Home  |  Ενημέρωση   |  Εισήγηση του Ευρωβουλευτή του ΑΚΕΛ, Γιώργου Κ. Γεωργίου στην παρουσίαση έρευνας με τίτλο «Διαφθορά στο ποδόσφαιρο»

Εισήγηση του Ευρωβουλευτή του ΑΚΕΛ, Γιώργου Κ. Γεωργίου στην παρουσίαση έρευνας με τίτλο «Διαφθορά στο ποδόσφαιρο»

Κυπριακό ποδόσφαιρο: ανάγκη εξυγίανσης…

Φίλες και φίλοι,

Η διαφθορά στο ποδόσφαιρο είναι μια ανοικτή πληγή για τον τόπο μας. Η εξυγίανση του χώρου του ποδοσφαίρου αποτελεί απαίτηση του φίλαθλου κοινού, των ίδιων των ποδοσφαιρικών σωματείων, κάποιων, τουλάχιστον, που προβαίνουν και σε επίσημες καταγγελίες και της κοινωνίας γενικότερα.

Προς επίρρωση αυτής της αντίληψης προστίθεται και η τελευταία έρευνα του ΠΑΣΠ, τα συμπεράσματα της οποίας, με εμφαντικό τρόπο,  κατατείνουν πως:

  • Το φίλαθλο κοινό θεωρεί σε ένα συντριπτικό ποσοστό ότι στο κυπριακό ποδόσφαιρο υπάρχουν πολλά κακώς έχοντα
  • Πιστεύουν, επίσης, ότι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα όσον αφορά στη διαπλοκή, τα στημένα και τη διαιτησία
  • Υπάρχει μεγάλη έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς του ποδοσφαίρου αλλά την ίδια ώρα εμπιστεύονται τις διοικήσεις των ομάδων τους
  • Η διαφορά σε αξιοπιστία του ποδοσφαιρικού προϊόντος της χώρας φαίνεται εξόφθαλμα όταν συγκριθεί με τα καλύτερα πρωταθλήματα της Ηπείρου όπου οι διαφορές είναι συντριπτικές. Συμβαδίζουμε, όμως, με την Ελλάδα σε χαμηλά επίπεδα αξιοπιστίας.

Το σκηνικό σήψης και διαφθοράς στο κυπριακό ποδόσφαιρο ντροπιάζει τη χώρα μας. Το πράγμα, χωρίς διάθεση μηδενισμού των όποιων προσπαθειών καταβάλλονται και των όποιων βημάτων προόδου σημειώνονται, έχει φτάσει στο απροχώρητο… Υποθέσεις παράνομης στοιχηματικής δραστηριότητας εκατομμυρίων, τις οποίες καταγγείλαμε ως ΑΚΕΛ και για τις οποίες το 2016 έγιναν αστυνομικές επιχειρήσεις και υπήρξε συλλογή στοιχείων, που μπορούσαν να γίνουν δεκτά στο δικαστήριο, έτυχαν σκανδαλώδους διαχείρισης και στην πράξη κουκουλώθηκαν. Οι δεκάδες κόκκινοι φάκελοι που έφταναν επί χρόνια είτε δεν διερευνώνται είτε ποτέ δεν καταλήγουν πουθενά. Γεννιούνται, λοιπόν, εύλογα ερωτήματα για τα όσα δεν έγιναν ή  και όσα γίνονται εκ μέρους των αρχών.

Ο ίδιος ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας παραδέχθηκε, πολλάκις, τη διαφθορά και την παρουσία εγκληματικών στοιχείων στο κυπριακό ποδόσφαιρο, μιλώντας για ΄΄σταύλο του Αυγεία΄΄.  Παραδέχθηκε, δηλαδή, αυτό που εμείς καταγγέλουμε εδώ και χρόνια. Διά στόματος του Προέδρου ακούσαμε δεσμεύσεις για “μέτρα που θα ληφθούν σύντομα” και “αυστηρότερους ελέγχους όσων συνδέονται με το ποδόσφαιρο”.

Τίποτα, όμως, ουσιαστικό δεν έπραξαν, ούτε ο Πρόεδρος, ούτε η Κύβέρνησή του. Η διαφθορά και η διαπλοκή στο χώρο του ποδοσφαίρου συνεχίζονται. Οι πολίτες μπούχτισαν από διαπιστώσεις και διακηρύξεις. Απαιτούνται, επιτέλους, άμεσα, δραστικά και ριζικά μέτρα.

Ως ΑΚΕΛ, εξ αρχής, καλέσαμε την Κυβέρνηση να επιδείξει απτά δείγματα γραφής της πολυδιαφημιζόμενης βούλησής της να πατάξει τη διαφθορά στο ποδόσφαιρο. Μάλιστα, προχωρήσαμε και στην κατάθεση οκτώ συγκεκριμένων δράσεων και εισηγήσεων για εξυγίανση του κυπριακού ποδοσφαίρου. Μια εξ αυτών ήταν η χρηματοδότηση επιστημονικής έρευνας για την καταγραφή των παθογενειών στις δομές του κυπριακού ποδοσφαίρου. Κατάθεση εισηγήσεων προς αντιμετώπισή τους, στη βάση καλών πρακτικών άλλων ποδοσφαιρικών πρωταθλημάτων αλλά και ευρύτερα αποδεχτών αρχών που πρέπει να διέπουν το λαοφιλές αυτό άθλημα.

Κάνοντας πράξη τις υποσχέσεις μας, είμαστε σήμερα εδώ για να συζητήσουμε μαζί σας τα  συμπεράσματα της εν λόγω έρευνας, προτείνοντας λύσεις για την αντιμετώπιση του φαινόμενου.

Υπενθυμίζω, βέβαια, ότι η διαφθορά και στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και η ανάγκη όπως υπάρξει διαφάνεια στον αθλητισμό έχει κατά καιρούς απασχολήσει και τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Ιδιαίτερα μετά και τις αποκαλύψεις που είχαν δει το φως της δημοσιότητας, τα λεγόμενα «football leaks» καθώς και τα «Panama Papers», που αποκάλυψαν ένα γιγάντιο παγκόσμιο σύστημα φοροδιαφυγής και διαφθοράς χωρίς προηγούμενο. Καθώς και το ζήτημα για την προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος / whistleblowers ο ρόλος των οποίων στη προσπάθεια εξυγίανσης του ευρωπαϊκού και του κυπριακού ποδοσφαίρου είναι καταλυτικός…

Τι εννοούμε  διαφθορά… Αίτια και αιτιατά…

Ο αθλητισμός αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο ανάπτυξης της διαφθοράς, καθώς η λαϊκή αποδοχή και η δημοφιλία αγωνισμάτων δεν προσελκύουν μόνο φιλάθλους και οπαδούς, αλλά διευρύνεται και ενσωματώνει οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, καθώς επίσης και τάσεις της κοινωνικής ζωής.

Το ποδόσφαιρο δεν αποτελεί ειδική περίπτωση διαφθοράς στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά λόγω της δημοφιλίας του παρουσιάζει με τον πιο εμφαντικό τρόπο όλα τα συμπτώματα και τις παθογένειες που εξασθενούν το χαρακτήρα, τις αρετές και τις ηθικές αρχές, που το ίδιο το άθλημα προβάλλει ως ιδανικά. Κοινό χαρακτηριστικό που διέπει όλες τις μορφές διαφθοράς είναι… η δωροδοκία.

Μόνος παράγοντας, που αποθαρρύνει τέτοιες πρακτικές, παραμένει το νομικό σύστημα και οι προβλεπόμενες από τον ποινικό κώδικα, τιμωρίες και διώξεις. Παράλληλα, σε κοινωνικές συνθήκες με έντονα παρηκμασμένες νοοτροπίες, οι άνθρωποι απερίσκεπτα και χωρίς ενοχές δικαιολογούν πρακτικές διαφθοράς. Μια τέτοια τεκμηρίωση και αιτιολόγηση οδηγεί στη νομιμοποίησή της. Με άλλα λόγια και η ανοχή γιγαντώνει το φαινόμενο.

Μια ακόμη παράμετρος που ευνοεί τα φαινόμενα διαφθοράς στο ποδόσφαιρο, είναι η έλλειψη θεσμικής λειτουργίας της πολιτείας και των πολιτικών κομμάτων προς την κατεύθυνση θέσπισης αποτελεσματικών κανόνων και νόμων.

Η έλλειψη ουσιαστικής λειτουργίας της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οδηγεί στην άποψη πως οι κολάσιμες πράξεις διαφθοράς αποτελούν μια κανονικότητα και ένα αναπότρεπτο στοιχείο στο χώρο του ποδοσφαίρου. Τα πρόστιμα, οι υποβιβασμοί και κάθε μέτρο που αποσκοπεί στην τιμωρία, φαίνεται να μην λύνουν το πρόβλημα. Αντιθέτως, συντηρούν και διαιωνίζουν ένα σύστημα, το οποίο η κοινωνία διά της ανοχής θεωρεί κυρίαρχη νοοτροπία.

Με άλλα λόγια η διαφθορά στο ποδόσφαιρο δεν είναι το αποτέλεσμα άγνοιας ή αδιαφορίας για τους κανόνες της πολιτείας, αλλά κυρίως πολιτικό ζήτημα  καθώς πρόκειται για μια επιλογή, η οποία ελλείπεται οράματος, βούλησης, σθένους, αποφασιστικότητας και προσήλωσης στην αντιμετώπιση των ηθικών και νομικών ζητημάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που η διαφθορά στο ποδόσφαιρο αποτελεί και μια συνεχή πρόκληση για τις δημοκρατικές κοινωνικές δυνάμεις…

Η ραγδαία αύξηση των περιπτώσεων διαφθοράς στο ποδόσφαιρο παγκοσμίως, αλλά και η συνειδητοποίηση της κοινωνικής και οικονομικής βλάβης που προκαλεί, απελευθέρωσε τόσο τη δημόσια συζήτηση όσο και τις απαιτήσεις των κοινωνιών, ώστε να αναζητούν λύσεις. Λύσεις, που δεν στοχεύουν μόνο στην κάθαρση του αθλήματος, αλλά κυρίως στην αντιμετώπιση και άλλων κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων του δημόσιου βίου (διαφθορά, διαπλοκή), που προκαλεί η αυθαιρεσία και απληστία ορισμένων παραγόντων.

Ο μεγάλος ανταγωνισμός των πρωταθλημάτων, τα οποία είναι το κοινό προϊόν και ο απώτερος στόχος των ποδοσφαιρικών συλλόγων, απαιτεί ρυθμίσεις πέρα από τον τυπικό χαρακτήρα που επιβάλει η γενικότερη βιομηχανία του αθλητισμού.  Η γιγάντωση των ευρωπαϊκών συλλόγων ξεπέρασε τις δυνατότητες της βιομηχανίας του ποδοσφαίρου σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.

Επί της ουσίας η καπιταλιστική σχεσιακή σύνθεση του σύγχρονου ποδοσφαίρου καθιστά το άθλημα ένα ακραία νεοφιλελεύθερο οικοσύστημα το οποίο διευρύνει τη διαπλοκή και τη διαφθορά.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Το ποδόσφαιρο, το οποίο είναι ίσως το πιο δημοφιλές άθλημα,  και παρά το γεγονός, ότι «συμπυκνώνει αντιφάσεις, αντιθέσεις και αμφισημίες μιας κοινωνίας σε διαρκή μεταβολή» δεν παύει να ενσωματώνει και να συμβαδίζει, ειδικά στην Κύπρο, με τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες και να συνδέει την ουσία του με την αντίσταση του λαού στην κοινωνική παρακμή, που η διαφθορά και η διαπλοκή σταδιακά εξελίχθηκαν μέσα σε ένα αιώνα ταξικής πάλης. Έτσι παρά το ότι το σύγχρονο κυπριακό ποδόσφαιρο μαστίζεται πρωτίστως από τη διαφθορά, δεν πρέπει να λησμονηθεί και το γεγονός ότι στο εσωτερικό του αναπτύσσονται δυνάμεις, που αντιδρούν στις κυρίαρχες αφηγήσεις και αντιστέκονται στις παρακμιακές συνθήκες, που το βαθύ κράτος της δεξιάς και του κοινωνικοοικονομικού κατεστημένου, διαχρονικά,  εδραίωσε.

Το Κυπριακό ποδόσφαιρο, ως ένας κοινωνικο-ιστορικός και πολιτικός παράγοντας διαμόρφωσης ορισμένων δομών της κοινωνική ζωής, δεν αρκεί να αντιμετωπίζεται ως  ένα απλό παράδειγμα κακοδιαχείρισης, διαπλοκής, ευνοιοκρατίας, ημετεροκρατίας, αναξιοκρατίας, αναξιοπιστίας, προσοδοθηρίας, πελατειασμού, συντεχνιασμού και κομματισμού του κράτους, αλλά ως μια θεσμική αναγκαιότητα, που να αποσκοπεί στην πρόοδο, την παιδεία και την ψυχαγωγία του λαού.

Πέρα λοιπόν από τη θεωρητική πρακτική μιας γενικότερης δεοντολογικής προσέγγισης των ζητημάτων, που απορρέουν από τη διαφθορά στο χώρο του ποδοσφαίρου, χρειάζεται επιπλέον μια σειρά πρακτικών και άμεσων μέτρων, που προοδευτικά θα ευνοούσαν θεσμικά το άθλημα και μάλιστα θα το καθιστούσαν, θεμελιωδώς, πρότυπο κυβερνητικής λειτουργίας. Η θεσμική αναδιάρθρωση οφείλει να στοχεύει πρωτίστως τον κυβερνητικό μηχανισμό της ΚΟΠ, θέτοντας τους όρους λειτουργίας της στα πλαίσια ενός δημοκρατικού καταστατικού λογοδοσίας και διαφάνειας και κατά δεύτερον τα σωματεία και τις διοικήσεις των ομάδων. Πιο συγκεκριμένα, για την ΚΟΠ οφείλει να προβλέπει:

 

(1) Οικονομική διαφάνεια και έλεγχο,

(2) Περιορισμό εξουσίας,

(3) Αναδιάρθρωση του Καταστατικού και

(4) Αναδιάρθρωση της Διαιτησίας.

Η αυτονομία και η αυτεξουσία, όμως, της ΚΟΠ απαιτεί την πολιτειακή μέριμνα για τον περιορισμό της διαφθοράς και την πολιτική βούληση για κάθαρση στο χώρο του αθλητισμού. Αναλυτικότερα, η θεσμοθέτηση μια ενιαίας νομοθεσίας που να καλύπτει ολόκληρο το αθλητικό γίγνεσθαι της Κύπρου και των αθλητικών φορέων αποτελεί επιτακτική ανάγκη οριοθέτησης κανόνων, οι οποίοι οφείλουν να περιλαμβάνουν τα εμπλεκόμενα μέρη, δηλαδή τις Εταιρίες του Ποδοσφαίρου και το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, καθώς επίσης και τους παράγοντες, τα σωματεία και τη διαιτησία.

Επιπροσθέτως, η τροποποίηση της αθλητικής νομοθεσίας που διέπει τη λειτουργία του ΚΟΑ, οφείλει να συμπεριλάβει κανόνες ελέγχου των οικονομικών και ρυθμιστικών λειτουργιών όλων των ομοσπονδιών, συμπεριλαμβανομένης και της ΚΟΠ, αφού το αυτοδιοίκητο των ομοσπονδιών δεν απέδειξε ικανότητες και βούληση αυτοκάθαρσης.

Η πολιτεία από τη μεριά της οφείλει να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον και να ελέγχει τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Στην ίδια κατεύθυνση οφείλει το κράτος να ελέγχει το ασυμβίβαστο των παραγόντων που δραστηριοποιούνται στο χώρο της ΚΟΠ και να θωρακίζει την κοινωνία από άτομα, που τα οικονομικά τους συμφέροντα σχετίζονται με το ποδόσφαιρο.

Για να προστατευτεί ο θεσμός και το αθλητικό γίγνεσθαι στην Κύπρο, η πολιτεία, επίσης, οφείλει να λάβει μέτρα και να ορίσει κανόνες, οι οποίοι να αποτελούν φραγμό στη γιγάντωση της ΚΟΠ και από έναν αθλητικό θεσμό να μετατρέπεται σε πολιτικό μηχανισμό πολιτειακού παρεμβατισμού και διαπλοκής. Επομένως, το κράτος πρέπει να ορίσει συγκεκριμένο όριο θητειών, ώστε οι διοικητικοί παράγοντες και το προεδρείο της να αδυνατούν να διαμορφώσουν πυρήνες εξουσίας, που οδηγούν δυνητικά στην ασυδοσία, την έλλειψη λογοδοσίας και τη διαπλοκή.

Σε επίπεδο δεοντολογίας, η Βουλή οφείλει να επεξεργαστεί σχέδιο κατάρτισης κανονισμών και ενίσχυσης της Επιτροπής Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού, η οποία εκτός των τυπικών της αρμοδιοτήτων να προβαίνει σε επιστημονικές έρευνες για την καταγραφή των παθογενειών στις δομές του κυπριακού ποδοσφαίρου, σε συνέργεια με τη Δικαιοσύνη και την Αστυνομία. Η παραμέληση της Επιτροπής Δεοντολογίας δημιουργεί φαινόμενα διαπλοκής τόσο εν σχέση με μορφές σύγκρουσης συμφερόντων όσο και με παρεμβάσεις στην πορεία πορισμάτων, και υπήρξαν και τέτοιες,  τα οποία αποκαλύπτουν τη διατρητότητα του συστήματος και την απροθυμία του να εξυγιάνει το ποδόσφαιρο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των μαζικών παραιτήσεων μελών της επιτροπής, γεγονός που οδήγησε στη σύγκληση συνεδρίας της Επιτροπής Θεσμών της Βουλής των Αντιπροσώπων ύστερα από πρόταση των Βουλευτών του ΑΚΕΛ, για να εξετάσει την κρίση που έχει προκληθεί από αυτές τις παραιτήσεις της Επιτροπής Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού. Η αρνητική εικόνα της Επιτροπής Δεοντολογίας δείχνει το βαθύ θεσμικό κενό, το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει ο πολιτικός κόσμος. Αυτό δείχνει και την ανάγκη, τα πολιτικά κόμματα να οργανώσουν μόνιμες επιτροπές παρατήρησης και επεξεργασίας ερευνητικών προγραμμάτων, που να στοχεύουν τόσο στην επιστημονική ανάλυση των παθογενειών στο χώρο του ποδοσφαίρου, όσο και στη συνεχή ενημέρωση της κοινωνίας για τις αρχές που διέπουν το λαοφιλές αυτό άθλημα, αξιοποιώντας όλες τις δυνατότητες που υπάρχουν σε Εθνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο (οικονομικές, πολιτικές, θεσμικές κ.ά). Ο κοινωνικός ρόλος του αθλητισμού πρέπει να αποτελεί ουσιαστική και άμεση προτεραιότητα για τις πολιτικές δυνάμεις και όχι να λειτουργεί ως μέσο πελατειακών και κομματικών συμφερόντων.

Επιπλέον, σε επίπεδο δικαιοσύνης, η πολιτεία οφείλει να αξιοποιήσει το θεσμικό ρόλο ανεξάρτητων θεσμικών οργάνων που να προστατεύουν νομικά το άθλημα από παράγοντες που χαρακτηρίζονται από αντιαθλητικές συμπεριφορές. Η αξιοποίηση της ΑΔΕΑ από τον ΚΟΑ, ως πρωτοβάθμιο αθλητικό δικαστήριο, μπορεί να αποτελεί μια λύση, δεν παύει όμως να βρίσκεται υπό την ΚΟΠ, γεγονός που δημιουργεί ζητήματα πραγματικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Η πολιτεία πρέπει να λάβει μέτρα, διορίζοντας ανεξάρτητη αρχή, η οποία να παρατηρεί και να επεξεργάζεται δικαστικές αποφάσεις, να συνεργάζεται και να προστατεύει μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος και να παρακολουθεί στενά τα πρωταθλήματα όλων των κατηγοριών. Μια τέτοια ανεξάρτητη αρχή πρέπει να λογοδοτεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων και όχι να λειτουργεί  βάσει συντεχνιακών, κυβερνητικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Η πολιτεία, πέρα από τη χρηματοδότηση  ως μοχλό πίεσης για αλλαγές στην ΚΟΠ, μπορεί να ανοίξει ένα διαρκή δημόσιο διάλογο με τους παραγωγικούς και κοινωνικούς φορείς, τα σωματεία και τους συνδέσμους των οργανωμένων οπαδών, για την ανάγκη αλλαγών στην ΚΟΠ, με στόχο την απομάκρυνση ατόμων και πρακτικών κατεστημένων νοοτροπιών, που διαμορφώθηκαν μέσα στις προηγούμενες δεκαετίες και την υιοθέτηση θετικών πρακτικών που να ενισχύουν την αντικειμενικότητα, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία στις ποδοσφαιρικές δομές. Η λαϊκή απαίτηση μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε ριζικές αλλαγές στο χώρο της διαιτησίας, των παρατηρητών, την αποκέντρωση εξουσιών από την Εκτελεστική Επιτροπή, την καθιέρωση Κώδικα Δεοντολογίας για τους ποδοσφαιρικούς παράγοντες, καθώς και άλλες αλλαγές στις δομές των σωμάτων της ΚΟΠ.

Τέλος, η συντονισμένη δράση των αρχών που επιβαρύνονται για την ομαλή λειτουργία του ποδοσφαίρου, όπως η αστυνομία, ο ΚΟΑ, η ΚΟΠ και η Νομική Υπηρεσία, είναι απαραίτητη για την καταπολέμηση των προσυνεννοημένων αγώνων που σχετίζονται με τον νόμιμο και παράνομο στοιχηματισμό. Η πολιτεία, προκειμένου να προστατέψει το δημόσιο συμφέρον από τέτοιες πρακτικές, οφείλει να εγκαθιδρύσει μηχανισμούς αντιμετώπισης της ατιμωρησίας όσων εμπλέκονται σε περιστατικά διαφθοράς, που προέρχονται από στημένους αγώνες και αλλοίωσης αποτελεσμάτων ποδοσφαιρικών αγώνων. Τοπικοί οργανισμοί (ΚΟΠ, ΠΑΣΠ, μεμονωμένα αθλητικά σωματεία) αλλά και διεθνείς οργανισμοί (π.χ. Transparency International & International Center for Sport Security (ICSS)), διακυβερνητικοί οργανισμοί (Συμβούλιο της Ευρώπης και Interpol Integrity in Sport Unit) και φορείς διοίκησης αθλητισμού (IOC, FIFA και ICC) έχουν πολλές φορές εκφράσει την επιθυμία να διεξάγουν έρευνες και να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την καλύτερη κατανόηση της φύσης της ποδοσφαιρικής/αθλητικής διαφθοράς, των αιτίων, των συνεπειών της και της ανάπτυξης πρωτοβουλιών μεταρρύθμισης. Μια τέτοια οργανωμένη και πολυεπίπεδη συνέργεια, καταρχήν θα διαμόρφωνε διαφανείς διαδικασίες αντιμετώπισης του προβλήματος της διαφθοράς και διαπλοκής στο χώρο του ποδοσφαίρου, και κατά δεύτερον, θα δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα αποκατάστασης της εικόνας του αθλήματος στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό της χώρας, επισφραγίζοντας τη βούληση των πολιτικών δυνάμεων της Κύπρου να εξασφαλίσουν για τους πολίτες, την οικονομική, πολιτιστική, πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη που το ίδιο το άθλημα υπόσχεται.

Η πολιτεία δεν μπορεί να λειτουργεί ως μέσο εκφοβισμού αλλά ως παράγοντας έμπνευσης και αποτελεσματικότητας μιας κυβερνητικής διαδικασίας, που να προστατεύει τους θεσμούς από την κακοβουλία ορισμένων αντικοινωνικών στοιχείων, που προσβάλουν και εν τέλει οδηγούν σε παρακμή το λαοφιλές άθλημα του ποδοσφαίρου. Ο κοινωνικός ρόλος των πολιτικών δυνάμεων δημιουργεί την ηθική υποχρέωση συνεργασιών για τη βελτίωση των δομών με τα σωματεία και τις διοικήσεις των ομάδων. Είναι επιτακτική ανάγκη οι πολιτικές των κομμάτων να απαγκιστρωθούν από τις φοβίες που καθυστερούν την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η γενναιότητα των πολιτικών πρέπει να συνδυάζεται με την αποφασιστικότητα της πολιτείας και τη διάθεση των ποδοσφαιρικών συλλόγων για κάθαρση σε όλους του τομείς της ιεραρχικής κονίστρας, που δομούν το κυβερνητικό μηχανισμό λειτουργίας του ποδοσφαίρου.

10.09.2022

PREV

Χαιρετισμός του Γ.Γ. της Κ.Ε ΑΚΕΛ, Στέφανου Στεφάνου στην παρουσίαση έρευνας με τίτλο «Διαφθορά στο ποδόσφαιρο»

NEXT

ΓΓ ΑΚΕΛ: Η κυβέρνηση να επιτρέψει τη μείωση των φόρων στην ενέργεια