Home  |  Ενημέρωση   |  Δηλώσεις και Ανακοινώσεις   |  Εισηγήσεις του Γραφείου Παιδείας του ΑΚΕΛ σε σχέση με την Ειδική και Ενιαία Εκπαίδευση

Εισηγήσεις του Γραφείου Παιδείας του ΑΚΕΛ σε σχέση με την Ειδική και Ενιαία Εκπαίδευση

  1. Ηλικία

Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας η ηλικία έναρξης της εκπαίδευσης ενός παιδιού από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού (ΥΠΠ) είναι τα τρία χρόνια, τόσο για την ειδική όσο και για την ενιαία εκπαίδευση.
Εντούτοις, όσον αφορά στα παιδιά με αναπτυξιακές διαταραχές ή/και αναπηρίες, τα πρώτα τρία χρόνια ζωής του παιδιού είναι εξαιρετικά σημαντικά, τόσο για την ψυχοσυναισθηματική, γνωστική και γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού όσο και για την οικογενειακή συνοχή.
Υφιστάμενη Κατάσταση
Υπηρεσίες αξιολόγησης και διάγνωσης οποιασδήποτε αναπτυξιακής διαταραχής παρέχονται από το Υπουργείο Υγείας, το οποίο μετά την διαπίστωση συγκεκριμένων αναγκών μπορεί να παρέχει κάποιες υπηρεσίες αποκατάστασης και υγείας (ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, φυσιοθεραπεία, λογοθεραπεία, υπηρεσίες ψυχικής υγείας).  Παράλληλα, κάποιοι γονείς (συνήθως τυχαία) πηροφορούνται για πιθανές παροχές από το Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) και από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες (ΤΚΕΑΑ) του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Από το θεσμικό πλαίσιο βλέπουμε να απουσιάζει ένας κεντρικός φορέας δράσης ο οποίος να εντοπίζει (μέσα από σταθερή αξιολόγηση της ανάπτυξης των νεογνών μέχρι την ηλικία των τριών ετών) παιδιά με αναπτυξιακές διαταραχές και να συντονίζει τους εμπλεκόμενους φορείς μέχρι την ηλικία των τριών ετών.  Η πορεία των παιδιών αυτών αφήνεται λίγο πολύ στην τύχη.  Αποτέλεσμα αυτού είναι η δημιουργία και αύξηση της αναπηρίας, αφού έρευνες δείχνουν ότι παρεμβάσεις σε πρώιμο στάδιο μπορούν να προλάβουν και να περιορίσουν τις δυσμενείς συνέπειες της οποιασδήποτε διαταραχής που προκαλούν την αναπηρία.
Παράλληλα, τρανταχτή είναι η απουσία υπηρεσιών αγωγής και εκπαίδευσης, τόσο των νεογνών όσο και των γονέων σε αυτό το κρίσιμο στάδιο του εντοπισμού και της διάγνωσης.  Ακολουθώντας ένα καθαρά ιατρικό μοντέλο η συμπεριφορά του παιδιού παθολογικοποιείται και δεν τυγχάνει της ανάλογης υποστήριξης όσον αφορά στην ανάπτυξη μέσα από κατάλληλες μορφές αγωγής και εκπαίδευσης που μπορούν να παρέχουν μόνο οι ειδικοί των σχετικών επιστημών (επιστήμες αγωγής και αποκατάστασης).  Στην παρούσα κατάσταση το ΥΠΠ περιορίζεται στην αξιολόγηση των αναγκών ενός παιδιού κάτω των τριών ετών με τη γραπτή συγκατάθεση των γονέων του βάσει του άρθρου 8 του περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμου [Αρ. 113 (Ι) του 1999].  Παρόλο το καθήκον της αξιολόγησης που διευκρινίζεται στο άρθρο δεν ακολουθεί το καθήκον της παρέμβασης.
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Εντούτοις η Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες που υπογράφτηκε και επικυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον κυρωτικό νόμο 8 (III) του 2011, διευκρινίζει ξεκάθαρα την υποχρέωση του Κράτους να υιοθετήσει μέτρα και να τροποποιήσει νομοθεσίες ώστε να παρέχουν έγκαιρες και πλήρεις πληροφορίες, υπηρεσίες και υποστήριξη στα παιδιά με αναπηρίες και τις οικογένειές τους (Άρθρο 23), και να ενισχύουν και επεκτείνουν πλήρεις υπηρεσίες και προγράμματα ένταξης και αποκατάστασης, ιδιαίτερα στους τομείς υγείας, απασχόλησης, εκπαίδευσης και κοινωνικών υπηρεσιών, κατά τέτοιο τρόπο που οι υπηρεσίες αυτές και προγράμματα:
α) Αρχίζουν στο ενωρίτερα δυνατό στάδιο και βασίζονται στην πολυθεματική αξιολόγηση των ατομικών αναγκών και δυνατοτήτων×
β) Υποστηρίζουν συμμετοχή και ενσωμάτωση στην κοινότητα και σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας, είναι εθελοντικά και διαθέσιμα στα άτομα με αναπηρίες όσο εγγύτερα γίνεται στις κοινότητές τους,  περιλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών. (Άρθρο 26).
Η Σύμβαση και οι πρόνοιές της είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του κράτους για να χαράξει τους σωστούς άξονες για δράση σε σχέση με την πρόληψη και τη μείωση της αναπηρίας σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής, πολιτιστικής και αθλητικής ζωής.
Περαιτέρω, το πρώτο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Αναπηρία 2013 – 2015, προνοεί την ολοκλήρωση πρότασης για διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου έγκαιρης παιδικής παρέμβασης για τις διαδικασίες των εμπλεκόμενων φορέων για εξυπηρέτηση των παιδιών με αναπηρίες 0 – 6 χρονών (Δράση 27).  Αρμόδιοι φορείς υλοποίησης ορίζονται η Επιτροπή Προστάσιας των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Νοητική Αναπηρία, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού (ΥΠΠ), το Υπουργείο ΕΡγασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφλαίσεων (ΥΕΠΚΑ) και το Υπουργείο Υγείας (ΥΥ).  Η διεπιστημονική συνεργασία επιβάλλεται για να ανταποκριθούν οι κρατικοί μηχανισμοί στις ανάγκες των παιδιών και των οικογενειών με αναπτυξιακές διαταραχές για πρόληψη και μείωση της αναπηρίας.  Το χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση της πρότασης ήταν το 2014.  Δε γνωρίζουμε εάν κάποια πρόταση έχει προωθηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση και για παραπομπή προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Εξόσων γνωρίζουμε έχουν γίνει κάποιες συναντήσεις με τους Γενικούς Διευθυντές των τριών Υπουργείων, δεν γνωρίζουμε όμως τα αποτελέσματά τους.  Πιστεύουμε ότι οι οποιεσδήποτε πρόνοιες για έγκαιρη παιδική παρέμβαση πρέπει να ενσωματωθούν στον Περί Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης Νόμο του 1999.
Αυτή τη στιγμή, η Σχολή Κωφών και η Σχολή Τυφλών, λειτουργούν από μόνες τους κάποια προγράμματα έγκαιρης παιδικής παρέμβασης τα οποία όμως δεν είναι θεσμοθετημένα.  Χαιρετίζουμε την πρωτοβουλία των Σχολών για ανταπόκρισή τους στην καίρια ανάγκη για πρώιμη παρέμβαση και εκπαίδευση, όμως πιστεύουμε ότι οποιαδήποτε καλή πρακτική πρέπει να εφαρμόζεται στα πλαίσια της θεσμοθετημένης πολιτικής του κράτους για την αναπηρία, ώστε να εξασφαλίζεται και να διασφαλίζεται η συνέχεια της αλλά και η καλυτέρευσή της.  Επίσης είναι πάγια θέση μας, ότι οι πολιτικές πρέπει να είναι κοινές για όλες τις αναπτυξιακές διαταραχές ή/και αναπηρίες ώστε να αποφεύγεται η διάκριση με βάση το είδος της αναπηρίας.
Αναμένουμε λοιπόν το σχεδιασμό ενός καθολικού προγράμματος που να εμπερικλείει και να εξελίσσει και να προτυποποιεί τις ήδη υφιστάμενες θετικές και αποτελεσματικές πρακτικές και μεθόδους.
Επιβάλλεται με το Υπουργείο Υγείας επικεφαλής να δημιουργηθεί ένας κεντρικός και ολιστικός μηχανισμός έγκαιρης διάγνωσης και αξιολόγησης, που να δραστηριοποιείται από τη γέννηση του παιδιού. Αυτός ο μηχανισμός θα πρέπει στη συνέχεια να συντονίζει παρεμβάσεις για το συγκεκριμένο άτομο σε όλη την πορεία του ατόμου αυτού.
Εισήγησή μας είναι όπως αναβαθμιστεί ο ρόλος των επισκεπτριών υγείας, ο οποίος πρέπει να γίνεται και κατ’ οίκον με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών (ΥΕΣ) για όλα τα παιδιά που γεννιούνται στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας (Πιστοποιητικά Γεννήσεως) ώστε να εντοπίζονται έγκαιρα και άμεσα οι οποιεσδήποτε αναπτυξιακές διαταραχές που μπορεί να έχουν απότοκο την αναπηρία και να παρέχεται η ανάλογη ιατρική, εκπαιδευτική, κοινωνική και ψυχολογική στήριξη.
Για την αποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος χρειάζεται διεπιστημονική και διυπουργική συνεργασία (ΥΠΠ, ΥΕΠΚΑ, ΥΥ και ΥΕΣ).

  1. Λειτουργία Ειδικών Σχολείων

Παρούσα κατάσταση
Λόγω της πληθώρας των υπηρεσιών που παρέχονται στα ειδικά σχολεία (θεραπείες αποκατάστασης, ειδική αγωγή, ψυχολογική και κοινωνική στήριξη, προεπαγγελματικά προγράμματα και άλλες δραστηριότητες αγωγής υγείας), και λόγω της οικονομικής κρίσης τα τελευταία τρία χρόνια ο αριθμός των μαθητών των ειδικών σχολείων έχει αυξηθεί δραματικά.  Ενώ παρατηρήθηκε η ανάλογη αύξηση ανθρώπινου δυναμικού για να ανταποκριθεί στις ανάγκες εκπαίδευσης των παιδιών, δεν παρατηρήθηκε η ανάλογη πρόνοια όσον αφορά στις δομές και στην οργανωτική και διοικητική δομή των σχολείων (εξαιρετικά μικρός και δυσανάλογος των αναγκών αριθμός διοικητικού προσωπικού, ανεπαρκείς υποδομές όσον αφορά στις αίθουσες και τις εγκαταστάσεις).
Παράλληλα, λόγω της διαρκούς νωρίτερης εισδοχής των μαθητών στα ειδικά σχολεία, παρατηρούμε μία αύξηση στη διακύμανση της γκάμας των ηλικιών.  Σε ένα σχολείο φοιτούν παιδιά ηλικίας τριών μέχρι και 21 ετών.  Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χωρική συνύπαρξή τους αλλά και την κοινή μεταφορά τους προς και από το σχολείο (αφού εκεί το κριτήριο για τη διαμόρφωση των δρομολογίων είναι η περιοχή διαμονής των παιδιών και όχι η ηλικία τους ή άλλοι παράγοντες).
Εκτός από το θέμα της ηλικίας, παρουσιάζεται και το θέμα της συνύπαρξης μαθητών εξαιρετικά διαφορετικού δυναμικού όσον αφορά στο γνωστικό και αντιληπτικό επίπεδο.  Για παράδειγμα φοιτούν στο ίδιο σχολείο παιδιά με εγκεφαλική παράλυση, των οποίων οι γνωσιοαντιληπτικές ικανότητες εκτιμώνται σε αρκετά υψηλό επίπεδο, με άτομα με σοβαρή και βαριά νοητική αναπηρία που δεν παρουσιάζουν κινητικά προβλήματα.  Κριτήριο για να εισαχθούν τα παιδιά στο σχολείο είναι οι ανάγκες τους για θεραπείες και κοινωνικοποίηση που δεν μπορεί να τους παρέχει άλλο πλαίσιο.  Η συνύπαρξη όμως ατόμων με τόσο διαφορετικούς τύπους και βαθμούς αναπηρίας προκαλεί σύγχιση ως προς το σκοπό και τον χαρακτήρα του σχολείου× η ταυτότητα των ειδικών σχολείων ακροβατεί ανάμεσα στην έννοια του ιδρύματος, του κέντρου παροχής φροντίδας και νοσηλευτικών υπηρεσιών, του σχολείου και του αναμορφωτηρίου.  Η διαμόρφωση λοιπόν των προγραμμάτων και η διευκρίνηση του στόχου τους και του οράματος που πρέπει να διέπει τη λειτουργία του σχολείου καθίσταται ρευστή και ασαφής.
Παράλληλα, η περιοχή όπου είναι κτισμένα κάποια ειδικά σχολεία δε συνάδει με τους στόχους των προγραμμάτων τους και καθιστά τη διενέργεια των δεύτερων εξαιρετικά δύσκολη.  Παρόλο που στη νομοθεσία προνοείται όπως τα ειδικά σχολεία κτίζονται κοντά σε σχολεία της γενικής εκπαίδευσης, κάποια ειδικά σχολεία είναι κτισμένα εκτός κοινοτήτων με αποτέλεσμα τα προγράμματα ένταξης να αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω λειτουργικών και πρακτικών θεμάτων – τη μεταφορά (φθορά λεωφορείων, υψηλά κόστα, δαπάνη χρόνου).  Σημειώνουμε ότι, πολλοί από τους μαθητές αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας όπως επιληψία και άλλες παθήσεις.  Ο μεγάλος χρόνος που δαπανείται καθημερινά για τη μεταφορά τους προς και από το σχολείο (αφού το σχολείο βρίσκεται μακριά από την περιοχή διαμονής τους) τα εξαντλεί, τα κουράζει και γενικά δε λειτουργεί θετικά ως προς την αύξηση της ποιότητας της ζωής τους.  Αυτό επιδεινώνεται όταν πρέπει να περνούν ακόμη περισσότερο χρόνο στο λεωφορείο για τα προγράμματα ένταξής τους.
Εισηγήσεις

  1. Εισηγούμαστε όπως τα μεγάλα ειδικά σχολεία που λειτουργούν σήμερα “σπάσουν” σε μικρότερα όπου κριτήρια να μπαίνουν κατά προτεραιότητα:

α) η ηλικία
β) ο βαθμός και τύπος της αναπηρίας.
Σαν πρώτο στάδιο εισηγούμαστε τηυ υιοθέτηση του κριτηρίου της ηλικίας κάτι που θα βοηθήσει στη διαμόρφωση της κτιριακής υποδομής.
Παράλληλα εισηγούμαστε την απεξάρτηση των ειδικών σχολείων από τις βαθμίδες εκπαίδευσης της γενικής εκπαίδευσης.  Η ειδική εκπαίδευση πρέπει να είναι ανεξάρτητη.  Αυτή τη στιγμή όλα τα ειδικά σχολεία (εξαιρουμένων της Σχολής Κωφών και Σχολής Τυφλών) λειτουργούν κάτω από τη Διεύθυνση της Δημοτικής Εκπαίδευσης, κάτι το οποίο δυσχεραίνει και περιορίζει τη λειτουργία τους.  Παράλληλα δεν ανταποκρίνεται στην ηλικία, τις ανάγκες και την εκπαίδευση των μαθητών.  Η ειδική εκπαίδευση δεν αποτελεί μέρος της δημοτικής εκπαίδευσης.
Πιστεύουμε ότι η Ειδική Εκπαίδευση πρέπει να αποτελεί ανεξάρτητη βαθμίδα εκπαίδευσης η οποία να συνεργάζεται με τη Δημοτική, τη Μέση και την Τεχνική/Επαγγελματική όταν ο/η μαθητής/ήτρια φοιτούν σε γενικά σχολεία, είτε σε Ειδικές Μονάδες είτε με Στήριξη.  Οι ειδικοί εκπαιδευτικοί, ως αρμόδιοι σε θέματα εκπαίδευσης παιδιών και ατόμων με αναπηρίες, πρέπει να είναι παρόντες σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης ενός παιδιού που χρήζει ειδικής εκπαίδευσης σε όλη του τη μαθητική ζωή.  Οι ειδικοί εκπαιδευτικοί, ακόμη, θα μπορούσαν να παρέχουν πληροφορίες, συμβουλευτική και ενημέρωση και στους εκπαιδευτικούς στην Ανώτερη ή/και Ανώτατη Εκπαίδευση όσον αφορά στις ανάγκες και στα αναγκαία αντισταθμιστικά θετικά μέτρα προς τα άτομα με αναπηρίες, ώστε να συμμετέχουν ισότιμα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης με τα άτομα της ίδιας ηλικίας.  Η παρουσία των ειδικών παιδαγωγών δεν μπορεί να περιορίζεται στα ειδικά σχολεία και μέχρι τη δημοτική εκπαίδευση (όταν το παιδί φοιτά σε γενικό πλαίσιο).

  1. Να αποσαφηνιστούν οι στόχοι και ο ρόλος του κάθε ειδικού σχολείου.

Για παράδειγμα στη Λευκωσία αναμένουμε να διαφοροποιηθούν οι στόχοι και τα προγράμματα της Ειδικής Σχολής Λευκωσίας και του Ειδικού Σχολείου Ευαγγελισμός, ώστε να υπάρχουν σαφή κριτήρια και λόγοι για τους οποίους επιλέγεται το ένα ή το άλλο σχολείο για τις ανάγκες του εκάστοτε παιδιού.  Νοείται ότι η συνεργασία αναμεταξύ τους είναι θεμητή και αναγκαία, και για σκοπούς αποφυγής της ιδρυματοποίησης αλλά και για σκοπούς εξοικονόμησης πόρων που θα μπορούσαν να διατεθούν σε περαιτέρω εμπλουτισμό των προγραμμάτων και επιμόρφωση εκπαιδευτικού προσωπικού.
Εισηγούμαστε όπως, δημιουργηθεί (ή ένα από τα ειδικά σχολεία μετεξελιχθεί σε) ένα Κέντρο Παροχής Υπηρεσιών, όπου να παρέχονται υπηρεσίες φροντίδας, εκπαίδευσης και θεραπειών αποκατάστασης καθώς και ιατροφαρμακευτικών υπηρεσιών.  Πιστεύουμε ότι κάποια παιδιά χρειάζονται αυτού του είδους πλαίσιο, και όχι καθαρά σχολείο ή νοσηλευτικό ίδρυμα.  Για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου κέντρου χρειάζεται η σύμπραξη και η συνεργασία των ΥΥ, ΥΕΠΚΑ και ΥΠΠ, με ανεξάρτητες αρχές την Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, την Επίτροπο Διοικήσεως και την Επιτροπή Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ατόμων με Νοητική Αναπηρία για να παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες προς τα Υπουργεία για την όσο το δυνατό πιο λειτουργική και αποτελεσματική επίτευξη των στόχων και κάλυψη των αναγκών των εξυπηρετουμένων, χωρίς την άδικη ή άνιση επιβάρυνση ενός Υπουργείου.
Λειτουργία Ειδικών ΜονάδωνΔεκαπέντε χρόνια μετά από το Νόμο περί Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, πιστεύουμε ότι ήρθε ο καιρός για επαναξιολόγηση του θεσμού των ειδικών μονάδων.
Υφιστάμενη Κατάσταση
Αυτή τη στιγμή, οι ειδικές μονάδες λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως “παραρτήματα” ή “προέκταση” του ειδικού σχολείου.  Δεν υπάρχει ουσιαστικά ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη λειτουργία τους και τη λειτουργία των ειδικών σχολείων, όσον αφορά στην ένταξη και τη συνεκπαίδευση των παιδιών με παιδιά στη γενική εκπαίδευση.  Οι υπηρεσίες που παρέχουν οι ειδικές μονάδες σχετικά με τις θεραπείες είναι σαφώς ελλιπείς (μέχρι και σχεδόν ανύπαρκτες σε ορισμένες περιπτώσεις) και πολύ λιγότερες από αυτές του ειδικού σχολείου.
Ενώ αναμενόταν, ότι από το θεσμό των ειδικών μονάδων θα επωφελούνταν και οι μαθητές της γενικής εκπαίδευσης μέσα από την αποδοχή και ενσωμάτωση των παιδιών της ειδικής εκπαίδευσης, παρατηρήθηκε ότι τελικά δεν φθάσαμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα.  Τα παιδιά της γενικής εκπαίδευσης αναγνωρίζουν μεν την παρουσία των παιδιών της ειδικής, αλλά δυστυχώς αυτό δεν οδηγεί στις αναμεταξύ τους σχέσεις.  Τα παιδιά της γενικής εξακολουθούν να διακατέχονται από οίκτο και φόβο για τα παιδιά της ειδικής.  Αποτέλεσμα αυτού είναι η μη επαρκής συναστροφή μεταξύ τους.
Ένας κύριος παράγοντας για την κατάσταση αυτή είναι ότι, τις πλείστες φορές, οι ώρες ένταξης των παιδιών της ειδικής εκπαίδευσης στη γενική τάξη περιορίζονται σε λίγα μόνο μαθήματα (π.χ. μουσική, τέχνη και γυμναστική, και σε κάποιες περιπτώσεις σε κύρια μαθήματα), γεγονός που δεν ενθαρρύνει την αναμεταξύ τους παραγωγική και δημιουργική αλληλεπίδραση και συνεργασία, ώστε να αναπτυχθούν οι αναμενόμενες σχέσεις και η ένταξη να εξυπηρετήσει το σκοπό της.
Θεωρούμε τα εξής σημεία ως την πηγή των προβλημάτων:
α) Ο ειδικός δάσκαλος παραμένει ως ο δάσκαλος των παιδιών της ειδικής εκπαίδευσης
β) Ο γενικός δάσκαλος παραμένει ως ο δάσκαλος των παιδιών της γενικής εκπαίδευσης
γ) Έλλειψη κατάλληλης υποδομής.
δ) Ανεπαρκής εκπαίδευση και επιμόρφωση των ειδικών και γενικών δασκάλων σε θέματα συνδιδασκαλίας και συνεκπαίδευσης.
ε) Πολύ λίγος χρόνος συνδιδασκαλίας – συνεκπαίδευσης.
στ) Μη επαρκής αριθμός σχολικών συνοδών.
Εισηγήσεις
Για τη μετεξέλιξη των μονάδων πιστεύουμε ότι ο γενικός δάσκαλος θα πρέπει να συνεργαστεί κατάλληλα με τον ειδ. δάσκαλο και να αναλάβει ουσιαστικά καθήκοντα εκπαίδευσης και συνεκπαίδευσης των παιδιών της ειδ. και το αντίστροφο.
Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνουμε την αναγκαιότητα για την τοποθέτηση ειδικών παιδαγωγών στη Μέση Εκπαίδευση, ώστε να υπάρχει η απαιτούμενη συνέχεια στα προγράμματα των παιδιών και να διασφαλίζεται η επαρκής και αποτελεσματική τους στήριξη σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσής τους.

  1. Εκπαίδευση με Στήριξη

Όσον αφορά στην ένταξη των παιδιών στη γενική εκπαίδευση, σε γενική τάξη με στήριξη (δηλαδή ειδική εκπαίδευση και λογοθεραπεία εξαιρουμένων των παιδιών με απώλεια ακοής ή μειωμένη όραση όπου η στήριξη στη μέση εκπαίδευση παρέχεται από καθηγητές της μέσης και τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης) εντοπίζουμε ότι ένα από τα ουσιαστικά προβλήματα είναι ότι ο συνοδός του παιδιού λειτουργεί ως προέκταση του παιδιού.  Αυτό δημιουργεί πολλά προβλήματα ως προς την εκπαίδευση, κοινωνικοποίηση και ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη και ανεξαρτητοποίηση του παιδιού.  Παρεμβαίνει στη φοίτησή του.
Η ειδική εκπαίδευση και λογοθεραπεία πρέπει να παρέχονται στα παιδιά έγκαιρα και ανάλογα με τις ανάγκες τους× όχι για όλα τα παιδιά για τα οποία κρίνεται απαραίτητη η παροχή ειδικής εκπαίδευσης και λογοθεραπείας να δίνεται ο ίδιος χρόνος.  Ο βαθμός και ο τύπος της καθυστέρησης ή διαταραχής που μπορεί να παρουσιάζει το παιδί πρέπει να καθορίσει και τον χρόνο της στήριξης που θα πάρει ώστε να προληφθεί η οποιαδήποτε αναπηρία.  Το θέμα αυτό άπτεται και της αξιολόγησης του μαθητή το οποίο θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Επίσης, ένα πολύ σημαντικό θέμα είναι η ενισχυτική διδασκαλία των παιδιών τα οποία παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες όμως δε συνιστούν καθυστέρηση, διαταραχή ή αναπηρία.  Αυτή τη στιγμή, η απαραίτητη στήριξη μέσω ενισχυτικής διδασκαλίας δεν παρέχεται σε ικανοποιητικό επίπεδο με αποτέλεσμα η ακαδημαϊκή επίδοση των παιδιών αυτών να μειώνεται σταδιακά λόγω των κενών που συσσωρεύονται και εντέλει τα παιδιά αυτά να καταλήγουν να γίνονται μαθητές της ειδικής εκπαίδευσης, ενώ μαθησιακά, γνωστικά, κοινωνικά και συναισθηματικά δεν ανήκουν εκεί.  Η κατάσταση αυτή έχει ολέθριες συνέπειες για την ποιότητα της μαθητικής ζωής των παιδιών, τις δυνατότητες κοινωνικοποίησης και προσωπικής τους ανάπτυξης καθώς και όσον αφορά στο μέλλον και στις δυνατότητες επαγγελματικής και κοινωνικής τους αποκατάστασης.  Θεωρούμε αυτό το θέμα εξαιρετικά σημαντικό× η ενισχυτική διδασκαλία, λειτουργώντας πρώτα προληπτικά και όχι “πυροσβεστικά” μπορεί να διασφαλίσει την ακαδημαϊκή ανάπτυξη των μαθητών αυτών και την εξέλιξή τους μέσα στο σύστημα της γενικής εκπαίδευσης, γεγονός που θα ανταποκριθεί στις δικές τους ανάγκες.  Πιστεύουμε ότι το σύστημα πρέπει να βρίσκει τρόπους να “προσαρμόζεται” και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κάθε μαθητή, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, και όχι το αντίθετο.
Εισηγήσεις
Πιστεύουμε ότι ο συνοδός πρέπει να λειτουργεί ως βοηθός του δασκάλου (teacher assistant , με τα κατάλληλα προσόντα) και όχι του μαθητή/ήτριας (child assistant, με ελάχιστα προσόντα).
Για να μπορέσουν επίσης οι ειδικοί παιδαγωγοί να ανταποκριθούν επαρκώς στις ανάγκες των μαθητών, θα πρέπει να υπάρχει ευαισθησία και να δίνεται προσοχή στον αριθμό των μαθητών που ορίζονται για κάθε εκπαιδευτικό.  Παράμετροι που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι η ηλικία, οι σωματικές/κινητικές δυσκολίες των μαθητών και οι ανάγκες φροντίδας τους αλλά και η συμπεριφορά τους (κυρίως όταν αυτή παρουσιάζει προκλητικά χαρακτηριστικά).  Θα πρέπει, με βάση τα πιο πάνω, ο αριθμός των μαθητών ανά εκπαιδευτικό να είναι τέτοιος ώστε ο εκπαιδευτικός να μπορέσει να δράσει όπως χρειάζεται ώστε να παρέχει υπηρεσίες ποιότητας αλλά και να αναπτύξει τους απαραίτητους συναισθηματικούς δεσμούς και τη σχέση με τους μαθητές του (όλα με άξονα τη μέγιστη ανάπτυξη των δεξιοτήτων των μαθητών, την αύξηση της λειτουργικότητάς τους, την ένταξή τους στην κοινότητα, τη μεγιστοποίηση της αυτονομίας τους, την ενθάρρυνση της αυτοσυνηγορίας τους και της ανεξαρτησίας τους μέσα από ενημερωμένες επιλογές που να προάγουν την ποιότητα της ζωής τους).

  1. Αξιολόγηση μαθητών

Υφιστάμενη Κατάσταση
Αυτή τη στιγμή τα παιδιά αξιολογούνται παρουσία του γονέα.  Ο γονιός έχει τον τελικό λόγο για το χώρο φοίτησης του παιδιού έστω και αν αυτό αντιτίθεται του συμφέροντος του παιδιού όπως το αντιλαμβάνονται και το αξιολογούν οι αρμόδιοι επαγγελματίες.  Παράλληλα η παρουσία του γονιού επηρεάζει τη συμπεριφορά και την επίδοση του μαθητή κατά την αξιολόγηση.
Επίσης η διαδικασία παραπομπής και αξιολόγησης παρουσιάζει καθυστέρηση με αποτέλεσμα να χρονοτριβεί η παροχή των απαραίτητων παρεμβάσεων και υπηρεσιών προς το παιδί, με αποτέλεσμα πολλές φορές την όξυνση των αναγκών του.
 Εισηγήσεις
Εισηγούμαστε όπως η αξιολόγηση γίνεται σε ανεξάρτητο από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Κέντρο Αξιολόγησης, με πολυθεματική προσέγγιση χρησιμοποιώντας διεθνή και έγκυρα επιστημονικά εργαλεία για τον καθορισμό των αναγκών και της λειτουργικότητας του κάθε παιδιού και κατά συνέπεια τον καθορισμό των απαραίτητων παρεμβάσεων (τόσο τον τύπο όσο και την απαιτούμενη συχνότητα/βαθμό κάθε παρέμβασης – συμπεριλαμβανομένων της ειδικής εκπαίδευσης, λογοθεραπείας, εργοθεραπείας, φυσιοθεραπείας, μουσικοθεραπείας και ενισχυτικής διδασκαλίας).  Απώτερος σκοπός είναι η διαδικασία παραπομπής και αξιολόγησης να είναι απλή, σύντομη και άμεση, και τα αποτελέσματά της να πηγάζουν από επιστημονικά και αξιόπιστα κριτήρια.
Εισηγούμαστε, επίσης, όπως τα παιδιά αξιολογούνται στην παρουσία αρμόδια καταρτισμένου λειτουργού από την Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού ως ανεξάρτητη αρχή, ώστε να επιβεβαιώνεται και να διασφαλίζεται ότι οι οποιεσδήποτε αποφάσεις γίνονται προς το συμφέρον του παιδιού.

  1. Θεσμός Σχολικών ΣυνοδώνΒοηθών

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν κριτήρια για τους σχολικούς βοηθούς-συνοδούς εκτός από το απολυτήριο λυκείου.  Πιστεύουμε ότι τα άτομα που εργοδοτούνται σε αυτή την καίρια θέση πρέπει να είναι δεόντως καταρτισμένα.
Επίσης πιστεύουμε ότι πρέπει να δημιουργηθεί σχετικός κατάλογος ανάλογος με αυτό των ειδικών παιδαγωγών και οι σχολικοί βοηθοί-συνοδοί να μετακινούνται ανά τη χρονική περίοδο. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να έχουμε επιστημονικά καταρτισμένο και επιπέδου προσωπικό για να διαδραματίζει αυτό το ρόλο. Δεν εισηγούμαστε σε καμιά περίπτωση την απομάκρυνση των υφιστάμενων συνοδών-βοηθών, αντίθετα θεωρούμε ότι τα άτομα αυτά πρέπει να βοηθηθούν μέσα από την κατάλληλη επιμόρφωση, για την καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων τους.

  1. ΟδηγοίΣυνοδοί Λεωφορείων στα Ειδικά Σχολεία

Πιστεύουμε ότι πρέπει να μπουν σαφή κριτήρια και για αυτές τις ομάδες ανθρώπων, καθώς παρατηρούνται πολλά και σύνθετα προβλήματα κατά τη μεταφορά των μαθητών για τα οποία συχνά ο λόγος είναι η ανεπαρκής κατάρτιση του προσωπικού μεταφοράς.

  1. Θέματα για την απασχόληση των αποφοίτων της ειδικής εκπαίδευσης (άνω των 21 ετών)

Υφιστάμενη Κατάσταση
Μετά την αποφοίτησή τους από τα ειδικά σχολεία, τα άτομα με αναπηρίες άνω των 21 ετών έχουν ελάχιστες (και όχι πάντα κατάλληλες) επιλογές κέντρων για διημερεύουσα φροντίδα και απασχόληση.  Οι χώροι αυτοί δημιουργήθηκαν μετά από ιδιωτικές πρωτοβουλίες· οι γονείς, αφού οργανώθηκαν σε σωματεία/συνδέσμους/ιδρύματα, με τους περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμους του 1972 και 1997 (57/1972), δημιούργησαν χώρους και προγράμματα, σύμφωνα με τη νομοθεσία των Περί Κέντρων Ενηλίκων Νόμων του 1997 και 2011, υπό την εποπτεία των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, του Υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΥΕΠΚΑ).  Τα κέντρα αυτά επιχορηγούνται εν μέρει από το κράτος (ΥΕΠΚΑ), από τους εξυπηρετούμενους (υπάρχει μηνιαίο κόστος) και από εισφορές.  Οι χώροι αυτοί είναι οι μόνες επιλογές των αποφοίτων της ειδικής εκπαίδευσης για αποκατάσταση.
Κριτική
Στα κέντρα αυτά δομούνται προγράμματα (τα οποία εποπτεύονται από τις ΥΚΕ), όμως υπάρχει έντονη κριτική ως προς το εύρος και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν (θεραπείες).
Δεδομένου ότι αυτά τα προγράμματα λειτουργούν στα πλαίσια του εθελοντικού τομέα, σαφώς δεν μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες και τα προγράμματα που παρέχουν τα ειδικά σχολεία.
Επίσης, η νομοθεσία των Περί Κέντρων Ενηλίκων Νόμων είναι πολύ γενική, δεν εξειδικεύεται σε θέματα αναπηρίας και κατά συνέπεια οι κανονισμοί με τους οποίους πρέπει να λειτουργούν τα κέντρα εστιάζουν σε θέματα υγιεινής, κτιριακών εγκαταστάσεων και βοηθητικού προσωπικού.  Δεν συγκεκριμενοποιούνται οι πρόνοιες με βάση τις οποίες πρέπει να λειτουργούν προγράμματα για ενήλικα άτομα με αναπηρίες, ποια φιλοσοφία και ποιο όραμα πρέπει να τα διέπει, ποια προσόντα πρέπει να έχει το προσωπικό και ποιο ωράριο πρέπει να τηρείται (το οποίο θα πρέπει να είναι με βάση τις ανάγκες των εξυπηρετουμένων και των οικογενειών τους – θα πρέπει το ωράριο να είναι τέτοιο ώστε να μην επηρεάζονται αρνητικά οι γονείς που εργάζονται).
Οι απόφοιτοι των ειδικών σχολείων και οι οικογένειές τους έρχονται αντιμέτωποι με μια πολύ δύσκολη πραγματικότητα μετά την αποφοίτηση του παιδιού τους, αφού οι χώροι που υπάρχουν είναι τέτοιοι που σαφώς δεν μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς και να συνεχίσουν τα προγράμματα των ειδικών σχολείων με τις συγκεκριμένες παροχές.
Εισηγήσεις
Εισηγούμαστε όπως το κράτος, διυπουργικά, αναλάβει την ευθύνη για την αποκατάσταση των ατόμων με αναπηρίες (κυρίως όσον αφορά στις πολλαπλές και σύνθετες αναπηρίες που δεν μπορούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας με οποιαδήποτε συνθήκη).  Αρμόδια υπουργεία θα πρέπει να είναι το Υπουργείο Υγείας, το ΥΕΠΚΑ (Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες και ΥΚΕ) και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.  Το τελευταίο θα πρέπει να ηγηθεί των σχεδίων αποκατάστασης των αποφοίτων της ειδικής εκπαίδευσης.
Θεωρούμε το θέμα ζωτικής σημασίας, καθώς η ειδική εκπαίδευση στο σχολικό πλαίσιο έχει νόημα μόνο δεδομένης μίας συνέχειας και ενός μακροπρόθεσμου στόχου για τη λετουργικότητα, την κοινωνική συμμετοχή και την αύξηση της ποιότητας της ζωής του ατόμου με αναπηρία ως ισότιμο μέλος της κοινότητάς του.
Δυστυχώς αυτή τη στιγμή γίνεται δουλειά στα παιδιά με αναπηρίες, τίθενται στόχοι οι οποίοι σαφώς δεν μπορούν να σταματούν μόλις το άτομο συμπληρώσει τα 21 του χρόνια.  Η ειδική αγωγή και εκπαίδευση δεν μπορεί να σταματά σε εκείνο το σημείο.
Με την ανάληψη από το κράτος αυτού του θέματος, αναμένουμε να δοθεί λύση στο διαχρονικό αυτό πρόβλημα της αποκατάστασης των αποφοίτων της ειδικής εκπαίδευσης.
Στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ακολουθώντας τις τάσεις σύγχρονων κοινωνιών, να μελετηθεί η δυνατότητα να δοθούν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση εξουσίες και οικονομικά μέσα για λειτουργία προγραμμάτων στήριξης, αποκατάστασης και ένταξης ατόμων με αναπηρίες που έχουν περάσει την ηλικία των 21 ετών. Θα πρέπει επίσης να αναπτυχθούν οι ανάλογες συνέργειες με τους εθελοντικούς φορείς.
Εισηγούμαστε τη σύσταση επιτροπών και τη στελέχωσή τους με έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό το οποίο να μπορεί να συντονίζει τις ενέργειες σε σχέση με την αποκατάσταση των ατόμων και τη λειτουργία κέντρων και προγραμμάτων.  Πρέπει να γίνεται ευρεία, ολική και εξατομικευμένη αξιολόγηση των αναγκών και δυνατοτήτων του κάθε ατόμου, ώστε να εντάσσεται στο κατάλληλο πλαίσιο και να συνεχίζει τη δια βίου εκπαίδευση και μάθησή του σε συνδιασμό με τις θεραπείες αποκατάστασης και άλλα προγράμματα κοινωνικοποίησης και κοινωνικής ένταξης.

  1. Εκπαιδευτικοί Ψυχολόγοι

Οι ανάγκες σε εκπαιδευτικούς ψυχολόγους έχουν αυξηθεί λόγω κυρίως των εξελίξεων σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο. Δυστυχώς την ίδια ώρα ο αριθμός των εκπαιδευτικών ψυχολόγων έχει μειωθεί, με αποτέλεσμα σε καμιά περίπτωση να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες και αυξημένες απαιτήσεις. Επιβάλλεται άμεσα η πρόσληψη εκπαιδευτικών ψυχολόγων, σύμφωνα με τις ανάγκες του εκπαιδευτικού μας συστήματος και των παιδιών.
 Συνολικότερα επιβάλλεται άμεσα να ξεκινήσει μια συνολική αξιολόγηση τόσο του θεσμού της ένταξης και των ειδικών σχολείων όπως εφαρμόζεται σήμερα με στόχο τόσο την αναβάθμιση της ένταξης και των ειδικών σχολείων. Συνεπακόλουθα πρέπει να γίνει μια αξιολόγηση της υπάρχουσας νομοθεσίας με στόχο τον εκσυγχρονισμό της.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

PREV

Πρόταση ΑΚΕΛ για το θεσμό των Εσπερινών Λυκείων και Τεχνικών Σχολών

NEXT

Το ΑΚΕΛ δεν λειτουργεί ως άρνηση στη διακυβέρνηση