Δεν το περιμέναμε; Του Τάκη Χατζηγεωργίου
Η τελευταία δήλωση του Γενικού Γραμματέα κου Μπαν (πως οι εκλογές στην Eλληνοκυπριακή κοινότητα διέκοψαν την διαπραγματευτική διαδικασία) πέραν από τα αναγκαία διαβήματα, κομμάτων και κυβέρνησης, πρέπει και να προκαλέσει μια αναγκαία συζήτηση. Τίτλος της συζήτησης μπορεί να είναι το αν έπρεπε να το περιμένουμε η όχι! Ίσως όμως να έχει επίσης αξία να διερωτηθούμε λίγο, γιατί το έκαμε. Του ξέφυγε; Το έκαμε σκόπιμα; Ή είπε κάτι που είναι στο υποσυνείδητο του σαν η αλήθεια; Την πρώτη απάντηση την απορρίπτω, ή εν πάση περιπτώσει την βρίσκω να μοιάζει πολύ με την τρίτη. Είτε όμως ο Γενικός Γραμματέας είπε κάτι που βρίσκεται μέσα του, είτε το έκαμε σκόπιμα, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Ο Γενικός Γραμματέας, ο θεματοφύλακας των αρχών του ΟΗΕ και των ψηφισμάτων του, ξεστόμισε αυτό που ακούμε μέρα νύχτα όσοι ταξιδεύουμε ή έχουμε επαφές με την διεθνή διπλωματία. Και όσο εμείς διορθώνουμε, και όσο κατορθώνουμε αυτά τα πράγματα να μην περνούν σε γραπτά κείμενα και αποφάσεις, έχει καλώς. Για πόσο όμως ακόμα;
Η φράση του Γενικού Γραμματέα θεωρώ ότι μας στέλλει ένα εκκωφαντικά δυνατό μήνυμα. Και το μήνυμα αυτό λέει πως ο χρόνος που απομένει, αυτό που μας λεν προφορικά να μας το δώσουν και γραπτώς, τελειώνει. Πιστεύω μάλιστα πως όσο πιο δυνατά φωνάξουμε την αντίδραση μας στη δήλωση, στον ίδιο βαθμό δυνατά, θα μας επιστραφεί πίσω, ξανά και ξανά, σαν ηχώ, η δήλωση του κου Μπαν. Όσο εμείς δυνατά θα φωνάζουμε ´´είσαι ψεύτης κε Μπαν´´ εξ ίσου δυνατά θα μας επιστρέφεται σαν ουρλιαχτό η περιβόητη πια δήλωση.
Τι να κάνουμε είναι το ερώτημα. Ένα μόνο πράγμα. Να κατανοήσουμε βαθιά τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας. Και όσοι καταλήξουν πως η λύση είναι μια αναγκαιότητα, να ανοίξουν το στόμα τους και να το πουν καθαρά σε όσους θεωρούν πως η λύση δεν αποτελεί ανάγκη. Μπορεί κάποιοι δίκαια να αντιτείνουν, πως ναι, αλλά τι θα κάνει η Τουρκία; Είμαι της άποψης, το έχω πει δεκάδες φορές πως η Τουρκία έχει ανάγκη τη λύση. Και αν ήμουν στη θέση του προέδρου της Κύπρου, θα είχα ήδη συζητήσει το θέμα και με τον κο Νταβούτογλου και με άλλους εκπροσώπους της Τουρκίας. Μη με ρωτάτε πως και που. Αυτά είναι πράγματα αναγκαία να γίνουν για να μην βαδίζουμε στα τυφλά. Ναι αλλά ποια λύση θέλει η Τουρκία, μπορεί κάποιος να ξαναρωτήσει.
Αν είμαστε βέβαιοι ότι η Τουρκία δεν θέλει λύση, ή η λύση που θέλει είναι καταστροφική για μας, να το μάθουμε, να το σκεφτούμε, και να το διαλαλήσουμε παντού, διακόπτοντας κάθε επαφή και κάθε συνομιλία. Να θυμόμαστε όμως πως η Ελλάδα έχει Πρέσβη στην Άγκυρα (από το 1974) και πως ο Κώστας Καραμανλής από τα βουνά του Mπούρκερστοκ είχε πει πως ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα (του δημοψηφίσματος) η Ελλάδα θα συνέχιζε να αναπτύσσει τις σχέσεις της με την Τουρκία.
Αν πάλι ξέρουμε ποια λύση θέλει η Τουρκία, να την σταθμίσουμε, να την μετρήσουμε πάνω στα μέτρα του μέλλοντος και να αποφασίσουμε.
Αν ήμουν λοιπόν στη θέση του Προέδρου (πέρα απ τα διαβήματα) θα είχα ήδη ρωτήσει τον κο Μπαν. Γιατί κάνατε τη δήλωση; Ανεξάρτητα από την απάντηση του, εγώ θα ήξερα που πατούσα. Τον δε κο Νταβούτογλου; Ε μην μου πείτε πως ζητώ το αδύνατον! Θα έβρισκε ο καθείς ένα τρόπο να τον κουβεντιάσει.
Κλείνω με το εξής. Όταν χάνουμε τους συνομιλητές μας ένα ένα, όταν τείνουμε να χάσουμε και τα Ηνωμένα Έθνη, όταν οι Έλληνες (ναι οι Έλληνες) μας λεν στο κατ’ ιδίαν αυτό που άρχισαν μερικοί να μας λεν με κάποιο τρόπο δημόσια, ποιαν χρείαν άλλων μηνυμάτων έχουμε, πως είμαστε ήδη πέραν των ορίων. Και όταν προκαλείς τα όρια, ξέρουν κι’ αυτά να προκαλούν πίσω. Κάποτε βίαια.