Ευρωεκλογές 2014- Μια πρώτη ανάγνωση, του Βαλεντίνου Πολυκάρπου
Από το αποτέλεσμα της κάλπης της περασμένης Κυριακής δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι βγήκε είτε κερδισμένος είτε δικαιωμένος. Οι εκλογές διεξήχθηκαν μέσα σε πρωτόγνωρες συνθήκες για την Κύπρο. Συνθήκες βαθιάς οικονομικής ύφεσης, ψηλής και καλπάζουσας ανεργίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους ανθρώπους, σοβαρής μείωσης εισοδημάτων και δυσπραγίας πολλών συμπολιτών μας. Η αβεβαιότητα, η μεγάλη ανησυχία, η απογοήτευση, η σύγχυση, η απαισιοδοξία για τις προοπτικές εξόδου σύντομα από αυτή την κατάσταση, αποτελούν πλέον τα κυρίαρχα συναισθήματα τα οποία διακατέχουν μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας. Αυτό το γεγονός συνέτεινε στην αύξηση της αποχής, η οποία όμως πρέπει να τονίσουμε ότι δεν είναι ένα ομοιογενές φαινόμενο γι’ αυτό και δεν πρέπει να εξάγονται απόλυτα και μονοσήμαντα συμπεράσματα γι’ αυτήν.
Η πολιτική λιτότητας που συνειδητά υιοθετήθηκε και δογματικά εφαρμόζεται ως η μοναδική συνταγή αντιμετώπισης των προβλημάτων μας προκαλεί περισσότερα αδιέξοδα και περαιτέρω συρρίκνωση. Συρρίκνωση της οικονομίας, του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, του δικαιώματος πρόσβασης στην εργασία, του δικαιώματος αξιοπρεπούς διαβίωσης. Συρρίκνωσης, σε πολύ μεγάλο βαθμό, του άλλοτε ψηλού επιπέδου εμπιστοσύνης που παραδοσιακά ο Κύπριος πολίτης επιδείκνυε σε θεσμούς όπως οι πολιτειακοί (κυβέρνηση και πολιτικά κόμματα), θρησκευτικούς (εκκλησία), οικονομικούς (τράπεζες) και κοινωνικούς (μέσα ενημέρωσης). Μαζί με τα πιο πάνω, υπάρχει και η έλλειψη εξελίξεων στο Κυπριακό, γεγονός που επιτείνει τη γενικευμένη απαισιοδοξία που διαχέεται οριζόντια σε ολόκληρη την κοινωνία.
Από αυτό το πλαίσιο της απαξίωσης των πολιτών προς την πολιτική και τους φορείς της, δεν ξέφυγε κανείς. Αυτό αποτελεί ίσως το πρώτο βασικό μήνυμα της περασμένης Κυριακής για το οποίο αξίζει να γίνει ουσιαστικός διάλογος. Βγήκαν τελικά ή όχι, κερδισμένοι ή χαμένοι όσοι από καιρό τώρα -απλά και μόνο γιατί πίστευαν ότι έτσι θα μείωναν πρόσωπα και συγκεκριμένη πολιτική δύναμη- χλεύαζαν τους θεσμούς, επιβράβευαν με τη στάση τους την κάθε ακραία κατάσταση, δυναμίτιζαν τις προσπάθειες μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων; Κερδισμένοι ή χαμένοι όλοι όσοι ανήγαγαν την άρνηση και το λαϊκισμό σε εργαλείο πολιτικής καριέρας; Όλοι όσοι έστηναν και στήνουν μέχρι σήμερα λαϊκά δικαστήρια με ένα και μοναδικό στόχο: να αποσείσουν ευθύνες από τους ώμους τους για να τις μεταθέσουν σε ένα άτομο ή μια παράταξη. Το μόνο που μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι πέτυχαν με τη συμπεριφορά τους είναι να ωθήσουν ακόμη περισσότερο τους συμπολίτες μας να απέχουν από τις κάλπες την περασμένη Κυριακή. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι βγήκε αλώβητος από αυτήν την κατάσταση. Χρειάζεται απλά να ρίξει κανείς μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο τοποθετήθηκαν εκλογικά όσοι τελικά επέλεξαν να ψηφίσουν και θα εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα. Για όσους κρίνονταν καθημερινά και για όσους έκριναν καθημερινά. Για όσους διακήρυσσαν προεκλογικά την «καθαρότητα της υπεροχής τους» και για όσους προσπαθούσαν καθημερινά να πείσουν ότι δεν είναι ελέφαντες.
Από τις συνέπειες αυτής της κατάστασης δεν ξέφυγε ούτε το ΑΚΕΛ. Το κλίμα της οριζόντιας απογοήτευσης και απαξίωσης των πολιτών προς τους πολιτικούς δεν άφησε ανεπηρέαστο το χώρο μας. Είναι με πολύ προβληματισμό που, παρά το υπό τις περιστάσεις ικανοποιητικό αποτέλεσμα, σημειώνουμε τη μείωση της εκλογικής μας δύναμης τόσο σε ποσοστά όσο και σε ψήφους. Παράλληλα όμως έχουμε τη δύναμη μέσα από την αυτοκριτική μας, να δηλώνουμε την αποφασιστικοτητά μας να εργαστούμε με σχεδιασμό και μεθοδικότητα για να μπορέσει η Αριστερά στην Κύπρο να επανακτήσει την απολεσθείσα της δύναμη. Να αποκαταστήσει, να διευρύνει και να ισχυροποιήσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης με την κοινωνία και τους πολίτες. Να αντλεί εντολές πολιτικής από τη συνεχή επαφή του με τους πολίτες και να τις μετουσιώνει σε πολιτική δράση με μαχητικό, ανανεωμένο και σύγχρονο πολιτικό λόγο. Αυτό είναι το μήνυμα της κάλπης για το ΑΚΕΛ. Ότι σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η κοινωνία έχει ανάγκη μια ισχυρή αριστερά η οποία να μπορεί να εκφράζει τις ανησυχίες της. Να μπορεί να τις μετατρέπει σε δράση. Και να εισηγείται λύσεις.
Για τον Συναγερμό και την κυβέρνηση Αναστασιάδη δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί κάτι αντίστοιχο. Ο πήχης της δικής τους εκλογικής αποδοχής τέθηκε προεκλογικά από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη με το κάλεσμα του για ψήφο εμπιστοσύνης στο πρόσωπο και την πολιτική του. Γραμμή την οποία δημόσια υπερασπίστηκαν πανηγυρίζοντας τα στελέχη του ΔΗΣΥ μεταφράζοντας το εκλογικό αποτέλεσμα ως εντολή επιβεβαίωσης για να προχωρήσουν με «συνέπεια, σκληρή και πιο εντατική προσπάθεια και αποφασιστικότητα για τις αλλαγές που χρειάζεται η χώρα μας» (ανακοίνωση εκτελεστικού γραφείου ΔΗΣΥ). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο ΔΗΣΥ βολεύεται να μεταφράζει το αποτέλεσμα των εκλογών ως επιβράβευση της πολιτικής της κυβέρνησης που βρίσκει έκφραση και ανατροφοδοτείται μέσα από το μνημόνιο και τα σκληρά μέτρα που επιβάλλει.
Έχοντας ως άλλοθι το μνημόνιο η κυβέρνηση Αναστασιάδη, χωρίς να εγκαταλείπει την ετσιθελική και αυταρχική της συμπεριφορά, επιμερίζει μεγάλη προσοχή στην απόσπαση κοινωνικής συναίνεσης και στην ελαχιστοποίηση των αντιδράσεων της κοινωνίας απέναντι στις οδυνηρές και αντιλαϊκές πολιτικές που εφαρμόζει. Έτσι μεταφράζουν το ποσοστό που έλαβαν. Χωρίς βεβαίως να μπορούν πραγματικά να απαντήσουν από ποια σύγκριση προκύπτει το συμπέρασμα ότι το ποσοστό των ευρωεκλογών που πήρε το ψηφοδέλτιο ΔΗΣΥ-ΕΥΡΩΚΟ μεταφράζεται σε ψήφο εμπιστοσύνης προς την πολιτική τους. Αυτά του αθροίσματος της εκλογικής δύναμης ΕΥΡΩΚΟ και ΔΗΣΥ στις περασμένες ευρωεκλογές; Μήπως στις πιο πρόσφατες βουλευτικές; Αυτά που πήρε ο Αναστασιάδης στις Προεδρικές εκλογές; Όποια και να είναι η απάντηση τους, βέβαια, η σούμα βγαίνει αρνητική. Αυτή είναι και η αλήθεια της κάλπης στο πλαίσιο που οι ίδιοι έθεσαν προεκλογικά: ότι η διακυβέρνηση Αναστασιάδη – Συναγερμού δεν πήρε τη ψήφο εμπιστοσύνης από αυτούς που τη ζήτησε. Αν ένιωθαν ότι την είχαν δεν θα έκρυβαν το επικαιροποιημένο μνημόνιο μέχρι να περάσουν οι εκλογές. Δεν θα έφερναν με εκβιαστικό τρόπο θέματα στη Βουλή για να τα εγκρίνει κάτω από την πίεση των απειλών. Αν ένιωθαν ότι έχουν τη λαϊκή συναίνεση δεν θα συνέχιζαν να κατέφευγαν στο ευτελές επιχείρημα ότι για όλα φταίει η προηγούμενη κυβέρνηση. Ακόμα και ενάμιση χρόνο αφότου ανέλαβαν την εξουσία. Είναι φανερό ότι οι κυβερνώντες φοβούνται να πουν τις αλήθειες και κρύβονται πίσω από επικοινωνιακά τεχνάσματα και τακτικές για να αποσπούν συναίνεση.