Εγγυήσεις και ασφάλεια, του Άριστου Δαμιανού
Η αυτόδηλη κρισιμότητα στο κυπριακό απαιτεί όπως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πολιτικές δυνάμεις καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για επικέντρωση στις δίκαιες διεκδικήσεις μας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά και έναντι της διεθνούς κοινότητας. Με ρεαλισμό ως προς τις δυνατότητές μας, αλλά πρωτίστως με επιμονή σε διαχρονικές αρχές. Και ασφαλώς με αλληλοσεβασμό στη διαφορετική άποψη.
Διόλου τυχαία το κεφάλαιο των εγγυήσεων και της ασφάλειας είναι από τα πιο δύσκολα. Αφενός διότι πρέπει να ικανοποιηθούν οι εκατέρωθεν ανησυχίες, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Των Ελληνοκυπρίων όντες θύματα της τουρκικής επιθετικότητας και βαρβαρότητας τη δεκαετία του ’60 και το 1974, με την παράνομη κατοχή να έχει συμπληρώσει 42 χρόνια. Των Τουρκοκυπρίων όντες θύματα του καταστροφικού εθνοσοβινισμού μερίδας Ελληνοκυπρίων κατά τη δεκαετία του ΄60 αλλά και νωρίτερα. Αφετέρου διότι η Τουρκία πρέπει να εγκαταλείψει τις όποιες εγγυητικές διεκδικήσεις της επί της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως προνοούνται στο ξεπερασμένο από τη ζωή αλλά και τις πραγματικότητες δοτό και παράνομο από άποψη διεθνούς δικαίου σύστημα εγγυήσεων του ΄60.
Ως ελληνοκυπριακή κοινότητα έχουμε οριοθετήσει με σαφήνεια –εκτιμώ- τη θέση μας για το ζήτημα των εγγυήσεων και της ασφάλειας. Τόσο οι ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου του 1989 όσο και το Κοινό Ανακοινωθέν του ιδίου του 2009 θέτουν ως βασική προϋπόθεση την πλήρη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου. Πολύ ορθά, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας εφάρμοσε ως επίσημη πολιτική διεκδίκηση της κοινότητάς μας τη θέση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, πλήρες κράτος μέλος της διεθνούς κοινότητας, του ΟΗΕ και της ΕΕ, δεν χρειάζεται εγγυήσεις. Θέση την οποία αναμένουμε ότι θα διατηρήσει μέχρι τέλους και ο νυν Πρόεδρος. Πόσο μάλλον που αυτή η θέση αποτελεί πλέον διακηρυγμένη πολιτική της κυβέρνησης της Ελλάδας.
Διαδοχικές συνεδριακές αποφάσεις του ΑΚΕΛ έχουν επαναβεβαιώσει τις πιο πάνω θέσεις αρχών, ενώ σε συνεδρία του ημερομηνίας 16 Σεπτεμβρίου 2016, το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ υπογράμμισε ότι σε περίπτωση που θα υπάρξει κατάληξη στις συνομιλίες θα στηρίξει την τελική του θέση, μεταξύ άλλων, με βάση την πάγια θέση για «αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων του 1960, καθώς και των όποιων μονομερών επεμβατικών δικαιωμάτων. Το ΑΚΕΛ απορρίπτει νατοϊκή λύση στο θέμα της ασφάλειας». Μια θέση την οποία γνωρίζει πολύ καλά ο Πρόεδρος Αναστασιάδης καθώς και η διεθνής κοινότητα.
Η συζήτηση του ακανθώδους αυτού κεφαλαίου (τουλάχιστον επίσημα) θα προκύψει εάν και εφόσον ξεπεραστούν υπαρκτά εμπόδια στο περιουσιακό και στο εδαφικό. Διότι παρά την επιθυμία μας για λύση –δυστυχώς- η τουρκική πλευρά παρουσιάζεται άκαμπτη και αδιάλλακτη. Τούτη την ώρα –όμως- το σημαντικό είναι να γνωρίζουμε εμείς, οι Ελληνοκύπριοι τί θέλουμε. Και –βέβαια- δεν έχουμε αυταπάτες. Είναι ξεκάθαρο ότι η ομοφωνία γύρω από τον επιδιωκόμενο στόχο της μετεξέλιξης του ενιαίου (αλλά διχοτομημένου) κράτους του ’60 σε δικοινοτική διζωνική Ομοσπονδία εξέλιπε. Χωρίς βέβαια να υπάρχει σχέδιο Β, πλην της απορριπτέας διχοτόμησης.
Εμείς παραμένουμε δεσμευμένοι με το συμφωνημένο πλαίσιο. Διότι αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική προοπτική για απελευθέρωση και επανένωση τόπου και λαού. Γι’ αυτό στηρίζουμε τη διαδικασία των συνομιλιών, χωρίς να δίνουμε λευκή επιταγή στον Πρόεδρο. Θα μπορούσαν να λεχθούν πολλά για αποφάσεις και συμπεριφορές του πρόσφατου παρελθόντος, μα δεν είναι η ώρα. Τώρα είναι ώρα ευθύνης, στήριξης των θέσεων αρχών της κοινότητάς μας και διεκδίκησης μιας σωστής και βιώσιμης λύσης. Μιας λύσης που θα κατοχυρώνει ανθρώπινα δικαιώματα και βασικές ελευθερίες για το σύνολο του λαού μας.
* Μέλος Πολιτικού Γραφείου ΑΚΕΛ, Βουλευτής