Ομιλία Γενικού Γραμματέα της ΚΕ ΑΚΕΛ, Στέφανου Στεφάνου, στο Συνέδριο με θέμα: «Κυπριακό: Ώρα μηδέν!»
Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024 και ώρα 19:30, Κτίριο ΘΟΚ
Σας καλωσορίζω στο Συνέδριο που ως ΑΚΕΛ – Αριστερά – Κοινωνική Συμμαχία πραγματοποιούμε, με τίτλο: «Κυπριακό: Ώρα μηδέν!»
Δεν επιλέχθηκε τυχαία ο τίτλος, ούτε και θέλουμε να υπερβάλουμε δίκην εντυπωσιασμού και προβολής. Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα. Αλλά, δυστυχώς, δεν είναι! Η «Ώρα μηδέν» στο Κυπριακό εκφράζει πλήρως την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται το εθνικό μας θέμα. Σηματοδοτεί όμως και την ανάγκη για να σταθούμε ως πολιτικές δυνάμεις υπεύθυνα απέναντι στον καθρέφτη της Ιστορίας. Δεν υπάρχει πια η πολυτέλεια για εύηχα συνθήματα κενά περιεχομένου. Ο χρόνος είναι αμείλικτος και μας επιβάλλει να είμαστε αν μη τι άλλο ειλικρινείς απέναντι στον λαό και τους εαυτούς μας. Γι’ αυτό πήραμε την πρωτοβουλία για το Συνέδριο. Αφενός κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες που μοιραία προκαλεί η διαρκής στασιμότητα και αφετέρου προκαλώντας μια γόνιμη δημιουργική συζήτηση για την επόμενη ημέρα του Κυπριακού.
Πενήντα χρόνια από το δίδυμο έγκλημα του προδοτικού πραξικοπήματος της χούντας των Αθηνών και της ΕΟΚΑ Β’ και της τουρκικής εισβολής και κατοχής, αλλά και εξήντα χρόνια από τις δικοινοτικές συγκρούσεις του 1964, ο κίνδυνος για οριστική διχοτόμηση είναι όσο ποτέ άλλοτε κοντά.
Η σημερινή κατάσταση έρχεται να μας υπενθυμίσει κάτι για το οποίο το ΑΚΕΛ προειδοποιεί για πάρα πολλά χρόνια: ότι η παρέλευση του χρόνου χωρίς λύση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σ’ αυτό που αγωνιζόμαστε να αποτρέψουμε: τη διχοτόμηση.
Στη δική μας αντίληψη, οι κίνδυνοι από την οριστικοποίηση της διχοτόμησης είναι ξεκάθαροι: ανασφάλεια για τον λαό μας, αδυναμία άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων για το κράτος μας σε όλη του την επικράτεια, μόνιμη εστία έντασης και συγκρούσεων, οριστική απώλεια εδαφών και ελληνοκυπριακών περιουσιών, αφομοίωση και σταδιακός αφανισμός των Τουρκοκυπρίων ως διακριτής κοινότητας. Η κατάσταση όπως εξελίσσεται στην περιοχή μας με τον κίνδυνο γενικότερης ανάφλεξης για πολλοστή φορά έχει αποδείξει ότι παγωμένες συγκρούσεις δεν υπάρχουν, αφού διάφορες συγκυρίες και καταστάσεις μπορούν ανά πάσα στιγμή να τις μετατρέψουν σε θερμές.
Επομένως, δεν μπορούμε να βολευόμαστε με την προσωρινότητα του στάτους κβο του εδαφικού και πληθυσμιακού διαχωρισμού που προέκυψε με τη βία των όπλων του Αττίλα το 1974. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως το στάτους κβο είναι μια διολισθαίνουσα κατάσταση προς το χειρότερο και πως ό,τι κτίζουμε το κτίζουμε στην άμμο. Άλλη επιλογή από του να παραμείνουμε προσανατολισμένοι στην προσπάθεια για επίτευξη λύσης, δεν υπάρχει.
Όλες οι πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο μιλούν για την ανάγκη λύσης του Κυπριακού. Η κάθε μια, όμως, βάζει το δικό της περιεχόμενο στη λύση κι έχει τη δική της προσέγγιση για το πώς μπορεί αυτή να επιτευχθεί. Το ζήτημα, βέβαια, είναι ποια λύση είναι εφικτή. Εμείς ως ΑΚΕΛ, όταν αναφερόμαστε σε λύση εννοούμε αυτήν που τερματίζει την κατοχή και επανενώνει τον τόπο και τον λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.
Λύση για το ΑΚΕΛ είναι αυτή που αποκαθιστά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες όλων των πολιτών μας και ταυτόχρονα κατοχυρώνει τα κοινοτικά δικαιώματα. Λύση εννοούμε αυτή που διασφαλίζει ένα κράτος με μια κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μια διεθνή προσωπικότητα.
Έτσι όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα μετά το 1974, η μόνη εφικτή λύση που μπορεί να διασφαλίσει τα πιο πάνω είναι η λύση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως αυτή καθορίζεται από τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ. Αυτή τη λύση συμφωνήσαμε ως ελληνοκυπριακή πλευρά το 1977 κι αυτή επαναβεβαιώσαμε πολλές φορές.
Ανεξαρτήτως προθέσεων όσες θέσεις ή προτάσεις κατατίθενται δημοσίως εκτός της ΔΔΟ, το μόνο που κάνουν είναι να καλλιεργούν ψευδαισθήσεις στον λαό και, την ίδια ώρα, να δημιουργούν ερωτηματικά τόσο στο εξωτερικό όσο και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα σχετικά με τη δέσμευσή μας στα συμφωνηθέντα.
Για ‘μας στο ΑΚΕΛ το διακύβευμα που υπάρχει είναι ένα: είτε λύση ΔΔΟ είτε διχοτόμηση. Και, θεωρώ, ότι από τη μέρα που η τουρκική πλευρά επίσημα πλέον επανέφερε ως στόχο τη λύση δύο κρατών απορρίπτοντας την ομοσπονδία, το διακύβευμα ΔΔΟ ή διχοτόμηση έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρο. Όποιοι πιστεύουν ότι αν επιδιώξουμε οποιαδήποτε άλλη λύση είναι δυνατόν να επιτευχθεί ο στόχος του τερματισμού της κατοχής και της επανένωσης, λυπάμαι που θα το πω, είναι εκτός πραγματικότητας.
Κυρίες και κύριοι,
Φίλες και φίλοι,
Η ολοκλήρωση 50 χρόνων -μισού αιώνα- από το 1974 θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για ανασκόπηση και αξιολόγηση των προσπαθειών για λύση. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τις χαμένες ευκαιρίες –γιατί υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες– επίτευξης λύσης. Θα μπορούσαμε, επίσης, να μιλήσουμε για λάθη και λανθασμένους υπολογισμούς που κατά καιρούς υπήρξαν στην πολιτική και τη διαχείριση του προβλήματος από μέρους της ελληνοκυπριακής πλευράς. Λάθη τα οποία διευκόλυναν ή και τροφοδότησαν την παρελκυστική και διχοτομική πολιτική της Τουρκίας, η οποία έχει τον παράγοντα του χρόνου με το μέρος της, με την έννοια ότι η παρέλευσή του παγιώνει τα διχοτομικά δεδομένα τόσο επί του εδάφους όσο και στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Η «Ώρα Μηδέν» όμως του Κυπριακού δεν προσφέρεται για εσωστρέφεια. Αντιθέτως, μας επιβάλλει να δούμε με καθαρή ματιά το μέλλον διορθώνοντας τυχόν λάθη του παρελθόντος.
Ένα από αυτά τα λάθη ήταν η στάση μας ως ελληνοκυπριακή πλευρά, και εν γένει ως Κυπριακή Δημοκρατία, απέναντι στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Χρειάζεται πολιτικό θάρρος για να παραδεχτούμε ότι δεν της συμπαρασταθήκαμε όσο έπρεπε ώστε να της εμπνεύσουμε την εμπιστοσύνη αλλά και τη διάθεση για κοινό αγώνα που θα οδηγήσει στη λύση και την επανένωση. Ακόμα και σήμερα πολλές φορές αποφεύγουμε να βάζουμε στην εξίσωση των προσπαθειών για λύση τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας. Η υποτίμηση του τουρκοκυπριακού παράγοντα είχε ξεκινήσει από την εποχή των αγώνων για αποτίναξη της αποικιοκρατίας. Από τις αρχές δε της δεκαετίας του ’60 και, ειδικά, μετά τις δικοινοτικές συγκρούσεις και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τη διοίκηση του κοινού δικοινοτικού κράτους αυτή η προσέγγιση είχε ενταθεί. Αποφάσεις που τότε λήφθηκαν ερήμην των Τουρκοκυπρίων έστελναν το μήνυμα σ’ αυτούς ότι νιώθουμε ικανοποιημένοι που απαλλαχθήκαμε από τη συμμετοχή τους στη διαχείριση του κράτους και ότι δεν θέλουμε ανεξαρτησία αλλά ένωση με την Ελλάδα. Πολιτική την οποία ακολούθησε –δυστυχώς– η ελληνοκυπριακή ηγεσία επίσημα τουλάχιστον μέχρι το 1968. Και, ξανά δυστυχώς, η ενωτική ρητορική παρέμεινε μέχρι και το 1974.
Τέτοιες αποφάσεις, πολιτικές και ρητορικές ήταν βούτυρο στο ψωμί της Τουρκίας, της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και των ακροδεξιών κύκλων στην τουρκοκυπριακή κοινότητα που προωθούσαν τη διχοτόμηση δηλητηριάζοντας τις συνειδήσεις των ανθρώπων με μισαλλοδοξία, εθνικισμό και φανατισμό. Την ίδια ακριβώς πολιτική ακολούθησε και η ελληνοκυπριακή ακροδεξιά, η οποία με τα έργα και ημέρες της τελικά έφερε τον Αττίλα στην Κύπρο.
Σε σχέση με το παρελθόν θα περιοριστώ μέχρι εδώ γιατί είναι πεποίθησή μου πως ειδικά τώρα στην κρίσιμη περίοδο που διανύουμε στο Κυπριακό αυτό που προέχει –και που είναι καθήκον όλων μας– είναι να επικεντρωθούμε στο τι κάνουμε για να μπορέσουμε να φτάσουμε στην πολυπόθητη λύση.
Παρακάτω, θα καταθέσω την πρόταση του ΑΚΕΛ για το πώς κατά την άποψή μας πρέπει να κινηθεί η ελληνοκυπριακή πλευρά ώστε να συμβάλει –όσο βέβαια περνά από το χέρι της– στη διάρρηξη του μακροβιότερου αδιεξόδου που υπήρξε ποτέ στο Κυπριακό. Όπως είναι γνωστό, το Κυπριακό βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα από το 2017, όταν ναυάγησαν οι διαπραγματεύσεις στη διάσκεψη που είχε συγκληθεί από τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, όπου κατά γενική ομολογία είχαμε φτάσει μόλις ένα μίλι μακριά από την επίτευξη συμφωνίας στο Κυπριακό.
Η πρόταση του ΑΚΕΛ περιλαμβάνει 4 σημεία ως ακολούθως:
1. Συνεχής υπόμνηση προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά παραμένει συνεπής και αμετακίνητη στη συμφωνημένη βάση λύσης της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως αυτή καθορίζεται από τα σχετικά ψηφίσματά του ΟΗΕ και όπως συγκεκριμενοποιήθηκε με τις σχετικές συγκλίσεις, περιλαμβανομένης της σύγκλισης για εκ περιτροπής προεδρία, διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο και λήψη όλων των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου με τουλάχιστον μία θετική ψήφο από Τουρκοκύπριο Υπουργό. Η συνεχής υπόμνηση στη ΔΔΟ και την πολιτική ισότητα επιβάλλεται για δύο βασικούς λόγους: πρώτο, γιατί η τουρκική πλευρά έχει επίσημα μετακινηθεί από τη συμφωνημένη βάση λύσης. Και δεύτερο, οι βολιδοσκοπήσεις του τέως πρόεδρου Αναστασιάδη εντός κι εκτός Κύπρου για λύση δύο κρατών, σε συνδυασμό με την δαιμονοποίηση της πολιτικής ισότητας, έχει τραυματίσει την αξιοπιστία της ελληνοκυπριακής πλευράς σχετικά με την επιδιωκόμενη λύση.
2. Επιμονή στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων από το σημείο που διακόπηκαν στο Κραν Μοντανά χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Σημειώνω ότι αυτή τη θέση διατύπωνε ο Γ.Γ. του ΟΗΕ κ. Γκουτέρες για μερικά χρόνια προτείνοντάς την στα εμπλεκόμενα μέρη ως διέξοδο για συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Απογοητευμένος από την έλλειψη πολιτικής βούλησης, στη συνέχεια ο κ. Γκουτέρες έπαψε να αναφέρεται σ’ αυτή τη θέση. Με την ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών εμείς πρέπει να επαναφέρουμε στην ημερήσια διάταξη τη θέση του Γ.Γ. του ΟΗΕ για συνέχιση των διαπραγματεύσεων από το σημείο που διακόπηκαν.
Επίσης, ευθαρσώς πρέπει να δηλώνουμε ότι είμαστε υπέρ της διαφύλαξης όλων των συγκλίσεων καθώς και της διαπραγμάτευσης στη βάση του Πλαισίου Γκουτέρες.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα αυτής της θέσης;
I. Παρακάμπτονται οι απαράδεκτες και απορριπτέες θέσεις της τουρκικής πλευράς για λύση δύο κρατών, για ισότιμο διεθνές καθεστώς και για κυριαρχική ισότητα. Αυτές οι θέσεις δεν οδηγούν σε ομοσπονδία αλλά σε δύο κράτη και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
II. Η διαφύλαξη των συγκλίσεων διασώζει συμφωνίες πάνω σε εξαιρετικής σημασίας ζητήματα, όπως για παράδειγμα είναι αυτά της κυριαρχίας και της πολιτικής ισότητας, που επιτεύχθηκαν έπειτα από μακρές και επίμονες προσπάθειες. Οι δύο πλευρές να δεσμευτούν ότι δεν επανανοίγουν συγκλίσεις ή αν ζητήσουν άνοιγμα κάποιων συγκλίσεων και δεν βρεθεί συμφωνία να επιστρέφουν πίσω στις υφιστάμενες. Επειδή υπάρχουν κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι συγκλίσεις, να ζητηθεί από τον ΟΗΕ να καταγραφούν και οι δύο πλευρές να διατυπώσουν τα σχόλιά τους. Αυτό έγινε και στο παρελθόν.
III. Οι διαπραγματεύσεις στη βάση του Πλαισίου Γκουτέρες διασφαλίζουν από μόνες τους ότι η διάρκειά τους δεν πρόκειται να πάρει σε μάκρος χρόνου. Κι αυτό γιατί το πλαίσιο επιλύει τα έξι βασικά θέματα του Κυπριακού και τα εκκρεμούντα θέματα είναι λίγα. Πάνω σ’ αυτά και μόνο σε αυτά θα πρέπει να επικεντρωθεί η διαπραγμάτευση.
Με αυτό τον τρόπο, σε σύντομο χρονικό διάστημα μπορεί να επιτευχθεί στρατηγική συμφωνία που θα σηματοδοτήσει τον αναπόδραστο δρόμο προς τη συνολική λύση. Σημειώνω, επίσης, ότι το Πλαίσιο Γκουτέρες περιλαμβάνει όλες τις συγκλίσεις καθώς και την εξαιρετικά σημαντική θέση που διατύπωσε ο κ. Γκουτέρες για τα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων. Ότι, δηλαδή, το υφιστάμενο σύστημα εγγυήσεων θα καταργηθεί καθώς επίσης και τα όποια μονομερή επεμβατικά δικαιώματα. Την ίδια ώρα ο Γ.Γ. του ΟΗΕ τοποθετείται υπέρ της σύντομης αποχώρησης όλων των τουρκικών στρατευμάτων εντός τακτού χρονοδιαγράμματος.
3. Το τρίτο σημείο που προτείνουμε είναι η διαμόρφωση μιας ισχυρής θετικής ατζέντας προς την Τουρκία. Η θετική ατζέντα έχει ως στόχο τη δημιουργία κινήτρων προς την Τουρκία καθώς και προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα με στόχο την επάνοδό τους στο διαπραγματευτικό τραπέζι. Η θετική ατζέντα πρέπει να περιλαμβάνει θέματα που βρίσκονται ψηλά στις πολιτικές προτεραιότητες της Τουρκίας, χωρίς βεβαίως να παραβιάζονται οι κόκκινές μας γραμμές. Είναι γνωστό ότι το ΑΚΕΛ έχει διαμορφώσει μια συγκεκριμένη πρόταση από τον Δεκέμβριο του 2020 με επίκεντρο τα θέματα της ενέργειας. Η πρότασή μας αυτή είναι ανοικτή προς συζήτηση και εμπλουτισμό και περιλαμβάνει τα εξής 6 σημεία:
α) Επαναβεβαίωση των συγκλίσεων του 2008-2012 για τις θαλάσσιες ζώνες και τους φυσικούς πόρους ως ομοσπονδιακές αρμοδιότητες. Το ίδιο να γίνει για τη σύγκλιση που αφορά στον καταμερισμό των ομοσπονδιακών εσόδων (που περιλαμβάνει και τα έσοδα από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων).
β) Με την επίτευξη της στρατηγικής συμφωνίας, να συζητηθεί ο τρόπος συμμετοχής των Τουρκοκυπρίων στα θέματα της διαχείρισης του κυπριακού φυσικού αερίου.
γ) Με τη λύση του Κυπριακού θα δημιουργηθεί ομοσπονδιακό ταμείο εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων που θα διαδεχθεί το υφιστάμενο από το οποίο απαγορεύεται η απόσυρση κονδυλίων.
δ) Μετά τη λύση του Κυπριακού, η Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία και η Τουρκία θα αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση ΑΟΖ στη βάση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.
ε) Ανεξαρτήτως της πορείας των διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση ΑΟΖ, η Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία και η Τουρκία να εξετάσουν το ενδεχόμενο αγωγού για διοχέτευση φυσικού αερίου μέσω Τουρκίας δεδομένου ότι από οικονομικής και τεχνικής πλευράς αυτό είναι δυνατόν.
στ) Με τη συνολική λύση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία δεν θα φέρει κανένα εμπόδιο στη συμμετοχή της Τουρκίας στους ευρύτερους ενεργειακούς σχεδιασμούς της περιοχής.
Εννοείται ότι στη θετική ατζέντα μπορούν να περιληφθούν κι άλλα θέματα όπως είναι για παράδειγμα τα ευρωτουρκικά.
4. Το τέταρτο σημείο αφορά την εφαρμογή μονομερών μέτρων από μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας προς όφελος της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Τα μέτρα αυτά να αποσκοπούν στην επίλυση προβλημάτων ή κάλυψη αναγκών της τουρκοκυπριακής κοινότητας και αφορούν την Κυπριακή Δημοκρατία, στην ενίσχυση των σχέσεων τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην επίλυση προβλημάτων καθημερινότητάς τους. Τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση είναι προς την σωστή κατεύθυνση αλλά είναι ανεπαρκή και πρέπει να εμπλουτιστούν.
Κυρίες και κύριοι,
Φίλες και φίλοι,
Η κατάθεση των πιο πάνω ή και άλλων θέσεων/πρωτοβουλιών δεν σημαίνει ότι αυτόματα θα οδηγήσει σε θετική ανταπόκριση από μέρους της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Για να γίνει αυτό θα χρειαστεί πολλή επιμονή και συνέπεια στις προσπάθειές μας. Ακόμα και έτσι, η τουρκική πλευρά μπορεί να μην ανταποκριθεί και το αδιέξοδο να παραμείνει.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά όμως, από τη στιγμή που η στασιμότητα στο Κυπριακό παγιώνει τη διχοτόμηση, δεν έχει το δικαίωμα να παραμένει απαθής, αλλά πρέπει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες συγκεκριμένες και αποτελεσματικές. Αν μη τι άλλο, αυτές οι πρωτοβουλίες θα πείσουν τη διεθνή κοινότητα ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά θέλει τη λύση και εργάζεται γι’ αυτή. Μ’ αυτό τον τρόπο η διεθνής κοινότητα τουλάχιστον θα είναι λιγότερο ευάλωτη στις μεθοδεύσεις της Τουρκίας, η οποία χρησιμοποιώντας τη σημαντική διεθνή παρουσία της που προκύπτει από τη μεγάλη γεωπολιτική σημασία που της αποδίδουν ισχυροί παίχτες διεθνώς, αλλά και από τα μεγάλα συμφέροντα που τη συνοδεύουν, προσπαθεί να αναβαθμίσει το ψευδοκράτος πλασάροντας την πολιτική των απευθείας επαφών, πτήσεων και εμπορίου.
Η ανάληψη ουσιαστικών πρωτοβουλιών είναι ευθύνη του Προέδρου της Δημοκρατίας και εν γένει της κυβέρνησής του, που χειρίζονται το Κυπριακό. Με τόλμη και αποφασιστικότητα πρέπει να προχωρήσουν γιατί βρισκόμαστε στην «Ώρα μηδέν». Ας αξιοποιήσουν τις ζυμώσεις και την κινητικότητα που αναπτύσσεται το τελευταίο διάστημα για να πάρουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Πρωτοβουλίες χρειάζεται να αναληφθούν και προς την κατεύθυνση της κοινωνίας, της οποίας ένα μεγάλο μέρος της, εξαιτίας κυρίως της στασιμότητας, αφέθηκε στην απαισιοδοξία και τον συμβιβασμό με το στάτους κβο. Είναι ευθύνη της κυβέρνησης έμπρακτα να υποδεικνύει τους κινδύνους από τη ντε φάκτο κατάσταση και να αναδεικνύει την ανάγκη για λύση. Όχι γενικά και αόριστα, αλλά συγκεκριμένα αφού η βάση λύσης στην οποία έχουμε συμφωνήσει είναι συγκεκριμένη. Το Κυπριακό δεν σηκώνει, δεν αντέχει άλλες μικροπολιτικές και εκλογικές σκοπιμότητες. Το Κυπριακό δεν προσφέρεται για παιχνίδια επικοινωνίας, ούτε για ρητορική εσωτερικής κατανάλωσης. Γιατί από το Κυπριακό εξαρτάται η ζωή μας και η ζωή δεν σηκώνει αναβολή.
Εμείς θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για να κρατήσουμε την ανάγκη επίτευξης λύσης στην κορυφή των πολιτικών προτεραιοτήτων της κοινωνίας και της πολιτικής ατζέντας. Είναι θέμα επιβίωσης της χώρας και του λαού μας. Αυτός είναι ο λόγος που πραγματοποιούμε αυτό το διήμερο Συνέδριο για να φωτίσουμε τις πιο κρίσιμες πτυχές του Κυπριακού σε μια χρονική στιγμή ορόσημο για το μέλλον μας.
Ως ΑΚΕΛ θα συνεχίσουμε επίσης να εργαζόμαστε και να αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της τουρκοκυπριακής κοινότητας, αναπτύσσοντας την πολιτική της επαναπροσέγγισης, της συνεργασίας και της οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Το ΑΚΕΛ, ανεξαρτήτως αν βρίσκεται στην αντιπολίτευση, είναι έτοιμο να στηρίξει κάθε θετική κίνηση και κάθε πρωτοβουλία από τον Πρόεδρο και την κυβέρνησή του για δημιουργία δυναμικής λύσης. Το κάναμε ξανά αυτό στο παρελθόν, είμαστε έτοιμοι να το κάνουμε και τώρα γιατί για ‘μας πάνω απ’ όλα είναι η Κύπρος και ο λαός μας, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, που μόνο με τη λύση και την επανένωση μπορούν να διασφαλίσουν το μέλλον τους.
Αυτό το πατριωτικό καθήκον το ΑΚΕΛ είναι έτοιμο να το σηκώσει ξανά! Με υπευθυνότητα και αποφασιστικότητα.