Home  |  Ενημέρωση   |  Αρθρογραφία   |  Τρία συμπεράσματα και ένας προβληματισμός για τα σχέδια της ΕΚΤ, του Χάρη Πολυκάρπου

Τρία συμπεράσματα και ένας προβληματισμός για τα σχέδια της ΕΚΤ, του Χάρη Πολυκάρπου

ΧΑΡΗΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥΗ Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε προσφάτως να προσθέσει ακόμα δύο σχέδια για στήριξη της ρευστότητας προς τις τράπεζες της Ευρωζώνης, αυτή τη φορά συμπεριλαμβάνοντας και τις Ελληνικές και Κυπριακές τράπεζες .

Τα δύο σχέδια συμπληρώνουν τις προσπάθειες που κάνει η ΕΚΤ για αναθέρμανση της ασθενούσας ευρωπαϊκής οικονομίας. Είχε προηγηθεί η παροχή περίπου €350 δις προς τις τράπεζες το 2011, μεσούσης της κρίσης στην Ευρωζώνη. Το καλοκαίρι έγινε η πρώτη από τις οκτώ προγραμματισμένες πράξεις μακροχρόνιας ρευστότητας προς τα τραπεζικά ιδρύματα, παρέχοντας σε αυτά €82 δις. Η ΕΚΤ στοχεύει στην παροχή ρευστότητας ύψους €1 τρις προς τον τραπεζικό τομέα.

Γιατί; Διότι βλέπει την ασθενική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, εντοπίζει την απουσία επενδύσεων στην πραγματική οικονομία. Ο πληθωρισμός είναι πολύ πιο κάτω από τον στόχο του 2% και το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ βρίσκεται στο χαμηλότερο ιστορικά επίπεδο, ενδείξεις που μεταφράζονται σε μειωμένες προσδοκίες ανάπτυξης στο μέλλον.

Συμπέρασμα πρώτο, τα φαινόμενα ύφεσης και στασιμότητας είναι το αποτέλεσμα των πολιτικών και οικονομικών επιλογών των ευρωπαϊκών ελίτ. Αυτές οι επιλογές όχι μόνο δεν απέδωσαν αλλά αναγκάζουν σήμερα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επιστρατεύει μεθόδους που η ίδια μέχρι πρότινος χαρακτήριζε ως ανορθόδοξες.

Γιατί μας αφορά αυτή η απόφαση; Διότι τα σχέδια αναστέλλουν την μέχρι τώρα απαγόρευση της ΕΚΤ να δεχθεί ως εγγύηση δάνεια, που αξιολογούνται ως «σκουπίδια» από τους οίκους αξιολόγησης, δίνοντας της ευκαιρία στις Ελληνικές και Κυπριακές τράπεζες να αξιοποιήσουν ομαδοποιημένα δάνεια για να αντλήσουν δανεισμό από την ΕΚΤ. Είναι προς όφελος μας; Τα αποτελέσματα θα το δείξουν ωστόσο είναι βέβαιο ότι η παροχή τόσο μεγάλης ρευστότητας από την ΕΚΤ προς τις τράπεζες, κυρίως του Νότου, θα εντείνει την εξάρτηση των τραπεζών από την ΕΚΤ. Στην περίπτωση της Κύπρου δε, τα σχέδια αυτά θα μπορούσαν να παρέχουν ρευστότητα στο βαθμό που υπάρχουν διαθέσιμα δάνεια προς εγγύηση.

Η Τράπεζα Κύπρου για παράδειγμα δεν είναι βέβαιο ότι θα διοχετεύσει την ρευστότητα που θα αντλήσει στην πραγματική οικονομία. Δεν το έπραξε άλλωστε ούτε στην περίπτωση της πρόσφατης αύξησης κεφαλαίου αφού τα λεφτά πήγαν στον ELA, παρά τις δεσμεύσεις του υπουργού Οικονομικών ότι η αύξηση κεφαλαίου θα ενίσχυε το δανεισμό προς την οικονομία. Δεν το έκανε ούτε όταν η Κυβέρνηση δανείστηκε από τις αγορές για να τα δώσει ρευστότητα στην τράπεζα. Πως λοιπόν θα το πράξει σήμερα αν λάβουμε υπόψη και τα δημοσιεύματα στον τύπο περί δέσμευσης για μείωση του ELA στα €2 δις μέχρι το 2017. Ευλόγως κανείς μπορεί να υπόθεση ότι η όποια ρευστότητα αντληθεί θα διοχετευτεί και πάλι στον ELA.

Επίσης, για τις υπόλοιπες τράπεζες είναι αμφίβολο κατά πόσο η επιπλέον ρευστότητα θα ενισχύσει την οικονομία. Ακόμα και σήμερα οι τράπεζες δηλώνουν ότι διαθέτουν ρευστότητα, την οποία όμως δεν μπορούν να διαθέσουν στην οικονομία λόγω μειωμένης ζήτησης ένεκα του υψηλού κόστους δανεισμού αλλά και της απουσίας αναπτυξιακών προοπτικών.

Συμπέρασμα δεύτερο. Είναι αμφίβολο ότι οι κυπριακές τράπεζες, ακόμα και αν καταφέρουν να αντλήσουν σημαντική ρευστότητα, θα τη διοχετεύσουν στην πραγματική οικονομία και θα ενισχύσουν την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.

Το κυριότερο, με ποιους όρους θα γίνει η διοχέτευση ρευστότητας; Μα βεβαίως με την ύπαρξη επαρκών εγγυήσεων και διασφαλίσεων από τις τράπεζες, στην περίπτωση δε της Κύπρου και της Ελλάδας πιο αυστηρών από την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Σ’ αυτές τις εγγυήσεις περιλαμβάνονται δάνεια. Στεγαστικά, καταναλωτικά, επιχειρηματικά και αλλά σε ομαδοποιημένη – πακετοποιημένη μορφή. Ως εκ τούτου δίνεται πλέον στη διαδικασία των εκποιήσεων συγκεκριμένη μορφή, αυτή της αποξένωσης δανείων από τις κυπριακές τράπεζες προς επενδυτικά ταμεία, μιας και αυτά τα περιουσιακά στοιχεία (πακέτα δανείων) θα μπορούν πλέον να τοποθετηθούν ως εγγυήσεις προς την ΕΚΤ για άντληση ρευστότητας. Κανόνας όμως για να είναι εμπορεύσιμα είναι ότι θα πρέπει να έχουν δυνατότητα εκποίησης για αυτό και η Κυβέρνηση, συνεπικουρούμενη από τις τράπεζες, δεν πρόκειται να αποδεχθεί εξαίρεση των στεγαστικών δανείων από τη διαδικασία των εκποιήσεων.

Συμπέρασμα τρίτο. Η Κυβέρνηση δεν έχει ειλικρινή πρόθεση να προστατέψει την κύρια κατοικία. Διότι αυτή της η «δέσμευση» είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τα όσα εξαγγέλλει η ΕΚΤ. Και επειδή μέχρι σήμερα δεν έχει επιδείξει διάθεση για να διαπραγματευτεί με τους ευρωπαίους εταίρους της δεν πρόκειται να το κάνει ούτε τώρα. Πόσο μάλλον όταν είναι να προστατεύσει τα συμφέροντα των τραπεζών.

Κλείνω με ένα προβληματισμό. Η ΕΚΤ προχωρεί σε μια εξόχως κερδοσκοπική κίνηση ανάλογη με αυτές που προηγήθηκαν της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος στις ΗΠΑ, σε μια ακόμα προσπάθεια να στηρίξει τον τραπεζικό τομέα και να αναθερμάνει την ευρωπαϊκή οικονομία. Μια λύση ενιαία για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Ωστόσο οι αδυναμίες των χωρών του Νότου που είναι σε ύφεση δεν είναι ομοιογενείς, άλλες οι προκλήσεις στην Κύπρο άλλες στην Ελλάδα, άλλες στην Ισπανία. Σε ποιο βαθμό αλήθεια μπορούν καθολικές λύσεις να πετύχουν συνολική βελτίωση των χωρών;

Χάρης Πολυκάρπου

Γραφείο Οικονομικών και Κοινωνικών Μελετών Κ.Ε. ΑΚΕΛ

PREV

Ζητείται αλλαγή πλεύσης από την ΕΕ, του Νεοκλή Συλικιώτη

NEXT

Δεν μπορεί η διεθνής κοινότητα να σφυρίζει αδιάφορα