Η Δικοινοτική Κύπρος
Ηλίας ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Πολιτικός Επιστήμονας, Συντονιστής Γραφείου Επαναπροσέγγισης της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ
Κάθε σύνταγμα δημιουργείται στη βάση του συσχετισμού δυνάμεων τόσο των φορέων που το δημιουργούν, όσο και μιας σειράς κοινωνικών και πολιτικών δυναμικών που έχουν προηγηθεί. Έτσι και η Κυπριακή Δημοκρατία δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της εξίσωσης συμφερόντων των πρώην αποικιοκρατών – της Μ. Βρετανίας, των «μητέρων πατρίδων» – Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά και της ντόπιας άρχουσας τάξης των δύο μεγάλων κοινοτήτων του νησιού. Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε και ο δικοινοτικός χαρακτήρας του Συντάγματος, δηλαδή μια επιδίωξη να χωριστεί η εξουσία μεταξύ των δύο βασικών κοινοτήτων του νησιού, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή.
Αυτό το βασικό χαρακτηριστικό του Συντάγματος του 1960 ιστορικά εύκολα λησμονήθηκε και α-λα-καρτ υπενθυμίζεται, ανάλογα με την πολιτική σκοπιμότητα. Είναι σημαντική μια ιστορική αναδρομή για να κατανοηθεί ποιες δυναμικές δημιούργησαν τον δικοινοτισμό του ’60, αλλά και γιατί ο δικοινοτισμός αποτέλεσε την αχίλλειο πτέρνα των πολιτικών εξελίξεων του τόπου.
Η συνύπαρξη των δύο μεγάλων κοινοτήτων της Κύπρου στην εξουσία του τόπου δεν άρχισε σίγουρα το ‘60. Ήταν μια διαδικασία, που ξεκίνησε αρκετά παλαιότερα. Γι’ αυτό πρέπει να ανατρέξουμε μερικούς αιώνες πίσω…
Οθωμανική περίοδος – Η Εκκλησία της Κύπρου «κράτος εν κράτει»
Παρά το ότι δεν γίνεται παραδεκτό στο επίσημο ε/κ αφήγημα, οι Οθωμανοί για μια σειρά από ιστορικούς, πολιτικούς και διοικητικούς λόγους προσέδωσαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου τεράστιες πολιτικές εξουσίες, σε κάθε επίπεδο. Κατ’ επέκταση αναβάθμισαν τον κοινωνικό και οικονομικό ρόλο των ορθοδόξων ιεραρχών έναντι των Λατίνων, οι οποίοι αποτελούσαν την ηττημένη απερχόμενη άρχουσα τάξη του νησιού. Βέβαια, το χριστιανικό «μιλλέτ» των χριστιανών παρέμενε υποδεέστερο σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου σε σχέση με την άρχουσα μουσουλμανική τάξη.
Όμως είναι καθοριστικό το ότι ο ορθόδοξος χριστιανικός πληθυσμός αναγνωρίζεται ως μια ξεχωριστή οντότητα από το 1660 στην βάση της θρησκευτικής του ιδιότητας, ενώ αναγνωρίζεται ο Αρχιεπίσκοπος και οι τρεις Επίσκοποι ως πολιτικοί αρχηγοί και εκπρόσωποι του. Ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος υπήρξε θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης των Ελλήνων ορθοδόξων Κυπρίων, γενικός φοροεισπράκτορας του νησιού, καθώς και μέρος της εκτελεστικής εξουσίας. Πάντα βέβαια υπό την κυριαρχία του σουλτάνου, ο οποίος πάντα επικύρωνε την εκλογή του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου.
Στο τελευταίο διάστημα της Οθωμανικής περιόδου, μετά τις μεταρρυθμίσεις των Τανζιμάτ (1856) οι δύο κοινότητες μοιράζονται διοικητικά δικαιώματα στο Διοικητικό Συμβούλιο τόσο με τους θρησκευτικούς ηγέτες τους, αλλά και με κοσμικά μέλη. Κατά παρόμοιο τρόπο συμμετέχουν και στο Δικαστικό Συμβούλιο, τα Επαρχιακά Συμβούλια και τα Δημαρχεία.
Αγγλική περίοδος – Διαίρει και βασίλευε
Στην Αγγλική περίοδο ενισχύεται η κοσμική τάξη έναντι του κλήρου, αφού σε όλα τα πολιτικά σώματα οι θέσεις, που αντιστοιχούσαν για Κυπρίους ήταν για αιρετά μέλη. Όμως οι Άγγλοι διατηρούν τον διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων σε όλα τα επίπεδα (Νομοθετικό Συμβούλιο, εκλογικοί κατάλογοι, αστικό δίκαιο) παρά το ότι πλέον οι δύο κοινότητες αποκτούν ίδιο στάτους μεταξύ τους, κάτω από την άρχουσα βρετανική διοίκηση.
Οι Βρετανοί αποικιοκράτες προσπαθούν να διατηρήσουν όμως τέτοιες πολιτικές ισορροπίες, ώστε η διοίκηση τους να είναι αποτελεσματική. Σε αυτό βοηθά η πολιτική κουλτούρα της τουρκοκυπριακής μειοψηφίας, η οποία στο πρώτο διάστημα της Αγγλοκρατίας χαρακτηρίζεται από την προσκόλληση της στην άρχουσα τάξη, όπως και στο παρελθόν,, ενισχυόμενη από την απειλή της ίσης πλέον σε στάτους ε/κ πλειοψηφίας.
Ένα παράδειγμα αυτής της πολιτικής, σχετίζεται με την δημιουργία του Νομοθετικού Συμβουλίου, το οποίο είχε ουσιαστικά συμβουλευτικό και επικουρικό ρόλο (όχι νομοπαρασκευαστικό) και στο οποίο συμμετείχαν και Κύπριοι, ως αιρετά του μέλη. Ακόμα και εδώ όμως οι ισορροπίες ήταν τέτοιες, ώστε οι Βρετανοί να μπορούν συνέχεια να έχουν το πάνω χέρι. Το Νομοθετικό Συμβούλιο αποτελείτο αρχικά από 6 διορισμένους Βρετανούς αξιωματούχους της αποικιακής διοίκησης, 9 αιρετούς Ε/κ, 3 αιρετούς Τ/κ και επιπλέον ο Βρετανός Κυβερνήτης, ο οποίος είχε τη νικώσα ψήφο. Με αυτό τον τρόπο οι Βρετανοί επένδυαν στην συνεργασία Βρετανών και Τ/κ έναντι της μόνιμης αντιπολίτευσης των Ε/κ. Βέβαια αυτή η ισορροπία δεν λειτούργησε μακροπρόθεσμα. Οπόταν όταν το 1931 οι Ε/κ και Τ/κ νομοθέτες απέρριψαν από κοινού τις νέες φορολογίες, δημιουργώντας κυπριακή πλειοψηφία έναντι των Βρετανών, τότε οι Βρετανοί τις επέβαλαν με απευθείας διάταγμα από το Λονδίνο. Γεγονός, που ήταν η αφορμή του ξεσπάσματος της μεγάλης εξέγερσης των Οκτωβριανών.
Όμως, όποτε χρειάστηκε, η πολιτική της Βρετανίας εκμεταλλευόταν ανάλογα τα αισθήματα πολιτικής επιβίωσης της μειοψηφούσας κοινότητας έναντι της πλειοψηφούσας. Τρανό παράδειγμα το πώς η αποικιακή δύναμη χειρίστηκε την τακτική και την ένοπλη δράση της ε/κ Δεξιάς. Η δημιουργία του Επικουρικού Σώματος της Αστυνομίας, το οποίο αποτελείτο μόνο από Τ/κ με στόχο την ΕΟΚΑ ήταν καθοριστικό σημείο συμβολής στο μύλο της διακοινοτικής διένεξης. Το πρώτο αίμα, που χύθηκε μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ήταν με την ενορχηστρωμένη προσπάθεια των Βρετανών να μετατρέψουν το Κυπριακό από θέμα αποαποικιοποίησης σε θέμα διακοινοτικό. Και τα κατάφεραν βέβαια με την συμβολή των εθνικιστικών κομματιών και των δύο κοινοτήτων.
Τα ταξικά κριτήρια αμφισβητούν την δικοινοτική αντιπαράθεση
Μέσα σε αυτή την ισχυρή δυναμική διαχωρισμού της κοινωνίας με βάση το θρήσκευμα και μετέπειτα την εθνική καταγωγή, ένας διαφορετικός τρόπος αντίληψης της κοινωνίας έρχεται να αμφισβητήσει παγιωμένες αντιλήψεις.
Στην Λεμεσό της δεκαετίας του ‘20 το νεοσύστατο Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου καλεί Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους εργάτες να κοιτάξουν τα κοινά δεσμά, που δένουν τα χέρια τους από την εκμετάλλευση των αφεντικών τους. Τους καλεί επίσης να αμφισβητήσουν το θρησκευτικό και εθνικό φανατισμό, που καλλιεργούν οι θρησκευτικοί και πολιτικοί τους εκπρόσωποι και να δουν τους εαυτούς τους και την κοινωνία με ταξική συνείδηση.
Το ΚΚΚ – ΑΚΕΛ καταφέρνει κυρίως στον συνδικαλιστικό τομέα να δημιουργήσει κοινά μέτωπα Ε/κ και Τ/κ εργατών, που από κοινού διεκδικούν τα κεκτημένα τους έναντι της άρχουσας τάξης και κυρίως των Βρετανών. Και αυτός ήταν επιπλέον ένας λόγος, που η Αριστερά αποτέλεσε κίνδυνο για τους Άγγλους και την κυριαρχία τους, αφού τους χαλούσε τα σχέδια για το αέναο «διαίρει και βασίλευε».
Βέβαια, ακόμα και η Αριστερά προσαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό στον σεβασμό της ύπαρξης των δύο διαφορετικών οντοτήτων, διασυνδεδεμένων με διαφορετικές εθνικές καταβολές. Η δημιουργία του τουρκικού γραφείου της ΠΕΟ, η κυκλοφορία της τουρκόφωνης εργατικής εφημερίδας «Ικιλαπσί», η χρήση της τουρκικής σημαίας και γλώσσας, τα χιλιάδες μέλη της ΠΕΟ, προερχόμενα από την τ/κ κοινότητα κ.ά. αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Ποια η διαφορά της Αριστεράς με όλους τους υπόλοιπους; Το ότι δημιούργησε ιστορικά για πρώτη φορά κοινά πολιτικά και κοινωνικά μέτωπα των δύο κοινοτήτων, για κοινές διεκδικήσεις και στόχους, κυρίως στα εργασιακά θέματα. Γι’ αυτό το ΑΚΕΛ, τα μέλη και οι υποστηρικτές του καταπολεμήθηκαν σφόδρα από όσους είχαν άλλα σχέδια για την εξέλιξη του κυπριακού λαού. Και οι Βρετανοί και η ΕΟΚΑ και η ΤΜΤ δεν βολεύονταν με τη λογική της συμπόρευσης των δύο κοινοτήτων.
Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου – Αποτέλεσμα εξίσωσης συμφερόντων και κατάλοιπων του παρελθόντος
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που ολοκληρώθηκαν στη βάση κυρίως των συμφερόντων τριών χωρών του ΝΑΤΟ και εν μέρει της άρχουσας τάξης της ε/κ και τ/κ κοινότητας, σημαδεύτηκαν και από κατάλοιπα των προηγούμενων δομών εξουσίας, ειδικά όσο αφορά τις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Το Σύνταγμα ήταν καθαρά δικοινοτικό, διαχωρίζοντας καταρχάς τους πολίτες σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους ανάλογα με την εθνική ή γλωσσική ή θρησκευτική ταυτότητα. Ένας συνδυασμός βασικά των καταλοίπων της οθωμανικής ταυτότητας (θρησκεία) και της ταυτότητας των σύγχρονων εθνών-κρατών (εθνική καταγωγή, γλώσσα).
Στην βάση αυτού του διαχωρισμού διαμοιράζονται και οι εξουσίες, όπως και τα εκλογικά δικαιώματα ανάλογα. Η εκτελεστική εξουσία προσδίδεται στον Ελληνοκύπριο Πρόεδρο και Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο, οι οποίοι εκλέγονται από διαφορετικές εκλογικές διαδικασίες της κοινότητας τους. Είναι επικεφαλής ενός μεικτού υπουργικού συμβουλίου (9 Ε/κ και 3 Τ/κ). Τη Νομοθετική Εξουσία αναλαμβάνει η Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία οι δύο κοινότητες αντιπροσωπεύονται αναλογικά (35 Ε/κ και 15 Τ/κ). Παράλληλα συστήνονται δύο αιρετές Κοινοτικές Συνελεύσεις, μια ελληνική και μια τουρκική, οι οποίες επιλαμβάνονται όλων των εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών θεμάτων της κάθε αντίστοιχης κοινότητας.
Μέσα στο μακροσκελές σύνταγμα περιλαμβάνεται η κάθε λεπτομέρεια με στόχο την προστασία του διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων. Από το δικαίωμα ανάρτησης σημαιών στο σπίτι σου (Κυπριακή, Ελληνική, Τουρκική), το συνεργατικό κίνημα μέχρι ακόμα και την δικαστική επίλυση αστικών υποθέσεων.
Η προσκόλληση στο Μεσαίωνα φαίνεται και από το ρόλο και τα δικαιώματα, που δίνονται στους θρησκευτικούς θεσμούς. Για παράδειγμα, η Εκκλησία και το ΕΒΚΑΦ μέσα από το σύνταγμα διατηρούν το ρόλο τους ακόμα και στη διαχείριση του οικογενειακού δικαίου, την παιδεία, ενώ τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχείρισης στις περιουσίες τους και την φορολογία. Σε σχέση με αυτό, δεν μπορούσαν να συνάπτονται πολιτικοί γάμοι, γεγονός που απέτρεπε ακόμα και τους μεικτούς γάμους μεταξύ ατόμων διαφορετικών κοινοτήτων, ενώ υπήρχαν δύο εκπαιδευτικά συστήματα με εντελώς διαφορετικές στοχεύσεις (θρησκευτικές και εθνικές), γεγονός που υπονόμευε περαιτέρω την οικοδόμηση του νέου κράτους.
Άλλο ο δικοινοτισμός, άλλο ο διαχωρισμός…
Η πιο γνωστή επεξήγηση για την αποτυχία της ομαλής πορείας του κράτους του ‘60 προσδίδεται στο διαχωριστικό και μη βιώσιμο σύνταγμα. Όντως το σύνταγμα προσέδιδε διάφορα εμπόδια για την διακοινοτική ομαλή συνεργασία, την λειτουργική υλοποίηση πολιτικών, την ομαλή και γρήγορη λήψη αποφάσεων κ.ο.κ. Όντως διαχώριζε περαιτέρω την πολιτική συμπόρευση των δύο κοινοτήτων από το ανώτατο μέχρι και το τοπικό επίπεδο.
Όμως αυτοί ήταν οι κύριοι λόγοι αποτυχίας του δικοινοτικού συντάγματος; Ως ένα σημείο ναι, αλλά μάλλον αυτή η επεξήγηση αποτελεί μόνο μέρος της αλήθειας. Δυστυχώς η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν το παιδί, κηδεμόνων που δεν το ήθελαν. Ήταν παιδί γονιών, που ήθελαν διαζύγιο ο καθένας επικεντρωμένος στο δικό του εθνικό στόχο είτε ήταν η Ένωση και το Ταξίμ αρχικά, είτε η αναβάθμιση της θέσης της δικής τους κοινότητας στο νησί. Δύο κοινότητες, που οι ηγεσίες τους είχαν προ μερικών χρόνων ορκίσει τους οπαδούς τους για Ένωση και Ταξίμ και δύσκολα μπορούσαν να μιλήσουν για ένα κράτος, που δεν θα ήταν έθνος-κράτος αλλά υπερεθνικό-δικοινοτικό. Ως εκ τούτου, το κοινό κράτος δεν έγινε το ιδεώδες για τον λαό, εξαίροντας βέβαια τον ρόλο των προοδευτικών φορέων στην κάθε κοινότητα, που είχαν ταξική προσέγγιση στα διάφορα ζητήματα.
Η πραγματικότητα είναι ότι τα κοινά οφέλη της κηδεμονίας ενός ανεξάρτητου κράτους μετά από χρόνια δουλοπρέπειας και εξάρτησης από ξένα συμφέροντα, άρχισαν να φαίνονται σταδιακά, αν και το σύνταγμα υπονομευόταν από διάφορες πλευρές. Από τη μια η ΤΜΤ και η Τουρκία προετοίμαζαν τη διχοτόμηση. Από την άλλη η ΕΟΚΑ Β και η ελληνική Χούντα την ανατροπή Μακαρίου και στο όνομα της Ένωσης, που θα συμβιβάζονταν και με διπλή ένωση-διχοτόμηση. Και βεβαίως οι παραστρατιωτικές ομάδες, που δημιούργησαν διάφοροι κύκλοι και οι άρχουσες ελίτ και οι οποίες είναι υπεύθυνες για τη διάπραξη πλιάτσικου εναντίον Τουρκοκυπρίων με αφορμή τις διχοτομικές βλέψεις της ηγεσίας τους.
Οι δύο διαφορετικοί εθνικοί προσανατολισμοί αποτέλεσαν τα θεμέλια της αποτυχίας. Η επιστροφή του Μακαρίου με στήριξη από το ΑΚΕΛ στην λογική του «εφικτού» ήταν αποτέλεσμα της έστω και αργοπορημένα αντίληψης της αξίας του ανεξάρτητου κράτους, αλλά και της αυτονόμησης της ε/κ αστικής τάξης. Η εκκίνηση των διαπραγματεύσεων Κληρίδη – Ντενκτάς οδηγούνταν προς τη σωστή κατεύθυνση για να διορθώσουν τα λάθη της αρχής της δεκαετίας του ‘60. Τα θεμέλια όμως γκρέμισαν η ακροδεξιά υποκινούμενη από τα ξένα συμφέροντα που εξυπηρετούσε, καθώς και η Τουρκία ακολούθως. Η τραγική συνέχεια της ιστορίας σε όλους μας γνωστή…
Η ε/κ κοινότητα ως προστάτης του δικοινοτικού συντάγματος
Μετά το 1974 και την κατοχή του 37% των εδαφών της Κύπρου από την Τουρκία, η ε/κ κοινότητα καλείται να έχει τον ρόλο του κηδεμόνα του δικοινοτικού συντάγματος του ‘60. Ο σεβασμός του συντάγματος ως τέτοιου και μόνο μπορούσε διαχρονικά να νομιμοποιεί τους Ε/κ να κατέχουν αυτόν τον ρόλο. Εκ τούτου, οι όποιες τροποποιήσεις του συντάγματος αποτελούσαν ένα δύσκολο πολιτικό σκόπελο, ο οποίος ξεπερνιόταν στο όνομα του «δικαίου της ανάγκης».
Ειδικότερα μετά το 2003 και την διάνοιξη των οδοφραγμάτων, η διέλευση Τ/κ στις ελεύθερες περιοχές δημιούργησε νέες προκλήσεις για την υλοποίηση των προνοιών του συντάγματος στο πλαίσιο της παράτασης του διχοτομικού στάτους κβο. Η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη να σεβαστεί σειρά δικαιωμάτων των Τ/κ άσχετα με το αν αυτοί διέμεναν στα κατεχόμενα (παραχώρηση ταυτότητας, πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες και βοηθήματα, δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθε στις Ευρωεκλογές κ.α.).
Ο δικοινοτισμός του μέλλοντος
Όλες οι συνομιλίες για το Κυπριακό μετά το ‘74 δεν βασίζονται σε κάτι άλλο πέραν από τη συνέχιση του δικοινοτικού χαρακτήρα του κράτους στο πλαίσιο βέβαια της ομοσπονδίας. Όσοι αρνούνται αυτό το στοιχείο δεν έχουν παρά να κοιτάξουν μια ματιά στο ιστορικό αυτού του ζητήματος, αλλά και στις πραγματικότητες στο νησί.
Και αφού καταλήγουμε στο ότι η Διζωνική ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΚΗ Ομοσπονδία είναι ο μόνος δρόμος, καλό είναι να διδαχτούμε από την ιστορία. Τα συντάγματα από μόνα τους δεν επιλύουν τα προβλήματα. Η πολιτική και κοινωνική βούληση μπορούν να τα κάνουν και λειτουργικά και βιώσιμα.
Πρέπει την ίδια στιγμή να κοιτάζουμε με όραμα προς το μέλλον. Και γι’ αυτό χρειάζεται δουλειά σε όλα τα επίπεδα. Να πούμε την αλήθεια στο λαό για το ότι το κράτος δεν θα είναι εθνικό, αλλά δικοινοτικό και ως τέτοιο πρέπει να γίνει σεβαστό σε όλα τα επίπεδα. Να καλλιεργήσουμε συνειδήσεις με ομοσπονδιακή κουλτούρα και αποδοχή της συνύπαρξης Ε/κ και Τ/κ σε όλα τα επίπεδα.