Home  |  Νεος Δημοκράτης   |   Η Φιλική Εταιρεία και το Κίνημα των Δεκεμβριστών: μια γενική προσέγγιση

 Η Φιλική Εταιρεία και το Κίνημα των Δεκεμβριστών: μια γενική προσέγγιση

του Νίκου Κουζουπή,

Διδακτωρ Ιστορίας, μέλος Κ.Ε. ΑΚΕΛ

 

 

Μπορεί τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης ήδη έχουν συμπληρωθεί, όμως ο απόηχος της ίδιας της επανάστασης εξακολουθεί να είναι επίκαιρος όσο ήταν και στις αρχές του 19ου αιώνα όταν ξέσπασε. Συνεχώς οφείλουμε να στρέφουμε την προσοχή μας τόσο στα γεγονότα του ελληνικού ξεσηκωμού, όσο και σε αυτά που προηγήθηκαν, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις πραγματικότητες, που διαμορφώνονταν τότε, αλλά πολύ περισσότερο τις εξελίξεις που ακολούθησαν.

Το 1821 δεν ήταν ένα στιγμιαίο γεγονός, ούτε μια αυθόρμητη πράξη της εποχής, αλλά αποτέλεσμα ωρίμανσης των συνθηκών – αντικειμενικών και υποκειμενικών, τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά κύρια στα νησιά και στην ευρισκόμενη διάσπαρτα στην Ευρώπη ελληνική διασπορά.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν το αποτέλεσμα των αναπτυσσόμενων διαδικασιών εθνογένεσης των Ελλήνων, στηριζόμενων στις διαμορφωνόμενες εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις μέσα στην ελληνική κοινωνία και όχι μόνο μια και παρόμοιες διαδικασίες αγκάλιαζαν ευρύτερες περιοχές του Πλανήτη μας, ιδιαίτερα την Ευρώπη και την αμερικανική ήπειρο. Η διαδικασία όμως εμφάνισης της αστικής εθνογένεσης συνδέεται άμεσα και ουσιαστικά καθορίζεται εκτός των άλλων και από τα εναύσματα της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του 1789.

Η Γαλλική Επανάσταση, αποτέλεσμα των βαθιών κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών μέσα στη ίδια την γαλλική κοινωνία, ιδεολογικά δε προετοιμασμένη από τις ιδέες του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα, εκτός των άλλων έδωσε τεράστια ώθηση και αποτέλεσε καταλύτη στην από καιρό διαμορφωνόμενη ιδέα της κυριαρχίας του έθνους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η αρχή του έθνους ως ανεξάρτητη και υπέρτατη αξία της επανάστασης, αντικατέστησε και ερχόταν σε κάθετη αντίθεση με την αρχή της επικυριαρχίας, δηλαδή την έκφραση πίστης, υποταγής και υπηρεσίας όχι προς την χώρα και το λαό της, αλλά στον επικυρίαρχο – δηλαδή αυτόν που κυριαρχεί ή εξουσιάζει την χώρα. Το επαναστατικό σύνθημα των γάλων «Αβράκωτων» – της πιο ριζοσπαστικής μερίδας της επανάστασης – «Ζήτω το έθνος» ήταν ο αντίποδας στο σύνθημα των απερχόμενων κοινωνικών τάξεων «Ζήτω ο Βασιλιάς», όχι μόνο με την στενή πολιτική του έννοια, αλλά με μια πιο ευρεία ιδεολογική σημασία.

Η Γαλλική Αστική Επανάσταση ήταν ακριβώς εκείνο το κοινωνικο-ιστορικό γεγονός, που πυροδότησε μια σειρά αλλαγές στον κόσμο και αποτέλεσε την σπίθα για μια σειρά απελευθερωτικά κινήματα και αστικές επαναστάσεις, που έμελλαν να διαφοροποιήσουν τον πολιτικό και κοινωνικό χάρτη και της Ευρώπης και της Λατινική Αμερική. Η Ελληνική Επανάσταση λοιπόν πρέπει να αντικρίζεται και να εξετάζεται ως ένας από τους συνδετικούς κρίκους της αλυσίδας των γεγονότων, που σηματοδότησε η επανάσταση του γαλλικού λαού, η οποία διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις στο μεταίχμιο των 18ου και 19ου αιώνα.

Στον απόηχο λοιπόν της Γαλλικής Επανάστασης υπάρχει ο πόλεμος ενάντια στην Ισπανία σε όλη την επικράτεια της Λατινικής Αμερικής για την δημιουργία ανεξάρτητων κρατών (1810-1826), αλλά και στην ίδια την Ευρώπη παρατηρείται ξέσπασμα μιας σειράς αστικών επαναστάσεων, όπως στην Ισπανία (1820-1823), στην Πορτογαλία (1821-1823), στην Ιταλία (1820-1821).Έτσι λοιπόν η Ελληνική Επανάσταση στην ηπειρωτική χώρα (1821-1829) και η εξέγερση στην Μολδοβλαχία συμπληρώνουν το παζλ των επαναστατικών διεργασιών της συγκεκριμένης αυτής εποχής. Το ελληνικό 1821 συμπεριλαμβάνεται, καλύτερα αποτελεί σημαντικό κρίκο στις επαναστατικές διεργασίες κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, επηρεαζόμενο από την Γαλλική Επανάσταση, η οποία εν πολλοίς σημάδεψε απόλυτα την ιστορία και διαμόρφωσε την πορεία του κόσμου μέσα στον 19ο αιώνα, καταργώντας την απολυταρχία και το φεουδαρχικό σύστημα, δημιουργώντας όλες τις προϋποθέσεις για απρόσκοπτη ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων,  εμπνέοντας ταυτόχρονα υπόδουλους λαούς να διεκδικήσουν την απελευθέρωση τους και την δημιουργία του δικού τους ανεξάρτητου εθνικού κράτους.

Προτού προχωρήσουμε στο κυρίως μας θέμα, που αφορά τις σχέσεις μεταξύ Φιλικής Εταιρείας και Κινήματος των Δεκεμβριστών και αφού οριοθετήσαμε το 1821 μέσα στο γενικότερο ιστορικο-πολιτικό πλαίσιο στις αρχές του 19ου αιώνα, όχι ως ένα απομονωμένο ιστορικό γεγονός, αλλά ως την λογική εξέλιξη κοινωνικο-οικονομικών διεργασιών παγκόσμιας εμβέλειας, θα σταθούμε σε συντομία σε ακόμα ένα παράγοντα, που ως ένα βαθμό προσδιόρισε και πιθανόν να έδωσε το έναυσμα ή και να αποτέλεσε την σταγόνα ξεχειλίσματος του ποτηριού της ελληνικής εγκαρτέρησης. Λόγος γίνεται για την ρωσική διπλωματία στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και ιδιαίτερα στον ρόλο, που διαδραμάτισε η Ρωσία στην δημιουργία της Πολιτείας των Επτά Ενωμένων Νησιών ή της Επτάνησος Πολιτείας. Χωρίς να αναλύουμε τις τότε διεθνείς σχέσεις στην περιοχή της Μεσογείου και την αντιπαλότητα μεταξύ των τότε Μεγάλων Δυνάμεων πρέπει όμως να σημειωθεί ότι τα νησιά στο Ιόνιο Πέλαγος κατά την αντιπαράθεση μεταξύ επαναστατημένης Γαλλίας και Βενετίας, η οποία τα κατείχε, τελικά πέρασαν υπό την γαλλική κυριαρχία το 1797 με την οριστική κατάλυση της Βενετικής Δημοκρατίας. Στο χρόνο, δηλαδή το Φθινόπωρο του 1798 ο Ρωσο-οθωμανικός στόλος κατέλαβε διαδοχικά όλα τα Ιόνια νησιά.

Η Ρωσία, αντιλαμβανόμενη τη σημασία των νησιών αυτών στον ανταγωνισμό της με την Γαλλία στην περιοχή, δεν επεδίωξε την ενσωμάτωσης τους στην επικράτεια της, αλλά στηριζόμενη περισσότερο σε μια συγκεκριμένη κοινωνική πολιτική στόχευε στην δημιουργία ενός νέου ενδιάμεσου στρώματος μέσα στην ντόπια διαμορφωνόμενη αστική ελίτ, η οποία θα αποτελούσε και το στήριγμα της ρωσικής πολιτικής στα νησιά. Είναι μια περίοδος οξυμένης κοινωνικής πάλης στα Επτάνησα, όπου η ρωσική πολιτική προσπαθούσε να ισορροπήσει από την μια, δημιουργώντας προϋποθέσεις για συνεργασία τακτικής στρατηγικής με την ντόπια αστική ελίτ και από την άλλη να καταστείλει το λαϊκό κίνημα που φούντωνε. Ότι και να πούμε όμως παραμένει γεγονός αναντίλεκτο ότι η Επτάνησος Πολιτεία αποτέλεσε ένα πρώτο στοιχείο ελληνικής κρατικής οντότητας και εστία του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων και αναμφίβολα αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ιδιαίτερα για την κατανόηση των δημοκρατικο-επαναστατικών παραδόσεων του ελληνικού λαού.

Η Επτάνησος Πολιτεία αποτέλεσε μια πρώτη προσπάθεια από πλευράς της ρωσικής απολυταρχίας να εφαρμόσει στην πράξη την πολιτική, που προωθούσε στις διεθνείς σχέσεις για συνταγματικό συμβιβασμό, που ήταν εμφανής, ιδιαίτερα στην περίοδο της Παλινόρθωσης στην Ευρώπη, όταν ήδη η επαναστατική ορμή, που εγκαινιάστηκε από την Γαλλική Επανάσταση πλησίαζε στο τέλος της. Το Σύνταγμα του 1803, το οποίο στην αστική ιστοριογραφία θεωρείται ως ένα αρκετά φιλελεύθερο ντοκουμέντο εμφανίσθηκε με πρωτοβουλία του τότε νέου ρώσου Αυτοκράτορα Αλεξάντερ Α΄ και με την δική του άμεση εμπλοκή. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρωσία ασκούσε σχετικά μια συγκαταβατική διακυβέρνηση στα Ιόνια νησιά, αλλά ταυτόχρονα μια σχετικά φιλελεύθερη κοινωνική πολιτική, πράγμα που σχετιζόταν και με το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, που στα πρώτα βήματα του ο νέος Τσάρος προωθούσε. Είναι άγνωστο προς τα που θα κινείτο η Επτάνησος Πολιτεία και σε ποιο βαθμό ήταν έτοιμη η ρωσική απολυταρχία να προχωρήσει σε περαιτέρω παραχωρήσεις γιατί οι πολιτικοί αυτοί πειραματισμοί έγιναν στο φόντο σκληρών και μη επιτυχών για τη Ρωσία πολέμων με τον Ναπολέοντα και διακόπηκαν απότομα και ξαφνικά το 1807. Το γεγονός όμως είναι ότι τελικά η ρωσική πολιτική στα Επτάνησα προχωρούσε όλο και συντηρητικότερα με απόδειξη το συγκεντρωτικό αυταρχικό Σύνταγμα που εκπονήθηκε το 1806.

Οι διαμορφωνόμενες όμως παραδόσεις στα Επτάνησα, στα οποία συχνά πυκνά εύρισκαν καταφύγιο, διωκόμενοι από τις οθωμανικές αρχές, Έλληνες αγωνιστές από την ηπειρωτική Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και ηγετικές μορφές του 1821, επιδρούσαν σε συνειδήσεις και διαμόρφωναν χαρακτήρες. Το βασικότερο όμως ήταν ότι είχε διαμορφωθεί, που ήδη προαναφέρθηκε, μια πρώτη ελληνική κρατική οντότητα, πράγμα που αναμφίβολα είχε την ιστορική της σημασία για τις μετέπειτα επαναστατικές εξελίξεις.

Τα Κινήματα των Φιλικών και των Δεκεμβριστών κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της επαναστατικής πάλης του ελληνικού και ρωσικού λαού αντίστοιχα. Οι Δεκεμβριστές έθεσαν τις βάσεις του επαναστατικού κινήματος για την ανατροπή ή φιλελευθεροποίηση της τσαρικής απολυταρχίας και την κατάργηση της δουλοπαροικίας, ενώ οι Φιλικοί προετοίμασαν την επανάσταση του 1821 για την αποτίναξη του ζυγού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απόκτηση εθνικής ανεξαρτησίας. Καλούμαστε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα που εγείρεται κατά πόσο μεταξύ αυτών των δυο κινημάτων υπήρχε η όποια επίδραση και τι σχέσεις θα μπορούσαν να αναπτυχθούν μεταξύ τους. Δεν υπάρχουν αρκετές εκτενείς μελέτες, που να διαπραγματεύονται το συγκεκριμένο θέμα, αν και τόσο στην σοβιετική/ρωσική, όσο και στην ελληνική ιστοριογραφία γίνονται από αρκετούς ιστορικούς και άλλους μελετητές συγκεκριμένες αναφορές για τις σχέσεις και την αλληλοεπίδραση μεταξύ Φιλικών και Δεκεμβριστών.

Στα δύο αυτά επαναστατικά κινήματα αναπτύχθηκαν κοινά γνωρίσματα και μεταξύ τους υπήρξε αλληλοεπίδραση γιατί γεννήθηκαν και έδρασαν μέσα στον ίδιο περίγυρο, αλλά κύρια γιατί δρούσαν στα πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, που όπως προαναφέρθηκε χαρακτηριζόταν ως μια περίοδος των αστικο-δημοκρατικών κινημάτων γενικότερα και αστικο-εθνικών ειδικότερα, ως η περίοδος εξάλειψης των υπολειμμάτων του φεουδαρχικό-απολυταρχικού συστήματος.

Είναι κοινώς αποδεχτό ότι μια συγκεκριμένη εποχή της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας χαρακτηρίζεται από μια σειρά επαναστατικά κινήματα, τα οποία στη βάση τους διαμορφώνουν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και αναπτύσσεται μεταξύ τους υπό κάποιες προϋποθέσεις μια άμεση ή έμμεση αλληλοεπίδραση.

Στην ανασκοπούμενη περίοδο των δεκαετιών 1810 και 1820 οι επαναστατικές εκδηλώσεις σε διάφορες χώρες της Ευρώπης δεν είχαν αυθόρμητο χαρακτήρα, αλλά ήταν καλοζυγισμένες και όσο το δυνατόν υπό τις περιστάσεις άρτια προετοιμασμένες από μυστικές οργανώσεις, τις οποίες συγκροτούσαν αστικά στοιχεία, εκπρόσωποι της διανόησης, φιλελεύθεροι ευγενείς και στρατιωτικοί. Η εμφάνιση και ανάπτυξη όμως τέτοιων κινημάτων σε κάθε κοινωνία, όση επίδραση ή και επιρροή κι αν υπάρχει από εξωγενείς παράγοντες, σε τελευταία ανάλυση στηρίζεται και καθορίζεται κύρια από τις εσωγενείς διαμορφωνόμενες κοινωνικο-οικονομικές αντικειμενικές συνθήκες.

Προτού γίνει όμως αναφορά για τις σχέσεις, που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στα δυο αυτά επαναστατικά κινήματα, πρέπει έστω και σε συντομία να σκιαγραφηθεί τί πρέσβευαν και τί εκπροσωπούσαν από τη μια οι Φιλικοί και από την άλλη οι Δεκεμβριστές.

Ποιοι ήταν και τι αντιπροσώπευαν οι Δεκεμβριστές και ποιο ρόλο διαδραμάτισαν στις επαναστατικές παραδόσεις του ρωσικού λαού; Στις 14 Δεκεμβρίου 1825 στην Πετρούπολη πραγματοποιήθηκε εξέγερση μερικών τμημάτων του ρωσικού στρατού και στόλου, καθοδηγούμενη από συγκεκριμένους αξιωματικούς, που είχαν ως στόχο κύρια όχι την ανατροπή της απολυταρχίας, αλλά την φιλελευθεροποίηση του ρωσικού πολιτικο-κοινωνικού συστήματος και την κατάργηση της δουλοπαροικίας. Η εξέγερση στην τότε πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας αποτέλεσε την απαρχή για μια σειρά εξεγέρσεων κύρια στις νότιες περιοχές της χώρας, οι οποίες όμως τελικά κατεστάλησαν όλες από στρατιωτικά τμήματα, που παρέμειναν πιστά στον Τσάρο και την απολυταρχία. Οι υποκινητές αξιωματικοί συνελήφθησαν, υποβιβάστηκαν στο βαθμό του απλού στρατιώτη και εξορίστηκαν στην Σιβηρία, ενώ πέντε ηγετικά στελέχη τους εκτελέσθηκαν δια απαγχονισμού.

Μεταγενέστερα οι αξιωματικοί αυτοί πέρασαν στην ιστορία με την ονομασία «Δεκεμβριστές» γιατί η ανοικτή ένοπλη εξέγερση τους ενάντια στον απολυταρχικό τσαρισμό εκδηλώθηκε μέσα στο μήνα Δεκέμβριο.

Για να κατανοήσουμε τις προθέσεις τους, αλλά και να δοθεί μια όσο το δυνατόν πληρέστερη απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε θα πρέπει τουλάχιστον σε γενικές γραμμές να παραθέσουμε τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές, που άρχισαν να συσσωρεύονται μέσα στην τσαρική Αυτοκρατορία κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Αρχίζοντας από τα τέλη του 18ου αιώνα  και συνεχίζοντας στις αρχές του 19ου αιώνα μέσα στην ρωσική κοινωνία συντελούνται σημαντικές οικονομικές αλλαγές, που έθεσαν την απαρχή της διαδικασίας αποσύνθεσης του φεουδαρχικό-απολυταρχικού συστήματος από την μια, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται προϋποθέσεις και εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα δημιουργίας των νέων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, που συγκριτικά με τις επικρατούσες φεουδαρχικές σχέσεις αποτελούσαν φορέα προοδευτικότητας.

Παρόλο που οι εμπορο-χρηματικές σχέσεις άρχισαν να αναπτύσσονται, εντούτοις αυτή η ανάπτυξη εμποδιζόταν από το επικρατών σύστημα της απολυταρχίας, το οποίο ήταν ο συλλογικός εκφραστής της φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων στην χώρα. Επομένως η πάλη ενάντια στην απολυταρχία ή αν θέλετε στην φιλελευθεροποίηση της αυτήν την περίοδο νομοτελειακά ήταν αγώνας για την επικράτηση ή την διάνοιξη του δρόμου για επικράτηση των ανερχόμενων νέων κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων, στις οποίες έμπαινε τροχοπέδη το σύστημα της δουλοπαροικίας. Σε αντίθεση με τη Δύση, όπου ενάντια στην φεουδαρχία πρωτοστατούσε η ανερχόμενη αστική τάξη, στην Ρωσία ένεκα ιδιαζουσών συνθηκών κοινωνικής ανάπτυξης φορέας της προοδευτικότητας και αντίπαλος της απολυταρχίας και κατ’ επέκταση της δουλοπαροικίας δεν ήταν η νεοεμφανιζόμενη αστική τάξη, αλλά προοδευτικά σκεπτόμενοι διανοητές και άτομα προερχόμενα από τους κύκλους της αριστοκρατίας, ιδιαίτερα της μικρομεσαίας.

Η ρωσική αστική τάξη ήταν οικονομικά εξαρτημένη από το τσαρικό καθεστώς και παρά το ότι την ενδιέφερε άμεσα η κατάργηση της δουλοπαροικίας, πράγμα που θα έδινε μια τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων, θα αύξανε τα ελεύθερα εργατικά χέρια στην αγορά εργασίας με την εντατικοποίηση των ρυθμών της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου, εντούτοις δεν την χαρακτήριζε εκείνη η αποφασιστικότητα με την οποία αντιδρούσε η Τρίτη Τάξη της Γαλλίας στην πάλη ενάντια στο φεουδαρχικό καθεστώς. Οι ρώσοι αστοί δεν είχαν την ικανότητα να προχωρήσουν σε επαναστατική αλλαγή της απολυταρχίας, κάτι που την συνόδευε ουσιαστικά μέχρι και την ανατροπή του τσαρισμού, καθήκον που εκπλήρωσε η εργατική τάξη, ένα αιώνα μετά (20ο αιώνα).

Δεν είναι τυχαίο επίσης το γεγονός ότι φορείς της νέας ιδεολογίας ήταν αξιωματικοί ευγενείς του ρωσικού στρατού και είχαν άμεση συμμετοχή τόσο στον Πατριωτικό πόλεμο του 1812 για απόκρουση της εισβολής του Ναπολέοντα, όσο και στην εκστρατεία των ρωσικών στρατιών στην Ευρώπη το 1813-14. Η εκστρατεία έδωσε σε αρκετούς αξιωματικούς την δυνατότητα να έρθουν σε άμεση επαφή και να γνωρίσουν νέες ιδέες, νέες θεωρίες, σχετιζόμενες με την προοδευτικότητα του ανερχόμενου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Οι πιο πρωτοπόροι από αυτούς αντιλαμβάνονταν ότι το απολυταρχικό σύστημα της πατρίδας τους θα έπρεπε να αλλάξει και γι’ αυτό με την επιστροφή τους άρχισαν να  συγκροτούν μυστικές, ανατρεπτικές για την επικρατούσα τάξη πραγμάτων οργανώσεις, βασικότερες των οποίων ήταν το Τάγμα των Ρώσων Ιπποτών (1814), η Ένωση Σωτηρίας (1816), η Ένωση Αγαθοεργίας (1818), η Νότια Κοινωνία και η Βόρεια Κοινωνία (1821-1823). Παρατηρείται ότι το αστικο-δημοκρατικό κίνημα στη Ρωσία που αρχίζει να κάνει τα πρώτα δειλά – δειλά οργανωτικά του βήματα.

Αναμφίβολα η ίδια η στάση του νέου τσάρου Αλεξάντερ Α΄ επηρέασε τις εξελίξεις γιατί ενώ με την άνοδο του στην εξουσία (Μάρτιος 1801) προγραμμάτιζε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, το αποτέλεσμα των οποίων ήταν ορατό ακόμα και για τους μη μυημένους. Όπως ήδη προαναφέρθηκε ανωτέρω ήταν η περίοδος, που έτυχε επεξεργασίας με την συμβολή του το φιλελεύθερο Σύνταγμα της Επτάνησου Πολιτείας. Ο τσάρος Αλεξάντερ Α΄ ακόμα και το σύστημα δουλοπαροικίας ως ένα βαθμό θέλησε, έστω και μεσοβέζικα να το διαφοροποιήσει, μετά το 1815 όμως παρατηρείται μια ολοκληρωτική στροφή στις προτεραιότητες του. Οι τυχόν μεταρρυθμίσεις, που επεδίωξε και τα προβλεπόμενα πολιτικά σχέδια του παρέμειναν ανεκπλήρωτα και από «μεταρρυθμιστής» σταδιακά μετατράπηκε σε στυγνό τύραννο, σκορπώντας και την απογοήτευση στους φιλελεύθερους ευγενείς. Η στροφή του Τσάρου μετά το 1815 δεν ήταν τυχαία και έχει άμεση σχέση και με τις εξελίξεις που διαμορφώθηκαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο, των οποίων ήταν ένας από τους πρωτοστάτες, που οδήγησαν στη δημιουργία της Ιεράς Συμμαχίας, βασικός σκοπός της οποίας ήταν η διατήρηση του στάτους κβο των ευρωπαϊκών απολυταρχιών και η κατάπνιξη οποιασδήποτε επαναστατικής ανατροπής του. Ταυτόχρονα πρέπει να σημειωθεί ότι ο εκάστοτε τσάρος ως συλλογικός εκφραστής των συμφερόντων κύρια των Ρώσων μεγαλογαιοκτημόνων υποχρεωτικά λάμβανε σοβαρά υπόψη τις αντιδράσεις τους.

Ας εξετάσουμε τώρα επιγραμματικά ποιοι ήταν και τι αντιπροσώπευαν οι Φιλικοί, δηλαδή τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, που ως γνωστό ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας από τους Εμ. Ξάνθο, Ν. Σκουφά και Α. Τσακάλωφ, έχοντας ως σκοπό της την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό. Αξιοπερίεργο το γεγονός ότι η οργάνωση, που καθοδήγησε το επαναστατικό κίνημα της Ελλάδας, δεν συστάθηκε στην ίδιαν την χώρα, αλλά στην τσαρική Ρωσία, σε μια από τις «αντιδραστικότερες» τότε χώρες της Ευρώπης όσον αφορά το κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικό της σύστημα και αυτό λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης τόσο της οθωμανοκρατούμενης Ελλάδας, όσο και των διάσπαρτων σ’ όλη την Ευρώπη ελληνικών παροικιών, ιδιαίτερα στην Νότια Ρωσία.

Στα τέλη του 18ου – αρχές του 19ου αιώνα στην αγροτική οικονομία της Ελλάδας κυριαρχούσε το τσιφλικάδικο σύστημα, ένα σύστημα, που από την μια ισχυροποιούσε την φεουδαρχική εκμετάλλευση και από την άλλη όλο και περισσότερο προσάρμοζε την αγροτική παραγωγή στις ανάγκες της εμπορευματοποιημένης αγοράς. Αρκετές αγροτικές περιοχές της χώρας προσελκύονταν στην σφαίρα των εμπορο-χρηματικών σχέσεων Το μεγαλύτερο μέρος των -παραγόμενων σιτηρών, βαμβακιού, καπνών διοχετεύονταν στις ευρωπαϊκές αγορές. Η διεύρυνση του εξωτερικού εμπορίου δημιούργησε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του τοπικού εμπορικού κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα στην Πελοπόννησο για παράδειγμα ήδη αριθμούσαν πέραν των 50 ελληνικών εμπορικών εταιρειών.

Η χώρα σιγά-σιγά έμπαινε στον δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης,, παρουσιάζοντας σχετικά ψηλό επίπεδο ανάπτυξης σε μερικά είδη ελαφριάς και επεξεργασμένης βιομηχανίας, παρά το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης τους ήταν σε σχετικά χαμηλό επίπεδο. Τουναντίον το διαμεσολαβητικό και θαλάσσιο εμπόριο διατηρούσε εντατικούς ρυθμούς, πράγμα που σε καθοριστικό βαθμό αποτελούσε και τον κινητήριο μοχλό της εγχώριας οικονομίας. Τα νησιά του Αιγαίου και οι πόλεις-λιμάνια της Μεσογείου αποτελούσαν τα κύρια οικονομικά κέντρα των Ελλήνων εμπόρων. Το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο κύρια δραστηριοποιόταν εκτός των ορίων της χώρας, ενώ στα μεγάλα λιμάνια τόσο της Μεσογείου, όσο και της Μαύρης θάλασσας διατηρούσε εμπορικούς σταθμούς. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του έπαιξε η Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), που παραχωρούσε το δικαίωμα ελεύθερης ναυσιπλοΐας των υπό ρωσική σημαία εμπορικών πλοίων στην Μαύρη θάλασσα και τα στενά των Δαρδανελίων. Και αυτό γιατί σε μεγάλο βαθμό το ρωσικό θαλάσσιο εμπόριο διεξαγόταν από Έλληνες εμπόρους, πράγμα που υποβοήθησε την ανάπτυξη του ελληνικού εμπορικού στόλου, ο οποίος το 1813 αριθμούσε 615 μεγάλα πλοία, τα πλείστα των οποίων έπλεαν υπό ρωσική σημαία, αποκομίζοντας οι πλοιοκτήτες τους τεράστια χρηματικά κέρδη.

Όμως η κοινωνική τάξη πραγμάτων, που κυριαρχούσε στην ηπειρωτική Ελλάδα παρεμπόδιζαν με ποικίλους τρόπους την απρόσκοπτη ανάπτυξη της ντόπιας αστικής τάξης. Ο λόγος έγκειται στο ότι η οθωμανική, όπως και η οποιαδήποτε άλλη δεσποτική εξουσία στην Ανατολή, είναι ασύμβατη με την καπιταλιστική κοινωνία γιατί η αποκτούμενη υπεραξία δεν είναι από κανέναν εγγυημένη από τα αρπακτικά χέρια του όποιου σατράπη ή πασά, ενώ απουσιάζει η πρώτη και κύρια προϋπόθεση της αστικής επιχειρηματικότητας – η ασφάλεια της προσωπικότητας του  έμπορα και της περιουσίας του. Την ίδια στιγμή οι φόροι δεν είχαν συγκεκριμένα όρια και το ύψος τους προσδιοριζόταν από τη θέληση και την βουλιμία των εκάστοτε φοροεισπρακτόρων – Οθωμανών ή Χριστιανών  και των τοπικών κρατικών εκπροσώπων της Υψηλής Πύλης.

Ως εκ τούτου ακόμα και η πολιτική συνειδητοποίηση της ελληνικής αστικής τάξης, που διαμορφώνονταν εντός της οθωμανοκρατούμενης κοινωνίας βρισκόταν σε εμβρυακά επίπεδα, πράγμα που αντικειμενικά έμπαινε τροχοπέδη στο να διαδραματίσει τον καθοδηγητικό ρόλο και να τεθεί επικεφαλής του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία. Αυτή η μερίδα της αστικής τάξης, κατά κύριο λόγο, έλπιζε και ανέμενε την απελευθέρωση από ξένες χριστιανικές δυνάμεις, κύρια την Ρωσία, ως ομόθρησκη ορθόδοξη και εν μέρει την Γαλλία, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των ρωσο-τουρκικών πολέμων και ειδικότερα στην περίοδο των  ναπολεόντειων πολέμων στην Ευρώπη αντίστοιχα.

Αντίθετα, το τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης, που δρούσε στις παροικίες της Ευρώπης ήταν ριζοσπαστικότερη και αναζητούσε τρόπους για απελευθέρωση της χώρας, χωρίς να αναμένει ή και να επιζητά  την εμπλοκή ξένων δυνάμεων. Γι’ αυτό λοιπόν η αστική τάξη των ελληνικών παροικιών βρισκόταν στην πρωτοπορία του απελευθερωτικού αγώνα με πιο συνεπές τμήμα της αυτό που δραστηριοποιόταν στις ελληνικές παροικίες της νότιας Ρωσίας. Και δεν ήταν τυχαίο γιατί εδώ το τμήμα αυτό της ελληνικής αστικής τάξης οικονομικά ήταν από τα πλουσιότερα και πολιτικά ωριμότερο. Η ιδιομορφία των ελληνικών παροικιών στην νότια Ρωσία σε σχέση με τις υπόλοιπες παροικίες της Ευρώπης σχετίζεται και με τα πολλαπλά οικονομικά ωφελήματα, παραχωρημένα από την εποχή της Αικατερίνης Β΄ (απαλλαγές από φόρους, κρατική ενίσχυση κ.ά.), αλλά πολύ περισσότερο οι Έλληνες εδώ απολάμβανε δικαιώματα αυτοδιοίκησης, σε αντίθεση με το επικρατών συγκεντρωτικό απολυταρχικό σύστημα, παρέχοντας τους ταυτόχρονα ευκαιρίες ανέλιξης στην ιεραρχία τόσο του τσαρικού κρατικού μηχανισμού, όσο και του τσαρικού στρατού. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο και η Φιλική Εταιρεία εμφανίσθηκε και έκανε τα πρώτα αποφασιστικά, μα συγχρόνως και δύσκολα βήματα της μέσα στις ελληνικές παροικίες της νότιας Ρωσίας.

Παράλληλα όμως με την οικονομική ανάπτυξη και τις νέες οικονομικές σχέσεις που διαμορφώνονταν μέσα στην ελληνική κοινωνία υπήρξαν και σημαντικές αλλαγές στην πνευματική ζωή της χώρας, που ήταν αποτέλεσμα του ελληνικού Διαφωτισμού. Παντού εμφανίζονταν εκπαιδευτικά ιδρύματα, διευρύνθηκε στα μέγιστα η έκδοση βιβλίων στην νεοελληνική γλώσσα,, η οποία στην διαδικασία εθνογένεσης αποτελούσε ένα σημαντικό ενοποιητικό στοιχείο. Η παρουσία μεγάλων επιστημόνων, πρωτότυπων  στοχαστών, υπέροχων παιδαγωγών ήταν σύνηθες φαινόμενο. Κατά κανόνα η δράση τέτοιων προσωπικοτήτων αναπτυσσόταν εκτός της κυρίως Ελλάδας σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης – Ρωσία, Αυστροουγγαρία, Γαλλία, όπου υπήρχαν ελληνικές παροικίες με εξέχοντες τον Ρήγα Φεραίο και τον Αδαμάντιο Κοραή, που παρά τη διαφορετικότητα στις προσεγγίσεις τους, εντούτοις συνέβαλαν στην  σφυρηλάτηση μιας ενοποιητικής εθνικής συνείδησης.

Στα πρώτα χρόνια ύπαρξης τους η Φιλική Εταιρεία και οι Δεκεμβριστές δεν είχαν σχέσεις ή έστω και επαφές παρά το γεγονός ότι αρκετές φορές δρούσαν δίπλα-δίπλα. Επαφή και άμεση αλληλοεπίδραση μεταξύ των δυο επαναστατικών κινημάτων ξεκινούν από το 1817, όταν η Φιλική Εταιρεία άρχισε να στρατολογεί στις γραμμές της Έλληνες αξιωματικούς του ρωσικού στρατού και στόλου, οι οποίοι είχαν σχέσεις – υπηρεσιακές και οικογενειακές με αρκετούς Δεκεμβριστές Απόγειο των επαφών και σχέσεων υπήρξε την περίοδο, που η αρχηγία της Φιλικής ανατέθηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη (Μάρτιος 1820). Και αυτό όχι τυχαία γιατί η οικογένεια Υψηλάντη διατηρούσε στενές σχέσεις με την οικογένεια του Ρώσσου στρατηγού Ν.Ν. Ραγιέβσκι, του οποίου οι δυο υιοί συμμετείχαν σε μια οργάνωση Δεκεμβριστών, ενώ δυο κόρες του ήταν νυμφευμένες με τους Δεκεμβριστές Σ.Γ. Βολκόνσκι και Μ.Φ. Ορλώφ. Υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες ότι στον Α. Υψηλάντη, ως αξιωματικός τότε του ρωσικού στρατού, έγιναν προτάσεις να γίνει μέλος σε μια από τις οργανώσεις των Δεκεμβριστών, πράγμα που υποδηλώνει ταύτιση απόψεων του Υψηλάντη με τις ιδέες, που πρέσβευαν την εποχή εκείνη οι Δεκεμβριστές.

Την περίοδο του 1820 παραμονές της έκρηξης της ελληνικής επανάστασης η Φιλική Εταιρεία ήταν μια οργάνωση μαζική, που συνένωνε στις γραμμές της, παρά τις διάφορες απόψεις και στόχους, σχεδόν όλες τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Η μετατροπή της Φιλικής σε μαζική οργάνωση επιτεύχθηκε με την αθρόα στρατολόγηση μελών μέσα από τις πλατιές λαϊκές μάζες. Ήδη η Φιλική Εταιρεία άρχισε την πρακτική προετοιμασία της εξέγερσης στην κυρίως Ελλάδα, ετοιμάζοντας γι’ αυτό τον σκοπό συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης. Αντίθετα, το Κίνημα των Δεκεμβριστών όχι μόνο δεν ήταν μαζικό, αλλά περιοριζόταν βασικά μέσα στον κύκλο των αξιωματικών, ένεκα και της ταξικής αποστασιοποίησης τους και της μη κατανόησης εκ μέρους τους τη σημασία του λαϊκού παράγοντα και του ρόλου, που θα μπορούσε να διαδραματίσει στην επικείμενη επανάσταση. Οι Δεκεμβριστές σεε αντίθεση με τους Φιλικούς βρίσκονταν «μακριά» από τον λαό και επεδίωκαν την απελευθέρωση του χωρίς όμως την συμμετοχή του ίδιου σ’ αυτήν. Ο κύριος λόγος, που απέτρεπε τους Δεκεμβριστές να στηριχθούν πάνω στις λαϊκές μάζες, ήταν ο φόβος έναντι μιας αγροτικής εξέγερσης γιατί ήταν σχετικά νωπές ακόμα οι μνήμες της αγροτικής εξέγερσης υπό τον Πουγκατσιώφ 1773 – 1774, μνήμες που στοίχειωναν στην συλλογική μνήμη των ευγενών. Στους Φιλικούς, από την άλλη, δεν παρατηρείται τέτοιο φαινόμενο τουλάχιστον μέχρι της στιγμής που την αρχηγία της Εταιρείας αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οπίος προώθησε αλλαγές στη δομή της οργάνωσης. Αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών ήταν η επιβράδυνση των ρυθμών στρατολόγησης μελών μεταξύ του απλού λαού. Αναμφίβολα ο Αλ. Υψηλάντης βρισκόταν υπό την επιρροή του σκεπτικισμού και των φόβων των Δεκεμβριστών.

Ταυτόχρονα όμως με την προσχώρηση στο κίνημα των Φιλικών του Αλ. Υψηλάντη, ιδιαίτερα δε με την ανάληψη της αρχηγίας ουσιαστικά ισχυροποιείται περαιτέρω η αστικο-δημοκρατική πτέρυγα μέσα στην Εταιρεία, η οποία σε σύγκριση με τις υπόλοιπες δυνάμεις ήταν η πιο επαναστατική. Ο Υψηλάντης, ευρισκόμενος υπό την επιρροή των Δεκεμβριστών της Νότιας Ρωσίας, εκφραζόταν ενάντια στο απολυταρχικό καθεστώς και δεν ήταν θιασώτης μετά το αίσιο τέλος της απελευθέρωσης της Ελλάδα η χώρα να μετατραπεί σε βασίλειο, έχοντας για ανώτατο άρχοντα κάποιο γόνο από τους ευρωπαϊκούς βασιλικούς οίκους.

Τονίσθηκε στην αρχή ότι υπήρχε αλληλοεπίδραση μεταξύ των δυο αυτών επαναστατικών κινημάτων. Όντως παρατηρείται ότι χάριν στις σχέσεις που διατηρούσε με ηγετικά στελέχη των Φιλικών και ιδιαίτερα με τον ίδιο τον Αλ. Υψηλάντη ο Μ.Φ. Ορλώφ εισηγήθηκε στο συνέδριο της «Ένωσης Αγαθοεργίας», το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα τον Γενάρη του 1821 σημαντικές αλλαγές στις δομές της Ένωσης, στηριζόμενες στις οργανωτικές αρχές της Φιλικής Εταιρείας. Συγκεκριμένα ο Ορλώφ εισηγήθηκε τη δημιουργία ενός ενιαίου καθοδηγητικού κέντρου, δηλ. κάτι παρόμοιο με την «Αρχή», που καθοδηγούσε τη Φιλική Εταιρεία, την υποχρεωτική καταβολή συνδρομών από τα μέλη, πληρωμή δικαιωμάτων εγγραφής κ.ά.

Θα αποτελούσε σοβαρή παράλειψη να μην γίνει αναφορά στο σχέδιο δράσης, που σύμφωνα με τον ιστορικό Φιλήμων, το επεξεργάστηκαν στα τέλη του 1820 από κοινού ο Υψηλάντης με τον Ορλώφ, όταν ο τελευταίος ήταν διοικητής της 16ης  μεραρχίας της 2ης ρωσικής στρατιάς με έδρα το Κισινιώφ. Εκείνη την περίοδο στην οικία του Μ.Φ. Ορλώφ, ο οποίος ήταν και ο αρχηγός των Δεκεμβριστών της περιοχής, σύχναζαν οι ομοϊδεάτες του Β.Φ Ραγιέβσκι. Ι.Π Λιπράντι, Κ.Α. Οχότνικωφ, Π.Σ. Πούσιην, ο προσκείμενος σε αυτούς ποιητής Α.Σ. Πούσκιν, οι Φιλικοί Α. Υψηλάντης, Γ. Καντακουζηνός κ.ά. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό όταν ο Υψηλάντης μαζί με τους άνδρες του θα περνούσαν τον Προύθο, θα εισέρχονταν στην Μολδοβλαχία για να κηρύξει την προγραμματιζόμενη εξέγερση στις παραδουνάβιες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ορλώφ θα τον ακολουθούσε μαζί με την 16ην ρωσική μεραρχία, την ευρισκόμενη υπό τις διαταγές του.

Σύμφωνα με διαθέσιμα στοιχεία ο Ορλώφ σχεδίαζε κάτι τέτοιο από καιρό. Στις 9 Ιουλίου σε επιστολή του στον Α.Ν. Ραγιέβσκι εκμυστηρευόταν κάποιες από τις σκέψεις του. Συγκεκριμένα έγραφε: «Διαδίδεται ότι ο 80χρονος Αλή Πασάς των Γιαννίνων δέχθηκε την χριστιανική θρησκεία και απειλή τους Τούρκους με την απελευθέρωση της Ελλάδας. Αν έστελλα την 16ην μεραρχία να την ελευθερώσει δεν θα ήταν άσχημα. Έχω στη διάθεση μου16 χιλιάδες στρατό, 36 πυροβόλα και 6 συντάγματα Κοζάκους…».

Ο Δεκεμβριστής Ορλώφ βασικά είχε ένα τριπλό στόχο:

Πρώτον, θα οδηγούσε με την ενέργεια του σε ένα νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο, που χωρίς αμφιβολία θα διευκόλυνε στα μέγιστα των αγώνα των Ελλήνων και άλλων βαλκάνιων λαών για την απόκτηση της εθνικής τους ελευθερίας.

Δεύτερον. πίστευε ότι ένας τέτοιος πόλεμος θα ήταν η αρχή του τέλους της ρωσικής απολυταρχίας.

Τρίτον, θα αποτελούσε το παράδειγμα σε άλλους επαναστάτες αξιωματικούς να χρησιμοποιούν τις μονάδες υπό των διαταγών τους για επαναστατικές ενέργειες.

Το συγκεκριμένο σχέδιο τελικά δεν πραγματοποιήθηκε για άγνωστους μέχρι τις μέρες μας λόγους, η ύπαρξη του όμως έστω και σαν καταγεγραμμένη σκέψη καταδεικνύει τη στενότατη σχέση που υπήρξε μεταξύ ομάδας Δεκεμβριστών και Φιλικών.

Ένας άλλος Δεκεμβριστής που επέδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για τις υποθέσεις της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο Π.Ι. Πέστελ, ένας από τους πέντε εκτελεσθέντες ηγέτες των Δεκεμβριστών. Ο Πέστελ είχε γνωριστεί με τον Αλ. Υψηλάντη το 1816, όταν συμμετείχαν μαζί με άλλους Δεκεμβριστές, όπως ο Σ.Γ. Βολκόνσκι, ο Σ.Π. Τρουμπέτσκι, οι Μ.Ι. και Σ.Ι. Μουραβιόβοι-Απόστολοι και ο Ν.Μ. Μουραβιώφ στην μασονική οργάνωση «Οι τρεις Αρετές». Ο Πέστελ όμως συνδέθηκε και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις της Φιλικής Εταιρείας ιδιαίτερα μετά την εξέγερση του Α. Υψηλάντη στις παραδουνάβιες περιοχές αρχές του 1821, όταν το επιτελείο της 2ης στρατιάς τον έστειλε στην Βεσσαραβία για να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με την εξέγερση. Η προσοχή του Πέστελ επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι η ελληνική αυτή εξέγερση είχε προετοιμασθεί από μια «μυστική δύναμη» όπως αποκάλεσε την Φιλική Εταιρεία. Αυτό ήταν ένα κεντρικό ζήτημα για τον άνθρωπο, που ήταν εμπλεκόμενος και στόχευε με μια παρόμοιου τύπου οργάνωση να προετοιμάσει εξέγερση ενάντια στον τσαρικό απολυταρχισμό. Ο Πέστελ έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οργανωτική δομή της Φιλικής Εταιρείας, την οποία έλαβε σοβαρά υπόψιν όταν ίδρυε την «Νότια Κοινωνία» (1821 – 23).

Οι Δεκεμβριστές συμπαραστάθηκαν στην ελληνική επανάσταση και πίστευαν στην νικηφόρο έκβαση της. Ο Μ.Φ. Ορλώφ εκφράζει αυτή του την αισιοδοξία στις επιστολές που απόστελλε εκείνη την περίοδο στην αρραβωνιαστικιά του. Ο Π.Ι. Πέστελ ακόμα και στις επίσημες αναφορές του προς το επιτελείο της 2ης στρατιάς έγραφε: «Οι αιτίες που καθορίζουν την διαγωγή του Υψηλάντη αξίζουν να χαίρουν μεγάλης εκτίμησης…». Ο επίσης Δεκεμβριστής Πόντζιο αναφέρει ότι «…ο Πέστελ μιλούσε στους φίλους του για την αναγκαιότητα της κήρυξης πολέμου εναντίον των Τούρκων με απώτερο στόχο την επανόρθωση της ανατολικής δημοκρατίας προς όφελος των Ελλήνων». Ο προσκείμενος προς τους Δεκεμβριστές μεγάλος ποιητής Α.Σ. Πούσκιν στις 2 (14) Απριλίου 1821 έγραφε στο ημερολόγιο του: «Χθες το βράδυ ήμουν στο σπίτι της Ν.Γ. -χαριτωμένη Ελληνίδα. Μιλούσαμε για τον Α. Υψηλάντη. Μεταξύ πέντε Ελλήνων, μόνο εγώ μιλούσα σαν Έλληνας, όλοι τους ήταν απαισιόδοξοι για το πόσο θα επιτύχει το εγχείρημα της Φιλικής. Είμαι απόλυτα βέβαιος, ότι η Ελλάδα θα θριαμβεύσει και τα 25 000 000 Τούρκων θα αφήσουν την ανθηρά χώρα της Ελλάδας στους νόμιμους απογόνους του Ομήρου και του Θεμιστοκλή».

Οι Δεκεμβριστές εκτιμούσαν ότι νίκη της ελληνικής επανάστασης κατά κάποιον τρόπο θα υποβοηθούσε το απελευθερωτικό κίνημα στην ίδια την Ρωσία ενάντια στον δεσποτισμό και την απολυταρχία, γι’ αυτό και στο μέτρο του δυνατού βοήθησαν την εξέγερση των Ελλήνων. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις, αλλά και μαρτυρίες πως Δεκεμβριστές αγόρασαν όπλα και τα προμήθευαν στους Φιλικούς, ιδιαίτερα στις παραμονές της εξέγερσης στις Παραδουνάβιες περιοχές.

Οι Ρώσοι επαναστάτες επιδείκνυαν συνεχώς ενδιαφέρον για τις ελληνικές υποθέσεις και πάντα ήταν ενήμεροι για την πορεία και εξέλιξη της ελληνικής εξέγερσης. Εκμεταλλεύονταν την κάθε ευκαιρία που τους διδόταν να γνωριστούν και να συνομιλήσουν με μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Έτσι  δεν είναι τυχαίο ότι το Καλοκαίρι του 1821 στο Κισινιώφ ιδρύεται μια νέα μασονική οργάνωση, μέλη της οποίας εκτός από Δεκεμβριστές ήταν και αρκετοί Φιλικοί. Είναι μέσα σ’ αυτήν την περίοδο που μερικοί Δεκεμβριστές υπό την επίδραση της επανάστασης του 1821 και της συναναστροφής τους με Φιλικούς πέρασαν από τη θέση του στρατιωτικού «πραξικοπήματος» για την ανατροπή της απολυταρχίας, στη θέση της λαϊκής εξέγερσης.

Οι Δεκεμβριστές επέκριναν την απόφαση του τσάρου Αλεξάντερ Α΄ όχι μόνο να μην υποστηρίξει , αλλά και να καταδικάσει την ελληνική επανάσταση. Συγκεκριμένα ο Π.Γ. Καχόβσκι, ένας από τους πέντε εκτελεσθέντες Δεκεμβριστές, έγραφε: «Για ορισμένο χρονικό διάστημα ο αυτοκράτορας Αλεξάντερ φαινόταν στα μάτια των λαών της Ευρώπης σαν ένας ειρηνοποιός, οι πράξεις του όμως φανερώσανε τους σκοπούς και η ψευδαίσθηση εξαφανίσθηκε! Οι χρυσές αλυσίδες, οι καλυμμένες με δάφνες, μετατράπηκαν σε σιδερένιες ασήκωτες και σκουριασμένες, πιέζοντας την ανθρωπότητα. Οι ομόθρησκοι μας Έλληνες, που αρκετές φορές ξεσηκώθηκαν με προτροπή της κυβέρνηση μας ενάντια στη μωαμεθανική τυραννία, πνίγονται μέσα στο ίδιο τους το αίμα, ολόκληρο έθνος εξαφανίζεται. Και η συμμαχία παρακολουθεί απαθέστατα το θάνατο της ανθρωπότητας!!».

Παρά το γεγονός ότι τα δυο αυτά επαναστατικά κινήματα είχαν αναπτύξει σχέσεις μεταξύ τους και υπήρχε αλληλοεπίδραση του ενός πάνω στο άλλο αντικειμενικά ήταν αδύνατο να δράσουν ταυτόχρονα, δηλαδή το ένα για την ανατροπή της τσαρικής απολυταρχίας, το άλλο για την εθνική απελευθέρωση της Ελλάδας. Η προετοιμασία των δυο αυτών επαναστατικών διαδικασιών βρίσκονταν σε διαφορετικά στάδια και επίπεδα προετοιμασίας. Οι Φιλικοί ήδη είχαν επεξεργασμένο σχέδιο δράσης και ορισμένο χρονοδιάγραμμα πραγματοποίησης του, ενώ στην τσαρική Ρωσία ακόμα δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία ιδεολογικής και οργανωτικής διάπλασης του Κινήματος των Δεκεμβριστών. Το γεγονός ότι ήταν διαφορετικές οι κοινωνικές ομάδες που βρίσκονταν επικεφαλείς των δυο Κινημάτων, αναμφίβολα διαδραμάτισε σοβαρό λόγο τόσο στην εξέλιξη τους, όσο και στην έκταση και απήχηση που είχαν μέσα στον ελληνικό και ρωσικό λαό αντίστοιχα. Παρ’ όλα αυτά όμως η συγκεκριμένη περίοδος κατέχει ιδιαίτερη θέση στις ρωσο-ελληνικές σχέσεις, θέτοντας ουσιαστικά την αρχή στις επαναστατικές σχέσεις μεταξύ των λαών της Ρωσίας και της Ελλάδας.

PREV

Η πολυθεματικότητα και διαχρονική επικαιρότητα του έργου του Παύλου Λιασίδη

NEXT

Η έννοια της «αντί-ηγεμονίας» στον Γκράμσι και η εμπειρία του ΑΚΕΛ