Ορισμένα διδάγματα από την εφαρμογή της πρώτης σοσιαλιστικής οικονομίας για το Σχεδιασμό του 21ου αιώνα¹
Ελένα Βεντούτα
Επικεφαλής του Τμήματος Στρατηγικού Σχεδιασμού και Οικονομικής Πολιτικής Κρατικό Πανεπιστήμιο Lomonosov Μόσχα
Μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας του σοβιετικού σχεδιασμού
Οι επιτυχίες, που σημείωσε η ΕΣΣΔ χάρη στη σοσιαλιστική επανάσταση του 1917 – η οποία μετέτρεψε μια υποανάπτυκτη, αγροτική χώρα, πλούσια σε πρώτες ύλες και με τεράστιο εξωτερικό χρέος, σε μια προηγμένη επιστημονική και τεχνολογική δύναμη που καθόρισε ένα διπολικό κόσμο – είναι συντριπτικές. Ωστόσο, μετά την αντεπανάσταση του 1991, η Ρωσία επέστρεψε στο παρελθόν της. Έχει γίνει ξανά ένα παράρτημα πρώτων υλών για την παγκόσμια καπιταλιστική κοινότητα ενώ η διολίσθηση συνεχίζεται.
Ανάλογα με τις διαμορφωνόμενες συνθήκες και τη συσσώρευση εμπειρίας στο σχεδιασμό της οικονομίας, το μοντέλο της σοσιαλιστικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ άλλαζε. Στη δόμηση του διακρίνονται οι εξής περίοδοι: ο πολεμικός κομμουνισμός, η Νέα Οικονομική Πολιτική, η πορεία της εκβιομηχάνισης και η διάλυση του οικονομικού σχεδιασμού.
Πολεμικός κομμουνισμός (1918-1921)
Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917 καθιέρωσε την εξουσία των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών στη Ρωσία μέχρι τον Μάρτιο του 1918. Το σοβιετικό κράτος ανέπτυξε τις πρώτες ισορροπίες, που είχαν σχέση με τους πόρους (αρχικά, κυρίως με τα τρόφιμα) και τη χρήση τους για την επιβίωση των ανθρώπων. Στα ταραγμένα, χαοτικά πρώτα της χρόνια – υπήρχε και εμφύλιος πόλεμος και πόλεμος ενάντια στην επέμβαση πολλών χωρών της Αντάντ – η Σοβιετική Ρωσία, υπό την ηγεσία του Β.Ι. Λένιν, κατάφερε να διατηρήσει την εξουσία στη χώρα, εμποδίζοντας την κατάρρευση και διάλυση της. Ενώ έλυνε το δύσκολο έργο της διατήρησης της εξουσίας, ο Λένιν προωθούσε την ιδέα του για την πρόοδο: τον εξηλεκτρισμό ολόκληρης της χώρας.
Επί Λένιν, το κράτος εισήγαγε το μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο και στις συναλλαγές ξένου νομίσματος, την εθνικοποίηση της γης, των βιομηχανικών επιχειρήσεων, των μεταφορών και των τραπεζών, ενώ απαγόρευσε το ιδιωτικό εμπόριο βασικών προϊόντων, εισήγαγε την καθολική υπηρεσία εργασίας και τον προηγμένο εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και τη διανομή ζωτικής σημασίας προϊόντων. Το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Οικονομίας ήταν υπεύθυνο για το συντονισμό των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων, για την εφαρμογή τριμηνιαίων και στη συνέχεια ετήσιων σχεδίων.2
Το 1920, η κυβέρνηση ίδρυσε την Κρατική Επιτροπή Εξηλεκτρισμού της Ρωσίας (ΓΚΟΕΛΡΟ). Ο εξηλεκτρισμός θεωρήθηκε ένας σημαντικός παράγοντας για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η ΓΚΟΕΛΡΟ βασίστηκε στην ανάλυση των κοινωνικών αναγκών, εξισορροπώντας τες με τους διαθέσιμους πόρους και με αναφορά στα σχέδια περιφερειακής ανάπτυξης. Είχε στόχο να επαναφέρει την οικονομία στα προπολεμικά επίπεδα σε περίοδο δέκα με δεκαπέντε χρόνια. Για την υλοποίησή του το 1921 δημιουργήθηκε η Κρατική Επιτροπή Σχεδιασμού (ΓΚΟΣΠΛΑΝ) για την ανάπτυξη και εφαρμογή ενός εθνικού οικονομικού σχεδιασμού στη βάση του έργου για τον εξηλεκτρισμό.3
Η ΓΚΟΕΛΡΟ ήρθε αντιμέτωπη με πολλές δυσκολίες. Οι πληροφορίες, που υπήρχαν για την τότε τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας και η γνώση του οικονομικού σχεδιασμού δεν ήταν αρκετές. Η κατασκευή σταθμών ηλεκτροπαραγωγής απαιτούσε την προμήθεια μηχανημάτων, εργαλείων και πρώτων υλών, τα οποία με τη σειρά τους θα έπρεπε να παραχθούν. Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτή η παραγωγή χρειαζόταν υλική υποστήριξη. Έπρεπε επίσης να λάβουν υπόψη τις διασυνδέσεις των κατασκευαστών, που εμπλέκονταν στην υλοποίηση των στόχων της ΓΚΟΕΛΡΟ. Ωστόσο, αυτή η εμπειρία του σχεδιασμού προέκυψε αργότερα. Η απουσία στα αρχικά στάδια προγραμματισμένων υπολογισμών όλων των σχέσεων παραγωγής για την υποστήριξη των στόχων της ΓΚΟΕΛΡΟ οδήγησε στη διακοπή του έργου, που είχε ξεκινήσει, συμπεριλαμβανομένου του κλεισίματος εργοστασίων, που προμήθευαν βασικά προϊόντα, οδηγώντας με τη σειρά του σε οικονομική κρίση. Τα λάθη προγραμματισμού οδήγησαν σε αυξημένες ανισορροπίες, τερματισμό της παραγωγικής διαδικασίας και κλείσιμο εργοστασίων. Η χώρα αναγκάστηκε έτσι να στραφεί προς τη Νέα Οικονομική Πολιτική.
Νέα Οικονομική Πολιτική (1921–1927)
Η Νέα Οικονομική Πολιτική, βασισμένη σε μια μικτή οικονομία με διαφορετικές μορφές ιδιοκτησίας, διατηρώντας όμως παράλληλα την κρατικά κατευθυνόμενη οικονομία, ήταν ένα βήμα προς τα πίσω. Αλλά ήταν απαραίτητο για να οικοδομηθεί μια πρακτική μορφή σοσιαλισμού, που θα κατανοούσε τη σημασία των διαφόρων μορφών ιδιοκτησίας, αφού το σοβιετικό κράτος, ακόμη βρισκόταν στα σπάργανα του και δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί αποτελεσματικά όλα τα ζητήματα.
Η αρχή του «κομματικού μέγιστου μισθού» εισήχθη τον Ιούνιο του 1921 για μέλη του κόμματος, που αναλάμβαναν εκτελεστικά καθήκοντα σε ιδρύματα και επιχειρήσεις. Η ιδέα προήλθε από την Κομμούνα του Παρισιού του 1871. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, οι μισθοί τέτοιων στελεχών δεν θα έπρεπε να υπερβαίνουν το 150% του μέσου μισθού στις επιχειρήσεις υπό τον έλεγχό τους.4
Στόχος της Νέας Οικονομικής Πολιτικής ήταν η αποκατάσταση της εθνικής οικονομίας, διατηρώντας όμως τον κρατικό έλεγχο στη βαριά βιομηχανία, στις μεταφορές, τις τράπεζες, καθώς και στο χονδρικό και διεθνές εμπόριο, εισάγοντας παράλληλα την ιδιωτική επιχειρηματικότητα και αντλώντας ξένα κεφάλαια. Οι κρατικές επιχειρήσεις θα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Η γεωργία, το λιανικό εμπόριο, οι υπηρεσίες και οι επιχειρήσεις ελαφριάς βιομηχανίας ήταν κυρίως σε χέρια ιδιωτών.
Η ΓΚΟΣΠΛΑΝ άρχισε να αναπτύσσει ισορροπίες για να παρέχει στους παραγωγούς τις προϋποθέσεις για τρόφιμα και ζώα, καθώς και τα απαραίτητα μέσα για την κατασκευή καουτσούκ, μετάλλων και άλλων υλικών. Τα ισοζύγια του 1924, που αναπτύχθηκαν από την ΓΚΟΣΠΛΑΝ συγκεντρώθηκαν σε έναν ενιαίο πίνακα – το ισοζύγιο της εθνικής οικονομίας, που κάλυπτε τις πιο κρίσιμες ροές προϊόντων. Στην εισαγωγή αυτής της εργασίας, όπου παρουσιάζεται αυτός ο πίνακας, ο Π. Ποπώφ έγραψε ότι «ούτε στη στατιστική, ούτε στην οικονομική βιβλιογραφία, τόσοστη ρωσική, όσο και στη δυτικοευρωπαϊκή, δεν υπήρχαν παραδείγματα τέτοιων έργων και έπρεπε να αποφασίσουμε μόνοι μας τη διαδικασία διαμόρφωσης όχι μόνο της τεχνικής μεθόδου έρευνας, αλλά και των μεθοδολογικών προϋποθέσεων».5
Στη μέθοδο, γνωστή ως «ανάλυση εισροών-εκροών», που αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη δεκαετία του 1930 από τον Βασίλι Λεόντιεφ, χρησιμοποιήθηκε αρχικά η γραμμική άλγεβρα για να δημιουργηθεί ένα οικονομικό και μαθηματικό μοντέλο και να αναλυθεί η δομή της οικονομίας των ΗΠΑ.
Ο Ιωσήφ Στάλιν επέκρινε αυτήν την προσέγγιση, αποκαλώντας την «ένα παιχνίδι αριθμών».6 Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η αρνητική αντίδραση του Στάλιν σε αυτή τη μέθοδο ήταν επειδή η αναμενόμενη ισορροπία θα ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική της αναγκαστικής εκβιομηχάνισης, η οποία έσπασε τις υπάρχουσες αναλογίες της οικονομίας – αλλά στην πραγματικότητα όμως ο λόγος ήταν πολύ διαφορετικός. Ο Στάλιν, ως διαχειριστής της ανάπτυξης σε μια τεράστια χώρα, έδειξε ενδιαφέρον στους αλγόριθμους για την επίλυση στρατηγικών προβλημάτων, αντί απλώς να παραμένει στην περιγραφή τους.
Το 1926, η εθνική οικονομία αποκαταστάθηκε στα επίπεδα του 1913, αλλά η οικονομική ανάπτυξη άρχισε να επιβραδύνεται και η ανεργία αυξήθηκε. Η λεγόμενη «ψαλίδα των τιμών» μεταξύ των υψηλών τιμών για τα βιομηχανικά προϊόντα και των χαμηλών τιμών για τα γεωργικά προϊόντα είχε ωθήσει τις αγροτικές περιοχές να σταματήσουν το εμπόριο με τις πόλεις, με αποτέλεσμα την εμφάνιση λιμού στα αστικά κέντρα. Αντιμέτωποι με αυξανόμενα οικονομικά προβλήματα το 1926 οι Μπολσεβίκοι άρχισαν να συζητούν ένα μοντέλο σχεδιασμού ικανό να εξασφαλίσει υψηλό ρυθμό εκβιομηχάνισης.7
Οι δεξιοί, όπως ο Ν. Μπουχάρν, ο Β. Βαζάρωφ και ο Ν. Κοντράτιεφ πίστευαν ότι η αγορά θα αποφάσιζε και το κράτος θα έπρεπε να παρέμβει μόνο για να διορθώσει τις αρνητικές συνέπειες που προβλέπονταν από τα μοντέλα. Οι αριστεροί, συμπεριλαμβανομένων των Γκ. Κριζνανόφσκι, Β. Κουίμπισιεφ και Σ. Στουμίλιν, αντιτάχθηκαν σε αυτή τη θέση, προτιμώντας μια διαχειριζόμενη οικονομία για να διασφαλιστεί ότι η χώρα θα μπορούσε να προχωρήσει γρήγορα προς την εκβιομηχάνιση.8 Αυτή η ομάδα πρότεινε την εφαρμογή διαδοχικών προσεγγίσεων (επαναλήψεων) προκειμένου να συντονιστούν οι κυβερνητικές παραγγελίες με τις παραγωγικές δυνατότητες. Αυτή ήταν η ιδέα του σχεδιασμού της οικονομίας στη βάση της κυβερνητικής, βασιζόμενου στην ανατροφοδότηση από τους κατασκευαστές και στις προσαρμογές των κρατικών παραγγελιών ανάλογα με τις δυνατότητες των κατασκευαστών.
Η πορεία της εκβιομηχάνισης, η πολεμική οικονομία και η οικονομική ανάκαμψη (1928-1950)
Η ΕΣΣΔ έκανε τη μετάβαση από τη Νέα Οικονομική Πολιτική στην πορεία της εκβιομηχάνισης στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Το προβλεπόμενο σχέδιο στόχευε στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της οικονομίας με τον συντονισμό των υπολογισμών εισροών-εκροών σε όλα τα επίπεδα της διοικητικής ιεραρχίας μέσω επαναλήψεων. Οι επενδύσεις αποτέλεσαν διαχειριστική παράμετρο του σχεδίου.
Τα σημεία εκκίνησης για τον προγραμματισμό ήταν οι κρατικές εντολές για την ιεράρχηση της ανάπτυξης βασικών βιομηχανιών και ο προγραμματισμένος κοινωνικός χρόνος εργασίας. Τα υλικά, η εργασία και οι οικονομικοί πόροι υπολογίστηκαν με τη μοντελοποίηση των απαραίτητων αλυσίδων παραγωγής για τον καθορισμό των επενδυόμενων κεφαλαίων, για τη δημιουργία πρόσθετων παραγωγικών δυνατοτήτων. Αφού πραγματοποιήθηκαν όλοι οι ενδοτομεακοί υπολογισμοί, οι αιτήσεις για τους υλικούς, εργασιακούς και οικονομικούς πόρους παραδόθηκαν στο ανώτατο συντονιστικό όργανο – την ΓΚΟΣΠΛΑΝ. Λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές δυνατότητες των βιομηχανικών επιχειρήσεων, οι αναθέσεις για τις κρατικές παραγγελίες διορθώθηκαν και ξεκίνησε ένας νέος γύρος υπολογισμών. Η διαδικασία συνεχίστηκε έως ότου επιτευχθεί ένα ισορροπημένο σχέδιο εισροών-εκροών εντός της καθορισμένης ακρίβειας του σχεδιασμού. Μόνο μετά από αυτό συνάπτονταν συμβάσεις και το σχέδιο μετατρεπόταν σε οδηγία. Η αρχή του κυλιόμενου σχεδιασμού επέτρεπε στην κυβέρνηση να κάνει έγκαιρες προσαρμογές στο σχέδιο.
Μεταξύ 1929 και 1934, η ΕΣΣΔ ήταν πρώτη στην Ευρώπη και δεύτερη στον κόσμο ως προς την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και του εθνικού εισοδήματος.9
Τα πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου αποδείχθηκαν από τη συγκεντρωτική οικονομία της ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι τριμηνιαίοι, μηνιαίοι και δεκαήμεροι επανυπολογισμοί έγιναν η κύρια μορφή προγραμματισμού. Για παράδειγμα, ενώ παρήγαγε περίπου τρεις φορές λιγότερο χάλυβα και σχεδόν πέντε φορές λιγότερο άνθρακα από τη Γερμανία, η ΕΣΣΔ δημιούργησε σχεδόν διπλάσια όπλα και στρατιωτικό εξοπλισμό κατά τη διάρκεια του πολέμου.10
Η πορεία εκβιομηχάνισης της σοβιετικής οικονομίας συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο. Κάθε χρόνο, μεταξύ 1947 και 1954, τα πραγματικά εισοδήματα του πληθυσμού αυξάνονταν έως και 34% σε σύγκριση με τα προπολεμικά επίπεδα.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΣΣΔ ξεκίνησε με τον Ψυχρό Πόλεμο. Η στρατηγική των ΗΠΑ ήταν να εξάγουν επενδύσεις σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, με την οικοδόμηση ενός μονοπολικού κόσμου ηγεμονίας με βάση το δολάριο που να ρυθμίζεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εν τω μεταξύ, η ΕΣΣΔ διατήρησε την πορεία της εκβιομηχάνισης, που ρυθμιζόταν από τον οικονομικό σχεδιασμό των βασικών βιομηχανιών.
Στη «σύγκρουση» των υπερδυνάμεων υπήρξαν άνισες συνθήκες εκκίνησης. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η βιομηχανία των ΗΠΑ είχε διπλασιαστεί και μέχρι το 1945, τα αποθέματα χρυσού των ΗΠΑ αντιπροσώπευαν πέραν του 70% των συνολικών παγκόσμιων αποθεμάτων.11 Το κύριο επίτευγμα των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν η ανάπτυξη της επιστήμης της κυβερνητικής, η οποία μελετούσε τις διαδικασίες πληροφοριών για τη δημιουργία αυτοματοποιημένων συστημάτων ελέγχου. Μετά την οικονομική ανάκαμψη στα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ηγεσία της ΕΣΣΔ θα έπρεπε να είχε εκτιμήσει τη σημασία της κυβερνητικής στην ανάπτυξη του οικονομικού σχεδιασμού. Αντίθετα, αυτή η νέα επιστήμη εσφαλμένα χαρακτηρίστηκε ως ψευδοεπιστήμη, επιβραδύνουσα την ανάπτυξή της στην ΕΣΣΔ.
Η κατάρρευση του Σχεδιασμού της σοσιαλιστικής οικονομίας της ΕΣΣΔ (1950-1991)
Η επίτευξη μιας στρατιωτικής ισοτιμίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν αρκετή για να μπορέσει η ΕΣΣΔ να κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο. Η συνέχιση της πορείας της εκβιομηχάνισης μετά τον πόλεμο οδήγησε σε δυσανάλογη ανάπτυξη της οικονομίας, με αποτέλεσμα την οικονομική κρίση. Η ΕΣΣΔ έπρεπε να περάσει από την προτεραιότητα στην ανάπτυξη βιομηχανιών, που καθορίζουν την τεχνολογική πρόοδο, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών της.
Μέχρι τη δεκαετία του 1950, η οικονομία της ΕΣΣΔ αντιμετώπιζε το πρόβλημα της επεξεργασίας ενός κολοσσιαίου όγκου πληροφοριών για τον σχεδιασμό της εθνικής οικονομίας. Ο όγκος της παραγωγής αυξήθηκε και οι σχέσεις μεταξύ των παραγωγών έγιναν πιο περίπλοκες, απαιτώντας πολλές επαναλήψεις για τη δημιουργία σχεδίων. Αυτό δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί με χειροκίνητο σχεδιασμό. Απαιτούσε την αυτοματοποίηση της κρατικής διαχείρισης της οικονομίας και την ανάπτυξη μικρών επιχειρήσεων σε βιομηχανίες, που συνδέονται άμεσα με την ικανοποίηση των εγχώριων αναγκών.
Η περιφρόνηση της κυβερνητικής οδήγησε τη χώρα σε συζητήσεις για τα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού, οι οποίες συνεχίστηκαν μετά τον θάνατο του Στάλιν και ακολούθησε η επιβολή μιας επιζήμιας θεωρίας περί εμπορευματικής παραγωγής υπό τον σοσιαλισμό, η οποία εξυπηρετούσε την παραμόρφωση της οικονομίας της ΕΣΣΔ με την έναρξη του οικονομικού χάους και τελικά την επαναφορά του καπιταλισμού το 1991.
Ο πολύπλοκος, προγραμματισμένος έλεγχος μιας τεράστιας χώρας απαιτούσε αυτοματισμό. Μετά από συζητήσεις που έγιναν το 1956 και 1957 στο Οικονομικό Ινστιτούτο της Μόσχας υπό την ηγεσία του ακαδημαϊκού Κ. Οστροβιτιάνωφ, υιοθετήθηκε επίσημα ένας προβληματικός τρόπος παραγωγής εμπορευμάτων στο σοσιαλισμό, που έρχεται σε αντίθεση με τα γραφόμενα του Καρλ Μαρξ για την πρακτική του οικονομικού σχεδιασμού. Οι κρατικές επιχειρήσεις δούλευαν σύμφωνα με το σχεδιασμό και, ταυτόχρονα, για το κέρδος. Αυτό το δόγμα χώριζε τους οικονομολόγους της χώρας σε μαρξιστές (υπερασπιστές μιας μη εμπορευματικής οικονομίας), οι οποίοι αρνούνταν την εμπορευματική φύση της παραγωγής στο σοσιαλισμό και σε αποκαταστάτες του καπιταλισμού (υποστηρικτές μιας εμπορευματικής οικονομίας). Ο ιδεολογικός αγώνας μεταξύ αυτών των οικονομολόγων έλαβε μια νέα ώθηση με τη συνειδητοποίηση ότι η μέθοδος στηριζόμενη στην κυβερνητική ήταν απαραίτητη για την επίλυση οικονομικών προβλημάτων.
Ωστόσο, ενώ οι υποστηρικτές της κυβερνητικής ήταν απασχολημένοι με την επίλυση του περίπλοκου προβλήματος της αυτοματοποίησης της οικονομικής διαχείρισης, η κομματική νομενκλατούρα, φοβούμενη μήπως χάσει τα προνόμια, που προέρχονταν από τον προγραμματισμένο, χειρωνακτικό έλεγχο, επέβαλε οικονομικές «μεταρρυθμίσεις» από τη δεκαετία του 1950 έως και τη δεκαετία του 1990. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε έλλειψη αγαθών στην καταναλωτική αγορά προς το βραχυπρόθεσμο συμφέρον της νομενκλατούρας με τον καθορισμό των τιμών, γεγονός που οδήγησε σε αυξημένη κερδοσκοπία και διαφθορά. Το σύστημα των τιμών ισορροπίας – ένας απαραίτητος μηχανισμός ανατροφοδότησης της καταναλωτικής αγοράς, που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη βελτιστοποίηση της δομής της προσφοράς – αποκλείστηκε από τη διαδικασία του οικονομικού σχεδιασμού. Αυτό καταδίκασε το ρούβλι σε ήττα από το δολάριο. Οι μεταρρυθμίσεις, που αποσκοπούσαν στο να δώσουν όλο και περισσότερα δικαιώματα στις επιχειρήσεις, επιτρέποντάς τους να επικεντρωθούν στο κέρδος, ενέτειναν το χάος στη δημόσια διοίκηση και τελικά οδήγησαν στην κατάρρευση της χώρας το 1991, με την παλινόρθωση του καπιταλισμού και τη μεταβίβαση της διαχείρισης της ανάπτυξης της χώρας στις παγκόσμιες καπιταλιστικές δυνάμεις.12
Πώς εξηγείται το γιατί η νομενκλατούρα κατέληξε να επιλέξει τη διάλυση του σοσιαλισμού; Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι ο Στάλιν εξάλειψε τον «ανώτατο κομματικό μισθό» το 1932. Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Ε.Σ. Βάργκα, αυτή η κατάργηση συνέβαλε στο διαχωρισμό της σοβιετικής κοινωνίας σε στρώματα με τεράστιες εισοδηματικές διαφορές και οδήγησε στον προσωπικό πλουτισμό της διορισμένης κομματικής νομενκλατούρας. Το παράδειγμά τους ακολουθήθηκε από τη γραφειοκρατία και τα κατώτερα στρώματα και εκφράστηκε με καριερισμό, ίντριγκες εναντίον ανταγωνιστών, κλοπές και διαφθορά. Η αντίφαση μεταξύ της επίσημα διακηρυγμένης κομμουνιστικής ηθικής και της πραγματικής ιδεολογίας των κυρίαρχων κύκλων οδήγησε σε διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των ελίτ και των εργαζομένων και ενθάρρυνε τον κυνισμό και τον καριερισμό στην κοινωνία.13
Η σταθερή μετατροπή ενός εργατικού κράτους σε γραφειοκρατικό με την κατάργηση του «κομματικού μέγιστου μισθού» από τον Στάλιν δεν ήταν μια γραμμική διαδικασία. Υπήρξε ένας ιδεολογικός αγώνας από εκείνους που, παρά τη υφέρπουσα αποκατάσταση του καπιταλισμού, συνέχισαν να εργάζονται για την πρακτική εφαρμογή των κομμουνιστικών ιδεωδών. Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου (του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Στάλιν και οι κομματικές αρχές αντανακλούσαν πλήρως τις προσδοκίες των μαζών.
Είναι μια αναμφισβήτητη, ιστορική αλήθεια ότι η σοβιετική ηγεσία υπό τον Στάλιν – αν και με τεράστιο ανθρώπινο κόστος – συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία της πρώτης σοσιαλιστικής οικονομίας στον κόσμο, η οποία κατάφερε να νικήσει τον φασισμό και να γίνει ένα από τα κέντρα του διπολικού κόσμου. Την περίοδο αυτή, η ΕΣΣΔ πραγματοποίησε το πρώτο προγραμματισμένο σχεδιασμό εκβιομηχάνισης, το οποίο εξασφάλισε τόσο τη νίκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και επέτρεψε περαιτέρω τη μεταπολεμική οικονομική ανάκαμψη.
Ψηφιακοί σχεδιασμοί καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών οικονομιών
Ψηφιακός σχεδιασμός της καπιταλιστικής οικονομίας
Η τρέχουσα οικονομική κρίση, η οποία συνεχίζεται από το 2008 και πιο πρόσφατα διακόπηκε από την πανδημική επιβράδυνση, αποτελεί τη βαθύτερη ύφεση της μεταπολεμικής περιόδου. Προβλέπεται πρωτοφανής πρόοδος τόσο στην κυβερνητική, όσο και στην τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ). Ωστόσο, η εισαγωγή των ψηφιακών τεχνολογιών στους τομείς του εμπορίου, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της ροής της εργασίας και του ελέγχου του πληθυσμού, τα οποία συμβαίνουν στο πλαίσιο του οικονομικού χάους, μειώνει την κοινωνική παραγωγικότητα και καταστρέφει την κοινωνία, ενώ αυξάνει τη δύναμη των πολυεθνικών εταιρειών.
Ο υλικός φορέας της ΤΝ είναι ένας υπολογιστής ή ένα δίκτυο υπολογιστών, που παρέχει ανταλλαγή δεδομένων για την εξυπηρέτηση των χρηστών. Τα συμφέροντα των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων καθορίζουν τις λειτουργίες της ΤΝ και των αλγορίθμων. Οι πολυεθνικές εταιρείες, προσπαθώντας να διατηρήσουν τον καπιταλισμό και να διατηρήσουν την εξουσία τους, καταφεύγοντας σε κερδοσκοπικά μέσα όπως τα «πράσινα» παράγωγα και τα κρυπτονομίσματα, έθεσαν μια πορεία «ειρηνικής» δημιουργικής καταστροφής της παραγωγής και αύξησαν σημαντικά το σχετικό πλεόνασμα του πληθυσμού μέσω της εισαγωγής της ΤΝ. Χρησιμοποίησαν την περίοδο της πανδημίας για να αναπτύξουν ταχύτατα την τεχνητή νοημοσύνη, που ελέγχει τη συμπεριφορά των ανθρώπων και για να καθιερώσουν τη λεγόμενη Πράσινη Πορεία με στόχο την «απελευθέρωση» του πλανήτη από τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες.
Όλες οι στρατηγικές, που εφαρμόζονται, αλλά και αυτές που σχεδιάζονται, σε παγκόσμιο επίπεδο, και οι οποίες προέρχονται από τις πολυεθνικές εταιρείες και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο «καπιταλισμός χωρίς αποκλεισμούς» και το «Πράσινο Νέο Deal», στερούνται βιώσιμων στρατηγικών για την υπέρβαση της παγκόσμιας κρίσης και ως εκ τούτου, στοχεύουν απλώς στη διαιώνιση του καπιταλισμού.14
Υπάρχουν αφελείς ιδέες σχετικά με τη δυνατότητα επίτευξης ενός οικονομικού σχεδιασμού με τη χρήση ψηφιακών πλατφορμών, βασισμένων σε αλγόριθμους, οι οποίες συγκεντρώνουν και διαχειρίζονται πληροφορίες χωρίς την επιρροή διεφθαρμένων συμφερόντων. Ένα άρθρο του 2017 από τον Τζον Θώρνχιλ σημειώνει τη δυνατότητα χρήσης κρατικών ψηφιακών πλατφόρμων για τον προγραμματισμό της παραγωγής. Αναφέρει τον Τζακ Μα, ιδρυτή της Alibaba, ο οποίος ισχυρίζεται ότι τα «μεγάλα δεδομένα» θα κάνουν την αγορά πιο έξυπνη και τελικά θα οικοδομήσουν μια σχεδιασμένη οικονομία.15
Ωστόσο αυτό που ονομάζουν μεγάλα σύνολα δεδομένων είναι στην πραγματικότητα ένα αυθόρμητο σύνολο δεικτών, που δεν θα λύσουν ποτέ το πρόβλημα της δυσανάλογης οικονομικής ανάπτυξης. Χωρίς να εξαλείψει τις αιτίες της παγκόσμιας κρίσης, η επέκταση των μεγάλων συνόλων δεδομένων αυξάνει μόνο την εκμετάλλευση του προσωπικού και το χάος της πληροφορίας, οδηγώντας σε μια ρομποτική κοινωνία με μαζική ανεργία και πλήρη έλεγχο των πληθυσμών της μέσω της τεχνητής νοημοσύνης.16 Στην αντίληψή του για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και τη νέα υπερανθρωπιστική τάξη πραγμάτων, ο Κλάους Σβαμπ αντικαθιστά τη δημοκρατία με τη δικτατορία των πολυεθνικών εταιρειών, επιδιώκοντας να χρησιμοποιήσει τα επιτεύγματα της ψηφιακής επανάστασης για να εγκαθιδρύσει τον πλήρη ψηφιακό έλεγχο της ανθρωπότητας.17
Η σημερινή κατάσταση επιβεβαιώνει τα λόγια του μεγάλου κυβερνητιστή Νόρμπερτ Γουίνερ: «Ας φανταστούμε ότι η δεύτερη [βιομηχανική] επανάσταση έχει τελειώσει. Τότε ο μέσος άνθρωπος με μέτριες ή και λιγότερες ικανότητες δεν θα είναι σε θέση να προσφέρει τίποτα προς πώληση, για το οποίο θα άξιζε να πληρώσει χρήματα. Υπάρχει μόνο μια διέξοδος – να οικοδομήσουμε μια κοινωνία βασισμένη σε ανθρώπινες αξίες διαφορετικές από την αγορά και την πώληση. Για να οικοδομηθεί μια τέτοια κοινωνία θα απαιτηθεί πολλή προετοιμασία και πολλοί αγώνες, οι οποίοι υπό ευνοϊκές συνθήκες μπορούν να διεξαχθούν στο ιδεολογικό επίπεδο, ενώ σε αντίθετη περίπτωση -ποιος ξέρει πώς;»18
Η ιδεολογία του Σβαμπ βασίζεται στο παράδειγμα της οικονομικής κυβερνητικής. Το ίδιο παράδειγμα διέπει τη δημιουργία ενός αυτοματοποιημένου συστήματος διαχείρισης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας προς όφελος των ανθρώπων. Αυτή η επιστήμη γεννήθηκε στην ΕΣΣΔ – τη μόνη χώρα με ιστορία αφοσιωμένων προσπαθειών να χρησιμοποιηθεί η ισχύς των υπολογιστών για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων και όχι μόνο των κερδών ενός μειοψηφικού τμήματος της κοινωνίας.
Ψηφιακά έργα της σοσιαλιστικής οικονομίας
Η Κυβερνητική του Γουίνερ εκδόθηκε στην ΕΣΣΔ το 1958, μια δεκαετία μετά τη συγγραφή της. Την ίδια χρονιά δημιουργήθηκαν το Εργαστήριο Οικονομικών και Μαθηματικών Μεθόδων στη Μόσχα (αργότερα, το Κεντρικό Ινστιτούτο Οικονομικών και Μαθηματικών [CEMI]) και το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικής Οργάνωσης στο Νοβοσιμπίρσκ υπό την καθοδήγηση του επιστήμονα-στατιστικολόγου Β. Νεμσίνωφ. Έμπνευση για τα δύο αυτά ιδρύματα αποτέλεσε το οικονομετρικό μοντέλο εισροών-εκροών του Λεόντιεφ, το οποίο βασιζόταν στη χρήση της στατιστικής και των μαθηματικών. Σχεδιάστηκε για την πρόβλεψη σεναρίων, τα οποία είχαν ελάχιστη σχέση με τον άμεσο σχεδιασμό της οικονομίας.19
Μια άλλη τεχνοκρατική μέθοδος δημιουργίας ενός αυτοματοποιημένου συστήματος ελέγχου, αγνοώντας τους νόμους της οικονομικής ανάπτυξης, αποτέλεσε τη βάση για την ανάπτυξη της Εθνικής Αυτοματοποιημένης Διαχείρισης Συστημάτων στο Ινστιτούτο Κυβερνητικής στο Κίεβο. Το Ινστιτούτο, που ιδρύθηκε το 1962 υπό την ηγεσία του Β. Γκλουσκώφ, υπέθεσε ότι τα εθνικά αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου θα περιλάμβαναν ένα κρατικό δίκτυο υπολογιστών, που θα συνέδεε τα κέντρα συλλογής δεδομένων, τα οποία βρίσκονταν σε όλες τις περιφέρειες της χώρας και θα χρησίμευε ως βάση για τη μετάβαση σ’ ένα βέλτιστο σχεδιασμό.
Ο Γκλουσκώφ και ο επικεφαλής του CEMI Ν. Φεντερένκο το 1964 έγραψαν ένα αξιοσημείωτο άρθρο σχετικά με τα εμπόδια για την εθνική ενσωμάτωση των τεχνολογιών πληροφορικής στην οικονομία της ΕΣΣΔ. Σε αυτό εξέφρασαν τη θέση πως η δημιουργία ή όχι ενός αυτοματοποιημένου συστήματος ελέγχου για την οικονομία θα έκρινε τη μοίρα της χώρας και τη νίκη της στον Ψυχρό Πόλεμο. Το άρθρο αυτό πρόβαλε τον στόχο του αυστηρού συντονισμού των αμοιβαίων προσπαθειών για τη δημιουργία του εθνικού αυτοματοποιημένου συστήματος ελέγχου και σκιαγράφησε τα τεράστια δυνητικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με το σύστημα των ΗΠΑ, όπου κάθε επιχείρηση επιδιώκει τα δικά της ιδιωτικά συμφέροντα.20
Αυτό παρατηρήθηκε και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1962, σε ένα μυστικό υπόμνημα από κάποιο σύμβουλο του Τζον Κένεντι σχετικά με «τη σοβιετική απόφαση να ποντάρει στην κυβερνητική» ανέφερε πως αυτό θα έδινε στην ΕΣΣΔ ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίσουν να αγνοούν την κυβερνητική, κατέληξε ο σύμβουλος, «θα είμαστε τελειωμένοι».21
Στην πράξη, ωστόσο, στην ΕΣΣΔ, τα στενά ιδιοτελή συμφέροντα του συγκεκριμένου θεσμού τέθηκαν πάνω από εκείνα του κράτους. Αυτή η κατάσταση εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα. Ο Γκλουσκώφ, μη έχοντας ιδέα για το ποιο θα έπρεπε να είναι το λογισμικό του αυτοματοποιημένου συστήματος ελέγχου, εγκατέστησε συσκευή που δεν λειτουργούσε. Υπήρχε τεράστιο κόστος για την εγκατάσταση ακριβών υπολογιστών σε όλη τη χώρα. Για το λόγο αυτό το Υπουργείο Οικονομικών σταμάτησε να χρηματοδοτεί το δαπανηρό αυτό έργο. Σήμερα, όλοι οι προγραμματιστές της ψηφιακής οικονομίας επαναλαμβάνουν το λάθος του Γκλουσκώφ.
Το CEMI και το Ινστιτούτο του Νοβοσιμπίρσκ άρχισαν να επικεντρώνονται στη μελέτη δυτικών οικονομικών και μαθηματικών μοντέλων. Το σύστημα βέλτιστης λειτουργίας της οικονομίας, που δημιούργησε το CEMI βασίστηκε σε ιεραρχικά μαθηματικά μοντέλα άμεσων και δυαδικών εργασιών γραμμικού και μη γραμμικού προγραμματισμού. Αυτά τα μαθηματικά μοντέλα και η οικονομετρική μοντελοποίηση της διατομεακής ισορροπίας με τους επίσημους όρους, που ανέπτυξε ο Λεόντιεφ δεν είχαν καμία σχέση με την πρακτική σχεδιασμού της ΓΚΟΣΠΛΑΝ, η οποία αναγκάστηκε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τη μέθοδο του χειροκίνητου επαναληπτικού σχεδιασμού.
Αυτά τα τρία ιδρύματα, που λειτουργούσαν χωριστά, δεν ήταν σε θέση να αναπτύξουν αρκετά γρήγορα μια μεθοδολογία και ένα μοντέλο για τον βέλτιστο σχεδιασμό, επειδή τα στενόμυαλα συμφέροντα των ερευνητών είχαν τεθεί πάνω από το δημόσιο συμφέρον. Η έλλειψη επιστημονικής προσέγγισης αντικατοπτρίστηκε στον ανταγωνισμό των ιδρυμάτων για χρηματοδότηση για την ανάπτυξη μαθηματικών μοντέλων του αυτοματοποιημένου συστήματος ελέγχου. Αυτό επηρέασε τις δραστηριότητες του Κύριου Υπολογιστικού Κέντρου της ΓΚΟΣΠΛΑΝ, το οποίο δημιουργήθηκε το 1959 για την αυτοματοποίηση των υπολογισμών του συστήματος σχεδιασμού.
Ελλείψει ενός δυναμικού μοντέλου διατομεακής ισορροπίας, που θα συντόνιζε τους υπολογισμούς για όλους τους κλάδους και τους τομείς της οικονομίας ώστε να διασφαλίζεται η ανάπτυξη προς την επιθυμητή κατεύθυνση, δεν υπήρχε αλληλεπίδραση μεταξύ των τομεακών αυτοματοποιημένων συστημάτων ελέγχου και της αυτοματοποίησης των υπολογισμών, που σχεδιάζονται από το σύστημα. Το Κεντρικό Υπολογιστικό Κέντρο ένωσε τα κλαδικά υπολογιστικά συστήματα και τα μετέτρεψε σε ένα σώμα για την αναλυτική υποστήριξη της μεταρρύθμισης Κοσύγκιν του 1965. Ενώ η ΓΚΟΣΠΛΑΝ ζητούσε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη της αυτοματοποίησης των υπολογισμών σχεδιασμένων από το σύστημα, τα υπουργεία των τομέων ζητούσαν περισσότερες εξουσίες.22
Λόγω της κρίσιμης απουσίας ενός μοντέλου διατομεακής ισορροπίας, η αυτοματοποίηση των υπολογισμών, που σχεδιάζονται με βάση το σύστημα περιορίστηκε σε ένα σύνολο αναλυτικών πινάκων, που δημιουργήθηκαν για τις διάφορες υπηρεσίες της ΓΚΟΣΠΛΑΝ και το αυτοματοποιημένο σύστημα διαχείρισης εγγράφων – Dokument. Το έργο του ήταν να παρακολουθεί τη διαδικασία κατάρτισης ενός σχεδίου, αλλά όχι να αυτοματοποιεί τους πραγματικούς υπολογισμούς προγραμματισμού. Επιπλέον, η δραστηριότητα του Κεντρικού Υπολογιστικού Κέντρου περιορίστηκε στην ενοποίηση των δικτύων της ΓΚΟΣΠΛΑΝ, με τα υπολογιστικά συστήματα των Δημοκρατιών, των υπουργείων και των υπηρεσιών που αλληλοεπιδρούσαν σε πραγματικό χρόνο. Η ασθένεια της αυτοματοποίησης της ροής εργασιών – αντί της αυτοματοποίησης των υπολογισμών, που εξασφαλίζουν την πραγματική αύξηση του εισοδήματος – είναι εγγενής σήμερα σε όλες τις χώρες του κόσμου. Σήμερα, αυτή η πρωτόγονη προσέγγιση χαρακτηρίζει το Αναλυτικό Κέντρο για την Κυβέρνηση της Ρωσίας, το οποίο αποκαλεί αυτή τη διαδικασία έργο ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.23
Αν επιστρέψουμε στις απαρχές του προβλήματος στον τομέα της οικονομικής και μαθηματικής μοντελοποίησης και της αυτοματοποίησης της οικονομικής διαχείρισης, τότε θα πρέπει να θυμηθούμε τη δημιουργία το 1962 στο Μινσκ του Κεντρικού Ερευνητικού Ινστιτούτου Τεχνικής Διαχείρισης υπό την ηγεσία του επιστήμονα -κυβερνητικού, Νικολάι Βεντούτα. Το ινστιτούτο αυτό εισήγαγε αυτοματοποιημένα συστήματα οικονομικής διαχείρισης σε μια σειρά μεγάλων εργοστασίων κατασκευής μηχανών. Ο Βεντούτα ήταν επαγγελματίας στον τομέα του οικονομικού σχεδιασμού. Αλλά η κύρια επιτυχία του ήταν η δημιουργία του πρώτου αυτοματοποιημένου συστήματος ελέγχου της χώρας, με αποτέλεσμα ένα δυναμικό μοντέλο διατομεακής ισορροπίας. Το μοντέλο αυτό είναι ένα σύστημα μαθηματικών αλγορίθμων, που περιγράφουν τη διαδικασία συντονισμού μεταξύ των παραγγελιών, των τελικών καταναλωτών (κυβέρνηση, νοικοκυριά και εξαγωγείς) και των δυνατοτήτων των παραγωγών, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας προσαρμογής των αρχικών αναθέσεων για την επίτευξη του κατάλληλου ισοζυγίου εισροών- εκροών.24
Κατά τη διάρκεια των υπολογισμών, σύμφωνα με το μοντέλο, βελτιστοποιείται η δομή του τελικού προϊόντος για την αύξηση της πραγματικής φερεγγυότητας του εθνικού νομίσματος και της αποτελεσματικότητας στην επιλογή νέων τεχνολογικών μεθόδων παραγωγής, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, μέσω του οποίου εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των μακροοικονομικών αναλογιών και η απασχόληση. Το αποτέλεσμα αυτών των υπολογισμών είναι η κατασκευή αλυσίδων παραγωγής και η κατανομή των επενδύσεων μεταξύ των κλάδων, ώστε να ενισχυθεί η τροχιά ανάπτυξης της ποιότητας ζωής. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι το δυναμικό μοντέλο της διατομεακής ισορροπίας είναι η μόνη ψηφιακή τεχνολογία στον κόσμο που είναι σε θέση να «κατασκευάσει» το μέλλον, εξασφαλίζοντας την ανάπτυξη της οικονομίας προς την κατεύθυνση της κοινωνικής προόδου, που πραγματώνει τις ανθρώπινες αξίες.
Οι κύριες διαφορές μεταξύ του κυβερνητικού μοντέλου διατομεακής ισορροπίας του Βεντούτα και του οικονομετρικού μοντέλου του Λεόντιεφ είναι οι εξής:
Η μέθοδος οικοδόμησης του μοντέλου. Η οικονομική κυβερνητική του Βεντούτα απαιτεί την ενσωμάτωση των δράσεων των αντικειμενικών οικονομικών νόμων κατά τη μοντελοποίηση της διατομεακής ισορροπίας. Το οικονομετρικό υπόδειγμα του Λεόντιεφ βασίζεται απλώς στη στατιστική και τα μαθηματικά.
Στην τεχνολογία σχεδιασμού. Κατά την κατασκευή ενός κυβερνητικού διατομεακού ισοζυγίου, χρησιμοποιείται η μέθοδος των διαδοχικών προσεγγίσεων για τον υπολογισμό ενός σχεδίου και κατά τον τρόπο αυτό εφαρμόζονται οι αρχές της αναλογικότητας, της αποδοτικότητας της παραγωγής και της βελτιστοποίησης της δομής της κατανάλωσης. Η μέθοδος αυτή εξασφαλίζει τη σύγκλιση και τη σταθερότητα των λύσεων. Το οικονομετρικό υπόδειγμα διατομεακού ισοζυγίου του Λεόντιεφ χρησιμοποιεί προβλέψεις σεναρίων, που υπολογίζονται στη βάση συστημάτων εξισώσεων, με παραμέτρους οικονομικής πρόβλεψης που λαμβάνονται με μεθόδους μαθηματικής στατιστικής. Οι λύσεις που προκύπτουν είναι ασταθείς.
Επενδύσεις ως παράμετρος διαχείρισης ή πρόβλεψης. Οι επενδύσεις αποτελούν τη διαχειριστική παράμετρο του σχεδίου σε ένα κυβερνητικό μοντέλο διατομεακής ισορροπίας. Η κατανομή των επενδύσεων καθορίζεται επαναληπτικά κατά τη διάρκεια των υπολογισμών του σχεδίου. Στην οικονομετρία, οι επενδύσεις είναι μια παράμετρος πρόβλεψης, που δεν παρεμβαίνει στα ανταγωνιστικά συμφέροντα, που πιέζουν για κρατική στήριξη.
Συλλογή πληροφοριών. Ένα οικονομικό ρομπότ (τεχνητή νοημοσύνη στην οικονομία ή αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου για την οικονομική διαχείριση) βασίζεται σε ένα κυβερνητικό μοντέλο διατομεακής ισορροπίας, που οργανώνει τις ροές πληροφοριών σχετικά με τις παραγγελίες των τελικών καταναλωτών, τη δυναμική των τιμών ισορροπίας στην καταναλωτική αγορά, τις σχέσεις παραγωγής, τις νέες τεχνολογικές μεθόδους παραγωγής, τα ισοζύγια εξωτερικού εμπορίου, το ισοζύγιο κεφαλαιουχικών επενδύσεων και το ισοζύγιο εισοδημάτων και δαπανών του πληθυσμού και τον κρατικό προϋπολογισμό σε λειτουργία κυλιόμενου σχεδιασμού (online). Το οικονομετρικό υπόδειγμα του διατομεακού ισοζυγίου χρησιμοποιεί στατιστικά στοιχεία εκ των υστέρων (ex-post) από το εθνικό λογιστικό σύστημα.
Ο επιστήμονας-φιλόσοφος Β. Πικχόροβιτς σημειώνει ότι ο Γκλουσκώφ, σε αντίθεση με τον Βεντούτα, είχε τεράστια υποστήριξη από την ηγεσία της χώρας και ήταν συνεχώς απασχολημένος με την προώθηση της ιδέας του. Ταυτόχρονα, ο Βεντούτα, αν και κατείχε παρόμοια σημαντικά και έγκυρα αξιώματα, ήταν ένας μοναχικός ενθουσιώδης υποστηρικτής της ανάπτυξης των αρχών του αυτοματισμού. Ωστόσο, είχε ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι του Γκλουσκώφ δεν ήταν μόνο ένας επαγγελματίας της κυβερνητικής, αλλά και σοβαρός και με αρχές πολιτικο-οικονομολόγος. Κανένας όμως από τους δυο, ωστόσο, δεν συγκαταλεγόταν στους κορυφαίους σοβιετικούς οικονομολόγους.25
Ήρθε η ώρα να ξεμπλοκάρει ο κυβερνο-σχεδιασμός του Βενούτα για τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής οικονομίας. Ο σοσιαλισμός είναι το μόνο παγκόσμιο σχέδιο, στηριζόμενο στην κυβερνητική, που είναι προς το παρόν ικανό να εφαρμόσει ένα σχεδιασμό κοινωνικής προόδου, που να πραγματώνει τις ανθρώπινες αξίες. Η αυτοματοποίηση της οικονομικής διαχείρισης σημαίνει το συντονισμό των δραστηριοτήτων σε όλες τις βιομηχανίες και τους τομείς της οικονομίας, καθώς και όλων των τεχνικών ΤΝ, ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα των αποφάσεων της διαχείρισης.
Ο Λένιν είπε κάποτε ότι ο σοσιαλισμός είναι η σοβιετική εξουσία συν ο εξηλεκρισμός ολόκληρης της χώρας. Σήμερα, το σύνθημα αυτό μπορεί να παραφραστεί ως εξής – σοσιαλισμός είναι η δημοκρατία συν η αυτοματοποίηση της οικονομικής διακυβέρνησης της χώρας. Η εισαγωγή της οικονομικής τεχνητής νοημοσύνης, η οποία αυτοματοποιεί τη διαχειριστική εργασία, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα παλινόρθωσης του πρώτου.
Δέκα συμπεράσματα
(1) Από τον δέκατο έκτο αιώνα η οικονομική πολιτική των κρατών χαρακτηρίζεται από τον κυκλικό χαρακτήρα του «μερκαντιλισμού, του πολέμου και του φιλελευθερισμού». Στον εικοστό αιώνα, με την αυξανόμενη δύναμη των πολυεθνικών εταιρειών, αυτό μετατράπηκε σε έναν κύκλο «πληθωρισμού, πολέμου και οικονομικής σταθεροποίησης». Όταν εδραιώθηκε η κυριαρχία αυτών των εταιρειών στα οικονομικά εργαλεία τον 16ο με 19ο αιώνα προστέθηκαν ο πληθωρισμός, ένα παγκόσμιο νομισματικό σύστημα, που βασίζεται στη χρήση βασικών αποθεματικών νομισμάτων και η παγκόσμια αγορά δανειστικών κεφαλαίων. Αυτά τα οικονομικά μέσα, χρησιμοποιώντας ροές πλασματικού κεφαλαίου, αναδιανέμουν το εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία υπέρ των πολυεθνικών εταιρειών, αυξάνοντας την τεχνολογική και κοινωνική ανισότητα στον κόσμο. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, εγκαθιδρύθηκε ένα μονοπολικό σύστημα, βυθίζοντας τον κόσμο σε βαθύτερη κρίση.
(2) Τα κερδοσκοπικά παιχνίδια τελειώνουν με τη διεκδίκηση ηγεμονικής ισχύς και την προετοιμασία για μια νέα στρατιωτική λύση στην εξελισσόμενη κρίση. Με την ανάληψη της εξουσίας από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ το 2017, ο κόσμος εισήλθε σε μια άλλη φάση προπολεμικού μερκαντιλισμού, που εκδηλώθηκε με την απότομη αύξηση των εμπορικών πολέμων και των κυρώσεων – μια νέα κούρσα εξοπλισμών. Λαμβάνοντας υπόψη την πυρηνική δυνατότητα των αναπτυσσόμενων χωρών και προσπαθώντας να αποφύγουν τις άμεσες στρατιωτικές συγκρούσεις, οι πολυεθνικές εταιρείες προσέθεσαν τα επιτεύγματα της ψηφιακής επανάστασης στην οικονομική τους εργαλειοθήκη.
(3) Η πανδημία αποκάλυψε ότι οι πολυεθνικές εταιρείες επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τις δυνατότητες της ψηφιακής επανάστασης για να διατηρήσουν τον καπιταλισμό, εγκαθιδρύοντας τον απόλυτο έλεγχο στην ανθρώπινη συμπεριφορά, φέρνοντας μας ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος της ανθρώπινης ιστορίας.
(4) Η μόνη εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό είναι ο σοσιαλισμός. Η πρώτη προσπάθεια οργάνωσης μιας μη καπιταλιστικής, αναλογικά αναπτυσσόμενης οικονομίας προς την κατεύθυνση ενός ευημερούντος μέλλοντος έγινε από την ΕΣΣΔ. Η ιστορική ανάλυση της εξέλιξης της οικονομικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, από τον πολεμικό κομμουνισμό στη Νέα Οικονομική Πολιτική και στην πορεία της εκβιομηχάνισης, δείχνει πώς η χώρα συγκέντρωσε σταδιακά μια ισορροπημένη εμπειρία στον οικονομικό σχεδιασμό και προχώρησε στη χρήση μιας επαναληπτικής μεθόδου για την κατάρτιση των οικονομικών της σχεδίων. Οι σημαντικότερες αρχές της ήταν η ενσωμάτωση της ανατροφοδότησης για τον συντονισμό των προγραμματισμένων υπολογισμών, οι εισροές-εκροές και ο κυλιόμενος σχεδιασμός (προσαρμογή των προγραμματισμένων υπολογισμών στο διαδίκτυο). Χάρη σε αυτόν τον πρώιμο σχεδιασμό της οικονομίας στη βάση της κυβερνητικής, η ΕΣΣΔ κέρδισε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έγινε σημαντική δύναμη του διπολικού κόσμου, καθορίζοντας τον φορέα της παγκόσμιας ανάπτυξης.
(5) Λόγοι για την ήττα της ΕΣΣΔ στον Ψυχρό Πόλεμο: Αντικειμενικές και υποκειμενικές δυσκολίες στο να είσαι η πρώτη χώρα στον κόσμο που εφάρμοσε τον εθνικό οικονομικό σχεδιασμό μέσω διαδοχικών επαναλήψεων και πραγματοποίησε χειροκίνητα τους αναγκαίους μετασχηματισμούς, από τους στόχους της εκβιομηχάνισης έως την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων των πολιτών.
Η εξάλειψη του κομματικού μεγίστου μισθού από τον Στάλιν, η οποία συνέβαλε στον κατακερματισμό της σοβιετικής κοινωνίας σε κοινωνικά στρώματα με τεράστιες εισοδηματικές διαφορές, ο πλουτισμός της διορισμένης κομματικής νομενκλατούρας, η άνθηση του κυνισμού και του καριερισμού και η διαφθορά στην κοινωνία. Ως εκ τούτου, δημιούργησε εκείνους που θα τον κατέστρεφαν και στη συνέχεια και την ΕΣΣΔ ως σχεδιασμένη οικονομία.
Η υιοθέτηση της θεωρίας της εμπορευματικής παραγωγής στο πλαίσιο του σοσιαλισμού το 1956 ως το επίσημο δόγμα για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, η οποία έδωσε στις επιχειρήσεις όλο και μεγαλύτερη ανεξαρτησία στον προσανατολισμό τους προς το κέρδος και συνέβαλε στην αποκατάσταση του καπιταλισμού προς όφελος της κομματικής νομενκλατούρας.
Ο ηγετικός ρόλος της οικονομικής κυβερνητικής στην ανάπτυξη της θεωρίας και της πρακτικής του οικονομικού σχεδιασμού με στόχο τη μετάβαση από τον χειροκίνητο στον αυτοματοποιημένο σχεδιασμό υποτιμήθηκε ως προς τις δυνατότητές της να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των διοικητικών αποφάσεων και να εξασφαλίσει την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων των πολιτών.
Η συνέχιση της ίδιας πορείας εκβιομηχάνισης χωρίς αποτελεσματικό σχεδιασμό σήμαινε δυσανάλογη ανάπτυξη, οικονομική μεταρρύθμιση, εντεινόμενο οικονομικό χάος και σκιώδη αγορά λόγω της σταθεροποίησης των τιμών στην καταναλωτική αγορά, οδηγώντας την ΕΣΣΔ σε βαθιά οικονομική κρίση που κατέληξε στην κατάρρευση της χώρας το 1991.
(6) Στο πλαίσιο μιας πανδημίας, οι ψηφιακές τεχνολογίες προστέθηκαν στα οικονομικά μέσα των πολυεθνικών εταιρειών στον τομέα του εμπορίου και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, της ροής εργασίας και της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης ως μέσο ελέγχου των ανθρώπων και όχι της διαχείρισης της οικονομίας. Αντιλαμβανόμενοι την ανάγκη να μειωθούν οι κίνδυνοι, που ενέχει ο συντονισμός των παραγωγικών σχέσεων μέσω του διεθνούς εμπορίου, οι δυτικοί εμπειρογνώμονες εναποθέτουν ελπίδες στη λεγόμενη τεχνολογία μεγάλων δεδομένων. Αυτή, κατά τη γνώμη τους, θα οδηγήσει τον κόσμο στη χρήση οικονομικού σχεδιασμού με γνώμονα το κέρδος με τη βοήθεια αλγορίθμων και χωρίς τη διαφθορά, που εμφανίστηκε στην ΕΣΣΔ. Τέτοιες ιδέες μαρτυρούν την έλλειψη κατανόησης από τους δυτικούς εμπειρογνώμονες της ουσίας του σχεδιασμού βάση της κυβερνητικής στην ΕΣΣΔ και των αντιφάσεων, που επιβάλλει το σύστημα κέρδους και εμπορευμάτων και ως εκ τούτου, την αδυναμία δημιουργίας αλγορίθμων, που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν αυτούς τους στόχους και να δώσουν διέξοδο από την παγκόσμια κρίση.
(7) Το κλειδί για την εξεύρεση διεξόδου από την παγκόσμια κρίση θα πρέπει να αναζητηθεί στην εναλλακτική εμπειρία του σοσιαλιστικού οικονομικού σχεδιασμού στην ΕΣΣΔ. Η βελτίωσή του απαιτούσε τη μετάβαση από ένα χειροκίνητο σε ένα αυτοματοποιημένο σύστημα. Για τη δημιουργία όμως ενός αυτοματοποιημένου συστήματος ελέγχου (ή οικονομικού ρομπότ), πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι γνώσεις της οικονομικής κυβερνητικής ως επιστήμης των πληροφοριακών διαδικασιών στην κοινωνική παραγωγή για την ανάπτυξη αλγορίθμων συντονισμού των υπολογισμών εισροών- εκροών, δηλαδή του σχεδιασμού στη βάση της κυβερνητικής.
(8) Τόσο η ΕΣΣΔ όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν ότι αν η ΕΣΣΔ είχε το χρόνο να δημιουργήσει ένα αυτοματοποιημένο σύστημα ελέγχου της οικονομίας, τότε ο κόσμος σήμερα θα κινούνταν προς ένα διαφορετικό, πιο ευημερούν μέλλον. Οι δυσκολίες στην ανάπτυξη ενός δυναμικού μοντέλου διατομεακής ισορροπίας και τα στενά εγωιστικά συμφέροντα των θεσμών που ήταν υπεύθυνοι για την εφαρμογή των αυτοματοποιημένων συστημάτων ελέγχου οδήγησαν σε έναν ανταγωνισμό για τη χρηματοδότηση της έρευνας, που δεν σχετιζόταν με τη βελτίωση του σχεδιασμού μιας σοσιαλιστικής οικονομίας.
(9) Χάρη στη γνώση του Κεφαλαίου, του Μαρξ και της σοβιετικής εμπειρίας στη διαχείριση της οικονομίας σε διάφορα επίπεδα, ο Νικολάι Βεντούτα ανέπτυξε ένα δυναμικό μοντέλο διατομεακής ισορροπίας. Το μοντέλο του είναι η μόνη ψηφιακή τεχνολογία στον κόσμο, που κατασκευάζει και κατευθύνει την ανάπτυξη της οικονομίας προς ένα ευημερούν μέλλον.
(10) Σήμερα, η προσέγγιση του οικονομικού σχεδιασμού στη βάση της κυβερνητικής έχει μπλοκαριστεί. Ταυτόχρονα, τεράστια κρατικά κονδύλια ξοδεύονται προς όφελος των ψηφιακών μονοπωλίων, που οδηγούν τον κόσμο σε σκοτεινές εποχές. Έχει έρθει η στιγμή να εφαρμοστεί ο οικονομικός σχεδιασμός στηριζόμενος στην κυβερνητική, που συντονίζει τις δραστηριότητες όλων των βιομηχανιών και τομέων προς ένα ευημερούν, βιώσιμο μέλλον. Η εφαρμογή του θα σημάνει μια επανάσταση στη διαχείριση, που θα αυξήσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της κρατικής και παγκόσμιας διαχείρισης. Όπως ακριβώς η εισαγωγή των μηχανών οδήγησε στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση, επιβεβαιώνοντας έτσι τον καπιταλισμό, έτσι και η εισαγωγή του οικονομικού αυτοματισμού θα δημιουργήσει μια πραγματική δεύτερη βιομηχανική επανάσταση και θα εγκαθιδρύσει τον σοσιαλισμό χωρίς τη δυνατότητα καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
1 Αναδημοσίευση από το περιοδικό Monthly Review Οκτώβριος 2022
2 N. Veduta, Strategy and Economic Policy Governance (Moscow: Akademicheskiy proekt, 2003).
3 Council of People’s Commissars, “Management of Sovnarkom,” Assembly of Legislation and Deployment of Laws for 1921, no. 106, Statement of the Governmental Commissariat (1944).
4 “Stalinskoye nevraventsko (Stalinist Inequality),” 1917.com (blog) (2015).
5 G. Eljmeev and V. G. Ovsjnnikov, Applied Sociology: Opinions of Theories (St. Petersburg, University of St. Petersburg), 35.
6 Joseph Stalin, Works, vol. 12 (Moscow: Pravda, 1929).
7 Stephen Cohen, Bukharin and the Bolshevik Revolution: A Political Biography, 1938–1988 (New York: Alfred A. Knopf, 1988).
8 S. Autonomov, O. I. Ananin, and N. A. Makasheva, “Economic Discussions of the 1920s on the Nature of the Planned Economy” in The History of Economic Doctrines, ed. V. S. Autonomov (Moscow: INFRA-M, 2002).
9 Raymond Barr, Political Economy (Moscow: International Relations, 1995).
10 Veduta, Strategy and Economic Policy Governance.
11 Veduta, Strategy and Economic Policy Governance.
12 Poteryaiko, “Professor Veduta: There Is No ‘Digitalization’ That Can Help, If the Direction of Economic Policies Is Corrupt,” Svobodnaya Pressa (December 19, 2019).
13 Politburo Central Committee, “Protocol No. 87 of the Sessions of the Politburo Central Committee VKP” (February 8, 1932): 9; “Stalinskoye nevraventsko (Stalinist Inequality).”
14 N. Veduta, “Manifesto for Inclusive Capitalism: ‘Trust Us, and You Will Be Happy,” REGNUM News Agency, December 2, 2021; E. N. Veduta, “New ‘Green’ Course Called to End Our Economics,” Business Online, May 26, 2021.
15 Veduta, “New ‘Green’ Course Called to End Our Economics”; John Thornhill, “The Big Data Revolution Can Revive the Planned Economy,” Financial Times, September 4, 2017.
16 Guy Standing, The Precariat: The New Dangerous Class (New York: Bloomsbury Academic, 2011).
17 Klaus Schwab and Thierry Malleret, COVID-19: The Great Reset (Zurich: Agentur Schweiz, 2020).
18 Norbert Wiener, Cybernetics, or Control and Communication in the Animal and the Machine, (Cambridge, Mass.: MIT Press, 1948), 77.
19 Wiener, Cybernetics.
20 Glushkov and N. Fedorenko, “Problemy shirokogo vnedrenija vychislitel’noj tehniki v narodnoe hozjajstvo,” Voprosy jekonomiki (1964).
21 Pikhorovich, Essays on the History of Cybernetics in the USSR (Moscow: Lenand, 2019).
22 Safronov, “Pionery cifrovizacii Analiticheskij centr pri Pravitel’stve Rossijskoj Federacii” (2019).
23 N. Veduta, S. Evtushenko, and Ju Haritonov, “Smogut li politiki upravljat’ jekonomikoj,” REGNUM News Agency, 2019.
24 Veduta, Strategy and Economic Policy Governance.
25 Pikhorovich, Essays on the History of Cybernetics in the USSR.