Το Σύνταγμα του 1960 και οι βελτιώσεις που προκύπτουν μέσα από τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ομοσπονδία
της Σταύρης Καλοψιδιώτου
(Διδάκτωρ Διεθνούς Δικαίου, μέλος Κ.Ε. ΑΚΕΛ)
Έχουν ήδη συμπληρωθεί 60 και πλέον χρόνια από την υιοθέτηση του πλέγματος των Συμφωνιών του 1960 με τις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία απέκτησε την ανεξαρτησία της, με τους γνωστούς περιορισμούς και τις διεθνείς δουλείες που της επιβλήθηκαν. Από πολύ νωρίς αποδείχτηκε ότι το συνταγματικό πλαίσιο, που επιβλήθηκε στην κυπριακή πολιτεία και το λαό του νησιού ήταν πηγή σοβαρών τριβών ανάμεσα στις δύο κοινότητες – ένεκα περιεχομένου, αλλά και καταστροφικής εμμονής στα ιδεολογήματα της «Ένωσης» και του «Ταξίμ» στην ελληνοκυπριακή και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα αντίστοιχα – καθώς επίσης και δούρειος ίππος για την παράνομη εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974. Έκτοτε, μετρούμε 47 χρόνια κατάφωρης παραβίασης της διεθνούς νομιμότητας εις βάρος της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία και πολλές αποτυχημένες διαπραγματευτικές προσπάθειες απαλλαγής από την κατοχή και επανένωσης του νησιού.
Στρατηγικός στόχος της ελληνοκυπριακής πλευράς, αλλά και συμφωνημένη βάση λύσης του Κυπριακού δια μέσου των Συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου του 1977 και 1979 παραμένει η δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία. Επιπρόσθετα, η σχέση των δύο κοινοτήτων θα εδράζεται στην πολιτική ισότητα, η οποία και θα αποτελεί προσαρμογή του δικοινοτισμού του Συντάγματος του 1960, στις συνθήκες ενός ομοσπονδιακού κράτους, στη βάση του ορισμού που δόθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) το 1990. Παρότι σε διαφορετικές φάσεις του Κυπριακού και των διαπραγματεύσεων η τουρκική πλευρά και η τουρκοκυπριακή ηγεσία επιχείρησαν να μετατοπίσουν τη βάση λύσης στην κατεύθυνση της συνομοσπονδίας και των δύο κρατών, στις δύο περιπτώσεις που οι διαπραγματεύσεις είχαν διανοίξει ως προοπτική την προσέγγιση μιας θετικής κατάληξης αυτή εδραζόταν στη συμφωνημένη βάση λύσης. Ταυτόχρονα, αυτό που καταγράφεται πλέον ως σημαντικό γεγονός είναι ότι μέρος του διαπραγματευτικού κεκτημένου, που δημιουργήθηκε από το 2008 μέχρι και το ναυάγιο στο Κραν Μοντάνα το 2017, το σημαντικότερο μέρος του οποίου αποτελούν οι συγκλίσεις Χριστόφια – Ταλάτ, επιφέρει βελτιώσεις σε μείζονες προβληματικές ρυθμίσεις του Συντάγματος του 1960.
Α. Το πλέγμα των Συμφωνιών του 1960
Οι ιστορικές συνθήκες, μέσα στις οποίες συμφωνήθηκε το Σύνταγμα του 1960, το οποίο συνεχίζει να ισχύει σήμερα μέσα από τις αλλαγές που επέφερε το δίκαιο της ανάγκης, είναι καλά γνωστές. Τα αδιέξοδα του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ, με απώτερο στόχο την ένωση με την Ελλάδα, πολύ νωρίς έδωσαν στους Βρετανούς – παρότι η ανθρωπότητα βρισκόταν σε μια περίοδο, που το τέλος της αποικιοκρατίας σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου ήταν πλέον ορατό – τη δυνατότητα να απεργάζονται τρόπους διατήρησης της παρουσίας τους στην Κύπρο. Ακριβώς επειδή η Κύπρος αντιμετωπιζόταν ως προκεχωρημένο φυλάκιο στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να χαθεί μαζί με το τέλος της αποικιοκρατικής διοίκησης του νησιού. Αποκορύφωμα των βρετανικών μεθοδεύσεων ήταν η σύγκληση της διάσκεψης Ελλάδας και Τουρκίας στη Ζυρίχη, που κατέληξε στη συμφωνία της 11ης Φεβρουαρίου 1959, στην απουσία εκπροσώπων του κυπριακού λαού. Μέρος της συμφωνίας της Ζυρίχης ήταν και η πρόνοια για υπογραφή των Συνθηκών Εγγύησης και Συμμαχίας, που μαζί με τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης υπογράφηκαν στη διάσκεψη του Λονδίνου μια βδομάδα αργότερα, στις 19 Φεβρουαρίου 1959.
Μέσα σε ένα δύσκολο πολιτικό τοπίο, αφού δεν είχε ξεθυμάνει η επιθυμία μεγάλης μερίδας των Ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα, το ΑΚΕΛ με απόφαση της Κ.Ε. το Σεπτέμβρη του 1958 είχε ήδη ταχθεί υπέρ της λύσης ανεξαρτησίας. Η δεδηλωμένη προσήλωση του Κόμματος στην προάσπιση της ανεξαρτησίας της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας, εκφράστηκε ρητώς και μετά τη συνομολόγηση των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, στην απόφαση της Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, που συνήλθε στις αρχές του Μάρτη του 1959,[1] όπου καταγράφεται: «Μέσα στις νέες συνθήκες που δημιουργεί η συμφωνία της Ζυρίχης, καλούμαστε να δουλέψουμε εποικοδομητικά και να συμβάλουμε με τη θετική και δραστήρια συμμετοχή μας στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική άνοδο και προκοπή του τόπου μας». Υπογραμμίζοντας όμως πως «Κάτω από το νέο καθεστώς που επιβάλλει η συμφωνία Ζυρίχης – Λονδίνου βασική επιδίωξη του Κυπριακού λαού παραμένει η ολοκλήρωση του Ανεξάρτητου, Ελεύθερου, Δημοκρατικού και Ειρηνικού μέλλοντος του». Αυτή η τελευταία επισήμανση αναφορικά με την ανάγκη συνέχισης του αγώνα για ευόδωση των επιδιώξεων του κυπριακού λαού, δεν ήταν διόλου τυχαία. Εφόσον στο μεγαλύτερο μέρος της εν λόγω απόφασης αναλύονται ενδελεχώς και αξιολογούνται οι ρυθμίσεις των Συμφωνιών και των Συνθηκών ως επιβλήθηκαν, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «Για τον κυπριακό λαό είναι καθαρό πως την ανεξαρτησία που δίδεται στην Κύπρο την ακρωτηριάζουν σε σοβαρό βαθμό μια σειρά απαράδεκτοι όροι και περιορισμοί».
Η Συμφωνία της Ζυρίχης
Κρινόμενη υπό το φακό του δημοσίου διεθνούς δικαίου, αλλά και της διεθνούς πρακτικής, η συνομολόγηση αυτής της Συμφωνίας έπασχε σημαντικά. Το γεγονός πως όλα της τα άρθρα ρύθμιζαν ζητήματα που άπτονταν εσωτερικών θεμάτων του υπό σύσταση κυπριακού κράτους (πολίτευμα, πολιτειακή δομή, δικαστικό σύστημα, τοπική αυτοδιοίκηση), στην απουσία των εκπροσώπων του κυπριακού λαού, αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της αρχής της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών.
Ταυτόχρονα, προνοούσε για την ύπαρξη θεμελιωδών άρθρων, ρυθμίσεων δηλαδή που δεν μπορούν να αλλάξουν στο διηνεκές. Η απαγόρευση της δυνατότητας τροποποίησης άρθρων του Συντάγματος, με απόφαση μάλιστα τρίτων, έπασχε από κάθε ενδεχόμενη τεκμηρίωση. Αφού μέχρι τότε τέτοιοι περιορισμοί επιβάλλονταν μόνο όπου αποφασίζονταν κυρώσεις για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, σε μικρή έκταση και με αποκλειστικό στόχο την αποφυγή επανάληψης ανάλογων ενεργειών (π.χ. Γερμανία και Ιαπωνία, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος). Η εν λόγω στρέβλωση συνιστά ταυτόχρονα προσέγγιση αντιδραστική ως προς τη σχέση των νόμων και του Συντάγματος με το εποικοδόμημα. Όπως πολύ ορθά εντόπιζε ο Μαρξ, το Σύνταγμα ενός κράτους αποτελεί μέρος του εποικοδομήματος και ως τέτοιο πρέπει να μπορεί να προσαρμόζεται σε σοβαρές κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που συντελούνται. Το απαράδεκτο αυτής της πρακτικής εντοπίζεται ταυτόχρονα στη μεγάλη έκταση των θεμελιωδών άρθρων, που κάλυπταν περίπου το ¼ των άρθρων του Συντάγματος και στο περιεχόμενό τους εφόσον περιλάμβαναν μεταξύ άλλων τα σκληρά και απροσπέλαστα βέτο, τις χωριστές πλειοψηφίες στη Βουλή, την ύπαρξη ξένου προέδρου του Συνταγματικού Δικαστηρίου, τη θεσμοθέτηση χωριστών Δήμων. Εκείνες δηλαδή τις ρυθμίσεις, που όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και εκ της ιστορικής εμπειρίας έχουν κριθεί ως στοιχεία, που συντηρούν το διαχωρισμό του κυπριακού λαού σε εθνοτική/κοινοτική βάση και υποδαυλίζουν τα πολιτειακά αδιέξοδα – εξασφαλίζοντας παράλληλα στους εμπνευστές τους τη δυνατότητα του «διαίρει και βασίλευε».
Όπως στοιχειοθετείται μέσα από σειρά αρχείων και μαρτυριών πρωταγωνιστών της τότε εποχής, η περίληψη πρόνοιας στη Συμφωνία της Ζυρίχης για σύναψη των Συνθηκών Εγγύησης και Συμμαχίας – που υπογράφηκαν μόνο τυπικά από τους εκπροσώπους του κυπριακού λαού αργότερα στο Λονδίνο – συντελέστηκε υπό καθεστώς πιέσεων και απειλών. Η εκβιαστική εξασφάλιση της συναίνεσης ενός κράτους στην υπογραφή μιας συμφωνίας αντιστρατεύεται το γράμμα και το πνεύμα της Συνθήκης της Βιέννης για τις Διεθνείς Συμβάσεις, η οποία στο άρθρο 52 προνοεί: «Κάθε συνθήκη είναι άκυρη αν η σύναψη της έγινε με απειλή ή χρήση βίας κατά παραβίαση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου, όπως αυτές περιέχονται στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Δεδομένου ότι ο ορισμός της βίας δεν περιορίζεται στη στρατιωτική βία, αλλά περιλαμβάνει πρόσθετες μορφές εξαναγκασμού, πολιτικού και οικονομικού, ουδεμία αμφιβολία μπορεί να υπάρξει ως προς τη βάσιμη αμφισβήτηση της εγκυρότητάς τους. Πολύ περισσότερο που η θέση πως υπήρξαν προϊόν απειλής χρήσης βίας, τεκμηριώνεται και εκ του περιεχομένου τους, εφόσον κανένα κράτος δεν επιλέγει ελεύθερα ετεροβαρείς συμφωνίες και τη διαιώνιση της αποικιοκρατικής παρέμβασης στα εσωτερικά του.
Η Συνθήκη Εγγύησης
Παρά το γεγονός ότι τυπικά η Συνθήκη Εγγύησης εγγυάται την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και ασφάλεια, καθώς και τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην πραγματικότητα είναι εξ ορισμού ετεροβαρής. Ακριβώς γιατί σε περίπτωση παραβίασής της, τρίτες χώρες, οι εγγυήτριες δυνάμεις αποκτούν απαράδεκτα επεμβατικά δικαιώματα. Σε πρώτο στάδιο υποχρεούνται να διαβουλεύονται και αν δεν καταστεί δυνατή η ανάληψη κοινής ενέργειας, καθεμιά χωριστά αποκτά δικαίωμα να ενεργήσει με μοναδικό σκοπό την επαναφορά της κατάστασης που εγγυάται η Συνθήκη. Σε αντιδιαστολή με τις αβάσιμες ερμηνευτικές προσπάθειες της Τουρκίας, σε καμιά περίπτωση η Συνθήκη Εγγύησης δεν παραχωρεί δικαίωμα μονομερούς χρήσης βίας. Το οποίο και να προβλεπόταν δεν θα είχε καμία ισχύ, αφού μια τέτοια πρόνοια θα ερχόταν σε αντιδιαστολή με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, που απαγορεύει τη χρήση βίας εκτός στις περιπτώσεις στις οποίες τεκμηριώνεται το δικαίωμα της αυτοάμυνας ή η απόφαση λαμβάνεται από το Συμβούλιο Ασφαλείας δυνάμει του Κεφαλαίου 7. Επιπρόσθετα, το άρθρο 53 του Καταστατικού Χάρτη προνοεί ότι «δεν θα λαμβάνεται καμία εξαναγκαστική ενέργεια δυνάμει περιφερειακών συμφωνιών ή από περιφερειακές οργανώσεις χωρίς την εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας» (άρθρο 53). Όσο αφορά δε τις υποχρεώσεις, που προκύπτουν από τον Καταστατικό Χάρτη, το άρθρο 103 διευκρινίζει ότι όπου υπάρχει σύγκρουση με υποχρεώσεις, που απορρέουν από οποιαδήποτε άλλη συμφωνία των κρατών-μελών, «θα υπερισχύουν οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από το Χάρτη». Επιπρόσθετα, η απαγόρευση της χρήσης βίας συνιστά αναγκαστικό κανόνα (jus cogens) του διεθνούς δικαίου και ως εκ τούτου καμία πρόνοια καμιάς συμφωνίας δεν θα μπορούσε να απολαμβάνει υπέρτερη ισχύ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 53 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών προνοεί ότι «Άκυρη είναι κάθε συνθήκη, που κατά το χρόνο της συνομολόγησής της συγκρούεται με αναγκαστικό κανόνα του γενικού Διεθνούς Δικαίου».
Η Συνθήκη Συμμαχίας
Η θεσμοθέτηση ενός κοινού αμυντικού τόξου Κύπρου, Ελλάδας και Τουρκίας, με τη δημιουργία των στρατιωτικών αποσπασμάτων της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΙΚ στην Κύπρο, όπως προνοούσε η Συνθήκη Συμμαχίας, δεν αποτελεί εξαίρεση στις ετεροβαρείς συμφωνίες, που επιβλήθηκαν στο νεοσύστατο κράτος. Απόδειξη του ότι και η Συνθήκη Συμμαχίας αποτέλεσε μέρος της συνολικότερης προσπάθειας υπαγωγής της Δημοκρατίας υπό την επιρροή των λεγόμενων μητέρων – πατρίδων και δεν αποσκοπούσε στην προστασία της Δημοκρατίας, συνιστά το γεγονός ότι αυτές υπήρξαν και οι μόνες, που διαδραμάτισαν έναν εξόχως αποσταθεροποιητικό ρόλο στην Κύπρο.
Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης
Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης τυπικά εγκαθίδρυσε την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά στην πράξη ρυθμίζει το καθεστώς των βρετανικών βάσεων, που αναλογικά είναι από τις μεγαλύτερες σε έκταση στον κόσμο, από τις μόνες που θεωρούνται κυρίαρχες, από τις λίγες που δεν πληρώνουν οτιδήποτε στο κράτος που τις «φιλοξενεί» (από το 1965 και μετά με το πρόσχημα ότι η χορηγία έπρεπε να δίνεται χωριστά στις δύο κοινότητες) και από τις πολύ λίγες των οποίων το καθεστώς δεν οροθετείται χρονικά.
Η θεώρησή τους ως κυρίαρχες, συνιστά μια κατάσταση, που δεν είναι συνήθης στη διεθνή πρακτική. Το νομικό καθεστώς, που αποδίδεται στις βάσεις, ουδόλως συνάδει με τη διεθνή νομιμότητα, εφόσον ο αποκλεισμός εδαφών – που συνδέονται με το γηγενή πληθυσμό και την ιστορία του τόπου – κατά το στάδιο της από-αποικιοποίησης και μέσα από συμφωνίες, που δεν διαπραγματεύτηκε δια των εκπροσώπων του, αλλά του επιβλήθηκαν εκβιαστικά, αποτελεί παραβίαση της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών (κατά τη διαδικασία της από-αποικιοποίησης), καθώς και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Σε πρόσφατη γνωμοδότηση, που εξέδωσε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δικαίωσε το Μαυρίκιο με το επιχείρημα ότι μέρος των εδαφών του παρέμεινε υπό την κυριαρχία της Βρετανίας κάτι που παραβιάζει ακριβώς τις αρχές της από-αποικιοποίησης και της εδαφικής ακεραιότητας. Ταυτόχρονα, το σύστημα των διομολογήσεων και της εξωεδαφικότητας, που επιβλήθηκαν και προσδίδουν περαιτέρω αρνητικό περιεχόμενο στη λεγόμενη «κυριαρχία» των βρετανικών βάσεων, εφόσον προνοούν την παραχώρηση στους Βρετανούς πολίτες ιδιαίτερων δικαιωμάτων και την εξομοίωση του εδάφους των βάσεων με εκείνο της Βρετανίας, αμφισβητείται έντονα από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου καθότι επιτείνει επί της ουσίας τη συνέχεια του αποικιοκρατικού καθεστώτος των βάσεων.
Ως προκύπτει, η αμφισβήτηση της εγκυρότητα των Συνθηκών υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου είναι εξολοκλήρου βάσιμη. Η εγκυρότητά τους όμως δεν πρέπει να συγχέεται με την ισχύ τους, νοουμένου ότι η ακύρωσή τους μπορεί να προκύψει μόνο μετά από τις προβλεπόμενες διαδικασίες αμφισβήτησής τους. Όπως προβλέπει η Συνθήκη της Βιέννης, η παραβίαση αναγκαστικού κανόνα του Διεθνούς Δικαίου παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος, που την επικαλείται, να μπει σε διάλογο με τα συμβαλλόμενα μέρη, επιχειρώντας την εξάλειψη της παρανομίας. Αν οι διαπραγματεύσεις δεν τελεσφορήσουν, τότε μπορούν να ενεργοποιηθούν άλλες ειρηνικές διαδικασίες επίλυσης διαφορών, που προβλέπονται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, περιλαμβανομένης της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Κατ’ αναλογία ούτε και η ουσιώδης παραβίαση του περιεχομένου των Συνθηκών οδηγεί σε αυτόματο τερματισμό της ισχύος τους, αλλά συνιστά επαρκή νομική βάση για την αμφισβήτησή τους και επίλυση της διαφοράς που προκύπτει.
Αυταπόδεικτα, οι διαδικασίες που περιγράφονται είναι δύσκολες, χρονοβόρες και αβέβαιης κατάληξης. Η σύνθετη διαδικασία αναδιαμόρφωσης των σοβαρών αρνητικών στοιχείων του πλέγματος των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, των χωριστικών προνοιών, που έθρεψαν ακραίες προσεγγίσεις και συμπεριφορές ανάμεσα στο λαό και την πολιτική ηγεσία, της ακρωτηριασμένης ανεξαρτησίας, που μας παραχωρήθηκε με σωρεία ετεροβαρών ρυθμίσεων, οι οποίες παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο και παρέχουν ρυθμιστικό ρόλο και δυνατότητες παρέμβασης σε τρίτα κράτη, επιβεβαιώνει την ορθότητα της προσέγγισης του ΑΚΕΛ για προσπάθεια βελτίωσής τους μέσα από τη δυνατότητα, που ξεδιπλώνεται μέσα από τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού.
Β. Βελτιώσεις μέσα από την ομοσπονδιακή μετεξέλιξη
Η ομοσπονδοποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως η συμφωνημένη μορφή της επιδιωκόμενης λύσης- η οποία βέβαια για να έχει σκοπό και αντικείμενο πρέπει να συνοδεύεται από τον τερματισμό της παρουσίας κατοχικών στρατευμάτων και την οριστική επίλυση καίριων ζητημάτων, που αναλύονται πιο πάνω – αποτελεί τον μοναδικό εφικτό συμβιβασμό ανάμεσα στις κεντρόμολες και φυγόκεντρες προσεγγίσεις για τη συνολική διευθέτηση. Είναι δηλαδή ο μοναδικός κοινά αποδεκτός συμβιβασμός ανάμεσα στη θέση για ένα κράτος και στη θέση για συνομοσπονδία ή δύο κράτη.
Η υιοθέτηση ομοσπονδιακής πολιτειακής δομής δεν αποτελεί ξένη προς τη διεθνή πρακτική επιλογή. Αντίθετα, συνιστά μια υπαλλακτική επιλογή έναντι του ενιαίου κράτους, η οποία παρέχει στα κράτη, που την υιοθετούν τη δυνατότητα να ρυθμίσουν εσωτερικά προβλήματα. Η διαφορετικότητα των λόγων, που οδηγούν κατά περίπτωση στη δημιουργία ομοσπονδίας, που στην επιχειρούμενη περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η επίλυση εθνικού προβλήματος, καθορίζει ακριβώς και τις ιδιομορφίες, που χαρακτηρίζουν κάθε μία από αυτές. Στην περίπτωση της Κύπρου αυτές οι ιδιομορφίες θα είναι ο δικοινοτισμός και η διζωνικότητα. Αφού από το 1960 το ίδιο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας αναγνωρίζει το δικοινοτισμό – δηλαδή την αποτελεσματική συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων στα βασικά όργανα εξουσίας και στη λήψη αποφάσεων από αυτά – ενώ μετά τη βίαιη μετακίνηση πληθυσμών, που ολοκληρώθηκε με την παράνομη τουρκική εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή αυτές οι δύο κοινότητες ζουν πλέον σε δύο συμπαγείς γεωγραφικές περιοχές.
Δημήτρης Χριστόφιας και Μεχμέτ Αλί Ταλάτ
Η επιλογή της ομοσπονδιακής πολιτειακής δομής, πέραν από έναν αναγκαίο συμβιβασμό προκειμένου να αποφευχθεί η οριστική διχοτόμηση, προσφέρει και τα εχέγγυα για αποφυγή των αδιεξόδων, που προκαλούσαν εσωτερικές ρυθμίσεις του Συντάγματος του 1960.
Πρώτον, υπάρχουν συγκλίσεις, που προνοούν για την αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στα βασικά όργανα εξουσίας και λήψης αποφάσεων του κεντρικού κράτους, γεγονός που απαντά σε πάγιες ανησυχίες τους και διευκολύνει τη διαπραγματευτική μας θέση σε άλλα ζητήματα, π.χ. ασφάλεια. Ταυτόχρονα, η μεθοδολογία, που υιοθετούν οι σχετικές συγκλίσεις βοηθά στην αντιμετώπιση των απόλυτων κοινοτικών διαχωρισμών του 1960 και επιτρέπει την ομαλή λειτουργία των δομών του κράτους. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της εκτελεστικής εξουσίας με τις σχετικές συγκλίσεις για εκ περιτροπής προεδρία με σταθμισμένη και διασταυρούμενη ψήφο, για τη λήψη αποφάσεων από το Υπουργικό (7:4) και τη μία θετική ψήφο να αντικαθιστά τα άκαμπτα βέτο του 1960, πολύ περισσότερο που και σε περίπτωση διαφωνίας και των τεσσάρων Τουρκοκύπριων Υπουργών θα τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός επίλυσης αδιεξόδου. Η ύπαρξη αποτελεσματικών μηχανισμών επίλυσης αδιεξόδων για όλα τα βασικά όργανα εξουσίας, που δεν προνοούνται στο υφιστάμενο Σύνταγμα, αντιμετωπίζει εξολοκλήρου μια από τις βασικότερες αιτίες για τα παρατεταμένα και σημαντικά αδιέξοδα του παρελθόντος.
Δεύτερο, θα καταργηθούν πλήρως ή σχεδόν ολοκληρωτικά τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος, ώστε οι δύο κοινότητες να μπορούν από κοινού να το τροποποιούν και να το διανθίζουν κατά τρόπο, που να συνάδει με τις θεμελιακές ανάγκες της κοινωνίας.
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι βελτιώσεις, που αφορούν τις διεθνείς πτυχές των Συμφωνιών του 1960. Κατά την τελευταία διαπραγματευτική διαδικασία στο Κραν Μοντανά το 2017, όπως κατέγραψε στην Έκθεσή του, που ακολούθησε, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, εκφράστηκε η δέσμευση όλων των εγγυητριών δυνάμεων να εξεύρουν αμοιβαία αποδεκτές λύσεις στα ζητήματα τις ασφάλειας και των εγγυήσεων. Ο ίδιος μάλιστα – με τη σημασία που αποδίδεται στις τοποθετήσεις του ως εντολοδόχου του διεθνούς οργανισμού – υιοθετώντας την πάγια θέση της Ελληνοκυπριακής πλευράς δεν δίστασε να επαναλάβει στις τοποθετήσεις του ότι ο εν λόγω θεσμός του 1960 συνιστά αναχρονισμό. Το πλέον σημαντικό όμως, το οποίο επιβεβαιώνουν διάφορες πηγές περιλαμβανομένης της δημόσιας τοποθέτησης του τότε Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Νίκου Κοτζιά, είναι πως μέχρι και την έναρξη του καταληκτικού δείπνου η τουρκική πλευρά δήλωνε στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ πως συζητούσε τον τερματισμό της Συνθήκης Εγγύησης. Θέση στην οποία είχαν ήδη δεσμευτεί οι άλλες δύο εγγυήτριες δυνάμεις και την οποία περιέλαβε στις θέσεις που υπέβαλε ο κ. Γκουτέρες, όπως επιβεβαιώνεται μέσα από τη συνολική θεώρηση του Πλαισίου των Έξι Σημείων και του εγγράφου για το μηχανισμό εφαρμογής της λύσης. Συγκεκριμένα, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ είχε εντάξει στο Πλαίσιο του τη θέση για αντικατάσταση του υφιστάμενου συστήματος εγγυήσεων από ένα μηχανισμό εφαρμογής της λύσης, ο οποίος παρουσιάστηκε εγγράφως στο δείπνο και δεν περιλάμβανε ούτε εγγυήσεις, ούτε επεμβατικά δικαιώματα. Αν λοιπόν ισχύσουν τα πιο πάνω, η Συνθήκη Εγγύησης και τα όποια επεμβατικά δικαιώματα θα καταργηθούν, με τις εγγυήτριες δυνάμεις να έχουν συμβουλευτικό ρόλο και μόνο κατά την περίοδο εφαρμογής της λύσης. Όσο αφορά δε τη Συνθήκη Συμμαχίας, στη χειρότερη περίπτωση θα μετατραπεί από αορίστου χρόνου σε ορισμένης διάρκειας και η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης θα παραμείνει μεν σε ισχύ, αλλά με επιστροφή των μισών εδαφών που καταλαμβάνουν σήμερα οι βρετανικές βάσεις, αν υλοποιηθεί η δέσμευση που επαναλαμβάνει η Βρετανία από το 2004 και μετά.
Το στοιχείο, που δυστυχώς υπολείπεται προκειμένου να καταστεί εφικτή η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ομοσπονδία με εκείνες τις βελτιώσεις, που έχουν συμφωνηθεί και είναι απαραίτητες για ένα σύγχρονο και λειτουργικό κράτος, πλήρως απεξαρτημένο από τα αποικιοκρατικά δεσμά του παρελθόντος, είναι η πολιτική βούληση. Αυτό επιβεβαιώνουν δυστυχώς οι αδιέξοδες περιπλανήσεις των τελευταίων χρόνων από τον κ. Αναστασιάδη, η προκλητική επιμονή του Ερσίν Τατάρ και της Τουρκίας σε λύση δύο κρατών και οι επικίνδυνες ιδέες τρίτων, με τις οποίες επανανοίγουν σημαντικές συγκλίσεις προς όφελος των απαράδεκτων τουρκικών θέσεων. Την ώρα που, όπως αποδείχτηκε κατά την τελευταία επίσημη Διάσκεψη για την Κύπρο στο Κραν Μοντανά, το διαπραγματευτικό κεκτημένο, που είχε διαμορφωθεί ήταν τέτοιο ώστε ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών δεν δίστασε να καταγράψει ότι είχαμε βρεθεί ένα μίλι μακριά από μια ιστορική εξέλιξη. Είναι λοιπόν η αξιοποίηση αυτού του κεκτημένου – το οποίο περιλαμβάνει σημαντικές βελτιώσεις σε προβληματικές ρυθμίσεις, που μας κληροδοτήθηκαν από το 1960 – και όχι η εγκατάλειψή του, ο δρόμος που μπορεί να οδηγήσει σε μια λύση, που θα μας απαλλάσσει από την κατοχή, θα επανενώνει τον τόπο και θα καθιστά την κυπριακή πολιτεία πραγματικά λειτουργική και πλήρως απαλλαγμένη από τις καταστροφικές και αναχρονιστικές διεθνείς δουλείες, που της επιβλήθηκαν το 1960.
[1] Στις 7 Μαρτίου 1959 ο ΓΓ του ΑΚΕΛ Εζεκίας Παπαϊωάννου προέβη σε μία εκτενή δήλωση αναφορικά με το περιεχόμενο των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για απόφαση της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ, που παρουσιάστηκε κατ’ αυτό τον τρόπο επειδή το κόμμα βρισκόταν τότε ακόμη στην παρανομία.