Home  |  Ενημέρωση   |  Διαφύλαξη των συγκλίσεων που είχαν επιτευχθεί

Διαφύλαξη των συγκλίσεων που είχαν επιτευχθεί

Έγγραφο  ΑΚΕΛ αναφορικά με τις διεθνείς, περιφερειακές και εσωτερικές εξελίξεις που  επηρεάζουν το Κυπριακό 

 Το πιο κάτω κείμενο αποτελεί σύνοψη του εγγράφου που αποστάληκε από το ΑΚΕΛ στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μετά την τελευταία συνεδρία του Εθνικού Συμβουλίου. Μετά από παράκληση του ΑΚΕΛ, το έγγραφο θα προωθηθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε όλα τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου.

«Η κατάσταση της κυπριακής οικονομίας και η οικονομική εξάρτηση από την Τρόικα έχουν οδηγήσει την Κύπρο σε πρωτόγνωρη κατάσταση, με ανοιχτό το ενδεχόμενο εκμετάλλευσης της από ορισμένους για να επιχειρήσουν επιβολή απαράδεκτης λύσης στο Κυπριακό. Θα ήταν, όμως, λάθος αυτός ο κίνδυνος να μας  αποπροσανατολίσει από τον πάγιο και σταθερό στόχο για επίτευξη λύσης.

Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Η λύση του πρέπει να βασίζεται στις αρχές του διεθνούς δικαίου καθώς και στις αρχές επί των οποίων εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρέπει να διασφαλίζει την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση και την αποχώρηση των εποίκων. Λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με διασφαλισμένη τη μία και μόνη κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια της ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες όλων των Κυπρίων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος των προσφύγων για επιστροφή στα σπίτια και τις περιουσίες τους. Σε τελευταία ανάλυση, επιδιώκουμε λύση που να επανενώνει το κράτος και το λαό μας και όχι να θεσμοθετεί τη χωριστή διαβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Παράλληλα, η διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων παραμένει βασικό ανθρωπιστικό ζήτημα που πρέπει να συνεχίσει να απασχολεί όλους.

Για να μπορέσουμε να αναλύσουμε σωστά το Κυπριακό μέσα στα σημερινά δεδομένα είναι αναγκαίο να σκιαγραφήσουμε τόσο τις  νέες διεθνείς συνθήκες, με έμφαση στις εξελίξεις στην περιοχή μας, όσο και τις εσωτερικές εξελίξεις.

 

Α. Οι νέες διεθνείς συνθήκες και οι εξελίξεις στην περιοχή

Το νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται διεθνώς, και ειδικότερα στην περιοχή μας, αυταπόδεικτα επηρεάζει το πολιτικό μας πρόβλημα. Η κρίση στην ευρωζώνη, η διαρκής προσπάθεια αναβάθμισης του ρόλου της Τουρκίας, οι εξελίξεις στη γειτονική Συρία, η ανακάλυψη σημαντικών ποσοτήτων φυσικού αερίου στην περιοχή και άλλα, δεν μπορούν παρά να λαμβάνονται υπόψη στη χάραξη πολιτικής για το Κυπριακό.

 I. Η Ευρωπαϊκή Ένωση

Ένας βασικός λόγος για τον οποίο υποστηρίξαμε την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ότι αυτή μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για λύση του Κυπριακού.

Βεβαίως το ΑΚΕΛ πάντα εκτιμούσε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική, σε συνδυασμό με τις ενταξιακές φιλοδοξίες της Τουρκίας, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης κυρίως όσον αφορά τις διεργασίες και διαδικασίες λύσης και όχι όσον αφορά το ίδιο το περιεχόμενο της λύσης. Λίγο – πολύ αυτό συνέβη: Η ενταξιακή προοπτική οδήγησε μέχρι τα δημοψηφίσματα αλλά εκεί εξάντλησε το ρόλο της και δεν επηρέασε θετικά την ποιότητα της λύσης. Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Ένωση μας προέτρεπε να δεχθούμε τις όποιες εξαιρέσεις από το κεκτημένο, ακόμη και μόνιμες που δεν συνηθίζεται, “καθησυχάζοντας” μας ότι είναι έτοιμη να τις δεχθεί. Ακριβώς αυτό ήταν το αντικείμενο της γνωστής Πράξης Προσαρμογής που εισήχθη και στις πέντε παραλλαγές του σχεδίου Ανάν.

Από τότε ο ρόλος του καταλύτη άρχισε να ελαττώνεται σταδιακά. Αυτό σχετίζεται και με τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας. Ο Ερντογάν, που επένδυε στην ενταξιακή προοπτική της χώρας του στην προσπάθειά του να υπερισχύσει του βαθέως κράτους και του στρατιωτικού κατεστημένου, έχει κερδίσει αυτό το στοίχημα. Επιπρόσθετα, η Τουρκία συνειδητοποιεί πλέον ότι το Κυπριακό δεν είναι το μόνο εμπόδιο στην ευρωπαϊκή της προοπτική.

II. ΗΠΑ – Βρετανία

Παραδοσιακά η Βρετανία αποτελούσε τον πιο στενό σύμμαχο των ΗΠΑ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Συμπεριφέρεται περισσότερο ως εταίρος των ΗΠΑ παρά ως σημαντικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η προσέγγιση αντανακλάται και στο Κυπριακό, όπου επίσης δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στην πολιτική των δύο χωρών.

Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Βρετανία θεωρούν ότι το Κυπριακό παρεμποδίζει την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας, την οποία και οι δύο χώρες υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα. Επίσης, το Κυπριακό δημιουργεί προβλήματα όχι μόνο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά  και γενικότερα στις σχέσεις ΝΑΤΟ – Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, ΗΠΑ και Βρετανία απορρίπτουν το δόγμα ότι η μη λύση συνιστά λύση και ευνοούν μια συμφωνημένη διευθέτηση του Κυπριακού. Ταυτόχρονα, όμως, θεωρούν την Τουρκία ως πολύτιμο σύμμαχο γι’ αυτό και δεν τους ενδιαφέρει το περιεχόμενο της λύσης και δεν πιέζουν την Τουρκία για να εγκαταλείψει απαράδεκτες θέσεις, που συνιστούν το πραγματικό εμπόδιο.

Υπάρχουν και κάποιες διαφοροποιήσεις στη στάση των δύο χωρών. Η Βρετανία έχει στρατιωτικές βάσεις στο νησί, η παρουσία των οποίων ρυθμίζεται στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης που, σύμφωνα με μια αμφιλεγόμενη νομική προσέγγιση, εγκαθίδρυσε την Κυπριακή Δημοκρατία. Εύλογα, συνεπώς, ανησυχεί ότι μια διευθέτηση που θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία θα έθετε εν αμφιβόλω τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης και, συνεπακόλουθα, την παρουσία των βάσεων στο νησί. Παρόλο τούτο, σε ορισμένα ζητήματα ακολουθεί πιο σκληρή γραμμή σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, πρωτοστατεί εδώ και καιρό στην προσπάθεια για αποχώρηση της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, παραγνωρίζοντας τις δικαιολογημένες αντιδράσεις μας. Η πρόσφατη υπογραφή συμφωνίας αναφορικά με τις περιουσίες των κατοίκων των βάσεων δυνητικά μπορεί να αναστείλει, έστω και προσωρινά, αυτές τις μεθοδεύσεις.

III. Η Ρωσία

Η δυνητική απώλεια ενός παραδοσιακού συμμάχου στην Ανατολική Μεσόγειο όπως είναι η Συρία εξ αντικειμένου συνηγορεί υπέρ της περαιτέρω ενίσχυσης των σχέσεων της Ρωσίας με την Κύπρο. Ωστόσο, οι εξελίξεις στο νησί αντικειμενικά δεν διευκολύνουν μια τέτοια προοπτική.

Αμέσως μετά την εκλογή του, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης επαναβεβαίωσε με τον πιο επίσημο τρόπο, την προεκλογική του δέσμευση για υποβολή αίτησης ένταξης στο «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη» ενώ δεν κρύβει την επιθυμία του για ένταξη στο ίδιο το ΝΑΤΟ. Βεβαίως, η Ρωσία γνωρίζει ότι αυτά είναι απίθανο να συμβούν αφού, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα προσκρούσουν σε τουρκικό βέτο. Ωστόσο, δείχνουν προθέσεις και προσανατολισμούς κάθε άλλο παρά αρεστούς σε αυτήν. Η Ρωσία είναι μεν τυπικά μέλος του Συνεταιρισμού από την εποχή του Γέλτσιν, στην πράξη όμως δεν έχει οποιαδήποτε ενεργό συμμετοχή σε αυτόν αφού τον θεωρεί παρακλάδι του ΝΑΤΟ. Το αποκορύφωμα ήταν η απόφαση του Eurogroup για κούρεμα καταθέσεων, που οδήγησε σε απώλειες δισεκατομμυρίων για τους Ρώσους.

Τα πιο πάνω είναι πιθανό στην πορεία να επηρεάσουν και τη στάση της Ρωσίας στο Κυπριακό, που είναι ο πιο σημαντικός από τους τρείς συμμάχους με τους οποίους διασφαλίζουμε πλειοψηφία ανάμεσα στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.

IV. Γαλλία – Κίνα

H θετική στάση της Γαλλίας στο Κυπριακό οφειλόταν εν πολλοίς στο γεγονός ότι η προηγούμενη κυβέρνηση της χώρας τασσόταν κατηγορηματικά εναντίον της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό δεν φαίνεται να το συμμερίζεται η κυβέρνηση Ολάντ. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η Γαλλία τάχθηκε υπέρ της αναζωογόνησης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, προωθώντας ξεπάγωμα κάποιων κεφαλαίων. Ήδη, μετά από σαράντα μήνες στασιμότητας, με συνδρομή και της Γαλλίας, άνοιξε το κεφάλαιο της περιφερειακής πολιτικής σε πρώτη φάση και τώρα επιδιώκεται άνοιγμα νέων κεφαλαίων.

Καθίσταται φανερό ότι η κατάσταση δεν διαφοροποιείται υπέρ μας, νοουμένου μάλιστα ότι ο τρίτος μας σύμμαχος ανάμεσα στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Κίνα, παραδοσιακά εξαντλεί το ρόλο της σε θετική ψήφο ενώ κατά κανόνα ακολουθεί τη στάση της Ρωσίας.

V. Η Ελλάδα

Εκ των πραγμάτων πρόκειται για το πιο σοβαρό και σταθερό μας στήριγμα, και αυτό δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι η πρωτόγνωρη οικονομική κρίση στην Κύπρο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εισαγωγή της ελληνικής κρίσης, κυρίως μέσω της επέκτασης των κυπριακών τραπεζών και χειρισμών σε Κύπρο και Ελλάδα,  που μας φόρτωσαν χρέη δισεκατομμυρίων.  Ωστόσο, η σημερινή δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας εξ αντικειμένου εξασθενεί τις πραγματικές της δυνατότητες για παροχή στήριξης όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.

VI. Η Τουρκία

Τόσο οι πρωτοφανείς κινητοποιήσεις ενάντια στον Ερντογάν με αφορμή στους σχεδιασμούς για αναδιαμόρφωση του πάρκου Γκεζί στην πλατεία Ταξίμ όσο και η έντονη αντιπαράθεση με αφορμή τα πρόσφατα σκάνδαλα χρήζουν ανάλυσης.

 Αφενός δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μια «τουρκική άνοιξη», όπως μερικά διεθνή ΜΜΕ υποστήριξαν. Αυτό γιατί δεν μπορεί να υποβαθμίζεται η σημασία της διαφορετικής κοινωνικής, πολιτικής, ιδεολογικής και οικονομικής θέσης που έχει η σημερινή τουρκική κυβέρνηση σε σχέση με τις ηττημένες ή κλυδωνιζόμενες αραβικές ηγεσίες. Το ΑΚΡ εξακολουθεί να στηρίζεται από την πλειοψηφία του λαού ενώ ελέγχει και τα ΜΜΕ.

Από την άλλη, βέβαια, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για καθοδηγούμενη από τα βαθύ κράτος αντίδραση. Ούτε και πρόκειται για ένα κίνημα προστασίας της κοσμικότητας κατά τα πρότυπα του 2007. Οι κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν σε μια χρονική συγκυρία κορύφωσης του αυταρχισμού, που αγγίζει την ταυτότητα και την καθημερινότητα ενός μέρους της κοινωνίας και το φέρνει στα όρια του. Η δε κρίση που ακολούθησε με αφορμή τη διαφθορά, είναι θέμα ενδοϊσλαμικής επικράτησης.

Η ανομοιομορφία στόχων του κινήματος ενάντια στον Ερντογάν εμποδίζει την ανάδειξη μιας ισχυρής εναλλακτικής πρότασης. Παρόλο που τις πρώτες μέρες ήταν διακριτή μια προοδευτική έκφραση, εντούτοις η προσθήκη συντηρητικών στοιχείων στις κινητοποιήσεις θέτει σε σοβαρή δοκιμασία τις αντοχές του κινήματος. Η αδιαμφισβήτητη σημασία της «αντιπολίτευσης του πάρκου και της πλατείας» καθώς και της αντιπαράθεσης αναφορικά με τα πρόσφατα σκάνδαλα, έγκειται στο ότι μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση θα χειριστεί τα μεγάλα θέματα που απαιτούν δημοκρατικό διάλογο: Κουρδικό, Συριακό, ενέργεια και ασφαλώς το Κυπριακό.

Όσον αφορά το Κουρδικό, παρόλο που η όποια εκτίμηση για οριστική επίλυση του θα ήταν επισφαλής, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι η κυβέρνηση Ερντογάν τα τελευταία χρόνια έχει κάνει βήματα, τα αποτελέσματα των οποίων φαίνονται με τη δημοσιοποίηση του γνωστού μηνύματος Οτσαλάν. Στην εν λόγω επιστολή ο φυλακισμένος ηγέτης έθεσε τις βασικές θέσεις του κουρδικού κινήματος προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα το συντομότερο: Κήρυξε το τέλος του ένοπλου αγώνα, απέφυγε αναφορά σε ανεξάρτητο Κουρδιστάν, ακόμη και σε ομοσπονδία και χρησιμοποίησε μόνο μία φορά τον όρο περιγράφοντας απλώς τη γεωγραφική περιοχή. Επιπλέον, βρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη η αποχώρηση Κούρδων ανταρτών από τουρκικά εδάφη.

Οι πιο πάνω θέσεις δεν θεωρούνται αγεφύρωτες με τις διακηρυγμένες παραδοσιακές θέσεις του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ. Ο ίδιος ο Ερντογάν αφήνει μελλοντική προοπτική δημιουργίας «γεωγραφικών πολιτειών» με διευρυμένες εξουσίες, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται ξεκάθαρα σε ομοσπονδία.

Ταυτόχρονα η Τουρκία προσπάθησε να αξιοποιήσει σε κάποιο βαθμό την ιδιάζουσα θέση της ανάμεσα στον ισλαμικό και το δυτικό κόσμο. Έχει εμπλακεί με διάφορους τρόπους στην εμφύλια διαμάχη στη Συρία, κυρίως μέσω της παροχής στήριξης προς τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Η εμπλοκή της έχει να κάνει με το βασικό πολιτικό στόχο για επέκταση της επιρροής της στις κυβερνήσεις των χωρών της Μέσης Ανατολής, πάντα στο πλαίσιο των εξελίξεων της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης. Ας μη ξεχνάμε ότι πίσω από το συνονθύλευμα των αντικαθεστωτικών βρίσκονται αραβικές χώρες με τεράστια οικονομική ισχύ όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ.

Οι ΗΠΑ αρχικά  στήριξαν σθεναρά τους αντικαθεστωτικούς στη Συρία και σε αυτό το πλαίσιο έθεσαν στο περιθώριο τη ψυχρότητα με την Τουρκία με την αποχώρηση των στρατευμάτων τους από το Ιράκ, κάτι που αποτελούσε αγκάθι στις σχέσεις των δύο χωρών. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια εντάχθηκε η δημόσια αμερικανική στήριξη στα εξαγγελθέντα ανοίγματα της τουρκικής κυβέρνησης προς τους Κούρδους. Στην πορεία, όμως, τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν αφού οι ΗΠΑ συμβιβάστηκαν με τη Ρωσία και εγκατέλειψαν την ιδέα της ένοπλης επέμβασης στη Συρία, που με τη σειρά της δεσμεύτηκε για καταστροφή του χημικού της οπλοστασίου, κάτι που ήδη άρχισε να πράττει.

Η συμφωνία με το Ισραήλ θεωρείται επιτυχία της Τουρκίας, η οποία μάλιστα έγινε αποδεκτή σε ολόκληρο τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο με θριαμβευτικούς τόνους. Αυτό επιβεβαιώνει την ανερχόμενη επιρροή της χώρας ως ενός από τους πιο βασικούς εκφραστές του μουσουλμανικού κόσμου.

Παρόλο που η Τουρκία έχει δισταγμό για πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων της με το Ισραήλ, αφού αντιλαμβάνεται ότι σε τέτοια περίπτωση μπορεί να έχει παράπλευρες απώλειες αναφορικά με την επιρροή της σε αραβικά κράτη, εντούτοις είναι φανερό ότι η Δύση ενθαρρύνει αυτή την προοπτική. Στα πιο πάνω πρέπει να προστεθούν τα παρασκηνιακά σχέδια για αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου από την ΑΟΖ του Ισραήλ μέσω Τουρκίας. Η βαθιά εξάρτηση της Τουρκίας από την εισαγωγή ενέργειας από το Ιράν και τη Ρωσία αποτελεί ένα σημαντικό κίνητρο για την προσέγγιση με το Ισραήλ. Η άμβλυνση της εξάρτησης της μόνο από τις δύο προαναφερθείσες χώρες περνά μέσα από τα μεγάλα αποθέματα του Ισραήλ σε υδρογονάνθρακες. Η ακύρωση της κατασκευής του αγωγού Ναμπούκο και η ληφθείσα απόφαση για κατασκευή του Trans Adriatic Pipeline, που θα περνά μέσω Ελλάδας, δυνητικά δεν διαφοροποιεί τις τουρκικές επιδιώξεις για διοχέτευση του κυπριακού και ισραηλινού φυσικού αερίου μέσω Τουρκίας επειδή, ούτως ή άλλως, στην υποθετική περίπτωση διοχέτευσης του φυσικού αερίου των δύο χωρών μέσω Τουρκίας, αυτή θα γίνει μέσω Τζεϊχάν προς το υπό κατασκευή τμήμα του αγωγού Blue Stream  εντός του τουρκικού εδάφους.

VII. Ισραήλ – Αίγυπτος – Λίβανος

Σημαντικό κριτήριο για μια χώρα όπως το Ισραήλ συνιστά η διασφάλιση των ενεργειακών της σχεδιασμών σε βάθος χρόνου. Ως εκ τούτου κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το Ισραήλ θα εμπιστευτεί απροβλημάτιστα την Άγκυρα και το φυσικό του αέριο να διοχετεύεται με τουρκικό αγωγό. Άλλωστε κατά κανόνα οι χώρες με ενεργειακά αποθέματα έχουν πολυδιάστατη πολιτική αναφορικά με τη διοχέτευση των αποθεμάτων, ώστε να μην βάζουν όλα τα αυγά τους σε ένα καλάθι.

Δεν μπορεί να υποτιμάται και η προσπάθεια προσέγγισης της Αιγύπτου εκ μέρους της Τουρκίας. Στόχος ήταν η ανατροπή της συμφωνίας αυτής της χώρας με την Κύπρο για οριοθέτηση της ΑΟΖ. Η Τουρκία προσπάθησε να δελεάσει το προηγούμενο καθεστώς της Αιγύπτου επιχειρηματολογώντας ότι η συμφωνία με την Κύπρο είναι άδικη και ασύμφορη για τη χώρα αφού το κριτήριο της μέσης γραμμής, που εφαρμόστηκε στην προκειμένη περίπτωση, ευνοεί την Κύπρο που έχει πολύ μικρότερη ακτογραμμή. Καλεί την Αίγυπτο να συνάψει συμφωνία με την Τουρκία στη μέση γραμμή, κάτι που ουσιαστικά θα οδηγήσει σε διαμοιρασμό μέρους της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας ανάμεσα στις δύο χώρες.

Η ρευστή κατάσταση στην Αίγυπτο δεν μας επιτρέπει να παραγνωρίζουμε τα πιο πάνω, έστω και αν προς το παρόν τουλάχιστον ο κίνδυνος έχει ξεπεραστεί. Ό,τι και να συμβεί, ασφαλώς δεν είναι εύκολο για την Αίγυπτο να παίξει το παιχνίδι της Άγκυρας. Τυχόν αμφισβήτηση της συμφωνίας οριοθέτησης Κύπρου – Αιγύπτου, και μάλιστα με τον τρόπο που προωθεί η Άγκυρα,  θα παραβίαζε το δίκαιο της θάλασσας γενικότερα και το δίκαιο των διεθνών συνθηκών ειδικότερα. Επιπλέον, στην περιοχή της κυπριακής ΑΟΖ που η Τουρκία προτείνει να μοιραστεί με την Αίγυπτο παρεμβάλλονται οικόπεδα για τα οποία ήδη η Κυπριακή Δημοκρατία έδωσε αδειοδοτήσεις. Παρόλα αυτά, οι τουρκικές μεθοδεύσεις δεν παύουν να αποτελούν μια κατάσταση που πρέπει να μας προβληματίσει.

Ανάλογες πιέσεις ασκούνται και προς την πλευρά του Λιβάνου για να μην επικυρωθεί η σχετική συμφωνία με την Κύπρο. Εδώ η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το πρόβλημα που έχει ο Λίβανος όχι με την Κύπρο αλλά με το Ισραήλ.  Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι η συμφωνία Κύπρου – Λιβάνου προηγήθηκε της συμφωνίας μας με το Ισραήλ. Στη συμφωνία οριοθέτησης Κύπρου – Ισραήλ δεν διαφοροποιείται τίποτε από τις γραμμές βάσης που καθόρισε ο Λίβανος κατά την οριοθέτηση με την Κύπρο. Εκ των υστέρων η γειτονική χώρα αποφάσισε ότι το θαλάσσιο σύνορο με το Ισραήλ θα έπρεπε να επεκταθεί προς τα νότια. Ωστόσο, η διαφορά επηρεάζει έμμεσα την Κύπρο, αφού ο Λίβανος θεωρεί ότι στο αμφισβητούμενο μέρος της ΑΟΖ το κράτος που βρίσκεται απέναντι μας είναι ο ίδιος και όχι το Ισραήλ. Συνεπώς, ο Λίβανος θεωρεί ότι η όποια συμφωνία συνεκμετάλλευσης στην αμφισβητούμενη περιοχή (συνηθίζεται κοντά στη μέση γραμμή, αφού μπορεί ο ταμιευτήρας να είναι κοινός) πρέπει να συνομολογηθεί με τον ίδιο και όχι με το Ισραήλ.

VIII. Το Δίκαιο της Θάλασσας

Για να γίνει κατανοητή η σημασία των πιο πάνω ενεργειών της Τουρκίας αλλά και η δική μας πολιτική στο θέμα του φυσικού αερίου όπως αναλύεται στην επόμενη ενότητα, χρειάζεται να αναφερθούμε σε πολύ αδρές γραμμές στο Δίκαιο της Θάλασσας.

Η αποκλειστική οικονομική ζώνη του κάθε παράκτιου κράτους εκτείνεται σε πλάτος διακοσίων ναυτικών μιλίων. Ωστόσο, αν οι αποστάσεις δεν το επιτρέπουν, τότε πρέπει να γίνει συμφωνία οριοθέτησης. Μέχρι να επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, τα κράτη δεν μπορούν να ενεργούν κατά τρόπο που να προκαταλαμβάνει την τελική συμφωνία, με ό,τι αυτό σημαίνει (σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρέπει να κρατούν διακριτικές αποστάσεις από τη μέση γραμμή). Αν μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα δεν καταλήξουν, τότε θα πρέπει να αποταθούν από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο ή στο Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, η απόφαση του οποίου θα είναι δεσμευτική.

Ως γνωστό, η Τουρκία δεν υπέγραψε τη Συνθήκη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και προβάλλει μια δική της αντίληψη που δεν εμπίπτει στους σκοπούς αυτής της ανάλυσης. Παλαιότερα η Τουρκία διεκδικούσε την ΑΟΖ μας, ουσιαστικά περνώντας πάνω από την Κύπρο ως να μην υπήρχαμε στο Χάρτη. Με επιχείρημα μια ξεπερασμένη, ασύμβατη με τη νέα Συνθήκη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, αποκλειστικά γεωγραφική και γεωλογική αντίληψη περί υφαλοκρηπίδας, θεωρεί την Κύπρο ως προέκταση της Ανατολίας. Φαίνεται, όμως, ότι έχει αντιληφθεί πως δεν πείθει κανένα. Γι’ αυτό και η Τουρκία ακολουθεί πλέον μια πιο εκλεπτυσμένη πολιτική, συνεχίζοντας βέβαια να διεκδικεί μέρος της ΑΟΖ μας στα βορειοδυτικά αλλά δεχόμενη ότι το υπόλοιπο μέρος της δεν είναι δικό της. Προβάλλει φυσικά το επιχείρημα ότι αυτή ανήκει και στους Τουρκοκύπριους.

Είναι φανερός στόχος της Τουρκίας το φυσικό αέριο της περιοχής να διοχετεύεται στην Ευρώπη μέσω αγωγού που να περνά από τα εδάφη της αντί μέσω τερματικού στην Κύπρο, η ανέγερση του οποίου σε κάθε περίπτωση φαίνεται αναγκαία.

Β. Οι εσωτερικές εξελίξεις

 Το φυσικό αέριο, το καίριο πλήγμα στην οικονομία από τις αποφάσεις του Eurogroup, η κατάσταση στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και η εκλογή του κ. Αναστασιάδη στο προεδρικό αξίωμα συνιστούν βασικές εσωτερικές εξελίξεις που επηρεάζουν την πορεία του Κυπριακού.

I. Το φυσικό αέριο

Ενώ η αξιοποίηση του φυσικού αερίου δεν πρέπει να εξαρτάται με κανένα τρόπο από τις εξελίξεις στο πολιτικό μας πρόβλημα, ταυτόχρονα το εν λόγω ζήτημα, αν συνεχίσει να τυγχάνει σωστής αντιμετώπισης, μπορεί να λειτουργήσει ως ισχυρό κίνητρο για λύση του Κυπριακού. Αντίθετα, αν δεν το χειριστούμε σωστά μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές.

Η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει πλέον ένα νέο κίνητρο να επιδιώξει λύση, που στην πραγματικότητα είναι ο μόνος τρόπος να επωφεληθεί από την αξιοποίηση του τόσο πολύτιμου αυτού αγαθού. Αλλά και η δική μας πλευρά πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι τώρα όσο ποτέ άλλοτε επιβάλλεται σταθερότητα.

Δεν έχουμε αυταπάτες ότι η Τουρκία θα δεχθεί να συνάψει συμφωνία οριοθέτησης με την Κυπριακή Δημοκρατία ή συνυποσχετικό για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο ενόσω τουλάχιστον εκκρεμεί η επίλυση του Κυπριακού. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με έμμεση μεν αλλά σε κάθε περίπτωση de jure αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ούτε και πρέπει να αμφιβάλλουμε ότι η Τουρκία θα συνεχίσει, τουλάχιστον μέχρι τότε, να διεκδικεί για λογαριασμό της μέρος της δικής μας ΑΟΖ στα βορειοδυτικά. Θα επικαλείται σχετικά την αρχή της ευθυδικίας και την αποφυγή ενεργειών που θα μπορούσαν να προκαταλάβουν την μεταξύ μας οριοθέτηση, που περιλαμβάνονται στη Συνθήκη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Το επιχείρημα ότι με τη λύση του Κυπριακού θα επωφελούνται και οι Τουρκοκύπριοι, σε συνδυασμό με το τεκμήριο της καλής θέλησης για λύση με το οποίο πιστώνεται η πλευρά μας ως αποτέλεσμα της πολιτικής μας, λειτούργησε ως ασπίδα έναντι των τουρκικών απειλών. Ταυτόχρονα, στα κριτήρια αδειοδότησης περίοπτη θέση είχε  το θέμα της εθνικής ασφάλειας. Επιγραμματικά, αυτή η αποφασιστική αλλά ταυτόχρονα και συνετή γραμμή λειτουργεί επιτυχώς.

Υπάρχει ακόμη μια σχετική παράμετρος. Ορθώς δεν εμπλέξαμε το ζήτημα των υδρογονανθράκων στις διακοινοτικές συνομιλίες, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες της τουρκοκυπριακής πλευράς. Τούτου λεχθέντος, υπάρχουν συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί με τον Ταλάτ που σε περίπτωση λύσης δεν αφήνουν και πολλά για περαιτέρω ρύθμιση αναφορικά με το φυσικό αέριο. Και αυτό επειδή στο κεφάλαιο για τη Διακυβέρνηση, και ειδικότερα στο υποκεφάλαιο για τις ομοσπονδιακές αρμοδιότητες, όλες ανεξαιρέτως οι θαλάσσιες ζώνες (αιγιαλίτιδα ζώνη, εφαπτόμενη ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα) καθορίζονται ως αρμοδιότητες της ομοσπονδίας και όχι των ομόσπονδων μονάδων. Ακόμη και η αρμοδιότητα για καθορισμό των γραμμών βάσης από τις οποίες ξεκινά ο υπολογισμός των αποστάσεων έχει καθοριστεί ως ομοσπονδιακή. Επιπροσθέτως, έχει καθοριστεί ως ομοσπονδιακή αρμοδιότητα η οριοθέτηση με γειτονικά κράτη και η επίλυση διαφορών, όλα σύμφωνα με τη Συνθήκη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας στην οποία γίνεται αναφορά τρεις φορές σε ένα κείμενο μισής σελίδας που περιλαμβάνει τις πιο πάνω συγκλίσεις. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι αυτή θα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των συνθηκών της ομοσπονδιακής Κυπριακής Δημοκρατίας.

Σημειώνουμε ότι η πιο πάνω σύγκλιση συνιστά σημαντική βελτίωση σε σχέση με όλα τα προηγούμενα σχέδια του ΟΗΕ. Αρκεί να αναφερθεί ότι για πρώτη φορά εισάγεται η ΑΟΖ και μάλιστα ως ομοσπονδιακή αρμοδιότητα.

Ο καθορισμός των θαλάσσιων ζωνών ήταν το ένα ζήτημα, που σε περίπτωση λύσης αφορά το πώς θα ρυθμίζεται το ζήτημα του φυσικού αερίου.

Υπάρχουν ακόμα δύο σχετικά θέματα: Στις ομοσπονδιακές αρμοδιότητες περιλαμβάνονται οι φυσικοί πόροι (συνεπώς και το φυσικό αέριο) ενώ στο κεφάλαιο της Οικονομίας επιτεύχθηκε σύγκλιση όσον αφορά την κατανομή των ομοσπονδιακών εσόδων, στα οποία ασφαλώς θα περιλαμβάνονται και τα έσοδα από το φυσικό αέριο. Όλα αυτά δεν πρέπει να χαθούν γιατί συνιστούν μια στέρεη βάση αναφορικά με τους υδρογονάνθρακες σε περίπτωση λύσης.

Πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι ο Έρογλου, με πρόσχημα την άρνηση μας να συζητήσουμε την απαράδεκτη πρόταση που επιχείρησε να θέσει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων για άμεση συνεκμετάλλευση του φυσικού αερίου, προχώρησε σε «συμφωνία οριοθέτησης» με την Τουρκία θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση όσα είχαν συμφωνηθεί με τον Ταλάτ όπως περιγράφονται πιο πάνω. Πρόκειται για μια «συμφωνία» που από άποψη διεθνούς δικαίου αξίζει τόσα όσα και το χαρτί πάνω στην οποία είναι γραμμένη. Δύο είναι τα αξιοσημείωτα σε αυτή: Πρώτο, «οριοθετεί» υφαλοκρηπίδα και όχι ΑΟΖ και μάλιστα όχι συνολικά  αλλά μόνο απέναντι από τις κατεχόμενες ακτές (δεν επεκτείνεται ανατολικά και δυτικά). Και δεύτερο, παραχωρεί σχεδόν ολόκληρη την υφαλοκρηπίδα στην Τουρκία, αφήνοντας στην «ΤΔΒΚ» σχεδόν μόνο αιγιαλίτιδα ζώνη.

Ο προφανής λόγος για τον οποίο «οριοθέτησαν» υφαλοκρηπίδα αντί ΑΟΖ έχει να κάνει με την προαναφερθείσα αντίληψη της Τουρκίας ότι η Κύπρος συνιστά προέκταση της Ανατολίας. Πιθανό, όμως, αυτό να σχετίζεται και με πρόθεση για διατήρηση κάποιας ευελιξίας αναφορικά με μελλοντική οριοθέτηση της ΑΟΖ μετά τη λύση του Κυπριακού, αφού η υφαλοκρηπίδα είναι πιο στενή νομική έννοια παρόλο που γεωγραφικά στη δική μας περίπτωση συμπίπτει με την ΑΟΖ. Πιο απλά, αν μελλοντικά συμφωνηθεί διαφορετική οριοθέτηση, για να σώσουν το γόητρο τους θα προβάλλουν το επιχείρημα ότι δεν διαφοροποιούν προηγούμενη τους θέση, ακριβώς επειδή θα πρόκειται για οριοθέτηση ΑΟΖ και όχι υφαλοκρηπίδας. Έτσι ίσως εξηγείται και το γεγονός ότι προχώρησαν σε μερική και όχι πλήρη «οριοθέτηση».

II. Η οικονομική κατάσταση

Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα άσκησης πιέσεων από το διεθνή παράγοντα, ακόμη και το ακραίο σενάριο να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός η Τρόικα, με δήθεν οικονομικής φύσης απαιτήσεις ή/και «παραχωρήσεις» που στην πραγματικότητα όμως είτε να αποσκοπούν σε αναβάθμιση της παράνομης οντότητας είτε να επιδρούν στις συζητήσεις για το περιεχόμενο της λύσης και εν τέλει σε επιβολή απαράδεκτης συνολικής διευθέτησης. Επιβάλλεται, συνεπώς, ένας προβληματισμός αναφορικά με το τι δέον γενέσθαι έτσι που να αντιμετωπιστούν οι δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

III. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα

Η τουρκοκυπριακή κοινότητα πάντα είχε ως πόλο έλξης και κίνητρο για λύση την οικονομική ευμάρεια των ελεύθερων περιοχών και την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με όλη της την επικράτεια. Η πρωτόγνωρη οικονομική κρίση στο νησί και γενικότερα στην ευρωζώνη αποδυναμώνουν το προαναφερθέν κίνητρο. Την ίδια στιγμή βέβαια η δική τους άσχημη οικονομική κατάσταση δεν αποκλείεται να τους ωθήσει σε αναζήτηση λύσης.

Υπάρχουν και εσωτερικές εξελίξεις που δεν μπορούν να παραγνωρίζονται. Κερδισμένο στις πρόωρες γενικές «εκλογές» ήταν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, έστω και αν δεν εξασφάλισε αυτοδυναμία. Αυτή ήταν μια θετική εξέλιξη, χωρίς αυταπάτες βέβαια, πόσο μάλλον που ο Έρογλου παραμένει «Πρόεδρος».

Οι πρόωρες «εκλογές» οφείλονταν σε εσωτερικές αντιπαραθέσεις στο κυβερνών ΚΕΕ και έχουν σημασία τόσο για την εξέλιξη της τουρκοκυπριακής δεξιάς όσο και για τις σχέσεις των Τουρκοκυπρίων με την Τουρκία. Το ΑΚΡ δεν παρουσιάζεται αρνητικό σε λύση που θα υπηρετεί τις δικές του προσδοκίες (κάτι πέραν του σχεδίου Ανάν για την τουρκική πλευρά, ιδιαίτερα στις διεθνείς πτυχές) και ανησυχεί ότι ο Έρογλου και ο κύκλος του δεν εγγυούνται σίγουρη στήριξη σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Οι δεσμοί και οι εξαρτήσεις του Τουρκοκύπριου ηγέτη από κύκλους του «παλιού» βαθέως κράτους δημιουργούν αμφιβολίες στο ΑΚΡ κατά πόσον ο Έρογλου θα παραμείνει μέχρι τέλους εντός στρατηγικής.

Τα πιο πάνω δεν σημαίνουν ότι η προσπάθεια της Άγκυρας να εξουδετερώσει δυνάμεις της Δεξιάς που δεν συμφωνούν με τη δική της αντίληψη είναι εύκολη υπόθεση. Η αντιπαράθεση περιέχει και άλλα στοιχεία, όπως η θρησκεία, που συγκεντρώνουν αντίδραση σε ευρύτερα τουρκοκυπριακά στρώματα με κοσμική παράδοση. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι το ΑΚΡ θα συνεχίσει την πορεία των τελευταίων χρόνων για ριζική αλλαγή ολόκληρου του συστήματος στα κατεχόμενα. Σε αυτό βοηθά η φθορά του ΚΕΕ ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους λόγω του τρόπου με τον οποίο επιβάλλεται ο μετασχηματισμός και της αυταρχικής πολιτικής της λιτότητας.

Όσον αφορά το ΡΤΚ, τα τελευταία 15 χρόνια μαστίζεται από μακρά μεταβατική περίοδο χωρίς ακόμη να καταφέρει να έχει ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα και σαφή ιδεολογική ταυτότητα. Οι θέσεις του κόμματος στο Κυπριακό είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, αφού όλοι μεν συμφωνούν σε ειρήνη και λύση, αλλά διαφοροποιούνται στο περιεχόμενο που τους προσδίδουν. Η μια τάση προτιμά την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των ομόσπονδων μονάδων και την ελαχιστοποίηση της συνεργασίας σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ενώ η άλλη – το αντίθετο.

 

IV. Η εκλογή Αναστασιάδη

Για να δούμε πώς επηρεάζει το Κυπριακό η εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας πρέπει να αναλύσουμε τις διακηρυγμένες θέσεις του κ. Αναστασιάδη.

Ο πιο ενεργός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Δεν διαφωνούμε να αναμιχθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση πιο ενεργά στο Κυπριακό, άλλωστε πάντα αυτή ήταν η επιδίωξη. Αλλά δεν τρέφουμε και ψευδαισθήσεις. Δεν υπάρχει καμία πειστική εξήγηση που να συνηγορεί στο ότι η ενεργός εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε επίπεδο Συμβουλίου θα οδηγήσει σε διαφοροποίηση της μέχρι στιγμής στάσης των Ευρωπαίων εταίρων: Έχουν σταθερή και διαχρονική θέση ότι δεν μπορούν και δεν θέλουν να υποκαταστήσουν τον ΟΗΕ ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, φραστικά διακηρύττουν ότι επιδιώκουν λύση στη βάση των αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά στην πράξη σπρώχνουν σε αποδοχή ακόμη και μόνιμων εξαιρέσεων από το κοινοτικό κεκτημένο. Η πικρή εμπειρία με το Eurogroup θα πρέπει να μας κάνει σοφότερους. Οικονομικά είμαστε πλέον σε πολύ πιο αδύνατη θέση και είναι εξαιρετικά πιθανό να σπεύσουν να το εκμεταλλευτούν.

Η πρόθεση για υποβολή αίτησης ένταξη στο Συνεταιρισμό για την ειρήνη

Για εμάς υπάρχουν οι γνωστοί ουσιαστικοί λόγοι κατά της ένταξης στο Συνεταιρισμό. Ούτως ή άλλως, η ένταξη σε αυτόν, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, είναι ανέφικτη με άλυτο το Κυπριακό διότι απλούστατα η Τουρκία θα θέσει βέτο. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι, σχεδόν ένα χρόνο μετά τις εκλογές, δεν έχει υποβληθεί ακόμη σχετικά αίτηση. Ωστόσο, η διακηρυγμένη πρόθεση για υποβολή αίτησης εμπερικλείει δύο σοβαρούς κινδύνους.

Πρώτο, στην απίθανη περίπτωση που η Κύπρος θα εντασσόταν στο Συνεταιρισμό με άλυτο το Κυπριακό, χάνεται ένα κίνητρο για τους Νατοϊκούς και τους Ευρωπαίους να θέλουν λύση, αφού το πρόβλημα στην ομαλή συνεργασία ΝΑΤΟ –Ε.Ε. θα αντιμετωπιστεί σε μεγάλο βαθμό.

Δεύτερο, σε συνάρτηση με το πρώτο, η πρόθεση για ένταξη στο Συνεταιρισμό ωθεί τους Νατοϊκούς να πιέζουν την πλευρά μας για κλείσιμο του Κυπριακού, με το επιχείρημα ότι αυτός είναι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος για ένταξη στο συγκεκριμένο οργανισμό. Ήδη διαφαίνονται οι παρενέργειες αυτής της θέσης. Ο Ρασμούσεν το είπε και δημοσίως: «Το Κυπριακό πρέπει να λυθεί για να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης» (World Bulletin, 7/5/2013). Πρόσθεσε μάλιστα ότι η εξόρυξη φυσικού αερίου μπορεί να αρχίσει μετά τη λύση του Κυπριακού.

Η διεύρυνση των συνομιλιών

Αυτή η θέση υποστηριζόταν από τον κ. Αναστασιάδη προεκλογικά. Στο έγγραφο που κατέθεσε στο Εθνικό Συμβούλιο δεν την συμπεριέλαβε.

Ο διορισμός διαπραγματευτή

Ο διορισμός διαπραγματευτή οδήγησε, όπως αναμενόταν, σε αντίστοιχη κίνηση εκ μέρους της τουρκοκυπριακής πλευράς. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της διαπραγματευτικής διαδικασίας και θα την καταστήσει  ακόμη πιο αναποτελεσματική και χρονοβόρα. Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι ένας διαπραγματευτής δεν δημιουργεί θεσμικό πρόβλημα στην Τουρκία και ως εκ τούτου θα μπορεί να συνομιλεί μαζί του. Το επιχείρημα δεν έχει πρακτικό αντίκρισμα αφού η στάση της τουρκοκυπριακής πλευράς στις συνομιλίες καθορίζεται σε συνεννόηση με την Τουρκία, που πάντα έχει δικούς της ανθρώπους στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων.

Η υποβολή σχεδίου συνολικής λύσης

Αυτή η εξαγγελία ακούεται πολύ εύηχα και είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή η όποια διαφωνία, αλλά έχουμε υποχρέωση να προειδοποιήσουμε για τις σοβαρές αρνητικές συνέπειες αν τελικά πραγματοποιηθεί.

Ομόφωνες ελληνοκυπριακές προτάσεις είχαν υποβληθεί και το 1989. Τότε, όμως, ήμασταν στην αρχή μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας. Ουσιαστικά το μόνο που υπήρχε στο τραπέζι ήταν οι δύο συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου που και αυτές αμφισβητούνταν από την τουρκοκυπριακή πλευρά. Εκείνη την εποχή η κίνηση που έγινε ήταν σωστή αφού εξυπηρετούσε δύο στόχους: Πρώτο, καθόριζε ένα πλαίσιο αποδεκτό από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και διασφάλιζε, στο μέτρο του δυνατού, την ενότητα. Δεύτερο, έστελλε ένα μήνυμα διεθνώς και προς την άλλη πλευρά ως προς τα διαπραγματευτικά μας όρια και πλαίσια.

Σήμερα η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Μεσολάβησαν πολλά χρόνια συνομιλιών και ειδικότερα κατά τη θητεία Δημήτρη Χριστόφια επιτεύχθηκαν σημαντικές συγκλίσεις με τον Ταλάτ. Ωστόσο, ο Έρογλου αμφισβητεί τις συγκλίσεις και ουσιαστικά επιδιώκει επαναδιαπραγμάτευση από μηδενική βάση. Η υποβολή συνολικής πρότασης θα τον διευκόλυνε σε αυτή του την επιδίωξη. Θα οδηγούσε, με μαθηματική ακρίβεια, σε ανάλογη κίνηση από μέρους του, με ακραίες και επί της ουσίας συνομοσπονδιακές θέσεις. Ο ΟΗΕ θα θεωρούσε τη δική μας πλευρά ως υπεύθυνη για την εξέλιξη και θα ερμήνευε την υποβολή συνολικής πρότασης ακριβώς ως κίνηση για απεγκλωβισμό από τις όποιες συγκλίσεις και για εξ υπαρχής διαπραγμάτευση. Από εκεί και πέρα ο ΟΗΕ θα αναζητούσε μέσες λύσεις μεταξύ της δικής μας πρότασης και των απαράδεκτων τουρκοκυπριακών θέσεων, με δεδομένη τη χειροτέρευση της διαπραγματευτικής μας θέσης μέσα στις νέες συνθήκες.

Η απόσυρση «απαράδεκτων υποχωρήσεων» Χριστόφια

Προεκλογική δέσμευση του Προέδρου Αναστασιάδη συνιστά η απόσυρση των λεγόμενων «απαράδεκτων προτάσεων» και «γενναιόδωρων προσφορών» Χριστόφια. Πιο συγκεκριμένα, λόγος γίνεται για την εκ περιτροπής προεδρία, τη σταθμισμένη ψήφο, τις 50.000 έποικους, τις τέσσερις ελευθερίες για Τούρκους πολίτες και το περιουσιακό.

Η εκ περιτροπής προεδρία: Είχε παρεισφρήσει σε έγγραφα του ΟΗΕ από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, είχε γίνει αποδεκτή επί προεδρίας Κληρίδη, περιλαμβάνεται και στις πέντε εκδοχές του σχεδίου Ανάν και ποτέ δεν αμφισβητήθηκε, ούτε πριν ούτε μετά τα δημοψηφίσματα. Είναι φανερό ότι η εκ περιτροπής προεδρία συνιστούσε ένα προ πολλού εδραιωμένο κεκτημένο των συνομιλιών, που αφορά μάλιστα ζήτημα ευαίσθητου ισοζυγίου αναφορικά με τα δικαιώματα της κάθε κοινότητας και ως εκ τούτου ήταν εξαιρετικά δύσκολη η απαλλαγή από αυτήν.

Εκείνο που ο τέως πρόεδρος Χριστόφιας έπραξε ήταν η διασύνδεση της εκ περιτροπής προεδρίας με τη διασταυρούμενη ψήφο, με άμεση εκλογή από το λαό στο σύνολο του. Ο Έρογλου απορρίπτει αυτή τη σύγκλιση και θεωρεί ότι η διασταυρούμενη ψήφος παραβιάζει τις κόκκινες γραμμές του αφού, όπως ο ίδιος αναφέρει σε επιστολή του προς τον Ερντογάν, καταργεί την έννοια των δύο χωριστών λαών και δεν επιτρέπει σε κόμματα όπως το δικό του (ακραία, εθνικιστικά) να διεκδικήσουν με αξιώσεις την προεδρία. Η αντίδραση μας όπως περιέχεται στο περίγραμμα θέσεων της πλευράς μας ήταν ότι η εκ περιτροπής προεδρία είχε συμφωνηθεί ως πακέτο με τη διασταυρούμενη ψήφο και αφού η τουρκοκυπριακή πλευρά απορρίπτει το δεύτερο σκέλος, η απάντηση μας είναι η μόνιμη ελληνοκυπριακή προεδρία και τουρκοκυπριακή αντιπροεδρία. Αυτή η θέση καταγράφεται και στο έγγραφο Ντάουνερ «συγκλίσεις 2008 – 2012».

Η σταθμισμένη ψήφος: Η τουρκοκυπριακή πλευρά προέβαλλε διάφορα ανυπόστατα επιχειρήματα προκειμένου να απορρίπτει τη διασταυρούμενη ψήφο. Ωστόσο, μία από τις ανησυχίες που εξέφραζε ήταν βάσιμη: Με τη διασταυρούμενη ψήφο η ελληνοκυπριακή κοινότητα, με την πλειοψηφία του 80% που διαθέτει, θα μπορούσε άνετα να εκλέγει από μόνη της, ακόμη και χωρίς καμία απολύτως τουρκοκυπριακή ψήφο, τον αξιωματούχο της άλλης πλευράς που η ίδια θα επέλεγε. Αυτό θα μας έπαιρνε πίσω και από τη Ζυρίχη, θα μετέτρεπε την τουρκοκυπριακή κοινότητα σε μειονότητα και θα παραβίαζε τις ήδη συμφωνημένες αρχές του δικοινοτισμού και της πολιτικής ισότητας που σημαίνουν, μεταξύ άλλων, αποτελεσματική συμμετοχή της τουρκοκυπριακής κοινότητας τόσο στα ομοσπονδιακά όργανα όσο και στη λήψη αποφάσεων. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα αποδοχής της διασταυρούμενης χωρίς σταθμισμένη ψήφο.

Έτσι, η σταθμισμένη ψήφος συνιστά αναπόφευκτη συνέπεια της διασταυρούμενης ψήφου. Αν αποσύρουμε τη σύγκλιση για σταθμισμένη ψήφο, ασφαλώς δεν θα οδηγηθούμε σε διασταυρούμενη ψήφο χωρίς στάθμιση, αφού αυτό θα σήμαινε σχέση πλειοψηφίας – μειονότητας, αλλά σε χωριστή εκλογή. Η στάθμιση, ανεξαρτήτως ονομασίας, συνιστά πρακτική που ακολουθείται σε πολλά κράτη, ομοσπονδιακά και μη, με την έννοια της απόκλισης από την αρχή «ένας πολίτης – μία ψήφος».

Οι έποικοι: Ο εποικισμός είναι έγκλημα πολέμου και ως τέτοιο τον αντιμετωπίζουμε. Ταυτόχρονα, όμως, όλες οι πολιτικές δυνάμεις δέχονται ότι αριθμός εποίκων θα παραμείνει για ανθρωπιστικούς λόγους. Το σχέδιο Ανάν προνοούσε για ένα αριθμό που δεν ήταν συγκεκριμένος αλλά βασιζόταν σε σειρά κριτηρίων από τα οποία γίνονταν υπολογισμοί από 70.000 μέχρι και 120.000 ή και περισσότερους. Η πλευρά μας, με έγγραφο προς τον ΟΗΕ ημ. 30 Μαρτίου 2004, δήλωνε ετοιμότητα να δεχθεί ένα αριθμό γύρω στις 55.000. Κατά την τελευταία πενταετία δεν δώσαμε αριθμό σε επίσημο έγγραφο. Δεν υπάρχει σχετική σύγκλιση και στο προαναφερθέν έγγραφο Ντάουνερ με τις συγκλίσεις δεν καταγράφεται αριθμός. Συνεπώς, δεν υπάρχει δέσμευση για οποιοδήποτε αριθμό.

Οι τέσσερις ελευθερίες για Τούρκους πολίτες: Η πλευρά μας έθετε επίμονα το θέμα των τριών βασικών ελευθεριών για όλους τους Κυπρίους (ελευθερία διακίνησης, εγκατάστασης και απόκτησης περιουσίας) χωρίς κανένα περιορισμό, μέσα από μια λογική μεταβατική περίοδο. Η τουρκοκυπριακή πλευρά έθετε διάφορες αστήρικτες αιτιάσεις, αλλά ένα από τα επιχειρήματα της έχρηζε απάντησης: Υποστήριζε ότι η έλλειψη οποιωνδήποτε περιορισμών στην εγκατάσταση δυνητικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε ελληνοκυπριακή πληθυσμιακή πλειοψηφία στην τουρκοκυπριακή ομόσπονδη μονάδα και ότι αυτό θα παραβίαζε την αρχή της διζωνικότητας, που προνοεί ότι η κάθε κοινότητα θα διοικεί την αντίστοιχη ομόσπονδη μονάδα.

Η πλευρά μας διασφάλισε ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα διοικεί την αντίστοιχη ομόσπονδη μονάδα αντιπροτείνοντας οροφή όχι στην εγκατάσταση αλλά στον τρόπο άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων: Αν οι Ελληνοκύπριοι που θα επιλέξουν να ζουν στην τουρκοκυπριακή ομόσπονδη μονάδα ξεπεράσουν σε βάθος χρόνου μια οροφή που θα συμφωνηθεί, τότε αυτοί που θα την υπερβαίνουν να ασκούν πολιτικά τους δικαιώματα όχι σε εδαφική αλλά σε κοινοτική βάση (αυτό προνοεί και το Σύνταγμα του 1960).

Η τουρκοκυπριακή πλευρά ανταπάντησε ότι για να συζητήσει κάτι τέτοιο θα πρέπει και εμείς να δεχθούμε ότι οι Τούρκοι πολίτες θα έχουν ίση μεταχείριση με τους Έλληνες πολίτες αναφορικά με τα δικαιώματά τους στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Ανταπαντήσαμε ότι θα ήμασταν διατεθειμένοι να αποδεχθούμε τη σχετική πρόνοια της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης για μόνιμη εγκατάσταση και πολιτογράφηση σε αναλογία 4:1. Η αντίδραση τους ήταν ότι ακόμη και αν το δεχθούν, αυτό είναι άσχετο με τις τέσσερις ελευθερίες στα πλαίσια της ιδιότητας της Κύπρου ως πλήρους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, κεφαλαίων, υπηρεσιών και εργαζομένων). Εδώ ζητούσαν να ισχύει για τους Τούρκους πολίτες το ίδιο με τους Ελλαδίτες αλλά και όλους τους Ευρωπαίους, δηλαδή κανένας περιορισμός.

Σημειώνουμε ότι όντως είναι ένα πράγμα οι τρεις βασικές ελευθερίες και άλλο οι τέσσερις διασυνοριακές ελευθερίες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο μία από τις οποίες συμπίπτει με τις τρεις βασικές ελευθερίες και μάλιστα όχι πλήρως αλλά μερικώς: Η ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων, που μπορεί να περιλάβει και προσωρινή διαμονή, όχι όμως μόνιμη εγκατάσταση με τα όποια δικαιώματα αυτή συνεπάγεται.

Τελικά υπήρξε σύγκλιση ως πακέτο ότι δεν θα υπάρχουν περιορισμοί στην εγκατάσταση Κυπρίων οπουδήποτε στο νησί (αυτό επιτεύχθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία των συνομιλιών μετά το 1974) και ότι οι Τούρκοι πολίτες θα ασκούν τις τέσσερις ελευθερίες κατά τρόπο που να μην αλλοιώνεται η πληθυσμιακή αναλογία. Συμφωνήθηκε επίσης ότι η σύγκλιση για Τούρκους πολίτες θα ισχύει μόνο αφού συμφωνηθεί ο αριθμός των εποίκων που θα παραμείνουν  και ότι επιπλέον η πλευρά μας θα διαβουλευθεί σχετικά με την Ελλάδα. Επιπλέον, στις θέσεις της δικής μας πλευράς αναφέρεται κατ’ επανάληψη ότι η αποδεκτή πληθυσμιακή αναλογία είναι 4:1.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αν δεν γινόταν ρύθμιση αναφορικά με τις τέσσερις ελευθερίες, η Τουρκία αυτόματα θα τις αποκτούσε σε μεγάλο βαθμό με τη λύση του Κυπριακού, αφού θα έμπαιναν αμέσως σε ισχύ οι σχετικές πρόνοιες της συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πάντα αυτόματα, μια πιθανή μελλοντική πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσουν πλήρως οι Τούρκοι πολίτες τις τέσσερις ελευθερίες χωρίς κανένα απολύτως περιορισμό.

Δεν είναι τυχαίο που ο Έρογλου αμφισβητεί τη σύγκλιση με πρόσχημα ότι αυτό που εμείς παίρνουμε είναι ξεκάθαρο (άσκηση των βασικών ελευθεριών χωρίς κανένα περιορισμό) ενώ τίθεται σωρεία προϋποθέσεων γι΄αυτό που παίρνουν οι Τούρκοι. Περιττό να τονίσουμε ότι αν αποσυρθεί η σύγκλιση δεν χάνουμε μόνο τον περιορισμό στη διαμονή Τούρκων στο νησί αλλά και τη μεγάλη κατάκτηση της απρόσκοπτης διασφάλισης της ελεύθερης εγκατάστασης των Κυπρίων οπουδήποτε αυτοί επιθυμούν.

Το περιουσιακό: Σε αυτό το ζήτημα δεν έχουν επιτευχθεί ουσιαστικές συγκλίσεις. Η πλευρά μας εμμένει στη θέση ότι ο ιδιοκτήτης πρέπει να έχει δικαίωμα επιλογής μεταξύ αποκατάστασης, αποζημίωσης και ανταλλαγής. Συνεπώς, τα περί απαράδεκτων υποχωρήσεων δεν ευσταθούν. Θέση της τουρκοκυπριακής πλευράς είναι ουσιαστικά η συνολική ανταλλαγή περιουσιών, με ελάχιστη αποκατάσταση.

H νομική θέση της πλευράς μας στο περιουσιακό έχει επιδεινωθεί μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ στις υποθέσεις Δημόπουλος και Ασπρόφτας και Πετρακίδου. Με τις εν λόγω αποφάσεις το Δικαστήριο αναγνωρίζει την επιτροπή περιουσιών στα κατεχόμενα Αυτό από μόνο του ουσιαστικά κλείνει την πόρτα σε προσφυγές αφού ο όποιος αιτητής πρέπει προηγουμένως να απευθύνεται στην επιτροπή, αν δεν ικανοποιηθεί να απευθύνεται σε δευτεροβάθμιο «δικαστικό όργανο» στα κατεχόμενα και μόνο αφού εξαντλήσει αυτά τα μέσα να μπορεί να προσφύγει στο ΕΔΑΔ. Απαιτείται, δηλαδή, μια διαδικασία μερικών χρόνων την οποία ούτως ή άλλως δεν ευνοεί η πλευρά μας, για ευνόητους λόγους. Αλλά και επί της ουσίας η απόφαση Δημόπουλος δίνει προτεραιότητα στο χρήστη, ακόμη και αν αυτός είναι έποικος, ουσιαστικά εκμηδενίζει την απώλεια χρήσης και θεωρεί πως η επιτροπή είτε αποφασίσει αποκατάσταση είτε αποζημίωση είτε ανταλλαγή, όλες θεωρούνται αποτελεσματική θεραπεία.  Αυτό αποδείχθηκε και με την πιο πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Μελεάγρου, που ήταν η πρώτη που εκδικάστηκε μετά από εξάντληση όλων των «ένδικων μέσων» στα κατεχόμενα. Στην εν λόγω απόφαση, μεταξύ άλλων αρνητικών, αναφέρεται ότι η παραπονούμενη επέμενε σε αποκατάσταση και ως εκ τούτου δεν εξάντλησε τις προσφερόμενες θεραπείες της αποζημίωσης ή ανταλλαγής και ως εκ τούτου η προσφυγή απορρίφθηκε. Έτσι, οριστικά πλέον αποφασίζει σχετικά η επιτροπή η οποία, φυσικά, δεν επιλέγει τη θεραπεία της αποκατάστασης αλλά της ανταλλαγής ή της αποζημίωσης συνδυασμένης με την απώλεια χρήσης που και οι δύο μαζί δεν υπερβαίνουν το 1/8 της πραγματικής σημερινής αξίας της περιουσίας.

Δεν αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς προτείνεται να αποσυρθεί. Ο καθένας όμως μπορεί να αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να υπάρχουν σοβαρές ελπίδες βελτίωσης των θέσεων μας γιατί απλούστατα μεσολάβησε η απόφαση Δημόπουλος και όσες ακολούθησαν.

Το έγγραφο Ντάουνερ με τις συγκλίσεις

Η δική μας αξιολόγηση αναφορικά με το εν λόγω έγγραφο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν αρκετές αναφορές οι οποίες αποτυπώνουν με ακρίβεια την κατάσταση αλλά και αναφορές στις οποίες εντοπίζονται ανακρίβειες ή/ και ελλείψεις, ενώ, τέλος, διαπιστώνονται και παραλείψεις αναφορικά με σημαντικές θέσεις των δύο πλευρών. Αυτά διατυπώνονται επακριβώς στο έγγραφο με τις παρατηρήσεις του τέως προέδρου Δημήτρη Χριστόφια, τις οποίες φυσιολογικά ζήτησε και πήρε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και τις έχουν τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου. Συνεπώς, περιοριζόμαστε σε μια σύντομη εκτίμηση.

Σε ορισμένα θέματα, όπως αναφέρεται στο ίδιο το έγγραφο, δεν υπήρχαν καταγραμμένες συγκλίσεις. Συνεπώς, είναι ως ένα βαθμό φυσιολογικό η καταγραφή τους να παρουσιάζει ανακρίβειες. Πιστεύουμε όμως ότι σε ορισμένα άλλα θέματα υπάρχουν σκοπιμότητες και αυτό τεκμαίρεται από τον τρόπο με τον οποίο καταγράφονται στο συγκεκριμένο έγγραφο.

Το έγγραφο περιλαμβάνει αναφορές οι οποίες είναι πολύ σημαντικές και θετικές για την πλευρά μας:

  1. Αναφέρεται η θέση μας ότι αν η ΤΚ πλευρά δεν επαναβεβαιώσει τη σύγκλιση για εκ περιτροπής προεδρία με διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο, τότε πάμε σε μόνιμο Ε/Κ Πρόεδρο και Τ/Κ Αντιπρόεδρο.
  2. Το έγγραφο διαψεύδει τη λεγόμενη «γενναιόδωρη παραχώρηση» για παραμονή 50,000 εποίκων, αφού τέτοιο πράγμα δεν περιλαμβάνεται στο έγγραφο.
  3. Αναφέρεται με μαύρα γράμματα (δηλαδή ως σύγκλιση) η θέση για διασυνδεδεμένη συζήτηση εδαφικού και περιουσιακού. Καταγράφεται, επίσης, η θέση μας για επιστροφή 100,000 προσφύγων υπό Ε/Κ διοίκηση και μάλιστα ως προϋπόθεση των κριτηρίων για το περιουσιακό.
  4. Αναφέρεται η σύγκλιση της 29ης Ιανουαρίου 2010 για το δικαίωμα εγκατάστασης των Κυπρίων πολιτών χωρίς κανένα περιορισμό σε ολόκληρη την Κύπρο.
  5. Αναφέρεται η θέση μας για κατάργηση των Συνθηκών Εγγύησης και Συμμαχίας και για πλήρη αποστρατιωτικοποίηση.

Τα πιο πάνω καταρρίπτουν τα περί απαράδεκτων υποχωρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει καμία δέσμευση. Ο Πρόεδρος είναι ελεύθερος να πράξει ότι θέλει.  Τούτο επειδή ο Έρογλου έχει ήδη απορρίψει τις πιο σημαντικές συγκλίσεις, περιλαμβανομένων και των λεγόμενων «γενναιόδωρων παραχωρήσεων».

Η δική μας ξεκάθαρη θέση είναι ότι πρέπει να διαφυλαχθεί η βάση και οι συγκλίσεις. Τυχόν απόσυρση θα αποενοχοποιούσε τον Έρογλου και την Τουρκία και θα εγκυμονούσε κινδύνους να βρεθούμε μπροστά σε πολύ ανεπιθύμητες ρυθμίσεις (π.χ. εκ περιτροπής προεδρία χωρίς διασταυρούμενη ψήφο αλλά με χωριστή εκλογή, μόνιμοι περιορισμοί στο δικαίωμα εγκατάστασης, αλλαγή της πληθυσμιακής αναλογίας, απεριόριστη ροή Τούρκων πολιτών, ρύθμιση του περιουσιακού στη βάση των καταστροφικών πρόσφατων αποφάσεων του ΕΔΑΔ, κ.ά.).

Εν κατακλείδι, η πλευρά μας έπρεπε να εμμένει σε επαναβεβαίωση της βάσης της διαπραγμάτευσης όπως αυτή καθορίζεται στα κοινά ανακοινωθέντα Χριστόφια – Ταλάτ καθώς και σε συνέχιση των συνομιλιών από εκεί που είχαν μείνει. Αυτό θα συνιστούσε ασπίδα προστασίας για αντιμετώπιση των εν εξελίξει μεθοδεύσεων. Ταυτόχρονα πρέπει να συνεχιστεί η επιτυχημένη πολιτική που ακολουθήσαμε σε σχέση με το φυσικό αέριο. Οποιαδήποτε προσέγγιση που θα βασιζόταν σε εξ υπαρχής διαπραγμάτευση στο όνομα της διασφάλισης καλύτερης λύσης θα συνιστούσε επικίνδυνο ευσεβοποθισμό και θα διευκόλυνε τα σχέδια επιβολής απαράδεκτης λύσης με συνοπτικές διαδικασίες. Επιπλέον θα έθετε, μεταξύ άλλων, σε κίνδυνο την άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο θέμα του φυσικού αερίου.

Γ. Η τρέχουσα κατάσταση

Η πιο πάνω ανάλυση καταδεικνύει ότι ούτε η διεθνής κατάσταση ούτε η κατάσταση στην περιοχή και ειδικότερα όσον αφορά την Τουρκία έχει διαφοροποιηθεί υπέρ μας. Τα περί νέας στρατηγικής, για να έχουν νόημα, πρέπει να τεκμηριώνονται με θέσεις και προτάσεις και να στοχεύουν σε ανατροπή και όχι εδραίωση της ντε φάκτο διχοτόμησης. Επί του παρόντος έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια συγκεκριμένη και κρίσιμη κατάσταση.

Οι εξελίξεις αναφορικά με τις προσπάθειες συνομολόγησης κοινού ανακοινωθέντος είναι ανησυχητικές. Η προσπάθεια συνεχίζεται εδώ και τέσσερις μήνες χωρίς επιτυχή κατάληξη. Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν αφού δεν πρόκειται για προσπάθεια λύσης αλλά απλώς για προσπάθεια επανέναρξης της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Θα ήταν ολέθριο να σταλεί το μήνυμα πως ούτε καν ένα κοινό ανακοινωθέν για την προ πολλού συμφωνημένη βάση διαπραγμάτευσης και λύσης δεν είμαστε ικανοί να συνομολογήσουμε.

Ασφαλώς δεν εισηγούμαστε ένα οποιοδήποτε ανακοινωθέν αλλά ένα ανακοινωθέν που να διασφαλίζει τη μία και μόνη κυριαρχία, τη μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα και τη μία και μόνη ιθαγένεια. Το αδιέξοδο δεν συνιστά επιλογή γιατί εδραιώνει το διχοτομικό στάτους κβο. Επιπρόσθετα, όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, σε περίπτωση αδιεξόδου θα επιρριφθούν ευθύνες και στην ελληνοκυπριακή πλευρά και θα αναζωπυρωθούν ποικιλοτρόπως οι προσπάθειες αναβάθμισης του ψευδοκράτους.

Το ΑΚΕΛ θέτει πάνω από όλα το συμφέρον της Κύπρου και ως εκ τούτου η πολιτική μας στο Κυπριακό δεν καθορίζεται από οποιεσδήποτε ρεβανσιστικές τάσεις. Δεν θα ακολουθήσουμε το δρόμο που άλλοι έδειξαν κατά την προηγούμενη πενταετία γιατί πιστεύουμε ότι αυτό μόνο ζημιά θα προκαλούσε. Θα παραμείνουμε σοβαροί και εποικοδομητικοί και θα στηρίξουμε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην κοινή προσπάθεια για δίκαιη και βιώσιμη λύση. Προσδοκούμε, ασφαλώς, ότι και ο ίδιος ο Πρόεδρος, θα ενημερώνει έγκαιρα και ολοκληρωμένα το Εθνικό Συμβούλιο, θα δρα συλλογικά και θα εμμένει αταλάντευτα στη βάση διαπραγμάτευσης και λύσης του Κυπριακού όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και στις αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου. .»

PREV

Κοινωνική μάστιγα η ανεργία

NEXT

Δήλωση Γενικού Γραμματέα ΚΕ ΑΚΕΛ Α. Κυπριανού σχετικά με το ζήτημα των Τ/Κ Περιουσιών