω όλων το συμφέρον της Κύπρου και του λαού της – Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων. Αποτέλεσε και αποτελεί πόλο συσπείρωσης ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων σε μια προσπάθεια:

  • ενδυνάμωσης και ενίσχυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας,
  • απαλλαγής της από την κατοχή και τη ντε φάκτο διχοτόμηση,
  • εξασφάλισης της εδαφικής της ακεραιότητας και
  • επανένωσης του λαού – Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων – σε συνθήκες ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας σε ένα διζωνικό, δικοινοτικό ομόσπονδο, πλήρες αποστρατικοποιημένο κράτος χωρίς ξένους στρατούς και στρατιωτικές βάσεις, με μια κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα, μια ιθαγένεια, γέφυρα ειρήνης και συνεργασίας μεταξύ των λαών της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση πέραν από το βαθύ κοινωνικό της χαρακτήρα για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων από τη βαρβαρότητα του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος είναι άμεσα συνδεδεμένη με την υπόθεση της ΕΙΡΗΝΗΣ, που θα διασφάλιζε την απρόσκοπτη ανάπτυξη όλων των λαών της Γης με τον ταυτόχρονο σεβασμό προς τις επιλογές του.

Σοσιαλισμός και ειρήνη είναι έννοιες ταυτόσημες και συνυφασμένες και οι Κομμουνιστές οφείλουν να βρίσκονται επικεφαλής του αγώνα για ειρήνη, προσδίδοντας του βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο. Ο αγώνας για ειρήνη ιδιαίτερα σήμερα έχει έντονο αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα και οι Κομμουνιστές από τη μια δεν πρέπει και δεν μπορούν να απουσιάζουν και από την άλλη έχουν υποχρέωση και οφείλουν να εκφράζουν την αλληλεγγύη τους σ΄ όλους τους αγωνιζόμενους λαούς γιατί αυτό το υπαγορεύει η ιστορία και η δράση του Διεθνούς Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος.

100 χρόνια από τη νικηφόρα Σοσιαλιστική Επανάσταση του Οκτώβρη 1917 στη Ρωσία και τα πανανθρώπινα διαχρονικά διδάγματα και οράματα της, που γαλούχησαν γενεές και γενεές ανθρώπων εξακολουθούν να παραμένουν αναλλοίωτα, να διατηρούν το ρεαλισμό, τη διαχρονικότητα και την επικαιρότητα τους, διαμορφώνοντας και σήμερα συνειδήσεις και ατσαλώνοντας τη θέληση των εργαζομένων και των καταπιεσμένων για την ανατροπή και υπέρβαση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, για την οικοδόμηση μιας Σοσιαλιστικής κοινωνίας, για την επικράτηση της παγκόσμιας Ειρήνης.

Οκτώβρης 2017

PREV

Το Υπουργείο Παιδείας «παίζει» για ακόμα μια φορά με τα όνειρα και τους στόχους χιλιάδων ανθρώπων

NEXT

Θεσμικά, πολιτικά και ηθικά εκτεθειμένος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας