Ομιλία Τουμάζου Τσιελεπή με θέμα “Ο δρόμος προς τη συμφιλίωση ή προς το αδιέξοδο”
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Θα ήθελα και εγώ με τη σειρά μου να σας καλωσορίσω στη σημερινή εκδήλωση. Ό τίτλος της ομιλίας μου δεν είναι τυχαίος. Από όσα ήδη προανέφερε ο σύντροφος Άντρος, προκύπτει ξεκάθαρα ότι βρισκόμαστε προς το τέλος μιας μακράς διαπραγματευτικής διαδικασίας η οποία θα καταλήξει είτε σε συνολική διευθέτηση του Κυπριακού είτε σε ένα ακόμα αδιέξοδο στον μισό και πλέον αιώνα προσπαθειών για λύση του Κυπριακού.
Πού βρισκόμαστε, λοιπόν, αυτή τη στιγμή; Έχει διανυθεί πολύς δρόμος τα τελευταία χρόνια, και πιο συγκεκριμένα από την αρχή της τρέχουσας προσπάθειας, δηλαδή από το 2008, όταν ο σύντροφος Δημήτρης Χριστόφιας ανέλαβε την προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν θα σας κουράσω με το ιστορικό αυτής της δύσκολης και ακανθώδους διαδρομής αφού το έπραξε προηγουμένως ο σύντροφος Άντρος. Η ουσία είναι ότι σήμερα εκκρεμούν ορισμένα βασικά θέματα σε όλα τα κεφάλαια της εσωτερικής πτυχής ενώ το μείζον θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων θα συζητηθεί περαιτέρω στη Διάσκεψη για την Κύπρο που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη.
Σε όλο το προηγούμενο διάστημα η ελληνοκυπριακή πλευρά επεδίωκε λύση ή τουλάχιστον ακτίνα σύγκλισης σε όλα τα κεφάλαια της εσωτερικής πτυχής και άφηνε για το τέλος το κεφάλαιο της ασφάλειας, για να συζητηθεί σε μια αντιπροσωπευτική διεθνή διάσκεψη. Η δε τουρκοκυπριακή πλευρά άφηνε για το τέλος και το κεφάλαιο του εδαφικού. Ήταν χαρακτηριστική η πρόσφατη δήλωση του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί ότι άφηναν για μια τελική φάση το εδαφικό και ακολούθως την ασφάλεια, μόνο που αυτό το τέλος δεν ερχόταν ποτέ.
Έπρεπε, λοιπόν, να αλλάξει κάτι και όντως άλλαξε. Όπως εξήγησε και ο Άντρος, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα ήθελε η μια ή η άλλη πλευρά. Ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν εκκρεμότητες σε όλα τα κεφάλαια, σήμερα και για πρώτη φορά συζητείται το εδαφικό όχι γενικά και αόριστα, αλλά με χάρτες, έστω και κλειδωμένους κάπου στα γραφεία του ΟΗΕ στη Γενεύη. Και το πιο σημαντικό, επίσης για πρώτη φορά συζητείται το θέμα της ασφάλειας στην παρουσία των εγγυητριών δυνάμεων.
Όμως, η διαπραγματευτική διαδικασία είναι πλέον μπλοκαρισμένη. Είναι φανερό ότι η τακτική των δύο πλευρών να αφήνουν σημαντικά ζητήματα για το τέλος, δεν επιτρέπει περαιτέρω ουσιαστική πρόοδο, απαραίτητη για απρόσκοπτη συνέχιση και επιτυχή έκβαση της διάσκεψης. Δεν θα σταθώ αναλυτικά σε αυτό, το εξήγησε ο Άντρος. Το σημαντικό είναι να συνειδητοποιήσουν και οι δύο πλευρές ότι το τέλος είναι τώρα και δεν έχει νόημα να αναβάλλουν τη συζήτηση βασικών θεμάτων. Απεναντίας, η αναβολή είναι εξαιρετικά πιθανό να μη φέρει ποτέ το ποθητό τέλος, αφού ο ωφέλιμος χρόνος εξαντλείται επικίνδυνα και μάλλον θα μας προλάβει η κατάρρευση της διαδικασίας ή, στην καλύτερη περίπτωση, η εισαγωγή της στον αναπνευστήρα.
Είναι γι΄αυτό που ο Άντρος μίλησε για συζήτηση όχι όλων των πολλών ανεπίλυτων θεμάτων σε αυτή τη φάση, αλλά για στοχευμένη διαπραγμάτευση των βασικών εκκρεμούντων ζητημάτων. Τα οποία είναι η εκτελεστική εξουσία, η αποτελεσματική συμμετοχή της τουρκοκυπριακής κοινότητας στα ομοσπονδιακά όργανα και αποφάσεις, το εδαφικό, το περιουσιακό και η νεοφανής θέση της Τουρκίας για τις τέσσερις ελευθερίες για πολίτες της. Αυτά είναι που πρέπει να τύχουν διαπραγμάτευσης ως πακέτο, στη βάση της αρχής ότι τίποτε από αυτά δεν θα θεωρηθεί ως σύγκλιση αν δεν συμφωνηθούν όλα. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά.
Εκτελεστική εξουσία: Ήδη ο Άντρος ανέφερε ότι πρέπει να γίνει σεβαστή η σύγκλιση Χριστόφια – Ταλάτ για εκ περιτροπής προεδρία με διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο. Πιο συγκεκριμένα, όλοι οι πολίτες της ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, ανεξαρτήτως κοινοτικής καταγωγής, θα μπορούν να διεκδικούν την προεδρία του κράτους εφόσον πληρούν τα κριτήρια του νόμου. Όλοι θα είναι υποχρεωμένοι να ψηφίζουν ένα Ελληνοκύπριο και ένα Τουρκοκύπριο. Επειδή δε οι Τουρκοκύπριοι θα είναι περίπου το 20% του εκλογικού σώματος, θα πρέπει να υπάρχει στάθμιση του συνόλου των ελληνοκυπριακών ψήφων για τους Τουρκοκύπριους υποψήφιους στο 20% του συνόλου των τουρκοκυπριακών ψήφων. Πιο απλά, θα πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή της ίσης επιρροής της μιας κοινότητας στην εκλογή υποψήφιου από την άλλη κοινότητα. Οι δύο θα εναλλάσσονται στην προεδρία εντός της ίδιας θητείας, με διπλάσια ελληνοκυπριακή θητεία ενώ οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και όχι από τον Πρόεδρο. Τα πλεονεκτήματα της διασταυρούμενης ψήφου, που θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά στην ιστορία μας, είναι πολλαπλά και έχουν ήδη εξηγηθεί από τον Άντρο.
Αποτελεσματική συμμετοχή στα ομοσπονδιακά όργανα και αποφάσεις: Για τα βασικά όργανα (εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία και ορισμένους άλλους σημαντικούς θεσμούς όπως τα ρυθμιστικά και τα οιονεί δικαστικά όργανα) υπάρχει ήδη σύγκλιση. Σύγκλιση υπάρχει και για τα όργανα που δεν θα είναι συλλογικά καθώς και για τα όργανα όπου θα υπάρχει ίση εκπροσώπηση. Εκεί που θα υπάρχει πρόεδρος ή διευθυντής οργάνου (σε αναλογία 2:1) θα αποφασίζει ο ίδιος. Εκεί όπου θα υπάρχει Συμβούλιο με ίση συμμετοχή επίσης δεν υπάρχει πρόβλημα. Το πρόβλημα εντοπίζεται σε δευτερεύοντα όργανα όπου θα υπάρχει Συμβούλιο χωρίς ίση εκπροσώπηση (1/3 τουρκοκυπριακή συμμετοχή). Εδώ η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει μια υπερβολική αξίωση όπως σε όλα ανεξαιρέτως αυτά τα όργανα να απαιτείται τουλάχιστον μία τουρκοκυπριακή ψήφος για να ληφθεί απόφαση. Ποτέ όμως στις μακρές διαπραγματεύσεις του Κυπριακού δεν υπήρχε τέτοια πρόταση. Η συμμετοχή 1/3 είναι αφ΄εαυτής αποτελεσματική και είναι εντελώς αχρείαστο να εισάγονται τέτοιες δυσλειτουργικές ρυθμίσεις σε όλα τα δευτερεύοντα όργανα τεχνικού παρά πολιτικού χαρακτήρα. Η δική μας διαπίστωση είναι ότι στο Μοντ Πελεράν πλησιάσαμε σε σύγκλιση αλλά τώρα διαπιστώνουμε ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά υπαναχώρησε.
Εδαφικό: Αν η ελληνοκυπριακή πλευρά επαναβεβαιώσει τη σύγκλιση για την εκ περιτροπής προεδρία και αν η τουρκοκυπριακή πλευρά επανέλθει στη συναντίληψη αναφορικά με την αποτελεσματική συμμετοχή, ουσιαστικά κλείνει οριστικά το τεράστιο και πολύπλοκο κεφάλαιο της Διακυβέρνησης. Ήταν πάγια θέση της τουρκοκυπριακής πλευράς ότι αν κλείσει το κεφάλαιο της Διακυβέρνησης και κυρίως τα δύο προαναφερθέντα ζητήματα, θα δείξει ευελιξία στα υπόλοιπα θέματα. Αν αυτή η δέσμευση τηρηθεί, μπορεί να επηρεάσει θετικά την περαιτέρω σύγκλιση στο εδαφικό, όπου ήδη είμαστε σε ακτίνα συμφωνίας αναφορικά με το ποσοστό εδάφους της τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας.
Περιουσιακό: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν συμφωνηθεί το εδαφικό, δημιουργούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις για επιτυχή κατάληξη σε δύο – τρία ζητήματα του περιουσιακού που εξακολουθούν να εκκρεμούν.
Τέσσερις ελευθερίες για Τούρκους πολίτες: Το ζήτημα εγέρθηκε από την τουρκοκυπριακή πλευρά κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων Χριστόφια – Ταλάτ. Ήταν τότε που η τουρκοκυπριακή πλευρά ζήτησε ισότιμη μεταχείριση Ελλήνων και Τούρκων πολιτών στο νησί. Αξίζει τον κόπο να διευκρινιστεί ότι η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 περιέχει πρόνοια σύμφωνα με την οποία η πολιτογράφηση Ελλήνων και Τούρκων πολιτών στην Κύπρο, δηλαδή η παραχώρηση ιθαγένειας, θα γίνεται σε αναλογία 4:1. Ο λόγος εισαγωγής αυτής της διάταξης ήταν η διασφάλιση της εύλογης ανησυχίας ότι καμιά από τις δύο κοινότητες δεν θα είχε τη δυνατότητα αλλαγής της δημογραφικής δομής υπέρ της. Τότε, βέβαια, δεν υπήρχαν οι τέσσερις ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων, κεφαλαίων, υπηρεσιών και προσώπων).
Οι τρεις από τις τέσσερις ελευθερίες μπορούν να ρυθμιστούν στη βάση της συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας – ΕΕ. Η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων επιτρέπεται ακόμα και για τρίτες χώρες. Η ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών δεν απαγορεύεται αλλά έχει πρακτικές δυσκολίες οι οποίες ξεπερνούνται με διάφορους τρόπους. Η δε περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών αφορούν αγροτικά και όχι μεταποιημένα προϊόντα. Εύκολα ή δύσκολα μπορεί να βρεθεί η κοινή συνισταμένη στις τρεις από τις τέσσερις ελευθερίες.
Η βασική ανησυχία της ελληνοκυπριακής πλευράς αφορά κυρίως στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, η οποία περιλαμβάνει και διαμονή εργαζομένων ή επιχειρηματιών. Έχουμε σε απόσταση μόλις μερικών δεκάδων χιλιομέτρων μια Τουρκία των 80 εκατομμυρίων. Η Κύπρος είναι γι΄αυτούς ένας πολύ κοντινός, οικείος και ελκυστικός προορισμός. Έπρεπε, συνεπώς, η αναλογία 4:1 στην παραχώρηση ιθαγένειας να επεκταθεί για να καλύπτει και το δικαίωμα διαμονής στην Κύπρο. Αυτή είναι η πεμπτουσία της σύγκλισης Χριστόφια – Ταλάτ και για του λόγου το αληθές παραπέμπω στο έγγραφο του τέως Ειδικού Σύμβουλου του Γ.Γ. Αλεξάντερ Ντάουνερ «συγκλίσεις 2008-2012». Για τις υπόλοιπες ελευθερίες φυσιολογικά η σύγκλιση προνοεί για διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση,
Δυστυχώς, η νέα απαίτηση της Τουρκίας για απόλυτη εξίσωση των δικαιωμάτων Ελλήνων και Τούρκων πολιτών στο νησί ουσιαστικά απορρίπτει την προαναφερθείσα σύγκλιση και παραγνωρίζει το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ ενώ η Τουρκία όχι. Αν η Τουρκία επιμένει σε αυτή την παράλογη απαίτηση, δεν βλέπω δυνατότητα κατάληξης στο συγκεκριμένο ζήτημα. Χάριν δικαιοσύνης πρέπει να αναφέρω, χωρίς φυσικά να υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες, ότι στο Μοντ Πελεράν 3 έγινε σχετική συζήτηση στην οποία σχημάτισα την εντύπωση ότι ήταν εφικτή η σύγκλιση στο θέμα των τεσσάρων ελευθεριών για Τούρκους πολίτες. Ωστόσο, με την επιστροφή στην Κύπρο διαπίστωσα ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά υπαναχώρησε. Αν η τουρκοκυπριακή πλευρά βρει τρόπο να κινηθεί στη βάση της συζήτησης στο Μοντ Πελεράν, θα μπορούμε να ελπίζουμε.
Ασφάλεια και εγγυήσεις. Πρόκειται για το πιο κρίσιμο κεφάλαιο και για το αποκλειστικό αντικείμενο της Διάσκεψης για την Κύπρο η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ανάμεσα στο πλέγμα των διεθνών συνθηκών που συνόδευαν την εμφάνιση του νεοσύστατου μας κράτους το 1960, δεσπόζουσα θέση κατέχει η Συνθήκη Εγγύησης. Τέτοιες συνθήκες, που επιβλήθηκαν σε αρκετά νέα κράτη κατά τη διαδικασία της απο-αποικιοποίησης, είναι αμφιλεγόμενες από τη σκοπιά του σύγχρονου διεθνούς δικαίου και δικαιολογημένα η νομιμότητά τους αμφισβητείται από σοβαρούς διεθνολόγους. Η Συνθήκη Εγγύησης απλώς επιβεβαιώνει αυτόν τον κανόνα: Επιβλήθηκε με απειλή χρήσης βίας, το περιεχόμενο της παραβιάζει βασικές αρχές και αναγκαστικούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, είναι ετεροβαρής ενώ παραβιάστηκε και από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις κατά τρόπο που καταστρέφει τον σκοπό και το αντικείμενό της. Ενώ η Συνθήκη εγγυάται την ανεξαρτησία, και εδαφική ακεραιότητα και συνταγματική τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Χούντα των Αθηνών πραγματοποίησε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974, η Τουρκία με πρόσχημα ακριβώς το πραξικόπημα πραγματοποίησε εισβολή στο νησί στις 20 Ιουλίου του ίδιου χρόνου και 43 χρόνια μετά εξακολουθεί να κατέχει στρατιωτικά το 40% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας ενώ η Βρετανία δεν έπραξε απολύτως τίποτε για να σταματήσει τα πιο πάνω.
Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι η Συνθήκη Εγγύησης δεν προνοεί για δικαίωμα στρατιωτικής επέμβασης. Και να προνοούσε, όμως, όπως κακόπιστα την ερμηνεύει η Τουρκία, κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με τον Χάρτη του ΟΗΕ, το άρθρο 53 του οποίου απαγορεύει τέτοιες δράσεις εκτός κατόπιν εξουσιοδότησης του Συμβουλίου Ασφαλείας. Είναι γνωστό ότι σε περίπτωση σύγκρουσης διεθνούς συνθήκης με τον Χάρτη, υπερέχει ο Χάρτης.
Έχουμε, συνεπώς, στέρεη νομική βάση να αμφισβητούμε την εγκυρότητα της Συνθήκης Εγγύησης αλλά αυτή εξακολουθεί να ισχύει και το ζητούμενο μέσα από τη διαπραγμάτευση είναι η κατάργησή της. Πρέπει να βρεθεί άλλος τρόπος κατοχύρωσης της ασφάλειας και των δύο κοινοτήτων, που να ανταποκρίνεται στα σύγχρονα δεδομένα.
Το ΑΚΕΛ ούτε αιθεροβατεί ούτε εθελοτυφλεί. Εμείς αναγνωρίζουμε ότι και οι δύο κοινότητες έχουν γνήσιες και σοβαρές ανησυχίες για την ασφάλεια τους στο πλαίσιο της λύσης του Κυπριακού. Όχι μόνο οι Ελληνοκύπριοι αλλά και οι Τουρκοκύπριοι. Οι Ελληνοκύπριοι φοβούνται την Τουρκία ενώ οι Τουρκοκύπριοι φοβούνται τους Ελληνοκύπριους. Δεν έχει νόημα να αναλύουμε ποιος φταίει περισσότερο και ποιος λιγότερο, ποιος έχει δίκαιο να φοβάται και ποιος όχι. Σημασία έχει πως και οι μεν και οι δε αισθάνονται πως κινδυνεύουν αν η επιδιωκόμενη λύση δεν ικανοποιήσει τις ανησυχίες τους σε θέματα ασφάλειας. Ανησυχίες που δεν ήλθαν ουρανοκατέβατες αλλά έχουν να κάνουν με τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία.
Αφού, λοιπόν, και οι δύο κοινότητες έχουν ανησυχίες για την ασφάλειά τους, και μάλιστα διαφορετικές, είναι σαφές ότι για να μπορέσουμε να φθάσουμε σε αμοιβαία αποδεκτή διευθέτηση δεν είναι δυνατό οι ανησυχίες της μιας κοινότητας να ικανοποιηθούν σε βάρος των ανησυχιών της άλλης κοινότητας. Οι ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων έχουν να κάνουν με τις εγγυήσεις, τα επεμβατικά δικαιώματα και την παρουσία τουρκικού στρατού στο νησί. Συνεπώς, αν η τουρκοκυπριακή πλευρά επιμένει σε τέτοιες διευθετήσεις για κατοχύρωση της δικής της ασφάλειας, αυτό είναι συνταγή αδιεξόδου. Την ίδια ώρα, η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν πρέπει να αρκεστεί στο τι απορρίπτει, αλλά να είναι έτοιμη να συζητήσει εναλλακτικούς πειστικούς τρόπους για κατοχύρωση της ασφάλειας και της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Μέχρι πρόσφατα η Τουρκία επέμενε στη Συνθήκη Εγγύησης του 1960 και δεν συζητούσε τίποτε άλλο. Τώρα διαφοροποίησε κάπως τη στάση της. Αυτό θέλουμε να το ερμηνεύουμε ως πρόθεση διαπραγμάτευσης του θέματος. Ωστόσο, η νέα τουρκική θέση για εγγύηση μόνο της τουρκοκυπριακής πολιτείας και για επέμβαση κατόπιν πρόσκλησης της τελευταίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι η πρόταση του Προέδρου Αναστασιάδη για αστυνομική δύναμη με ομπρέλα του ΟΗΕ η οποία σε περίπτωση διακοινοτικών ταραχών να επεμβαίνει αφού προηγουμένως εξαντληθούν όλα τα εσωτερικά μέσα, συνιστά μια καλή βάση για αναζήτηση αμοιβαία αποδεκτής ρύθμισης.
Κατά την τελευταία σύνοδο της διάσκεψης για την Κύπρο στο Μοντ Πελεράν σε τεχνοκρατικό επίπεδο, με σκοπό την καλύτερη προετοιμασία της περαιτέρω συζήτησης σε πολιτικό επίπεδο, οι δύο πλευρές εξέφρασαν τις ανησυχίες τους σε θέματα ασφάλειας, έθεσαν και απάντησαν σε σχετικά ερωτήματα και εισηγήθηκαν εργαλεία για αντιμετώπιση του ζητήματος. Εκεί διαπιστώσαμε ότι όλες ανεξαιρέτως οι ανησυχίες της τουρκοκυπριακής πλευράς αφορούν αποκλειστικά την εφαρμογή της λύσης και όχι το περιεχόμενό της. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, να υπάρχουν ανησυχίες για το περιεχόμενο μιας λύσης η οποία, σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής συγκλίσεις, θα απαγορεύει την ένωση, διχοτόμηση ή απόσχιση, θα εγκαθιδρύει ένα ακατάλυτο ομοσπονδιακό δεσμό, θα διασφαλίζει την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, περιλαμβανομένης της αποτελεσματικής συμμετοχής στα ομοσπονδιακά όργανα και αποφάσεις, θα απαγορεύει το σφετερισμό αρμοδιοτήτων των συνιστωσών πολιτειών, θα αποκλείει τη δικαιοδοσία ή εξουσία της μιας κοινότητας επί της άλλης, θα περιλαμβάνει αποτελεσματικούς μηχανισμούς επίλυσης αδιεξόδων χωρίς ποτέ να παραβιάζει την αρχή της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων και τόσα άλλα;
Οι ανησυχίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας συνοψίζονται στο τι θα γίνει αν η λύση παραβιαστεί, αν οι Ελληνοκύπριοι σφετεριστούν την εξουσία, αν οι Τουρκοκύπριοι εκδιωχθούν από τη διακυβέρνηση του κράτους και βρεθούν στο πουθενά. Με τόσες ασφαλιστικές ρυθμίσεις που έχω απαριθμήσει κατά τρόπο ενδεικτικό και όχι εξαντλητικό αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο κατά τρόπο έκδηλα παράνομο. Αφού, όμως, αυτές είναι οι ανησυχίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας, θα μπορούσε να γίνει ένα επιπρόσθετο βήμα. Σε τέτοια περίπτωση, όπως φυσικά και σε περίπτωση απόσχισης που είναι η ανησυχία των Ελληνοκυπρίων, να συμφωνηθεί ένας αποτελεσματικός μηχανισμός που να αποτρέπει τόσο τον σφετερισμό του κράτους όσο και την απόσχιση. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να υπάρχει ένα ανεξάρτητο σώμα το οποίο, σε τέτοιες ακραίες και απομακρυσμένες περιπτώσεις, να κρίνει τι ακριβώς θα έχει συμβεί. Και να επιβάλλονται αποτρεπτικές κυρώσεις στην πλευρά που θα επιχειρήσει είτε το ένα είτε το άλλο. Σε αυτόν το μηχανισμό μπορούν να εμπλακούν τόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ όσο και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν θα υπεισέλθω φυσικά σε λεπτομέρειες αλλά σε αυτό το πλαίσιο καθησυχάζονται οι ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων.
Φίλες και φίλοι,
Οι πολυετείς προσπάθειες για λύση του Κυπριακού έχουν πλέον εισέλθει στο τελικό στάδιο, όπου υπάρχουν προχωρημένες συγκλίσεις στα κεφάλαια της εσωτερικής πτυχής και για πρώτη φορά έχουμε χάρτες στο εδαφικό και την Τουρκία στο τραπέζι για συζήτηση του θέματος της ασφάλειας. Θα ήταν πραγματικά κρίμα η εμπλοκή που υπάρχει αυτή την ώρα να οδηγήσει σε ναυάγιο τη διαπραγματευτική διαδικασία. Επιβάλλεται να βρεθεί τρόπος συνέχισης της προσπάθειας και ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος είναι αυτός που ανέλυσε ο Άντρος και επεξήγησα στη συνέχεια κατά πιο λεπτομερή τρόπο. Είναι ο δρόμος προς τη συμφιλίωση και τη συνολική διευθέτηση. Ο άλλος δρόμος είναι εκείνος του αδιεξόδου και της κατάρρευσης της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Δυστυχώς, η μεν ελληνοκυπριακή πλευρά διστάζει να ζητήσει συζήτηση των βασικών εκκρεμοτήτων ως πακέτο αφήνοντας την εκτελεστική εξουσία για το τέλος ενώ η τουρκοκυπριακή πλευρά απαιτεί επιλεκτική κατά προτεραιότητα συζήτηση μόνο των θεμάτων που ενδιαφέρουν την ίδια, δηλαδή της εκ περιτροπής προεδρίας και της αποτελεσματικής συμμετοχής της σε όλα τα όργανα και αποφάσεις σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Με αυτά τα δεδομένα η εμπλοκή εξακολουθεί να υπάρχει.
Ανεξαρτήτως της κρίσιμης κατάστασης που έχει δημιουργηθεί κατά το τελευταίο διάστημα, το ΑΚΕΛ είναι αποφασισμένο να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για λύση του Κυπριακού πάντα στη βάση αρχών και του συμφωνημένου πλαισίου. Γιατί, όπως διακηρύξαμε κατ’ επανάληψη, για εμάς σημασία έχουν οι επόμενες γενιές και όχι οι επόμενες εκλογές.