Ομιλία Γενικού Γραμματέα Κ.Ε. ΑΚΕΛ Στέφανου Στεφάνου σε εκδήλωση της ομάδας The Left-GUE/NGL με θέμα «Το Κυπριακό πρόβλημα: Quo Vadis»
Είναι με μεγάλη ικανοποίηση που μετά από σχεδόν δύο χρόνια έχουμε τη δυνατότητα να επισκεφθούμε ξανά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να συναντηθούμε μαζί σας και να συζητήσουμε όσα έχουν μεσολαβήσει και τα οποία επηρεάζουν το Κυπριακό. Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για την παρουσία σας στην σημερινή εκδήλωση, καθώς και για την ευκαιρία που μας δίνετε να σας ενημερώσουμε αναφορικά με τις θέσεις του ΑΚΕΛ για όσα σοβαρά γεγονότα έχουν μεσολαβήσει γύρω από το Κυπριακό. Ταυτόχρονα, εκτιμούμε ως ιδιαίτερα σημαντική αυτή την ευκαιρία προκειμένου να αναπτύξουμε σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια τη δική μας προσέγγιση ως προς τις δυνατότητες και τους τρόπους επαναφοράς του προβλήματος σε πορεία επίλυσης.
Δυστυχώς, σε μια περίοδο κατά την οποία η ανθρωπότητα ταλαιπωρήθηκε και συνεχίζει να ταλαιπωρείται από τα πολλά δεινά που επισώρευσε η πανδημία του COVID-19, εξακολουθούν να μαίνονται με αμείωτη ένταση οι πολυσύνθετες τριβές και συγκρούσεις διεθνώς. Με αφετηρία μια αντικειμενική προσέγγιση της κατάστασης αυτής, κάποιος θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα το Κυπριακό παύει να αποτελεί προτεραιότητα για τη διεθνή κοινότητα. Μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση όμως καταδεικνύει ότι η λύση του Κυπριακού θα βοηθούσε στην γενικότερη ομαλοποίηση στην περιοχή, καθώς επίσης και στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας. Ειδικότερα, αν αναλογιστεί κανείς ότι θα επιτρέψει την αντιμετώπιση προβλημάτων που με άλυτο το Κυπριακό περιπλέκονται.
Η Τουρκία, επιχειρώντας να εδραιώσει την ηγεμονική της παρουσία στην περιοχή, έχει επιδοθεί σε μια πολυεπίπεδη εξωτερίκευση των στοχεύσεών της, εδραιώνει την παρουσία της στη αφρικανική ήπειρο και εκτείνει την παρέμβασή της σε συγκρούσεις όπως στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Συνεχίζει ταυτόχρονα να προβαίνει σε εκβιαστικές παράνομες ενέργειες στα ενεργειακά στην Ανατολική Μεσόγειο, προχωρεί στη δημιουργία περαιτέρω σύγχρονων στρατιωτικών δομών στην κατεχόμενη Κύπρο και δημιουργεί διχοτομικά τετελεσμένα, για παράδειγμα μέσω της παραβίασης του στάτους κβο στην περιφραγμένη περιοχή της Αμμοχώστου. Όσο η Τουρκία συνεχίζει να υποθηκεύει την επίλυση του Κυπριακού, είναι προφανές ότι θα συνεχίσει να πλήττει γενικότερα την προοπτική της αποκατάστασης της σταθερότητας και της ομαλοποίησης των διεθνών σχέσεων στην περιοχή. Γεγονός που πρέπει να αφορά όλους όσων τα καλώς νοούμενα συμφέροντα διαπλέκονται με την περιοχή μας, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της.
Μέσα στα σημερινά δεδομένα, η λύση του Κυπριακού φαντάζει ίσως πιο απομακρυσμένη από ποτέ. Και όμως, όσο δύσκολη κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, υπό τις σωστές προϋποθέσεις δυνητικά θα μπορούσε να επιτευχθεί σύντομα και μάλιστα πιο εύκολα από άλλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η διεθνής κοινότητα. Αυτό αποδεικνύει η πρόσφατη διαπραγματευτική εμπειρία στο Κραν Μοντανά το 2017, όπου είχαμε φτάσει καθ’ ομολογία και του ίδιου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ σε μια ιστορική ευκαιρία για συνολική επίλυση του Κυπριακού. Κάτι που δεν είπε τυχαία. Παρά τα διαφορετικά αφηγήματα όσων μετείχαν στη Διάσκεψη, όλοι ανεξαιρέτως παραδέχονται ότι στο Κραν Μοντανά είχαμε φτάσει πολύ κοντά σε λύση των βασικών πτυχών του Κυπριακού. Συνεπώς, αν συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει, μια σύντομη λύση του Κυπριακού είναι ρεαλιστική. Αυτή άλλωστε υπήρξε για τέσσερα χρόνια η θέση του ίδιου του κ. Γκουτέρες, του Συμβουλίου Ασφαλείας, καθώς επίσης και των σχετικών ψηφισμάτων του ίδιου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αναφορά που κακώς απουσιάζει από την τελευταία Έκθεση και το τελευταίο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Στη δική μας αντίληψη, η οποία βασίζεται και στη συσσωρευμένη εμπειρία της διεθνούς κοινότητας αναφορικά με την επίλυση μείζονων πολιτικών προβλημάτων, συγκλίσεις που έχουν επιτευχθεί μετά από δεκαετίες κοπιώδους διαπραγμάτευσης δεν πρέπει να καταστρέφονται. Η ισορροπία που έχει εξευρεθεί σε σειρά βασικών ζητημάτων πρέπει να διαφυλαχθεί πρώτο γιατί συνιστά την αμοιβαία αποδεκτή κατάληξη των δύο πλευρών και δεύτερο γιατί αν ανοίξουν ξανά ζητήματα τόσο σημαντικά και ευαίσθητα είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθούμε σε νέες ατέρμονες συζητήσεις. Κάτι που δεν εξυπηρετεί καμία πλευρά που εμπλέκεται στο Κυπριακό. Για παράδειγμα, ο κ. Τατάρ απαιτεί αποδοχή κυριαρχικής ισότητας της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως προϋπόθεση για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Με άλλα λόγια απαιτεί την αναγνώριση χωριστής κυριαρχίας, που παραπέμπει σε χωριστό κράτος και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή. Το ζήτημα αυτό συζητείτο για δεκαετίες μέχρι που καταλήξαμε σε αμοιβαία αποδεκτή σύγκλιση ανάμεσα στους Χριστόφια- Ταλάτ, η οποία αντιμετώπιζε τις εύλογες ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων χωρίς να αφήνονται σκιές για την ύπαρξη δύο χωριστών οντοτήτων στην Κύπρο. Οι συγκλίσεις λοιπόν δεν αναφέρονται σε κυριαρχική αλλά σε πολιτική ισότητα, η οποία ήταν συμφωνημένη και εκφράζεται μέσα από σειρά συγκλίσεων για την αποτελεσματική συμμετοχή στα όργανα και αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ο τρόπος δημιουργίας της ομοσπονδίας. Αυτό που τώρα απαιτεί ο κ. Τατάρ και μάλιστα ως προϋπόθεση είναι να δεχτούμε τη δημιουργία της νέας κατάστασης πραγμάτων από δύο χωριστές οντότητες, θέση απαράδεκτη. Ως γνωστό υπάρχουν δύο τρόποι δημιουργίας ομοσπονδιακού κράτους, η συνένωση χωριστών κρατών και η μετεξέλιξη ενιαίου κράτους σε ομοσπονδιακό. Αυτή η συζήτηση δεν είναι θεωρητική αλλά ουσιαστική. Ακριβώς γιατί σε περίπτωση συνένωσης χωριστών κρατών προκύπτουν σοβαρά ζητήματα όπως η συνέχεια της συμμετοχής τους σε διεθνείς οργανισμούς, η συνέχεια των διεθνών συνθηκών, ο αποκλεισμός της όποιας μελλοντικής προσπάθειας απόσχισης και άλλα. Η τουρκοκυπριακή πλευρά επέμενε σε συνένωση χωριστών κρατών, η ελληνοκυπριακή πλευρά σε μετεξέλιξη της πολιτειακής δομής της Κυπριακής Δημοκρατίας και τελικά καταλήξαμε σε αμοιβαία αποδεκτή σύγκλιση. Δεν θα αναφέρεται ρητώς ο τρόπος της δημιουργίας της ομοσπονδίας, αλλά θα προκύπτει η συνέχεια του κράτους μέσα από το περιεχόμενο της λύσης.
Προφανώς ο κυρίαρχος λόγος της υπαναχώρησης που παρατηρείται στο ζήτημα της συνέχισης των διαπραγματεύσεων από εκεί που είχαν μείνει στο Κραν Μοντανά σε πρόσφατα κείμενα των Ηνωμένων Εθνών είναι η επίσημη στροφή της Τουρκίας και του κ. Τατάρ σε λύση δύο κρατών. Δεν είναι όμως άσχετο και το γεγονός ότι αντί της συνεπούς υποστήριξης της θέσης για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων από το σημείο που διακόπηκαν προτάχθηκαν λεγόμενες «νέες ιδέες» οι οποίες συγκρούονται με την θέση του Γ.Γ. αφού επανανοίγουν βασικές συγκλίσεις.
Αυτή η πρακτική δεν έχει τύχει μόνο προσχηματικής εκμετάλλευσης από την τουρκική πλευρά, αλλά δημιούργησε ζωτικό χώρο για υποβολή νέων ιδεών από τρίτους. Αρκετές από αυτές τις ιδέες, σε μια προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα, καταλήγουν σε εισηγήσεις που καταστρέφουν το κεκτημένο των συνομιλιών, προσεγγίζουν τουρκικές αξιώσεις και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
Είναι φανερό ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια, το Κυπριακό εισήλθε σε μια επικίνδυνη περίοδο παθητικής παρέλευσης του χρόνου σε σχέση με τις διαπραγματεύσεις. Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι υπάρχει σοβαρή δυστοκία στο διορισμό Ειδικού Απεσταλμένου του ΟΗΕ για το Κυπριακό. Παθητική όμως δεν είναι, όπως εδώ και καιρό προειδοποιούσαμε, η στάση της Τουρκίας, η οποία έχει εντείνει τη δημιουργία νέων διχοτομικών τετελεσμένων επί του εδάφους. Στο διάστημα που μεσολάβησε η Άγκυρα αποθρασύνθηκε πλήρως, με αποκορύφωμα τις προκλητικές και παράνομες δραστηριότητές της στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, τις έκνομες μεθοδεύσεις στην Αμμόχωστο και την επίσημη επιστροφή στη θέση για λύση δύο κρατών.
Το ζήτημα της Αμμοχώστου, το οποίο ορθά έχει απασχολήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είναι πολύ πιο σημαντικό από όσο φαίνεται. Ο αποχαρακτηρισμός από στρατιωτική ζώνη μέρους της περιφραγμένης περιοχής της Αμμοχώστου, χωρίς αυτή να τίθεται υπό τη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών, αντίκειται στα ψηφίσματα 550 και 789 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Είναι μια περιοχή που εδώ και σχεδόν μισό αιώνα δεν είχε εποικιστεί διότι η Τουρκία γνώριζε ότι οφείλει να την επιστρέψει και μάλιστα κατά προτεραιότητα αφού αυτό προνοούσαν τα εν λόγω ψηφίσματα, καθώς και η Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου του 1979. Ο χάρτης που είχε υποβληθεί από την τουρκοκυπριακή πλευρά στη Γενεύη το 2017, περιλάμβανε μεταξύ άλλων και την επιστροφή της περιφραγμένης πόλης υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση. Συνεπώς, πρόκειται για μια μονομερή ενέργεια της τουρκικής πλευράς που προετοιμάζει τον παράνομο εποικισμό της περιοχής, που σε καμιά περίπτωση δεν διασφαλίζει την επιστροφή των νόμιμων κατοίκων της σε συνθήκες ασφάλειας αλλά υπό κατοχικό καθεστώς, ενώ ταυτόχρονα πλήττει ουσιωδώς την προοπτική μιας συνολικής λύσης. Αν εποικιστεί μια περιοχή που υπήρξε άδεια για δεκαετίες, αν χαθεί και αυτό το κίνητρο, ποιοι και πόσοι θα συνεχίσουν να πιστεύουν στην προοπτική της λύσης του Κυπριακού;
Αν υπάρχει τρόπος για να αναχαιτιστεί η τουρκική επιθετικότητα και να τερματιστεί η δημιουργία των διχοτομικών τετελεσμένων που απεργάζονται οι κκ Ερντογάν – Τατάρ, αυτός είναι η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Διαπραγματεύσεων όμως που να έχουν νόημα, όπως πολύ σωστά είχε από νωρίς εντοπίσει ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ. Δηλαδή να μην αμφισβητείται το υφιστάμενο διαπραγματευτικό κεκτημένο και οι δύο κοινότητες να συζητήσουν εποικοδομητικά τα εκκρεμούντα ζητήματα. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε κατορθωτό τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ως ΑΚΕΛ, συγκεκριμενοποιώντας τις εισηγήσεις μας αναφορικά με το πώς μπορούν να επαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις από εκεί που είχαν μείνει το 2017, υποβάλαμε στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας μια συνολική πρόταση από τον περασμένο Δεκέμβριο. Η πρόταση αυτή ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις επανειλημμένες εκκλήσεις του κ. Γκουτέρες για επανέναρξη των συνομιλιών από το σημείο που είχαν μείνει, καθώς και για αξιοποίηση του φυσικού αερίου ως κινήτρου για λύση του Κυπριακού. Αυτή η πρόταση θα σας εξηγηθεί στη συνέχεια από τον Τουμάζο Τσιελεπή, νομικό διεθνολόγο και μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας της ελληνοκυπριακής πλευράς.
Σε αυτό το σημεία θα ήταν σημαντική παράλειψη να μην αναφερθώ και σε μια άλλη διάσταση του Κυπριακού προβλήματος που πολλές φορές κάποιοι αδυνατούν να κατανοήσουν. Πρόκειται για την εμπιστοσύνη που πρέπει να υπάρχει και να καλλιεργείται ανάμεσα στις δύο κοινότητες, τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν αυτή η σχέση αφεθεί στη φθίνουσα πορεία που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια, τότε πιθανόν να καθορίσει αρνητικά την προοπτική της επανένωσης της Κύπρου. Ιστορικά το ΑΚΕΛ υπήρξε το κόμμα της επαναπροσέγγισης, το κόμμα που εργαζόταν για να εμπεδωθεί στην ελληνοκυπριακή κοινότητα η σημασία της φιλίας, της αδελφικότητας και της συνεργασίας με τους Τουρκοκύπριους. Ουδέποτε το ΑΚΕΛ, ακόμη και σε δύσκολα χρόνια, συμμετείχε στις προβοκατόρικες ή εγκληματικές ενέργειες που στόχευαν Τουρκοκύπριους. Συνειδητοποιούμε λοιπόν στο μέγιστο δυνατό βαθμό τη σημασία που έχει ο κοινός αγώνας των δύο κοινοτήτων προς την κατεύθυνση της λύσης. Και είναι για αυτό που ακόμη και μεσούσης της πανδημίας με όσες αντικειμενικές δυσκολίες έπρεπε να αντιπαρέλθουμε, εντείναμε την προσπάθεια προσέγγισης και επαφής με τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας. Δεν θα επαναλάβω όλα όσα πράξαμε, νομίζω όμως ότι χρήζουν αναφοράς η αδιάκοπη συνεργασία μας με προοδευτικά τουρκοκυπριακά κόμματα, οι κοινές παρουσιάσεις γύρω από πτυχές του Κυπριακού, οι κινητοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την άτυπη διάσκεψη της Γενεύης, καθώς επίσης και η κινητοποίηση που διοργανώσαμε στις 3 Οκτωβρίου με τη συμμετοχή δυνάμεων της λύσης κι από τις δύο κοινότητες. Επιπρόσθετα, όπως γνωρίζετε, οι δράσεις μας υπέρ δικοινοτικών πρωτοβουλιών δεν περιορίζονται στα στενά γεωγραφικά όρια της Κύπρου. Ενδεικτικά αναφέρω ότι κάθε χρόνο με παρεμβάσεις μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διεκδικούμε την ανανέωση κονδυλίων που να επιτρέπουν την συνέχιση του έργου τόσο της ΔΕΑ όσο και της τεχνικής επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά. Ταυτόχρονα, μεριμνούμε ώστε κάποιες από τις αποστολές μας στις Βρυξέλλες να είναι δικοινοτικές.
Για το ΑΚΕΛ η επίλυση του Κυπριακού αποτελεί κεντρικό άξονα της πολιτικής μας διαχρονικά, γιατί με αυτήν συνδέεται η επιβίωση του λαού μας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, στην κοινή μας πατρίδα. Τούτη την ώρα που το διακύβευμα, όπως ξεκάθαρα ξεδιπλώνεται μπροστά μας είναι η ομοσπονδιακή λύση ή η διχοτόμηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να υιοθετήσει μια ξεκάθαρη στάση απέναντι στην Τουρκία. Δεν είναι νοητό παρόλες τις προκλητικές και παράνομες ενέργειες της Άγκυρας ενάντια στην Κυπριακή Δημοκρατία και την επιμονή της για αποδοχή της λύσης δύο κρατών ως προϋπόθεση για επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας, κράτη-μέλη της ΕΕ να χαϊδεύουν τα αυτιά του κ. Ερντογάν. Αν πραγματικά προσβλέπουμε σε αλλαγή στάσης της Τουρκίας, πρέπει να αναζητηθούν άμεσα οι τρόποι και τα μέσα που θα οδηγήσουν σε αυτό το αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα η απουσία της αναφοράς σε επανέναρξη των διαπραγματεύσεων πάνω στη συμφωνημένη βάση και από εκεί που είχαν μείνει το 2017, είναι κατ’ εμάς απαράδεκτη και αντιπαραγωγική. Το κάλεσμα που σας απευθύνουμε είναι να αξιολογήσετε όσα σας παραθέσαμε αναφορικά με τη σημασία της διαφύλαξης του κεκτημένου των συγκλίσεων. Αυτές αποτελούν το μοναδικό αποτελεσματικό τρόπο για να επαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις με προοπτική σύντομης επιτυχούς κατάληξης. Αν είναι κάτι που όλοι μπορούμε να πράξουμε, στο βαθμό που μας αναλογεί, είναι να βοηθήσουμε όπως και όσο μπορούμε για να επιλύσουμε ένα από τα πολλά και σημαντικά προβλήματα που ταλανίζουν τη διεθνή κοινότητα. Αυτό θα είναι προς όφελος όλων των Κυπρίων, της Τουρκίας, της Ελλάδας και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.