Home  |  Ενημέρωση   |  Δηλώσεις και Ανακοινώσεις   |  Εισηγητική ομιλία Άριστου Δαμιανού, Βουλευτή ΑΚΕΛ, Επικεφαλής Τομέας Δικαιοσύνης Κ.Ε. ΑΚΕΛ, σε ημερίδα της ΠΟΓΟ για τις Γυναικοκτονίες

Εισηγητική ομιλία Άριστου Δαμιανού, Βουλευτή ΑΚΕΛ, Επικεφαλής Τομέας Δικαιοσύνης Κ.Ε. ΑΚΕΛ, σε ημερίδα της ΠΟΓΟ για τις Γυναικοκτονίες

Η βία στις πολλές τις διαβαθμίσεις και εκφάνσεις αποτελεί καταδικαστέα και ειδεχθή προσπάθεια επιβολής εξουσίας στις ανθρώπινες κοινωνίες, είτε ασκείται από άτομα είτε από σύνολα, είτε από κράτη. Παρότι η ένταση και η έκταση των διαφόρων μορφών βίας αλλάζει αναλόγως ιστορικών και πολιτισμικών συνθηκών, η γυναικοκτονία αποτελεί δυστυχώς ένα έγκλημα σύμφυτο ενός συστήματος -που διαιωνίζεται- πατριαρχικής εξουσίας και πατριαρχικών αντιλήψεων.

Όπως εύστοχα έχει λεχθεί από μελετητές, «υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τις δολοφονίες των θηλυκών βρεφών στον αρχαίο κόσμο και τη σύγχρονη επιλογή εμβρύων με βάση το φύλο, την καύση των μαγισσών της πρώιμης νεωτερικής εποχής και την εν ψυχρώ εκτέλεση φοιτητριών της Πολυτεχνικής Σχολής του Μοντρεάλ, τη δολοφονία της «άπιστης» Δεισδαιμόνας από τον Οθέλλο, τα «εγκλήματα τιμής» του προηγούμενου αιώνα και τα σύγχρονα λεγόμενα εγκλήματα πάθους». Αυτή η σύνδεση βρίσκεται στο κοινό σεξιστικό υπόβαθρο αυτών των εγκλημάτων, στην αντιμετώπιση της γυναικείας ζωής ως υποδεέστερης εκείνης του άντρα, στην εξουσιαστική μεταχείριση της γυναίκας. Ειδικότερα όταν επιλέξει να μην υποταχθεί στους στερεότυπους ρόλους, τα όρια και τα πρότυπα που καθορίζει η εκάστοτε πατριαρχική κοινωνία.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που χρειάστηκαν πολλές προσπάθειες και αγώνες ώστε το οργανωμένο παγκόσμιο γυναικείο κίνημα να μπορέσει να προσδώσει ορατότητα σε αυτό το ιστορικά διαρκές έγκλημα και να το κωδικοποιήσει συνδέοντας τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών με το φύλο τους. Παρότι η γυναικοκτονία (femicide) ως έννοια είχε ήδη αποτυπωθεί στη βρετανική νομική ορολογία από το 1801 (στο νομικό περιοδικό Wharton) και η εγκληματολόγος Νταϊάνα Ράσελ η οποία την ορίζει ως «δολοφονία γυναικών από πρόθεση επειδή είναι γυναίκες» την χρησιμοποίησε το 1976, παρουσιάζοντας την σε ακόλουθα συγγράμματα εγκληματολογίας, χρειάστηκαν πολλά ακόμη χρόνια για να απασχολήσει ευρέως τη νομική κοινότητα και τις κοινωνίες μας.

Η προσπάθεια να αποκτήσει ορατότητα αυτό το καταδικαστέο και ειδεχθές φαινόμενο, οδήγησε στην αναζήτηση ενός καθολικού ορισμού. Ο ορισμός που φαίνεται να επικρατεί διεθνώς κι αποδίδεται  στο Συμβούλιο της Ευρώπης και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), παρουσιάζει την γυναικοκτονία ως τη «με πρόθεση ανθρωποκτονία γυναικών επειδή είναι γυναίκες». Η Διακήρυξη της Βιέννης (2012) για τις γυναικοκτονίες, του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ (ECOSOC) ορίζει τη γυναικοκτονία ως «τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών λόγω του φύλου τους» και αναφέρεται σε συγκεκριμένες εκφάνσεις του φαινομένου, όπως η δολοφονία γυναικών από τον νυν ή πρώην σύζυγο ή σύντροφο, η στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων, οι δολοφονίες που συνδέονται με εγκλήματα τιμής ή προίκας, εξαιτίας του σεξουαλικού τους προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου τους, η δολοφονία των Αβορίγινων και των αυτόχθονων γυναικών και κοριτσιών με βάση το φύλο τους, η παιδοκτονία κοριτσιών και η θανάτωση θηλυκών εμβρύων, οι θάνατοι που σχετίζονται με τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων, οι γυναικοκτονίες που συνδέονται με συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος, όπως εμπορία ναρκωτικών, ανθρώπων και όπλων κ.α.

Ταυτόχρονα όμως με την εννοιολογική κωδικοποίηση της γυναικοκτονίας που από μόνη της δεν είναι αρκετή, οι ίδιοι οι κίνδυνοι ζωής, ασφάλειας και αξιοπρέπειας των γυναικών που για χρόνια κινητοποιούσαν σχεδόν αποκλειστικά τις γυναικείες οργανώσεις, έχουν καταστεί πρόκληση για κάθε σύγχρονη και ευνομούμενη πολιτεία. Ακραίες μορφές αυτού του φαινομένου, όπως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής με τις μαζικές δολοφονίες γυναικών (Μεξικό), οδήγησαν σε δυναμικές κινητοποιήσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την ένταξη της δικαιικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Συγκεκριμένα, η γυναικοκτονία ως εγκληματική πράξη έχει ήδη ενσωματωθεί στη νομοθεσία χωρών όπως η Χιλή, η Κόστα Ρίκα, το Ελ Σαλβαδόρ, η Γουατεμάλα και το Μεξικό. Η Αργεντινή αναγνώρισε τη γυναικοκτονία ως νομικό όρο το 2016 αφότου τρεις άγνωστοι άντρες βίασαν και δολοφόνησαν ανήλικη μαθήτρια, γεγονός που προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών. Πιο πρόσφατα, η Γερουσία της Δομινικανής Δημοκρατίας αναγνώρισε τη γυναικοκτονία ως έγκλημα με ποινή φυλάκισης 40 ετών.

Στην Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια και ειδικότερα μετά την υιοθέτηση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, η συζήτηση και αναζήτηση τρόπων νομοθετικής αντιμετώπισης του φαινομένου της γυναικοκτονίας, ως η πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας, διευρύνεται όλο και περισσότερο. Προσπάθειες νομοθετικής αντιμετώπισης του φαινομένου της γυναικοκτονίας σημειώνονται στην Ισπανία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία. Για παράδειγμα η Ισπανία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που υιοθέτησε το 2004 νόμο που καθιστά το φύλο του θύματος επιβαρυντική περίσταση σε έναν φόνο.

Η αναζήτηση λοιπόν δικαιικών μηχανισμών πρόληψης, αντιμετώπισης και καταδίκης της ανθρωποκτονίας -στη βάση κινήτρων που συνδέονται με το φύλο του θύματος- πολύ ορθά έχει ανοίξει και στην Κύπρο. Όχι μόνο για να συμβαδίσουμε με τις σύγχρονες τάσεις του νομικού οικοδομήματος της διεθνούς κοινότητας, αλλά γιατί δυστυχώς η έμφυλη βία και οι γυναικοκτονίες παραμένουν ένα πραγματικό και θλιβερό φαινόμενο που πρέπει να τερματιστεί και στην Κύπρο. Τούτου λεχθέντος σημειώνω παράλληλα ότι πολλά μέτρα έχουν ληφθεί ως απότοκο του καταλυτικού ρόλου γυναικείων οργανώσεων, με έντονο το αποτύπωμα της ΠΟΓΟ που συστηματικά και επίμονα αξιώνει από την πολιτεία τη διαμόρφωση πολιτικών, νόμων και μηχανισμών που να αναχαιτίζουν κάθε μορφή έμφυλης βίας, περιλαμβανομένης της έσχατης και πιο μοιραίας μορφής της. Θα ήταν μάλιστα παράλειψή μου να μην αναφερθώ στην άμεση αντίδραση της ΠΟΓΟ απέναντι στις ανεπαρκείς αντιδράσεις και αποφάσεις της Αστυνομίας και του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με τον κατά συρροή δολοφόνο αλλοδαπών γυναικών, όταν πολλοί και πολλές κατά τον ουσιώδη χρόνο συνειδητά επέλεξαν να σωπάσουν. Σημαντική είναι και η συμβολή της ευρύτερης κοινωνίας των πολιτών και αριθμού ΜΚΟ προς την κατεύθυνση της ανάδειξης του διακριτού χαρακτήρα των γυναικοκτονιών κοινωνιολογικά και νομικά.

Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και η απροθυμία κάποιων να εντοπίσουν ευθύνες, να αντιταχθούν κατά τρόπο συγκεκριμένο σε υφιστάμενες παθογένειες, προβληματικές πρακτικές, σεξιστικές νοοτροπίες υπηρεσιών και προϊσταμένων, δεν κρύβεται πίσω από πολιτικά ραφιναρισμένες τοποθετήσεις. Πολύ περισσότερο που οι αριθμοί αντιστοιχούν σε ανθρώπινες ζωές.

Στην Κύπρο, κατά την περίοδο 2010-2016 καταγράφηκαν 28 υποθέσεις γυναικοκτονίας, εκ των οποίων το 75% έγιναν στο πλαίσιο της συντροφικής ενδοοικογενειακής βίας. Από το 2019-2020 καταγράφηκαν 13 γυναικοκτονίες μεταξύ των οποίων και δύο παιδιά. Η πλειοψηφία των δραστών ήταν άνδρες και Κύπριοι. Ταυτόχρονα, δίπλα σε αυτούς τους αριθμούς πρέπει να παρατεθούν και οι καταγγελίες που έγιναν το 2020 από 407 γυναίκες που δέχθηκαν απειλές κατά της ζωής τους, από 322 γυναίκες που δέχθηκαν βία με κάποιο αντικείμενο ή όπλο και 129 γυναίκες που κατήγγειλαν απόπειρα στραγγαλισμού. Παγκόσμιες έρευνες καταγράφουν ότι κατά μέσο όρο δολοφονούνται κάθε μέρα σε όλο τον κόσμο 137 γυναίκες, από πρώην ή νυν συζύγους ή συντρόφους ή από κάποιο μέλος της οικογένειας τους.

Οι μετρήσεις δε για την περίοδο του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας και τους μήνες που ακολούθησαν, παρότι ακόμη συνεχίζονται, είναι εξίσου τρομακτικές. Ενδεικτικά, από στοιχεία κυρίως ΜΚΟ προκύπτει ότι στην Ισπανία -μετά την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης λόγω της πανδημίας covid-19- μία γυναίκα δολοφονείται κάθε τρεις ημέρες από τον πρώην ή νυν σύντροφό της. Στο Βέλγιο τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2021 είχαν καταγραφεί 13 γυναικοκτονίες έναντι 24 στο σύνολο του 2020. Στη Γαλλία έχουν φονευθεί 56 γυναίκες από την αρχή του 2021, ενώ στη διάρκεια της ίδιας περιόδου κατά το 2020 ο αριθμός ήταν 46.

Είναι με αυτά τα δεδομένα που σήμερα στη Βουλή επιχειρούμε να βρούμε τον καταλληλότερο τρόπο για να αναγνωριστεί νομικά το ειδεχθές αυτό φαινόμενο, για να ονομαστεί το έγκλημα και να καταγγελθούν με τον πιο καθολικό τρόπο τα σεξιστικά κίνητρα που το χαρακτηρίζουν. Στο επίκεντρο των προβληματισμών που αναπτύσσονται αναφορικά με την ένταξη της γυναικοκτονίας στο δικαιικό σύστημα, βρίσκεται ο γενικότερος διαχωρισμός της γυναικοκτονίας από την ανθρωποκτονία. Με δεδομένη τη θέση ότι η ανθρώπινη ζωή ανεξαρτήτως φύλου αποτελεί το υπέρτατο αγαθό και πρέπει να τυγχάνει ίσης προστασίας σε όλες τις περιπτώσεις, ο όρος γυναικοκτονία δεν αναιρεί ούτε ανασυνθέτει τον όρο της ανθρωποκτονίας. Στη δική μας αντίληψη, κατά τρόπο εξειδικευμένο αποτυπώνει μια μορφή ανθρωποκτονίας που ως εκ της ιδιαιτερότητας και των κινήτρων της είναι επιτακτική ανάγκη να γίνει ορατή. Όπως ακριβώς καταγράφεται στην Διακήρυξη της Βιέννης για τις Γυναικοκτονίες στην οποία έχω ήδη αναφερθεί, όπως καθορίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Προσέγγιση την οποία υιοθετούμε και σύμφωνα με την οποία η γυναικοκτονία είναι η ανθρωποκτονία γυναικών επειδή είναι γυναίκες. Παρότι αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν και ευρύτεροι ορισμοί που περιλαμβάνουν οποιαδήποτε δολοφονία γυναικών ή κοριτσιών οι οποίοι όμως αποτυγχάνουν να αποδώσουν το ζητούμενο: να καταδείξουν ποια σεξιστικά κίνητρα, ανατροφοδοτούμενα από τις επικρατούσες πατριαρχικές αντιλήψεις συντηρούν κουλτούρες και νοοτροπίες που οδηγούν στην αφαίρεση της ζωής γυναικών.

Είναι για αυτό που μέσα και από τη δική μας νομοθεσία ο εννοιολογικός καθορισμός της γυναικοκτονίας ως ανθρωποκτονίας λόγω φύλου (δολοφονία γυναικών η τέλεση της οποίας έχει ουσιώδη συσχετισμό με το φύλο), και όχι ένας ευρύς ορισμός που καλύπτει κάθε δολοφονία γυναίκας ή κοριτσιού, είναι αυτός που δικαιώνει το αίτημα για ανάδειξη της γυναικοκτονίας ως μιας ιδιαίτερης μορφής ανθρωποκτονίας που δεν δημιουργεί διακρίσεις αλλά στοχεύει στην καταπολέμησή τους. Επί της ουσίας, ο διακριτός χαρακτηρισμός της ανθρωποκτονίας μίας γυναίκας ή κοριτσιού λόγω φύλου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αποκαλυφθεί η έκταση και οι ακραίες συνέπειες που επιφέρει η έμφυλη βία, να αντιμετωπιστούν οι στερεότυπες αντιλήψεις που την τροφοδοτούν και να ληφθούν τα σωστά μέτρα αντιμετώπισής της.

Αυτονόητα, εμείς χαιρετίζουμε την πρωτοβουλία που ανέλαβε η Πρόεδρος της Βουλής με πρόταση νόμου. Ακόμα και σήμερα το πρωί συνεχίσαμε τον προβληματισμό και τη θετική συμβολή στην προσπάθεια να καταλήξουμε σε μια νομική ισορροπία: αφενός της δημιουργίας ορατότητας γύρω από τον ορισμό και χρήση ως νομικού πλέον όρου στην ποινική δικαιοσύνη της γυναικοκτονίας και αφετέρου τη διασφάλιση ότι δεν θα προκύψουν νομικές επιπλοκές.

Προσωπικά, σε αμιγώς νομικό επίπεδο, αντί της δημιουργίας ιδιώνυμου αδικήματος πανομοιότυπου μάλιστα με το υφιστάμενο άρθρο 205 του Ποινικού Κώδικα, που θα επιφέρει νομικές επιπλοκές και σύγχυση, προκρίνω τη ρητή αναφορά της γυναικοκτονίας ως ισχυρού παράγοντα επιβαρυντικού της ποινής. Κάτι που έπραξαν -όχι τυχαία- και άλλα κράτη. Δηλαδή της προσθήκης χρόνων έκτισης ποινής, ως απόρροια γυναικοκτονίας κατά τρόπο ρητό και νομοθετικά προσδιορισμένο ως υποχρέωση του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Αυτή μπορεί -ενδεχομένως- να συνοδεύεται και με υποχρεωτική έκτιση ελάχιστης ποινής, λ.χ. 30 χρόνια ή επιπρόσθετα από άλλες επιπτώσεις. Για παράδειγμα, έκπτωση από ή καθυστέρηση σε σχέση με άσκηση δικαιώματος σε parole, δηλ. αίτηση για αποφυλάκιση υπό όρους.

Κεντρικός στόχος -ωστόσο- θα πρέπει να παραμείνει η δημιουργία ορατότητας της γυναικοκτονίας όχι μόνο ως μέρος της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά ως κοινωνικό έγκλημα σχετιζόμενο με το φύλο. Με άλλα λόγια, η δημιουργία κουλτούρας και συνείδησης κατά του αποτρόπαιου και χυδαίου αυτού εγκλήματος. Και -δυστυχώς- τα βασικά ελλείμματα του κράτους και της κοινωνίας μας είναι εδώ που καταγράφονται.

Και υπό αυτή την έννοια έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε. Και αυτόν το δρόμο οφείλουμε να τον διανύσουμε μαζί. Και στην κοινωνία και στη Βουλή. Όπως κάναμε με την τροποποίηση που επιφέραμε, με δική μας πρωτοβουλία, στο κακούργημα του «βιασμού». Διότι η έμφυλη βία, τα στερεότυπα σε βάρος των γυναικών, η ανισοτιμία και η ανισότητα των φύλων και άρα ο αγώνας για εξάλειψή τους, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι υπόθεση μόνο των γυναικών. Ο αγώνας αυτός πρέπει να είναι κοινός, γυναικών και αντρών.

Σας ευχαριστώ.

PREV

Για τις αποφάσεις της κυβέρνησης που λήφθηκαν για τους ασυνόδευτους ανήλικους

NEXT

Το ΑΚΕΛ στηρίζει την εκδήλωση «Για την Ειρήνη και τη Λύση, Ανοίξτε Όλους τους Δρόμους!»