Home  |  Νεος Δημοκράτης   |  «Η άγνωστη μυστική «Συμφωνία Κυριών» Καραμανλή- Μεντερές για την Κύπρο

«Η άγνωστη μυστική «Συμφωνία Κυριών» Καραμανλή- Μεντερές για την Κύπρο

 «Η άγνωστη μυστική «Συμφωνία Κυριών» Καραμανλή- Μεντερές για την Κύπρο

Η ΝΑΤΟϊκή και αντικομμουνιστικήσφραγίδα των «μητέρων πατρίδων»

 

Γιώργος ΚΟΥΚΟΥΜΑΣ

Νομικός, Μέλος της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ

 

Δεν είναι αμφισβητήσιμο ιστορικά ότι οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του Φεβρουαρίου 1959, οι οποίες σφράγισαν την ανεξαρτησία και το μέλλον της Κύπρου, αποτέλεσαν προϊόν διευθέτησης στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και των στρατηγικών προτεραιοτήτων του.. Διευθέτηση που επιτεύχθηκε μέσα στο δραματικό σκηνικό που διαμόρφωναν τα αδιέξοδα του ένοπλου αγώνα για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και οι αιματηρές διακοινοτικές ταραχές σε συνδυασμό με την εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό και τη βρετανική απειλή για τριχοτόμηση του νησιού. Η φιλοσοφία του συμβιβασμού ανάμεσα στα τρία ΝΑΤΟϊκά κράτη – την αποικιοκρατική δύναμη Βρετανία και τις δύο «μητέρες πατρίδες», Ελλάδα και Τουρκία – για τη λύση του Κυπριακού αποτυπώνεται μέσα στις τρεις διεθνείς συνθήκες, που τέθηκαν σε ισχύ ταυτόχρονα με την ανακήρυξη του κυπριακού κράτους (Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, Συνθήκη Εγγυήσεων και Συνθήκη Συμμαχίας), καθώς και στη Βασική Διάρθρωση της Δημοκρατίας της Κύπρου, που αποτέλεσε το θεμέλιο του Συντάγματος, που καταρτίστηκε στους αμέσως επόμενους μήνες.

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου τερμάτισαν μεν την βρετανική αποικιοκρατία και εγκαθίδρυσαν ένα ανεξάρτητο δικοινοτικό κυπριακό κράτος με λεπτομερείς και άτεγκτες ισορροπίες μεταξύ των δύο Κοινοτήτων, αλλά ταυτόχρονα το έθεσαν υπό την κηδεμονία των εγγυητριών δυνάμεων, με βρετανικές στρατιωτικές βάσεις, ελληνικά και τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα στο έδαφος του. Αυτό βέβαια που πολύ λιγότεροι γνωρίζουν είναι ότι πέρα από τις δύο Συμφωνίες[1], οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας, Καραμανλής και Μεντερές αντίστοιχα, είχαν συνομολογήσει στη σύνοδο της Ζυρίχης και μια μυστική «Συμφωνία Κυρίων» (Gentelemen’s Agreement) με δύο κρίσιμες πρόνοιες: πρώτο, ότι τα δύο κράτη θα στήριζαν την ένταξη της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΝΑΤΟ. και δεύτερο, θα ζητούσαν από τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο του νέου κράτους την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος και της κομμουνιστικής δράσης στο νησί.

Πίσω από τις πλάτες των Κυπρίων

Ούτως ή άλλως, ολόκληρο το οικοδόμημα των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου καταρτίστηκε από τις «μητέρες πατρίδες» στις μεταξύ τους διαβουλεύσεις, ενώ ο άμεσα ενδιαφερόμενος, οι ίδιοι οι Κύπριοι, το επικύρωσαν – θέλοντας και μη – στο τέλος. Στην περίπτωση της Συμφωνίας Κυρίων όμως, αυτή συνομολογήθηκε κρυφά και προοριζόταν να μείνει για πάντα μυστική από τον ίδιο τον κυπριακό λαό.

Η πρώτη – και για πολλά χρόνια, η μόνη – μαρτυρία, που υπήρχε για την ύπαρξη της Συμφωνίας Κυρίων ήταν η αναφορά στο βιβλίο «Δύσκολα Χρόνια 1950-1960» του Νίκου Κρανιδιώτη, στενού συνεργάτη του Μακαρίου. Η ύπαρξη της Συμφωνίας Κυρίων επιβεβαιώθηκε τριάντα χρόνια μετά και συγκεκριμένα στις τελευταίες μέρες του 1989, όταν αποδεσμεύτηκαν απόρρητα αρχεία του βρετανικού υπουργείου εξωτερικών για το έτος 1959, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή πολλών – όχι όλων – των εγγράφων σχετικά με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και τις διαβουλεύσεις γύρω από αυτές. Η εφημερίδα «Χαραυγή» δημοσίευε επί σειρά ημερών τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία, που έφερναν στο φως μυστικές συμφωνίες και εξαιρετικά ενδιαφέροντα πρακτικά από τις διαβουλεύσεις της εποχής, φιλοξενώντας μάλιστα δηλώσεις των πολιτικών δυνάμεων του τόπου για τις αποκαλύψεις. Το 1997, όταν εκδόθηκε το δωδεκάτομο Αρχείο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όχι μόνο επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη της Συμφωνίας Κυρίων, αλλά παρατίθεται και αυτούσιο το κείμενό της[2]. Μάλιστα, στο Παράρτημα, όπου παρατίθενται αυτούσια τα κείμενα των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, αναφέρεται ρητά στο εισαγωγικό πρωτόκολλο ότι η Συμφωνία Κυρίων δεν θα παρουσιαστεί στα κοινοβούλια της Ελλάδας και της Τουρκίας, σε αντίθεση με τα κείμενα της Βασικής Διάρθρωσης, της Συνθήκης Εγγυήσεως και της Συνθήκης Συμμαχίας.

ΝΑΤΟ και αντικομμουνισμός:

η συγκολλητική ουσία των «προαιώνιων εχθρών»

Το περιεχόμενο των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου – και της Συμφωνίας Κυρίων – υπαγορεύθηκε από την στρατηγική του ΝΑΤΟϊκού συνασπισμού, καθώς και από τα ξεχωριστά συμφέροντα της άρχουσας τάξης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας στη μεταπολεμική περίοδο.

Αυτά τα συμφέροντα ήταν ενταγμένα και υποταγμένα στην αμερικανοΝΑΤΟϊκή στρατηγική ανάσχεσης της επέκτασης του σοσιαλιστικού συστήματος και περικύκλωση της ΕΣΣΔ. Μια στρατηγική στην οποία η Ανατολική Μεσόγειος και τα Βαλκάνια είχαν κρίσιμη σημασία και απαιτούσαν την οργανική ενσωμάτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο και τη στέρεα εδραίωση της μεταξύ τους συνεργασίας σε αυτό το πλαίσιο. Για να καταστούν – Ελλάδα και Τουρκία – «αποφασιστικόν φράγμα εναντίον του επιθετικού κομμουνισμού, ιδιαιτέρως εις την Μέσην Ανατολήν»[3], υλοποιήθηκε στρατηγική βάθους με αφετηρία την εξαγγελία του περιβόητου Δόγματος Τρούμαν (1947), με το οποίο οι ΗΠΑ παρείχαν στρατιωτική και πολιτική βοήθεια στις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας για να αναχαιτίσουν τον κομμουνισμό. Με αυτή την πυξίδα προχώρησε η άμεση στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ – αντικαθιστώντας την Βρετανία – στον ελληνικό εμφύλιο (1947), η αμερικάνικη οικονομική βοήθεια στα πλαίσια του Σχεδίου Μάρσαλ προς τις ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδας και της Τουρκίας, η συμμετοχή Ελλάδας και Τουρκίας στον πόλεμο της Κορέας (1950), η ταυτόχρονη ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ (1952), η συγκρότηση του Βαλκανικού Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας (1953), η εγκατάσταση αμερικάνικων βάσεων στην Ελλάδα (1953) και την Τουρκία (1954), η συγκρότηση του στρατιωτικο-πολιτικού Συμφώνου Μέσης Ανατολής με συμμετοχή Βρετανίας, Τουρκίας, Ιράν, Ιράκ και Πακιστάν (1955), η αποδοχή από Ελλάδα και Τουρκία του Δόγματος Αϊζενχάουερ για ένοπλη αντιμετώπιση του διεθνούς κομμουνισμού στη Μέση Ανατολή (1957).

Η υποτελής εξάρτηση – ή καλύτερα, η άνευ όρων συμμαχία της Ελλάδας και της Τουρκίας – με τις ΗΠΑ, η ενσωμάτωση τους στο δυτικό στρατόπεδο και συνακόλουθα, η ελληνοτουρκική συμμαχία στο ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο αποτελούσε επιλογή και ζωτική ανάγκη για την άρχουσα τάξη των δύο χωρών. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αφ’ ενός θωράκιζε το μετεμφυλιακό αστικό καθεστώς από τον «εσωτερικό κομμουνιστικό κίνδυνο» και αφ’ ετέρου εξισορροπούσε στρατιωτικά απέναντι στον «από βορρά» κίνδυνο, όπως ονομάζονταν οι θεωρούμενες «σλαβοκομμουνιστικές επιβουλές» της εδαφικής ακεραιότητάς της. Για την Τουρκία, αποσοβούσε το ιστορικο-πολιτικό σύνδρομο της «περικύκλωσης» της από εχθρικά κράτη και παράλληλα, ενίσχυε τη θέση της απέναντι στη «σοβιετική απειλή», η οποία ιεραρχούνταν σταθερά ως ο πρώτιστος κίνδυνος για την ασφάλειά της.

Το κλείσιμο του Κυπριακού, που προκαλούσε προστριβές ανάμεσα στους δύο σύμμαχους, ήταν συνεπώς απαραίτητο για το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ προκειμένου να εδραιωθεί η νοτιοανατολική του πτέρυγα, αλλά και να διασφαλιστεί ο ΝΑΤΟϊκός έλεγχος του νησιού, που βρισκόταν σε κρίσιμη γεωστρατηγική θέση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι – πριν, κατά και μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου – ακόμα και στις στιγμές αιματηρών συγκρούσεων, διπλωματικών προστριβών και διαπραγματευτικής έντασης, όλοι οι «παίκτες» στο Κυπριακό συναντώνται στον αντικομμουνισμό ως την απόλυτη γεωπολιτική και ιδεολογική πυξίδα. Οι ΗΠΑ απευθύνουν συχνά – ενίοτε και οργισμένες – συστάσεις προς τις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις να συνειδητοποιήσουν ότι το Κυπριακό ήταν ήσσονος σημασίας μπροστά στον κίνδυνο εξασθένισης της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και περαιτέρω «κομμουνιστικής διείσδυσης»[4]. Η Βρετανία διατυπώνει εκκλήσεις να προστατευτεί η «φιλία» του τριγώνου Βρετανία-Ελλάδα-Τουρκία απέναντι στον κοινό εχθρό, τον κομμουνισμό[5]. Η Τουρκία, άλλοτε εκφράζοντας πραγματική γεωστρατηγική ανησυχία και συχνότερα, στα πλαίσια επικοινωνιακής διαχείρισης προκειμένου να αποσπάσει τη δυτική στήριξη στις θέσεις της για το Κυπριακό, επικαλείται διεθνώς με μπόλικη συνωμοσιολογία, ότι τυχόν λύση αυτοδιάθεσης θα σήμαινε παράδοση της Κύπρου στον κομμουνισμό[6] και άμεση απειλή για την ίδια[7]. Η Ελλάδα και ο Καραμανλής ως Πρωθυπουργός εξέφραζαν παράπονα προς τις κυβερνήσεις ΗΠΑ και Βρετανίας γιατί η στάση τους στο Κυπριακό ενίσχυε το αντιδυτικό αίσθημα στην ελληνική κοινή γνώμη και συνεπώς τον εγχώριο κομμουνισμό. Επιπρόσθετα, στην Κύπρο, οι πολιτικές ηγεσίες, που εξέφραζαν το ελληνοκυπριακό και το τουρκοκυπριακό τμήμα της αστικής τάξης, ήταν συγκροτημένες με υπαρξιακό ιδεολογικό συστατικό τον αντικομμουνισμό -αντιΑΚΕΛισμό, είχαν οργανικούς δεσμούς με τις κρατικές αντικομμουνιστικές δομές σε Ελλάδα και Τουρκία, ενώ οι ένοπλες εθνικιστικές πτέρυγες αμφότερων εξαπέλυσαν στα μέσα της δεκαετίας του 1950 παράλληλες δολοφονικές επιθέσεις ενάντια σε στελέχη του ΑΚΕΛ και της ΠΕΟ μέσα στις δύο κοινότητες.

Είναι, τέλος, γνωστό ότι οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις πριν τη Ζυρίχη δρομολογήθηκαν στο Συμβούλιο του ΝΑΤΟ του 1958, που ασχολήθηκε με την αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας ένεκα Κυπριακού, με τις ΗΠΑ να θέτουν το πλαίσιο της τελικής λύσης[8]. Η Συμφωνία Κυρίων λοιπόν – ΝΑΤΟ και αντικομμουνισμός – ήταν πλήρως εναρμονισμένη με το πνεύμα της συνολικής «διευθέτησης» των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, η οποία υπαγορεύθηκε από την στρατηγική και τα συμφέροντα του ΝΑΤΟϊκού συνασπισμού, στον οποίο ήταν μέλη τα τρία κράτη-κηδεμόνες της Κύπρου.

Από τον ενδοΝΑΤΟϊκό συμβιβασμό στη ΝΑΤΟποίηση

Η επιδίωξη για καθαυτό ένταξη της νεογέννητης Κυπριακής Δημοκρατίας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία δεν ήταν παρά ένα πιο προωθημένο βήμα στην κατεύθυνση των ζυριχικών ρυθμίσεων για «κυρίαρχες» βρετανικές βάσεις στο νησί, εγκαθίδρυση του συστήματος εγγυήσεως από τις τρεις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις, εγκατάσταση στρατιωτικών αποσπασμάτων των δύο ΝΑΤΟϊκών μητέρων πατρίδων, αλλά και της ρύθμισης για στρατιωτικές διευκολύνσεις και εγκαταστάσεις στην Κύπρο και για τις ΗΠΑ[9].

Από τους πρώτους, που είχαν εισηγηθεί ότι «είσοδος της Κύπρου στο ΝΑΤΟ λύει πολλά προβλήματα» ήταν  ίδιος ο .Γ.Γ. της Συμμαχίας, Πολ Αντρί Σπάακ τον Οκτώβρη του 1957[10] όταν προσπαθούσε να μεσολαβήσει προκειμένου να εξουδετερώσει την διεθνοποίηση του Κυπριακού μέσα από τις ελληνικές προσφυγές στον ΟΗΕ. Η ελληνική κυβέρνηση και ο ίδιος ο Καραμανλής ειδικά φαίνεται να ήταν ο πιο ένθερμος θιασώτης της ιδέας για ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, την οποία υποστήριξε και προς τον Αμερικανό Πρόεδρο Αϊζενχάουερ, το Δεκέμβριο του 1957[11], αλλά και κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων με την Τουρκία. Η Ελλάδα παρουσίαζε την είσοδο της μελλοντικής Κυπριακής Δημοκρατίας ως εναλλακτική πρόταση στην απαίτηση της κυβέρνησης Μεντερές για τουρκική βάση ή ελληνοτουρκικό στρατηγείο στο νησί: «θα ήτο δυνατόν η Κύπρος να καταστή μέλος του ΝΑΤΟ, οπότε θα ήτο αδιάφορον ποια στρατεύματα θα προωρίζοντο εις την επάνδρωσιν των βάσεων της Συμμαχίας» (Κ. Καραμανλής)[12], «δια πολλούς λόγους θα συνέφερε η Κύπρος και μέλος του ΝΑΤΟ να είναι και βάση ΝΑΤΟ να έχει» (Ευ. Αβέρωφ)[13]. Ειδικότερα, θα συνέβαλλε στην «απόλυτη σύνδεση» της Κύπρου με τη Δύση και θα απέτρεπε «εξτρεμιστές» από απόπειρα ανατροπής της Συμφωνίας (Ευ. Αβέρωφ)[14]. «Ζωηρώς επιθυμούντες» την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ εμφανίζονταν και οι Βρετανοί κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων στο Λονδίνο[15]. Η Συμφωνία Κυρίων και το Συμφωνημένο Έγγραφο κάνουν σαφές ότι υπήρξε ομοφωνία και των τριών δυνάμεων για να προδεσμευθεί το μέλλον της Κύπρου εντός της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, αναγνωρίζοντας βέβαια ότι αυτό θα έπρεπε να δρομολογηθεί στον κατάλληλο χρόνο.

Η ένταξη στους Αδέσμευτους  ακυρώνει την αξίωση Καραμανλή-Μεντερές

Η αξίωση Καραμανλή – Μεντερές έμεινε στα χαρτιά, αφού από τον πρώτο χρόνο της ζωής της, η Κυπριακή Δημοκρατία επέλεξε να καταστεί μέλος του Κινήματος των Αδεσμεύτων με συμμετοχή στην Ιδρυτική Διάσκεψη στο Βελιγράδι, το Σεπτέμβριο του 1961. Ήταν μια απόφαση, που λήφθηκε ουσιαστικά μονομερώς από τον Πρόεδρο Μακάριο, παρά τις ενστάσεις του Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου Φ. Κουτσιούκ και την απειλή του για άσκηση του δικαιώματος βέτο. Από τη σκοπιά του Μακαρίου και της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, η επιλογή για ένταξη της Κύπρου στο Κίνημα των Αδεσμεύτων και όχι στο ΝΑΤΟ, δεν εξέφραζε μια ιδεολογική αντιιμπεριαλιστική τοποθέτηση[16]. Επρόκειτο περισσότερο για μια στρατηγική επιλογή, που βασιζόταν πρωτίστως στην επιδίωξη του Μακαρίου να αναζητήσει σύμμαχους διεθνώς προκειμένου να αμφισβητήσει τις Συμφωνίες – και ιδιαίτερα την παρουσία της Τουρκίας και τις ξένες κηδεμονίες, που αυτές επέβαλαν – κάτι που ευνόητα δεν θα μπορούσε να γίνει εντός του ΝΑΤΟ.

Προϊόντος του χρόνου, η επιλογή αυτή θα εδραιωθεί πολιτικά από την κυπριακή κυβέρνηση, αλλά και στη συνείδηση του κυπριακού λαού. Αυτό εξηγείται αφ’ ενός, από το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ όχι μόνο απέρριπτε τη διεκδικούμενη αποδέσμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις ξένες κηδεμονίες, αλλά πρωτοστατούσε στα σχέδια διαμελισμού και περαιτέρω στρατιωτικοποίησης του νησιού. Αφ’ ετέρου, στο Κίνημα των Αδεσμεύτων η Κυπριακή Δημοκρατία βρήκε πολύτιμους σύμμαχους που, μαζί με τη στήριξη της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών, θωράκισαν την υπόσταση, την κυριαρχία και την εδαφική της ακεραιότητα. Όχι τυχαία, η γραμμή της αδέσμευτης Κύπρου και της ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής συσπείρωσε την στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, από το ΑΚΕΛ μέχρι τη δημοκρατική δεξιά.

Το ΑΚΕΛ στο στόχαστρο

Η έτερη αξίωση των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας – η απαγόρευση του ΑΚΕΛ και της κομμουνιστικής δράσης στο νησί – είχε βαθύτερες και πιο στρατηγικές στοχεύσεις:

Πρώτο: Ο αντικομμουνισμός και η καταστολή του εργατικού κινήματος ήταν κορυφαία ταξική προτεραιότητα για την άρχουσα τάξη σε κάθε χώρα του καπιταλιστικού κόσμου. Η αποικιοκρατική δύναμη διέθετε ένα εκτεταμένο μηχανισμό καταπολέμησης του κομμουνισμού στις αποικίες και στην Κύπρο είχε θέσει δύο φορές εκτός νόμου το ΚΚΚ-ΑΚΕΛ, τον Αύγουστο του 1933 και το Δεκέμβρη του 1955. Οι δε κυβερνήσεις σε Ελλάδα[17] και Τουρκία[18] είχαν προ πολλού θέσει εκτός νόμου τα αντίστοιχα Κομμουνιστικά Κόμματα και εφάρμοζαν δρακόντεια μέτρα ενάντια στην κομμουνιστική δράση. Συνιστούσε λοιπόν «λογική συνέχεια» ότι και στο κράτος, που οι ίδιες αυτές κυβερνήσεις αποφάσιζαν να δημιουργήσουν στην Κύπρο, θα έθεταν εκτός νόμου το ντόπιο Κ.Κ. και τη δράση του. Για την περίπτωση της Ελλάδας, επισημαίνεται ότι η διαπραγμάτευση και η υπογραφή των Συμφωνιών, συνέπεσε με την περίοδο, που ακολούθησε την ανάδειξη της ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) στις εκλογές του 1958 σε αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας. Η κυβέρνηση Καραμανλή, το Παλάτι, τα σώματα ασφαλείας και οι ΗΠΑ, είχαν θορυβηθεί έντονα, με αποτέλεσμα να εξαπολυθεί νέο κύμα αντικομμουνισμού στην Ελλάδα, με τη δημιουργία ειδικών κρατικών δομών για τον «αντικομμουνιστικό αγώνα» και ένταση των διώξεων, των συλλήψεων, της βίας και της χρηματοδοτούμενης προπαγάνδας.

Δεύτερο: Η απαγόρευση του ΑΚΕΛ και της κομμουνιστικής δράσης στο νησί, αποτελούσε επιπρόσθετη εγγύηση ότι οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου θα εφαρμόζονταν προς ικανοποίηση και υλοποίηση των ΝΑΤΟϊκών σχεδιασμών και παράλληλα, ότι δεν θα αμφισβητούνταν τα προνόμια που κάθε μια από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις εφεξής θα απολάμβανε.[19] [20] Αυτό αποτελούσε αξίωση πρωτίστως των κυβερνήσεων Τουρκίας και Βρετανίας, που έβλεπαν το ΑΚΕΛ ως το μόνο παράγοντα, που μπορούσε να αμφισβητήσει το δρόμο της ΝΑΤΟποίησης στον οποίο δεσμευόταν η Κύπρος. Προφανώς, δεν αρκούσαν οι διαβεβαιώσεις, που έδιναν ο Καραμανλής και ο Αβέρωφ προς Βρετανούς και Τούρκους ότι η δύναμη του ΑΚΕΛ είχε αρχίσει να συρρικνώνεται ένεκα της στάσης του έναντι της ΕΟΚΑ. Ενδεικτική είναι η δήλωση του ηγέτη του τουρκοκυπριακού εθνικισμού Ραούφ Ντενκτάς, λίγους μήνες μετά την υπογραφή των Συμφωνιών, για το ΑΚΕΛ: «…αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος ενώπιον μας. Οι κομμουνιστές εξακολουθούν να αναζητούν την ευκαιρία τους και μπορούμε να τους δώσουμε την ευκαιρία αν δεν εφαρμόσουμε τη συμφωνία τα Ζυρίχης με το ίδιο πνεύμα με το οποίο συμφωνήθηκε»[21].

Τρίτο: Κατά το χρόνο της συνομολόγησης των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου το ΑΚΕΛ βρισκόταν ήδη στην παρανομία από τους Βρετανούς. Η ιδεολογία, η πολιτική και προπαντός η μεγάλη οργανωτική δύναμη του ΑΚΕΛ αποτελούσε μόνιμο αγκάθι για τη βρετανική αποικιοκρατία, η οποία από τη δεκαετία του 1920 είχε αναπτύξει νομοθεσίες και μηχανισμούς καταδίωξης της κομμουνιστικής δράσης και όπως αναφέρθηκε έθεσε δύο φορές εκτός νόμου το Κόμμα. Στα μάτια των Βρετανών, το ΑΚΕΛ αποτελούσε τρισυπόστατο «κακό»: μισητό ιδεολογικό-ταξικό εχθρό, επικίνδυνη και ισχυρή αντιαποικιακή δύναμη, αλλά και εμπόδιο στο ρόλο, που διεκδικούσαν οι Βρετανοί για τις στρατιωτικές βάσεις τους στο νησί. Ιδιαίτερα ως προς το τελευταίο, η ανακοίνωση, που συνόδευσε το διάταγμα του Κυβερνήτη της 15ης Δεκεμβρίου 1955, με το οποίο τέθηκε εκτός νόμου το ΑΚΕΛ και οι μαζικές οργανώσεις του, περιλαμβάνει μια αναφορά, που συμπυκνώνει τους λόγους που η αποικιοκρατία ήθελε το ΑΚΕΛ εκτός νόμου:

Η Βρετανική, η Ελληνική και η Τουρκική Κυβέρνηση συμφωνούν όλαι επί της ανάγκης διατηρήσεως βρετανικής στρατιωτικής βάσεως εν Κύπρο ως προμαχώνος του ελεύθερου κόσμου. Οι Κύπριοι κομμουνισταί, όμως επεζήτουν επιμόνως να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του διεθνούς κομμουνισμού δια της υποδαυλίσεως επιτοπίας αντιδράσεως κατά της υπάρξεως στρατιωτικής βάσεως εν Κύπρο. Δεδηλωμένος σκοπός των είναι όπως αρνηθούν εις τη Βρετανίαν και τους συμμάχους της την χρήσιν της Νήσου δια στρατιωτικούς σκοπούς

Ο λαός επιβάλλει τη νομιμοποίηση του ΑΚΕΛ

Με την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου συγκροτήθηκε η Μεταβατική Κυβέρνηση, στην οποία μεταβιβαζόταν σταδιακά η εξουσία. Τερματίστηκε η έκτακτη κατάσταση και καταργήθηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αφέθηκαν ελεύθεροι όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι, δόθηκε γενική αμνηστία στα στελέχη της ΕΟΚΑ και ειδική ρύθμιση από τους Βρετανούς για ελεύθερη αναχώρηση του Γρίβα από το νησί και επέστρεψε στο νησί ο Μακάριος και όλοι οι εξόριστοι. Εντούτοις, οι Βρετανοί αποικιοκράτες συνέχισαν να κρατούν εκτός νόμου το ΑΚΕΛ και τις μαζικές του οργανώσεις. Μάλιστα, ο Κυβερνήτης απαγόρευσε την πραγματοποίηση του 9ου Συνεδρίου του Κόμματος, το οποίο τελικά πραγματοποιήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου σε συνθήκες παρανομίας και μυστικότητας, σε περιβόλι στο Βαρώσι.

Το ΑΚΕΛ ανέπτυξε τότε μια χειμαρρώδη και πολύμηνη λαϊκή κινητοποίηση, με όπλο του την τεράστια δύναμη του μέσα στις λαϊκές-εργατικές μάζες. Άλλωστε, στα χρόνια της παρανομίας το Κόμμα όχι μόνο δεν διαλύθηκε, όπως υπολόγιζαν οι αποικιοκράτες και η γριβική τρομοκρατία, αλλά αντίθετα ενισχύθηκε θεαματικά υπερδιπλασιάζοντας τα μέλη του. από 2669 το Δεκέμβρη του 1956 σε 6804 τον Ιούλιο του 1959.

Οργανώνονται μαζικές διαδηλώσεις και πικετοφορίες σε πόλεις και χωριά όλης της Κύπρου. Εκδίδονται και διανέμονται φυλλάδια και αφίσες και γράφονται στους δρόμους συνθήματα υπέρ της νομιμοποίησης του ΑΚΕΛ. Ο Κυβερνήτης κατακλύζεται από υπομνήματα συλλόγων,  μαζικών φορέων, συνελεύσεων εργαζομένων από χώρους δουλειάς (ακόμα και από ομάδα 27 ασθενών, που νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο Αμμοχώστου!). Συλλέγονται χιλιάδες υπογραφές σε συνοικίες και κοινότητες και καθημερινά αντιπροσωπείες τις παραδίδουν στα επαρχιακά διοικητήρια. Στα συλλαλητήρια της Πρωτομαγιάς του 1959 υψώνονται σε όλες τις πόλεις συνθήματα για άρση των προγραφών. Τον ίδιο μήνα, στο Λονδίνο, εκατοντάδες απόδημοι – Ε/κ και Τ/κ – πραγματοποιούν 48-ωρη εκδήλωση αγρυπνίας έξω από την πρωθυπουργική κατοικία. Σε όλο αυτό το διάστημα, καλούνται και παίρνουν θέση υπέρ της νομιμοποίησης του ΑΚΕΛ ο Μακάριος, ο Κουτσιούκ[22], ο Γλ. Κληρίδης, ο Θεμ. Δέρβης και πλήθος άλλων προσωπικοτήτων πέραν της Αριστεράς ενισχύοντας την πίεση στους Βρετανούς. Επιπρόσθετα, τον Απρίλη του 1959 ιδρύεται η ΕΔΟΝ, στις αρχές Ιουλίου το Γυναικείο Κίνημα της ΠΟΓΟ και τον Αύγουστο η Ένωση Κυπρίων Αγροτών – παίρνοντας τη θέση των παράνομων ΑΟΝ, ΠΟΔΓ και ΕΑΚ αντίστοιχα – οι οποίες προχωρούν σε μαζικά συνέδρια και εκδηλώσεις.

Αποκορύφωμα αυτής της κινητοποίησης ήταν η 28η Ιουνίου 1959 όταν 100 χιλιάδες λαού απαιτούν νομιμοποίηση του ΑΚΕΛ σε ένα συλλαλητήριο με ομιλητές το Γ.Γ. του ΑΚΕΛ, Εζεκία Παπαϊωάννου και τους δημάρχους, Γ. Χριστοδουλίδη της Λάρνακας, Κ. Παρτασίδη της Λεμεσού και Α. Πούγιουρο της Αμμοχώστου. Το συλλαλητήριο ήταν το μεγαλύτερο μέχρι τότε στην ιστορία του τόπου. Παρότι οι αποικιοκράτες καθυστέρησαν όσο μπορούσαν την άρση του διατάγματος προγραφής του ΑΚΕΛ – ενδεικτικό των προθέσεων τους- το συλλαλητήριο σφράγισε τη νομιμοποίηση του Κόμματος αφού αποτέλεσε ουσιαστικά επίδειξη ισχύος του Λαϊκού Κινήματος και της κυπριακής Αριστεράς. Η δύναμη και το κύρος του ΑΚΕΛ μέσα στο λαό καθιστούσε άκρως επικίνδυνο κάθε εγχείρημα απαγόρευσής του. Στις αρχές του Δεκέμβρη του 1959, λίγες μέρες πριν τις πρώτες προεδρικές εκλογές, ο Κυβερνήτης υπογράφει τελικά την άρση της προγραφής του ΑΚΕΛ.

Η νομιμοποίηση του ΑΚΕΛ λοιπόν δεν συνιστούσε κάποια παραχώρηση από τους αποικιοκράτες, τις «μητέρες πατρίδες» ή την ντόπια αστική ηγεσία. Ο ίδιος ο λαός και το ΑΚΕΛ ακύρωσαν στην πράξη το δεύτερο σκέλος της διαβόητης Συμφωνίας Κυρίων, επιβάλλοντας τη νομιμοποίηση του Κόμματος.

Νεκρό το γράμμα, πανταχού παρόν το πνεύμα της Συμφωνίας

Συμπερασματικά, η διττή στόχευση της Συμφωνίας Κυρίων – ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και απαγόρευση του ΑΚΕΛ – ήταν όψεις του ίδιου νομίσματος και συμπύκνωνε:

α) τη στρατηγική γεωπολιτική προτεραιότητα Ελλάδας-Τουρκίας και συνολικά του ΝΑΤΟϊκού στρατοπέδου για πλήρη έλεγχο της στρατηγικής σημασίας νήσου,

β) την επιλογή ταξικής θωράκισης του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος της ανεξάρτητης Κύπρου από το ισχυρό κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα. και

γ) την έκφραση της κηδεμονευτικής αντίληψης των «μητέρων πατρίδων» πάνω στο νεοσύστατο κράτος και τις αντίστοιχες εθνικές κοινότητες, αφού επιχειρούσαν ερήμην του κυπριακού λαού να προδεσμεύσουν το μέλλον του, αλλά και να απαγορεύσουν τη πιο μεγάλη και πιο ιστορική πολιτική δύναμη του νησιού.

Το γράμμα της Συμφωνίας Κυρίων έμεινε νεκρό. Το πνεύμα της όμως αποτέλεσε τη ρίζα των δεινών, που υπέστη ο κυπριακός λαός με αποκορύφωμα το ΝΑΤΟϊκό δίδυμο έγκλημα του 1974, που διαμέλισε ντε φάκτο το νησί και το λαό μας. Οι απόπειρες ΝΑΤΟποίησης του νησιού βρίσκουν την έκφραση τους σε αλλεπάλληλα σχέδια «λύσης» του Κυπριακού την δεκαετία 1964-1974. Παράλληλα, συγκροτήθηκαν κρατικές και παρακρατικές δομές (κλιμάκιο της ελληνικής ΚΥΠ στην Κύπρο, ΚΥΠ/Γραφείο Κομμουνισμού, «παραΚΥΠ» του Π. Γιωρκάτζη) με καθοδήγηση της CIA ως παρακλάδια του διεθνούς αντικομμουνιστικού δικτύου του ΝΑΤΟ Stay Behind, με βασική αποστολή την παρακολούθηση του ΑΚΕΛ και την διεξαγωγή προπαγάνδας εναντίον του[23]. Η αξίωση για να τεθεί εκτός νόμου το ΑΚΕΛ αποτέλεσε αιχμή του δόρατος της φασιστικής ακροδεξιάς καθ’ όλη την περίοδο μέχρι το 1974.

Τίτλος τιμής, παρακαταθήκη αγώνα για την κυπριακή Αριστερά

Για το ΑΚΕΛ το περιεχόμενο αυτής της Συμφωνίας αποτελεί τίτλο τιμής στην σχεδόν 100-χρονη Ιστορία του. Επιβεβαιώνει ότι το ΑΚΕΛ με την αντιιμπεριαλιστική του δράση ήταν ο βασικός αντίπαλος των ΝΑΤΟϊκών κηδεμόνων, αφού ήταν η μόνη δύναμη, που διεκδικούσε μια Κύπρο απαλλαγμένη από ξένες δεσμεύσεις και ξένους στρατούς. Κονιορτοποιεί τον ακροδεξιό μύθο περί συνεργασίας του ΑΚΕΛ με τους αποικιοκράτες. Επαληθεύει τις εκτιμήσεις του Κόμματος για το περιεχόμενο του ενδοΝΑΤΟϊκού συμβιβασμού, που επιτεύχθηκε με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, στη μέγγενη του οποίου στραγγαλίστηκαν τα αιτήματα και οι πόθοι του αντιαποικιακού αγώνα της Κύπρου. Φανερώνει ξανά τον ιστορικό ρόλο του ΑΚΕΛ ως της δύναμης, που σφυρηλάτησε την ελληνοτουρκική φιλία στα μετερίζια της ταξικής πάλης και των λαϊκών αγώνων, απέναντι στην «ελληνοτουρκική φιλία» των ΝΑΤΟϊκών «διευθετήσεων», που είναι η άλλη όψη του εθνικισμού-σοβινισμού.

Ταυτόχρονα, αποτελεί αγωνιστική παρακαταθήκη, που μετουσιώνεται σήμερα πρώτα και κύρια, στην πρωτοπόρα δράση του ΑΚΕΛ για λύση του Κυπριακού και επανένωση της Κύπρου στη συμφωνημένη βάση και πλαίσιο για την απαλλαγή της πατρίδας μας από τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα και εγγυητικά/επεμβατικά δικαιώματα των τριών ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων, κάτι που θα ανοίξει το δρόμο για την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση του νησιού με την απομάκρυνση και των βρετανικών βάσεων από το έδαφος της Κύπρου. Μετουσιώνεται, επίσης, στη συνεπή και από θέση αρχής αντίθεση του ΑΚΕΛ σε σενάρια για ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟϊκό πρόγραμμα «Συνεταιρισμό για την Ειρήνη της Κύπρου ή/και στο ίδιο το ΝΑΤΟ και σε «ιδέες» για ΝΑΤΟϊκές εγγυήσεις μιας μελλοντικής λύσης του Κυπριακού. Συνδέεται, ακόμα, με τη στάση του ΑΚΕΛ ενάντια στην οργανική σύζευξη ΕΕ-ΝΑΤΟ και στην ένταξη της Κύπρου σε στρατιωτικοπολιτικά προγράμματα, όπως η PESCO[24], καθώς και την αντίθεση του ΑΚΕΛ στην στρατιωτικοποίηση των συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο και τις στρατιωτικές συμφωνίες, που προώθησε η κυβέρνηση Αναστασιάδη-ΔΗΣΥ με ΗΠΑ, Γαλλία και Ισραήλ.

Το ΑΚΕΛ είναι η μόνη πολιτική δύναμη στην Κύπρο που έχει αυτή την θέση, η οποία βέβαια δεν αφορά μόνο την προσέγγιση για την λύση του Κυπριακού ή την εξωτερική πολιτική του κράτους. Αποτελεί μέρος μιας συνολικής αντίληψης του ΑΚΕΛ για την πατρίδα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της, που θέλει την Κύπρο μας να ανήκει στο λαό της. Όχι ένα κράτος με «μητέρες πατρίδες», κηδεμόνες και στρατεύματα, δεσμευμένο σε ξένα κράτη και ξένα συμφέροντα. Να είναι γέφυρα ειρήνης και φιλίας των λαών της περιοχής. Όχι βάση και ορμητήριο των ΝΑΤΟϊκών ή άλλων ξένων δυνάμεων.

[1]  Η Συμφωνία της Ζυρίχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας της 11ης Φεβρουαρίου 1959, που συνομολόγησαν οι Αβέρωφ και Ζορλού (αντίστοιχοι Υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας) και υπέγραψαν ο Έλληνας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Τούρκος ομόλογός του Αντνάν Μεντερές, οριστικοποίησε τις τελικές διευθετήσεις για την τύχη της Κύπρου. Ακολούθως, ενσωματώθηκε στις Συμφωνίες, που υπογράφηκαν στις 19 Φεβρουαρίου 1959 στο Λονδίνο από τους Πρωθυπουργούς της Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ως ηγέτη της ελληνοκυπριακής κοινότητας και τον δρα. Κουτσιούκ ως ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

[2]  «Κείμενο «συμφωνίας κύριων» συναφθείσης μεταξύ των κ. κ. Καραμανλή  και Μεντερες:

        Η Ελλάς και η Τουρκία θα υποστηρίξουν την είσοδον της Δημοκρατίας τής Κύπρου εις το ΝΑΤΟ. Η εγκατάστασις βάσεων του ΝΑΤΟ εις την νήσον, ως και η σύνθεσις αuτών, εξαρτάται εκ της συμφωνίας τών δύο Κυβερνήσεων.

  1. Συνεφωνήθη μεταξύ των δύο Πρωθυπουργών ότι θα παρέμβουν παρά τω Προέδρω καί Αντιπροέδρω της Δημοκρατίας της Κύπρου, αντιστοίχως, επί τω σκοπω όπως τεθουν εκτός νόμου το Κομμουνιστικόν Κόμμα και η κομμουνιστική δράσις.
  2. Ο πρώτος διοικητής του Τριμερούς Στρατηγείου, του προβλεπομένου υπό του άρθρου 3 της Συνθήκης Συμμαχίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Κύπρου, της Ελλάδος καί της Τουρκίας, θα ορισθή διά κλήρου.
  3. Συνεφωνήθη ότι αμέσως μετά την υπογραφήν των Συνθηκών δέον να αρθούν τα ισχύοντα σήμερον εν Κύπρω έκτακτα μέτρα και ότι δέον να προκηρυχθή γενική αμνηστία.
  4. Το Σύνταγμα θα καταρτισθή, εντός του συντομωτέρου δυνατού χρονικού διαστήματος, υπό επιτροπής αποτελουμένης εξ ενός αντιπροσώπου της ελληνικής κοινότητος της Κύπρου, ενός αντιπροσώπου της τουρκικής κοινότητος της Κύπρου και δύο αντιπροσώπων ορισθησομένων υπό της ελληνικής και τουρκικής Κυβερνήσεως, αντιστοίχως.

     Η επιτροπή αυτή ήτις θα ενισχυθή εις το έργον της υπό ενός νομικού εμπειρογνώμονος, έχοντος ιδιότητα συμβούλου και εκλεγησομένου υπό των Υπουργών των Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, οφείλει να λάβη υπ’ όψιν της και να σεβασθή επακριβώς, κατά τας εργασίας της, τα τεθέντα εις τα κείμενα της Διασκέψεως της Ζυρίχης σημεία και να εκπληρώση το έργον της συμφώνως προς τας ούτω καθιερωθείσας αρχάς».

[3]  Ομιλία Υπ. Εξωτερικών ΗΠΑ, Ντιν Άτσενσον στην αμερικανική Γερουσία, κατά την περίοδο ένταξης Ελλάδας – Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, βλ.: Κ. Μαρδά: «Η Ελλάδα στα δίκτυα των βάσεων»

[4]  «…μείζονα ζητήματα για τη διατήρηση της αλληλεγγύης στο ΝΑΤΟ και για την πρόληψη της κομμουνιστικής διείσδυσης στη Μεσόγειο υποτάσσονται στο μικρότερο ζήτημα της Κύπρου και τα στενά συμφέροντα των τριών ενδιαφερόμενων μερών», J. Dulles, Υπ. Εξωτερικών ΗΠΑ (12.02.1957)

[5]  «Εμείς, οι ελεύθεροι λαοί έχουμε να πολεμήσουμε τον κομμουνισμό και δεν πρέπει να πολεμούμε μεταξύ μας», πρωθυπουργός Βρετανίας, Χ. ΜακΜίλαν κατά τη συνάντηση με Κ. Καραμανλή (08.08.1958)

[6]  «Η ένωση θα έφερνε δυστυχία και θα άνοιγε το δρόμο για έλευση του κομμουνισμού στη Μέση Ανατολή», Fadil Korkut, ΓΓ Τουρκικού Εθνικού Κόμματος (Ιανουάριος 1950). «…η τόσο προφανής κομμουνιστική εμπλοκή σε αυτές τις ταραχές», Dervis Manizade (Φεβρουάριος 1950). «…οι Τούρκοι είναι ευαίσθητοι στην κομμουνιστική απειλή στην Κύπρο και φοβούνται πως αυτή η απειλή θα καταστεί εντονότερη», σημείωμα βρετανικής πρεσβείας στην Άγκυρα (23 Απριλίου 1951). βρετανικές εκθέσεις για τις δραστηριότητες της τουρκοκυπριακής αντιπροσωπείας στη Νέα Υόρκη, η οποία «κινδυνολογούσε» ότι η δύναμη του ΑΚΕΛ αποτελούσε το 65% του ελληνοκυπριακού πληθυσμού (Σεπτέμβρης – Οκτώβρης 1954), «ανάγκη για εγκαθίδρυση εθνικιστικών συνδικάτων ως μέσου για αποτροπή διάδοσης του κομμουνισμού ανάμεσα στους Τ/κ», Φαζίλ Κουτσιούκ (Δεκέμβρης 1954), «Με την ένωση η Κύπρος πιθανό να καταστεί εφαλτήριο για το κομμουνιστικό μπλοκ», τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία προς τον υπουργό Αποικιών L. Boyd (Ιούλης 1955) βλ.: «Τουρκοκύπριοι: από το περιθώριο στο συνεταιρισμό (1923 – 1960)», Σώτου Κτωρή.

[7]

[8]  «Είναι λογικό να υποθέσουμε πως κάποια μορφή ανεξαρτησίας με ενισχυμένες εγγυήσεις για την τουρκική μειονότητα και δικαιώματα του ΝΑΤΟ για βάσεις προσφέρει τη μοναδική άμεση πιθανότητα για πρόοδο», Πρέσβης ΗΠΑ στην Αθήνα, τηλεγράφημα προς Υπ. Εξωτερικών (10.11.1958)

[9]  Το αποχαρακτηρισμένο έγγραφο RGC1073/39 της 21ης Σεπτεμβρίου 1959 επιβεβαίωσε όχι μόνο την ύπαρξη της Συμφωνίας Κυρίων, αλλά και το «Συμφωνημένο Έγγραφο», που συνυπέγραψαν στις 12.02.1959 οι Υπουργοί Εξωτερικών Τουρκίας, Ελλάδας, Βρετανίας, με το οποίο συμφωνήθηκε και η παραχώρηση στρατιωτικών διευκολύνσεων και εγκαταστάσεων στην Κύπρο για τις ΗΠΑ.

[10]  Σημείωμα Ευ. Αβέρωφ για συνάντηση του με Γ.Γ. του ΝΑΤΟ στο Παρίσι (02.10.1957)

[11]  «Εάν η Κύπρος εγίνετο ελληνική ή εάν ανεκηρύσσετο εις ανεξάρτητον Κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ με μίας διαδικασίαν, επί τη βάσει της οποίας θα ηδύνατο το Κράτος του το να αποφασίσει ελευθέρως περί της μελλοντικής του τύχης, πώς ήτο δυνατόν να υπάρχει θέμα ασφαλείας της Τουρκίας, εφ’ όσον η Κύπρο θα ήτο περιοχή του ΝΑΤΟ;» Κ. Καραμανλής στη συνάντηση με Αϊζενχάουερ στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ (18.12.1957)

[12]  Πρακτικά σύσκεψης της 29ης Ιανουαρίου 1959, στην οικία Καραμανλή όπου Μακάριος και Κιτίου Άνθιμος ενημερώθηκαν για την πορεία των διαπραγματεύσεων, Αρχείο Καραμανλή

[13]  Σημείωμα Αβέρωφ για την πορεία των μυστικών διαβουλεύσεων (22.01.1959), Αρχείο Καραμανλή

[14]  RGC 1073/18, πρακτικά συνάντησης Υπ. Εξωτερικών Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας (12.02.1959)

[15]  Σημείωμα Αβέρωφ για τις διαβουλεύσεις στο Λονδίνο (12.02.1959), Αρχείο Καραμανλή

[16]  Μετά την ανεξαρτησία υπήρξαν ενδείξεις και κινήσεις ότι ο Μακάριος δεν απέκλειε ένταξη στο ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα την κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεως και της Συνθήκης Συμμαχίας. Τέτοια περίπτωση καταγράφεται από το ενδιαφέρον, που επέδειξε η κυβέρνηση Μακαρίου σε μια ανεπίσημη βολιδοσκόπηση από τον Ύπατο Αρμοστή της Βρετανίας Άρθουρ Κλαρκ το Μάη του 1963 (PRO, FO 371/16089/C 1017/4, Clark to Commonwealth Relation Office, 31.5.1963

[17]  Στην Ελλάδα, στο νομοθετικό πλέγμα κατά του κομμουνισμού, που άρχισε να στήνεται ήδη από τη δεκαετία του 1920, προστέθηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 509/1947, ο οποίος έθετε και τυπικά εκτός νόμου το ΚΚΕ, καθώς μια σειρά επόμενων νόμων που ενίσχυαν τις διώξεις, την καταστολή και το χαφιεδισμό. Το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος ήταν κράτος θεσμικού αντικομμουνισμού, στρατοδικείων, φυλακών, πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, ξερονησιών και εκτελέσεων, ενώ είχε, ως βραχίονα του, το παρακράτος των ακροδεξιών τρομοκρατικών οργανώσεων.

[18]  Στην Τουρκία, το Κομμουνιστικό Κόμμα τέθηκε εκτός νόμου στα μέσα της δεκαετίας του ‘20 και υπέστη αλλεπάλληλα κύματα διώξεων. Το «Δημοκρατικό Κόμμα» του Μεντερές, που κυβέρνησε τη χώρα τη δεκαετία του 1950 διακρίθηκε για τον αντικομμουνισμό, που εντασσόταν στο συνολικό φιλοδυτικό προσανατολισμό του.

[19]  Κατά τις μέρες των διαβουλεύσεων στη Ζυρίχη, η βρετανική εφημερίδα «News Chronicle» σχολιάζοντας τις αντιδράσεις της Βρετανίας για την αρχική ελληνοτουρκική συμφωνία, μετέφερε την ευαρέσκεια της υπό δύο ισχυρές προϋποθέσεις: εγγύηση για βρετανικές/ΝΑΤΟϊκές βάσεις στο νησί και ασφαλιστική δικλείδα ότι «δεν θα ελέγξει το νησί κομμουνιστική κυβέρνηση». Το πρωτοσέλιδο της «Χαραυγή» στις 12.02.1959, που αναφερόταν στη μονογραφή της Συμφωνίας Ζυρίχης έθετε στον υπότιτλο το ερώτημα αν «Θα υπάρξει πρόνοια για καταπολέμηση του κομμουνισμού;» και φιλοξενούσε την ανάλυση της News Chronicle. Βέβαια, πέραν αυτής της ανεπιβεβαίωτης πληροφορίας, την περίοδο εκείνη δεν υπήρξε καμιά σχετική αναφορά ούτε στα κείμενα των Συμφωνιών, ούτε στην ενημέρωση που έτυχαν οι αντιπρόσωποι της ελληνοκυπριακής κοινότητας στη Διάσκεψη του Λονδίνου μια εβδομάδα αργότερα.

[20]  Η Τουρκία δεν θα επέτρεπε τη λειτουργία μιας κομμουνιστικής βάσης εξήντα χιλιόμετρα από το έδαφός της και επέρριπτε ευθύνες στους Βρετανούς, που επέτρεψαν την εξάπλωση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στο νησί, φιλοκυβερνητική τουρκική εφημερίδα Zafer (24.08.1954). «Φοβείται η Τουρκία τον κομμουνιστικόν κίνδυνον και εξ Ελλάδος και ιδία εκ Κύπρου, όπου ο κομμουνισμός είναι αρκετά ισχυρός. Οι Τούρκοι θέλουν δι’ αυτό να έχουν «χειροπιαστήν» εξασφάλισην της ασφάλειας των». Σ. Λόυντ, Υπ. Εξωτερικών Βρετανίας κατά τις ελληνοβρετανικές συνομιλίες στην Αθήνα (10-13.02.1958). Δηλώσεις Zorlu για τον κίνδυνο να καταστεί η Κύπρος εφαλτήριο του κομμουνισμού (Bozkurt, 22.10.1958).

[21]  CO 926/649, Δήλωση του Ρ. Ντενκτάς στο Caux της Ελβετίας (04.09.1959), βλ. «Τουρκοκύπριοι: από το περιθώριο στο συνεταιρισμό (1923-1960)», Σώτου Κτωρή.

[22]  Ακριβέστερα, ο Φ. Κουτσιούκ δήλωσε ότι θα στήριζε την όποια απόφαση του Μακαρίου για το θέμα του ΑΚΕΛ, Χαραυγή (05.07.1959)

[23]  «Δια τον κομμουνισμόν, δεν υπάρχει θέσις εις τον ελληνικόν κυπριακόν χώρον», Υπ. Εσωτερικών Πολύκαρπος Γιωρκάτζης (1963)

[24]  Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία για την Ασφάλεια και την Άμυνα, στην οποία συμμετέχουν 25 κράτη-μέλη της ΕΕ και η οποία διέπεται από τις αρχές της αλληλοσυμπηρωματικότητας και της διαλειτουργικότητας με το ΝΑΤΟ.

PREV

Η θέση του ΑΚΕΛ για τη συμφωνία της Ζυρίχης μέσα από ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο

NEXT

Η Δικοινοτική Κύπρος