Home  |  Νεος Δημοκράτης   |  Η θέση του ΑΚΕΛ για τη συμφωνία της Ζυρίχης μέσα από ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο

Η θέση του ΑΚΕΛ για τη συμφωνία της Ζυρίχης μέσα από ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο

 

Γιαννάκης ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΗΣ

Ιστορικός, Μέλος της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ

 

Υπάρχει μια γενική εκτίμηση  ότι η υπογραφή και αποδοχή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου ήταν αδήριτη ανάγκη. Το ερώτημα βέβαια είναι πώς δημιουργήθηκε τούτη η αδήριτη ανάγκη; Τί έφταιξε και η Κύπρος βρέθηκε μπροστά σε αδιέξοδα στα τέλη του 1958; Και τέλος υπήρχε άραγε άλλη επιλογή;

Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου δεν ήταν φυσικά κεραυνός εν αιθρία. Ήταν το αποτέλεσμα κάποιων συγκεκριμένων λανθασμένων επιλογών στον αντιαποικιακό αγώνα του κυπριακού λαού, που οδήγησαν σε τραγικά αδιέξοδα και έδωσαν στους Βρετανούς και γενικά τους ΝΑΤΟϊκούς την δυνατότητα να εξυφάνουν και να επιβάλουν τη λύση της Ζυρίχης.

Το μέγα λάθος, απόρροια του οποίου υπήρξε η κατάληξη της Ζυρίχης ήταν η απόφαση της ηγεσίας της Δεξιάς να επιλέξει την ένοπλη μορφή αγώνα για να προωθήσει το αίτημα της Κύπρου για αυτοδιάθεση. Η ένοπλη μορφή αγώνα, και μάλιστα με το συγκεκριμένο περιεχόμενο που πήρε υπό την στρατιωτική καθοδήγηση ενός φανατικού εθνικιστή και αντικομουνιστή όπως ήταν ο Γρίβας, οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια, σε  τραγικά αδιέξοδα. Οι βρετανοί αξιοποίησαν στο έπακρο το κλίμα, που δημιούργησε η δράση της ΕΟΚΑ, και εφαρμόζοντας τη προσφιλή τους μέθοδο του διαίρει και βασίλευε καλλιέργησαν την αντιπαράθεση ανάμεσα σε Ε/κυπρίους και Τ/κυπρίους σε τέτοιο βαθμό, που οι δύο κοινότητες βρέθηκαν το 1958 ουσιαστικά σε μια ένοπλη σύγκρουση μεταξύ τους.

Το 1958 η διχοτόμηση με το σχέδιο ΜακΜίλαν δεν ήταν πλέον μια απειλή, αλλά ένας υπαρκτός κίνδυνος. Ήδη επί του εδάφους και με πρόσχημα να εμποδίσουν τις συγκρούσεις ανάμεσα σε Ε/κύπριους και Τ/κύπριους, οι Άγγλοι είχαν επιβάλει την «πρώτη διχοτόμηση» στην Λευκωσία και αλλού, χωρίζοντας με συρματοπλέγματα την ε/κυπριακή συνοικία από την τ/κυπριακή. Η Τουρκία, με την βοήθεια και των Άγγλων κατέστη άμεσα ενδιαφερόμενο μέρος στο Κυπριακό από το 1955, δηλ. αμέσως μετά την έναρξη της δράσης της ΕΟΚΑ. Από την άλλη η αντιπαράθεση Αριστεράς – Δεξιάς, με αποκλειστική ευθύνη του Γρίβα,  οξύνθηκε στο έπακρο και έφτασε στα κράσπεδα εμφυλίου πολέμου. Αν αποφεύχθηκε ο εμφύλιος πόλεμος τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η Αριστερά απάντησε με πολιτικό τρόπο στην τρομοκρατία και τις δολοφονίες. Φυσικά μέσα σε τέτοιες συνθήκες έντονης αντιπαράθεσης η ενιαιομετωπική αντιμετώπιση του αποικιοκράτη, που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας του αντιαποικιακού μας αγώνα, κατέστη ανέφικτη. Είναι πάνω σε όλα αυτά, που έκτισαν οι εχθροί της Κύπρου για να επιβάλουν την λύση της Ζυρίχης.

Σήμερα είναι αρκετοί εκείνοι, που παραδέχονται ότι υπήρξε κεφαλαιώδες λάθος η επιλογή του ένοπλου αγώνα. Το ΑΚΕΛ είχε κάνει αυτή την εκτίμηση όχι εκ των υστέρων, αλλά πριν ακόμα την εκδήλωση του ένοπλου αγώνα. Και την πρώτη του Απρίλη 1955 προειδοποίησε ότι η ένοπλη πάλη «μονάχα ζημιά μπορεί να προκαλέσει στον Κυπριακό αγώνα».

Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι, που μέχρι σήμερα υποστηρίζουν ότι στρατιωτικά η ΕΟΚΑ ήταν νικητής, και κατά συνέπεια την ευθύνη για την Ζυρίχη πρέπει να την επωμισθούν οι πολιτικοί, που δεν αξιοποίησαν τις στρατιωτικές νίκες της ΕΟΚΑ. Εδώ είναι πρόδηλη η πρόθεση να φορτωθούν οι ευθύνες αποκλειστικά στον Μακάριο.

Και όμως είναι ο ίδιος ο Γρίβας, που παραδέχεται ότι ο ένοπλος αγώνας βρέθηκε σε αδιέξοδο. Στις 28 του Αυγούστου 1958 γράφει στον Αβέρωφ μεταξύ άλλων και τα εξής: «ο μαχητικός αγών του οποίου σκοπός ήτο να υποβοηθήσει την διπλωματίαν, ευρίσκεται σήμερον προ αδιεξόδου»[1]. Άλλωστε πώς μπορεί να γίνεται λόγος για στρατιωτική νίκη, όταν ο ίδιος ο στρατιωτικός ηγέτης της ΕΟΚΑ παραδέχεται σε επιστολή του προς τον Μακάριο στις 24 του Απρίλη 1957 τα εξής: «Είναι αληθές, ότι δια της ενόπλου δράσεως δεν επιζητήσαμε να νικήσωμεν τους Άγγλους, αλλά να εκβιάσωμε πολιτικήν λύσιν, σύμφωνον προς τους πόθους μας»[2]. Βέβαια στο τέλος δεν εκβιάσαμε, αλλά πέσαμε θύμα εκβιασμού.

Μια πολύ σημαντική μαρτυρία, όχι μόνο για το αδιέξοδο του ένοπλου αγώνα, αλλά και την απελπιστική κατάσταση των στελεχών της ΕΟΚΑ, καταγράφεται στις «Ενθυμήσεις»  του Εζεκία Παπαϊωάννου. Ο Παπαϊωάννου είχε ρωτήσει κάποτε τον Μακάριο αν ενέδωσε στις πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης και αποδέχτηκε την συμφωνία της Ζυρίχης. Η απάντηση του Μακαρίου ήταν η εξής πολύ διαφωτιστική: «Δεν με γνωρίζεις καλά αν νομίζεις ότι μπορούσα να πιεστώ από τον Καραμανλή. Εκείνοι που με πίεσαν να υπογράψω ήταν μερικοί καπεταναίοι της ΕΟΚΑ, που έρχονταν στην Αθήνα μετά την απελευθέρωση μου από τις Σεϋχέλλες και με ικέτευαν να υπογράψω για να τελειώσουν τα δεινά τους. Δεν άντεχαν πλέον και αν δεν υπόγραφα θα κατέρρεαν πλήρως. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που με έκανε να υπογράψω τις συμφωνίες και κανένας άλλος»[3].

Υπήρξε λοιπόν άμεση σχέση μεταξύ της μορφής του ένοπλου αγώνα και του αποτελέσματος, που αυτός είχε. Τούτο βέβαια δεν μειώνει τις ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας και πρώτα απ’ όλα της κυβέρνησης Καραμανλή.

* * *

Σαφής εικόνα για το περιεχόμενο των συμφωνιών της Ζυρίχης δεν υπήρχε στη Κύπρο. Πολύ περισσότερο δεν γνώριζε λεπτομέρειες η ηγεσία του ΑΚΕΛ, το οποίο βρισκόταν ακόμα στην παρανομία και δεν τύγχανε καμιάς επίσημης ενημέρωσης. Από όσα όμως είχαν διαρρεύσει και δημοσιευτεί στον Τύπο, το ΑΚΕΛ σχημάτισε μια πρώτη, γενική, αρνητική εκτίμηση.

Εν τω μεταξύ στα μέσα του Φλεβάρη 1959 συγκαλείται στο Λονδίνο διάσκεψη για να επικυρώσει την συμφωνία της Ζυρίχης. Σ’ αυτή μετέχουν οι κυβερνήσεις Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας και από κυπριακής πλευράς ο Μακάριος και ο Κουτσιούκ, εκπροσωπώντας τις δυο κυπριακές κοινότητες. Ο Μακάριος είτε συναισθανόμενος το βάρος των ευθυνών του, είτε ενδεχομένως θέλοντας να ενισχύσει την θέση του καλεί στο Λονδίνο ένα μεγάλο αριθμό αντιπροσωπευτικών παραγόντων των Ε/κυπρίων. Στην πλειοψηφία τους ήταν παράγοντες της Δεξιάς και της πολιτικής πτέρυγας της ΕΟΚΑ. Όμως καλεί και εκπροσώπους της Αριστεράς. Και τούτο ήταν μια πρωτοφανής θετική κίνηση, νοουμένου ότι κατά κανόνα η Αριστερά αποκλειόταν από τέτοιες συσκέψεις.  Δεδομένου ότι το ΑΚΕΛ βρισκόταν εκτός νόμου, η Αριστερά στη διάσκεψη του Λονδίνου εκπροσωπείται από τους αριστερούς δημάρχους – Λεμεσού Κ. Παρτασίδη, Αμμοχώστου Αν. Πούγιουρο και Λάρνακας Γ. Χριστοδουλίδη – τον Γ.Γ. της ΠΕΟ Αν. Ζιαρτίδη και τον διευθυντή της «Χαραυγής» Στ. Ιακωβίδη. Στο Λονδίνο έφτασαν επίσης με πρωτοβουλία του Κόμματος, χωρίς να είναι μέλη της επίσημης αντιπροσωπείας ο Ε. Παπαϊωάννου, Γ.Γ. του ΑΚΕΛ και ο Αν. Φάντης. Μάλιστα σύμφωνα με τον Αν. Φάντη ο Παπαϊωάννου και ο ίδιος είχαν συνάντηση με τον Μακάριο, στον οποίο επέδωσαν και υπόμνημα με τις θέσεις του ΑΚΕΛ[4].

Η κατ’ αρχήν τοποθέτηση στα σώματα του ΑΚΕΛ έναντι των συμφωνιών της Ζυρίχης ήταν αρνητική. Η εντολή, που είχαν τα στελέχη της Αριστεράς από το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος ήταν, αφού ενημερωθούν πλήρως για το περιεχόμενο των συμφωνιών της Ζυρίχης, να διαμορφώσουν επί τόπου την τελική θέση του ΑΚΕΛ.

Ο Γιώργος Χριστοδουλίδης σε ημερίδα με θέμα τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που οργανώθηκε από το ΑΚΕΛ το 1999, κατέθεσε την εξής μαρτυρία: «Το ΑΚΕΛ με απόφαση της Κ.Ε. το Σεπτέμβρη του 1958 είχε ταχθεί υπέρ της λύσης ανεξαρτησίας. Για τις συμφωνίες της Ζυρίχης είχαμε σαν ΑΚΕΛ μια γενική προκαταρκτική εκτίμηση. Θεωρούσαμε σημαντικότατη και ιστορική την κατάκτηση ανεξαρτησίας όμως από την άλλη διαβλέπαμε σοβαρότατες αρνητικές πτυχές στο περιεχόμενο των συμφωνιών της Ζυρίχης. Για τούτο και είχαμε εξουσιοδοτηθεί από τα σώματα του Κόμματος να διαμορφώσουμε τελική θέση επί τόπου όταν θα ενημερωνόμασταν πλήρως. Θα αποφασίζαμε σαν σώμα – κλιμάκιο με τη συμμετοχή του Γ.Γ. του ΑΚΕΛ Ε. Παπαϊωάννου, που θα πήγαινε ξέχωρα στο Λονδίνο εφόσον δεν είχε προσκληθεί από το Μακάριο».

***

Στο αρχείο της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ υπάρχει η έκθεση, που ετοιμάστηκε από τους Ζιαρτίδη και Ιακωβίδη για τα όσα διαδραματίστηκαν τις κρίσιμες εκείνες μέρες του Φεβρουαρίου 1959 στο Λονδίνο. Η έκθεση κατ’ αρχήν καταγράφει ονομαστικά 36 μετέχοντες στην αντιπροσωπεία, που κλήθηκαν στο Λονδίνο από τον Μακάριο. Καταγράφει χρονολογικά όλες τις συναντήσεις και συσκέψεις που έγιναν. Στέκεται με αρκετές λεπτομέρειες στην πρώτη συνάντηση της αντιπροσωπείας με τον Μακάριο (πρωί 16/2/1959), στην συνάντηση της 17ης Φεβρουαρίου, στις παρασκηνιακές πιέσεις, στην σύσκεψη στην ελληνική πρεσβεία με τον Αβέρωφ, στην συνάντηση με τον κυβερνήτη Φουτ και γενικά στο παρασκήνιο της διάσκεψης του Λονδίνου. Καταγράφει επίσης τις αντιφάσεις πολλών εκπροσώπων της Δεξιάς, που ενώ αρχικά τάχθηκαν εναντίον της αποδοχής της Ζυρίχης, στο τέλος κάτω από την πίεση της ελληνικής κυβέρνησης πίεζαν με τη σειρά τους τον Μακάριο να υπογράψει τη συμφωνία. Στη συνέχεια η έκθεση παραθέτει τις ομιλίες των Ζιαρτίδη, Ιακωβίδη και Πούγιουρου και ολοκληρώνεται με μια σειρά συμπερασμάτων.

Έχοντας υπόψη μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των συμφωνιών της Ζυρίχης, η αντιπροσωπεία της Αριστεράς μαζί με τους Παπαϊωάννου και Φάντη επιβεβαίωσαν τις κατ’ αρχήν θέσεις του ΑΚΕΛ, που είχαν ληφθεί στην Λευκωσία και διαμόρφωσαν την τελική τοποθέτηση του Κόμματος. Αυτή συνίστατο στα εξής σημεία:

Η συμφωνία είναι απαράδεχτη ως έχει. Να επιδιωχθεί διαπραγμάτευση των αρνητικών σημείων.

Αν τούτο είναι αδύνατο, τότε η συμφωνία να απορριφθεί.

Σε περίπτωση απόρριψης της συμφωνίας τότε απαραίτητα έπρεπε να τεθεί τέρμα στον ένοπλο αγώνα και ο αγώνας να συνεχίσει με πολιτικά μέσα και με ενωμένες τις δυνάμεις του λαού.

Το ΑΚΕΛ, όπως πάντα διαμόρφωσε μια μελετημένη, υπεύθυνη, πατριωτική  και ρεαλιστική θέση, που θα μπορούσε να βγάλει την Κύπρο από τα θανάσιμα αδιέξοδα. Δεν έμεινε στην στείρα άρνηση. Διότι γνώριζε πολύ καλά ότι η κατάσταση στην Κύπρο ήταν πάρα πολύ κρίσιμη και τα πράγματα βρίσκονταν ένα βήμα πριν από το χάος και την επιβολή του σχεδίου ΜακΜίλαν. Το ΑΚΕΛ έκαμε συγκεκριμένη αντιπρόταση. Στην περίπτωση απόρριψης της Ζυρίχης έπρεπε να γίνει κάτι το δραστικό, που να αποπυροδοτήσει την κατάσταση και να αφαιρέσει κάθε πρόσχημα από την Βρετανία και την Τουρκία να υλοποιήσουν τα σχέδια και τις απειλές τους. Και αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο τερματισμός του ένοπλου αγώνα. Ο τερματισμός του ένοπλου αγώνα θα ήταν η απαρχή της ομαλοποίησης της εσωτερικής κατάστασης και θα έδινε την ευκαιρία και δυνατότητα για συνέχιση της αντιαποικιακής πάλης με πολιτικά μέσα και με ενωμένες όλες τις δυνάμεις του λαού και με στόχο μια γνήσια ανεξαρτησία.

***

Τη βασική τοποθέτηση εκ μέρους της Αριστεράς την έκαμε ο Ανδρέας Ζιαρτίδης, Γ.Γ. της ΠΕΟ. Ο Ζιαρτίδης αφού ευχαρίστησε για την πρόσκληση «σ’ αυτή την ιστορική σύσκεψη» αναφέρθηκε στις τρεις τάσεις, που κατά την εκτίμηση του διαμορφώθηκαν στην κοινή γνώμη στην Κύπρο. Δηλαδή: α) απόρριψη της συμφωνίας, β) αποδοχή της συμφωνίας για να αποφευχθούν τα χειρότερα και γ) επαναδιαπραγμάτευση των αρνητικών πτυχών της συμφωνίας. Και συνέχισε με τα εξής:

 

Έχω τη γνώμη ότι πρέπει να συζητήσωμεν την συμφωνίαν της Ζυρίχης και να επιδιώξουμε την τροποποίηση και την αλλαγή της.

Ετέθη όμως εδώ το ερώτημα: Τι θα κάνουμε αν μας πουν ότι η συμφωνία δεν επιδέχεται τροποποίησιν; Αν μας πουν ή αυτό ή τίποτε; Έχω τη γνώμη ότι αν μας βάλουν μπροστά σ’ ένα τέτιο δίλημμα, δεν πρέπει να δεχθούμε τον εκβιασμόν. Όπως είναι η συμφωνία της Ζυρίχης είναι απαράδεκτη. Όμως ετέθη και το άλλο ερώτημα: Τι θα γίνει αν οι διαπραγματεύσεις ναυαγήσουν; Δεν θα οδηγηθούμε σε χειρότερα; Μερικοί λεν ότι αν αυτές οι διαπραγματεύσεις ναυαγήσουν, θα οδηγηθούμε οπωσδήποτε σε χειρότερη κατάσταση. Εγώ δεν δέχομαι αυτή την άποψιν. Το αν μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων θα οδηγηθούμε σε χειρότερα αποτελέσματα, εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο θα χειριστούμε εμείς το ζήτημα μας. Εδώ είναι που πρέπει να φανούμε ρεαλιστές. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η αδήριτη πραγματικότητα μας επιβάλλει να αλλάξουμε τακτική αγώνα, διότι η συνέχιση της παλιάς τακτικής θα μας οδηγήσει σε μεγαλύτερες δυσκολίες. Την τακτική μας πρέπει να την καθορίσουμε χωρίς συναισθηματισμούς και να κάμουμε – στην τακτική μας – την υποχώρηση που χρειάζεται. Σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα, εμπήκε η ερώτηση αν ο λαός είναι έτοιμος να δώσει – σε περίπτωση απόρριψης των προτάσεων – και άλλες θυσίες. Το ζήτημα κατά την γνώμη μου δεν είναι το αν ο λαός είναι έτοιμος να δώσει θυσίες, διότι είναι έτοιμος. Το ζήτημα είναι αν είναι σωστόν  να δώσει ο λαός νέες θυσίες, διότι Μακαριότατε, οι θυσίες είναι μέσον αγώνος.

Επαναλαμβάνω λοιπόν την γνώμην μου: όπως είναι η συμφωνία είναι απαράδεκτη. Δεν θα την απορρίψουμε διαρρήδην, δεν θα την δεχθούμε μοιρολατρικά. Θα την συζητήσουμε και θα επιδιώξουμε την τροποποίηση της. Αν τελικά απορριφθεί η τακτική του αγώνος πρέπει ν’ αλλάξει.

Σ’ αυτό το σημείο η έκθεση συμπληρώνει το εξής πολύ σημαντικό: «Στο τέλος της ομιλίας ο συν. Ζιαρτίδης επροκλήθη να πει τι εννοεί τακτική που πρέπει να αλλάξει και απάντησε: – Εννοώ την τακτική του ένοπλου αγώνα».

Στο ίδιο πνεύμα μίλησαν και άλλα μέλη της αντιπροσωπείας της Αριστεράς. Είναι προφανές ότι στις συσκέψεις του Λονδίνου η αντιπροσωπεία της Αριστεράς έθεσε τις θέσεις του Κόμματος, όπως αυτές είχαν συλλογικά αποφασιστεί. Μόνο σε ένα σημείο ο Ζιαρτίδης διαφοροποιήθηκε.

 

 

 

 

Ο Μακάριος αφού άκουσε όλους είπε ότι θα μελετήσει τις απόψεις, θα σταθμίσει τα πράγματα και θα αποφασίσει. Και ζήτησε να του υποσχεθούν όλοι πως θα σταθούν δίπλα του και να τον βοηθήσουν. Οι περισσότεροι παραβρισκόμενοι απάντησαν καταφατικά. Ο Ζιαρτίδης έκαμε την εξής δήλωση: «Μακαριότατε, ακούσατε την άποψη μας. Αν ύστερα απ’ αυτό η απόφαση σας είναι υπέρ της αποδοχής της συμφωνίας της Ζυρίχης, εμείς παρ’ όλη την διαφωνία μας θα σταθούμε δίπλα σας και θα σας υποστηρίξουμε». Αυτή ήταν μια τοποθέτηση εκτός συλλογικών αποφάσεων – όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Ζιαρτίδης σε τηλεοπτική συζήτηση το 1992 – που προκαταλάμβανε το Κόμμα για τα μελλοντικά του βήματα. Για τούτο και με την επιστροφή στην Κύπρο, ο Ζιαρτίδης δέχτηκε αυστηρή κριτική στα όργανα του Κόμματος[5].

 

***

Η έκθεση για τη συμμετοχή της Αριστεράς στις διεργασίες στο Λονδίνο τελειώνει με την παράθεση ορισμένων συμπερασμάτων.

Πρώτο συμπέρασμα: «Η πρόσκληση της αντιπροσωπείας στο Λονδίνο και οι συζητήσεις που έγιναν από τις 16 μέχρι τις 19/2/59 έδειξαν την ανάγκη της συλλογικής διαχειρίσεως των μεγάλων εθνικών μας προβλημάτων». Ανάγκη την οποία πάντα τόνιζε φορτικά σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1940 και 1950 το ΑΚΕΛ.

Δεύτερο συμπέρασμα: Η πρόσκληση της Αριστεράς στο Λονδίνο έδειξε «ότι η Δεξιά δεν μπορούσε να παραγνωρίσει την επιρροή και το κύρος του αριστερού κινήματος. Επεράσαμε μέσα στα τελευταία τρία χρόνια μέσα από την τρικυμία της πιο μανιασμένης αντικομουνιστικής εκστρατείας και συκοφαντίας. Δεν έμεινε κατηγορία που δεν εκτοξεύτηκε ενάντια στην Αριστερά. Κι’ όμως στο τέλος της τριετίας όχι μόνο δεν εκμηδενίστηκε η Αριστερά, όχι μόνο δεν ελαττώθηκε, αλλ’ αντίθετα ανέβηκε το κύρος των ηγετών της τόσον ώστε να νοιώθουν ανίκανοι να μην καλέσουν εκπροσώπους της στην πιο ιστορική πολιτική σύσκεψη της τελευταίας δεκαπενταετίας».

Τρίτο συμπέρασμα: «Η πρόσκληση των αριστερών εκπροσώπων στο Λονδίνο μαζί με τους ηγέτες της Δεξιάς πιστοποιεί την πρόοδο που σημειώθηκε μέσα στα τελευταία χρόνια στον τομέα της ενότητας». Την ανάγκη ενότητας επίσης διαχρονικά υποστήριζε το ΑΚΕΛ ως απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας του αντιαποικιακού αγώνα.

Tέταρτο συμπέρασμα: «Είναι βέβαιο πως οι κομματικές απόψεις (του ΑΚΕΛ σχετικά με τη Ζυρίχη και τα θέματα τακτικής) εκτιμήθηκαν από τους περισσότερους στο Λονδίνο».

***

Οι συμφωνίες της Ζυρίχης επικυρώθηκαν στο Λονδίνο. Ο Μακάριος είτε γιατί πιέστηκε, είτε γιατί πείστηκε, είτε γιατί θεώρησε ότι μελλοντικά θα μπορούσε να τις ανατρέψει, υπόγραψε τις συμφωνίες, που έμειναν πλέον στην ιστορία ως συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Οι συμφωνίες στάθηκαν η αφετηρία της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και η απαρχή νέων δεινών για την Κύπρο. Δεινών που μέχρι σήμερα βασανίζουν τη χώρα και τον λαό μας.

Η γραμμή, που πρότεινε τότε το ΑΚΕΛ ήταν η μόνη δυνατή διέξοδος για αποφυγή της καταστροφής και συνέχιση του αντιαποικιακού αγώνα με πολιτικά μέσα και προοπτικές επιτυχίας σε μια εποχή, που το αποικιοκρατικό σύστημα του ιμπεριαλισμού παγκόσμια κατέρρεε. Η πρόταση του ΑΚΕΛ δεν έγινε αποδεκτή. Μπορεί να υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό. Ο κυριότερος όμως αναντίλεκτα είναι ότι η Δεξιά ως σύνολο, περιλαμβανομένου του Μακαρίου, δεν είχε το σθένος να τερματίσει τον ένοπλο αγώνα, παρά τα αδιέξοδα του. Συναισθάνονταν ότι τυχόν τερματισμός του ένοπλου αγώνα θα σήμαινε έμμεση παραδοχή του λάθους της επιλογής για ένοπλο αγώνα στις συνθήκες της Κύπρου. Είχαν και έχουν επενδύσει τόσα πολλά στη δράση της ΕΟΚΑ, που μέχρι σήμερα η Δεξιά επιμένει για την ορθότητα εκείνης της επιλογής. Πόσον μάλλον τότε, που τα πράγματα βρίσκονταν στην εξέλιξη τους. Αντί του τερματισμού του ένοπλου αγώνα προτιμήθηκε η υπογραφή των συμφωνιών. Έτσι οι παραταξιακές σκοπιμότητες της Δεξιάς υπερκέρασαν ακόμα μια φορά το συμφέρον της Κύπρου.

[1]1    Απομνημονεύματα Στρατηγού Γρίβα-Διγενή. σελ. 285.

 

[2]      Στο ίδιο, σελ. 170.

 

[3]   Ε. Παπαϊωάννου. Ενθυμήσεις από τη ζωή μου. σελ. 116

 

[4]  Αν. Φάντη. Ο ενταφιασμός της Ένωσης. σελ. 392

 

[5]  ΡΙΚ, εκπομπή «Διάλογος» με καλεσμένους Αν. Ζιαρτίδη και Κλ. Γεωργιάδη, 1992

 

PREV

Έφυγε» ο Στέλιος Βασιλείου

NEXT

«Η άγνωστη μυστική «Συμφωνία Κυριών» Καραμανλή- Μεντερές για την Κύπρο