Oι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της εισβολής, της κατοχής και τα δεδομένα σήμερα
της Σκεύης Κουκουμά, Γ.Γ. ΠΟΓΟ, Πρώην Βουλεύτρια
Σήμερα, 50 χρόνια μετά από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974, η πληγή παραμένει ανοιχτή και οι συνέπειες της τραγικής αυτής περιόδου συνεχίζουν να επηρεάζουν την κοινωνία μας πολυεπίπεδα. Την ίδια ώρα όμως που κάποιοι διερωτώνται προκλητικά «ποιος ασχολείται πλέον με το κυπριακό» δεν προχωρούν έστω υπό μορφή αυτοκριτικής να αναλογιστούν γιατί ο διεθνής παράγοντας φαίνεται να έχει θέσει στο περιθώριο το Κυπριακό. Ποιες αποφάσεις, ποιες ενέργειες, ποια αδράνεια, ποιες αντιφατικές και επιζήμιες θέσεις για τον τόπο και τη διαδικασία επίλυσης έχουν οδηγήσει αρκετούς εκτός Κύπρου, να θεωρούν άσκοπη την εμπλοκή τους στο πρόβλημα της χώρας μας.
Και είναι τραγικό ακόμα μια φορά, όταν πολιτικοί άρχοντες, κατάφεραν ή προσπαθούν ακόμα, να σκοτώσουν τις ελπίδες του προσφυγικού κόσμου και του κάθε κύπριου πατριώτη για ειρήνη και επανένωση του τόπου μας. Για αυτό είναι χρέος μας να εξετάσουμε τις κοινωνικόοικονομικές επιπτώσεις της εισβολής, της κατοχής και τα δεδομένα που έχουμε σήμερα, ώστε να μπορέσουμε να χαράξουμε μια πορεία προς την ειρήνη και την ευημερία. Όχι για να μοιρολατρούμε αλλά για να γνωρίζουμε ότι οι συνέπειες της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής δεν μειώνονται με το πέρασμα του χρόνου αλλά επεκτείνονται, γιγαντώνονται, δημιουργούν αβεβαιότητα αδικίες και ένα περιβάλλον αστάθειας.
Θα ήθελα να φέρω στη μνήμη μας την τραγικότητα των στιγμών που βίωναν οι εκτοπισμένοι μας, συνειδητοποιώντας μέρα με την μέρα ότι η ώρα της επιστροφής δεν ήταν κοντά. Δεν ήταν σε λίγες μέρες, σε λίγες βδομάδες, μερικούς μήνες, χρόνια, δεκαετίες, 50χρόνια. Μισός αιώνας αναμονής!
Από την πρώτη στιγμή έπρεπε να ψάξουν από μόνοι τους να βρουν λύση στη στέγαση της οικογένειας με οποιονδήποτε τρόπο. Σε αντίσκηνα, σε στάβλους, αποθήκες και άλλα πρόχειρα υποστατικά. Η φιλοξενία σε συγγενικά σπίτια άλλα και δημόσια κτήρια που μετατράπηκαν σε προσωρινά καταλύματα δεν ήταν λύση. Με βαριά καρδιά έμπαιναν σε τουρκοκυπριακές κατοικίες για να βρουν καταφύγιο γιατί κατανοούσαν ότι οι ιδιοκτήτες αυτών των κατοικιών, τις άφησαν παρά τη θέληση τους, μέσα από το κλίμα φόβου και των πολιτικών σχεδιασμών που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη.
Η εισβολή οδήγησε στην καταστροφή σημαντικών υποδομών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων στις κατεχόμενες περιοχές, όπου βρισκόταν το 70% της βιομηχανικής παραγωγής της Κύπρου. Το άμεσο οικονομικό πλήγμα ήταν καταστροφικό. Η γεωργία και η τουριστική βιομηχανία, δύο βασικοί τομείς της κυπριακής οικονομίας, υπέστησαν μεγάλες ζημιές. Οι κάτοικοι των κατεχόμενων περιοχών αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους και να καταφύγουν στις ελεύθερες περιοχές, δημιουργώντας μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση.
Έχουμε υποχρέωση και σίγουρα έχουν γίνει κοινωνιολογικές μελέτες για τις συνέπειες του εκτοπισμού. Όμως θα πρέπει να ανατρέξουμε και στη ψυχολογία που επικρατούσε ανάμεσα στους εκτοπισμένους. Πώς ένοιωθαν όταν έμπαιναν στο σπίτι κάποιου άλλου, σε ένα σπίτι που δεν ήταν δικό τους, που μοιρολογούσαν στην ανάμνηση του δικού τους σπιτιού, την ίδια ώρα που αρκετοί εξ αυτών έψαχναν τους αγνοούμενους τους.
Στην Κύπρο, εξαιτίας της απουσίας γυναικών όλα αυτά τα χρόνια από την πολιτική και δημόσια ζωή, έχουν μείνει στην αφάνεια, αποσιωπήθηκαν και δεν αντιμετωπίστηκαν οι συνέπειες που βίωσαν οι γυναίκες της Κύπρου κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής.
Όπως διαπιστώνουμε πολύ λίγες αναφορές και αναγνώριση γίνεται για το ρόλο της γυναίκας στην ανασυγκρότηση της κοινωνίας, της οικονομίας και στην επούλωση των πληγών της προσφυγοποίησης, του εκτοπισμού, της απώλειας αγαπημένων προσώπων, της αναμονής για τη διακρίβωση της τύχης των αγνοουμένων, της αντίστασης και της παραμονής των εγκλωβισμένων στα χωριά τους, στο ξαναστήσιμο του σπιτικού και στην στήριξη της οικογένειας. Η κοινωνία υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τις ψυχολογικές συνέπειες του πολέμου, τις διαταραχές στην οικογενειακή ζωή και τις δυσκολίες στην κοινωνική επανένταξη.
Η Κύπρια γυναίκα πήρε κυριολεκτικά τη ζωή στα χέρια της, μπαίνοντας μαζικά στην εργασία συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αντιμετώπιση των συνεπειών της εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής της πατρίδας μας. Να φροντίσει την οικογένεια στο αντίσκηνο και στις υπαίθριες κουζίνες και λεκάνες πλυσίματος, να μετατρέψει το τουρκοκυπριακό σπίτι σε χώρο διαμονής της δικής της οικογένειας, να ξαναφτιάξει το σπίτι ή διαμέρισμα στον προσφυγικό συνοικισμό με τις μνήμες του δικού της σπιτιού από το κατεχόμενο χωριό τους.
Πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι οι μαχητικές κινητοποιήσεις των μανάδων και συζύγων των αγνοουμένων που κράτησαν το θέμα των αγνοουμένων στην επικαιρότητα και οδήγησαν στη λειτουργία της ΔΕΑ που συνεχίζει μέχρι σήμερα τη συλλογή πληροφοριών, που συνεχίζει τις εκταφές και ταυτοποιήσεις των αγνοουμένων μας που δεν έχει ακόμα διακριβωθεί η τύχη τους. Την τραγικότητα να τελούμε κηδείες και να θάβουμε οστά αγνοουμένων μας που συνεχίζουν ακόμα να εντοπίζονται.
Είναι η σθεναρή παρουσία και στήριξη των γυναικών που κράτησαν τους εγκλωβισμένους μας και τις οικογένειες τους στα εγκλωβισμένα χωριά τους και στη διατήρηση της παρουσία τους στην Καρπασία και στα Μαρωνίτικα χωριά χωρίς να πτοούνται από τις στερήσεις και τον εκφοβισμό. Την απώλεια και την αγωνία που βίωσαν οι εγκλωβισμένοι μας αφού υποχρεώνονταν να αποχωριστούν τα 12χρονα παιδιά τους για να τα στείλουν στις ελεύθερες περιοχές να συνεχίσουν τη μόρφωση τους
Και φυσικά ποτέ δεν μπήκαμε στη θέση των οικογενειών που υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν, να πάνε Αγγλία, Αυστραλία, Αμερική, Ελλάδα. Που φεύγοντας από το σπίτι τους, βρέθηκαν εκτοπισμένοι σε κάθε γωνιά της Κύπρου και του κόσμου, προσπαθώντας να βρουν στέγη για την οικογένεια τους, να βρουν την οικονομική δυνατότητα να συντηρήσουν την οικογένεια τους, να επιβιώσουν περιμένοντας την επιστροφή. Σε εκείνες τις συνθήκες πολλοί γονείς επέλεξαν τότε να στείλουν τις κόρες τους στο εξωτερικό μπροστά στον κίνδυνο του εγκλωβισμού στα χέρια του Αττίλα.
Ούτε κανένας μίλησε για τους βιασμούς γυναικών του 1974, για τους βιασμούς που βίωσαν ελληνοκύπριες γυναίκες στα χέρια του Αττίλα και φυσικά κανένας δεν μίλησε για τους βιασμούς Τουρκοκυπρίων γυναικών στα χέρια ελληνοκύπριων φασιστών της ΕΟΚΑ Β’. Στην περίπτωση των ελληνοκυπρίων γυναικών, δεν μίλησαν γιατί επικρατούσε ταμπού και στιγματισμός. Στη περίπτωση των Τουρκοκυπρίων γυναικών δεν μίλησαν γιατί κανένας δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι ελληνοκύπριοι διέπραξαν τέτοια εγκλήματα. Κανένας βέβαια δεν συγκρίνει τους οργανωμένους βιασμούς του τουρκικού κατοχικού στρατού με τις πράξεις που διαπράχθηκαν από πολίτες. Όμως ο βιασμός είναι βιασμός και εξίσου οδυνηρός.
Είναι σε εκείνες τις συνθήκες που μερικοί πρωτοπόροι, επικεφαλείς των οποίων ήταν ο Χρίστος Κουρτελάρης, ο Κυριάκος Τσιέττης, ο Μιχάλης Πουμπουρής, ο Χαμπής Μιχαηλίδης και άλλοι, πήραν την πρωτοβουλία για την πρώτη συνάντηση, για ανταλλαγή απόψεων γύρω από την όλη κατάσταση που δημιουργήθηκε με τα κύματα των προσφύγων να μεγαλώνουν, να αξιολογήσουν την κατάσταση και να βρούν τρόπους αντιμετώπισής της. Έτσι ιδρύθηκε η Παγκύπρια Ένωση και αργότερα Επιτροπή Προσφύγων, που παρά το αυθόρμητο της σύστασης της αποτέλεσε το αποκούμπι του προσφυγικού κόσμου και του πρωτοπόρου διεκδικητή στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, είτε αφορούσε το στεγαστικό πρόβλημα, την οικονομική στήριξη για την επαγγελματική δραστηριοποίηση, τη διεκδίκηση της ισότιμης κατανομής των βαρών της εισβολής και του εκτοπισμού με διάφορα σχέδια κ.α.
Η σύσταση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων, Εγκλωβισμένων, Αγνοουμένων το 1976 αποτέλεσε και αποτελεί πολύ σημαντικό εργαλείο στην ανάδειξη και προώθηση όλων των θεμάτων που σχετίζονται με τις συνέπειες του 1974.
Η τουρκική εισβολή του 1974 προκάλεσε άμεσες και μακροπρόθεσμες κοινωνικόοικονομικές επιπτώσεις στην Κύπρο. Η βία, η αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών και η καταστροφή υποδομών είχαν δραματικές συνέπειες στην κυπριακή κοινωνία και οικονομία.
Η διαχρονική βελτίωση και αναπροσαρμογή των στεγαστικών σχεδίων και άλλων σχεδίων στήριξης του προσφυγικού κόσμου για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος και στην επαγγελματική δραστηριοποίηση του οφείλονται κυρίως στο ρόλο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής. Οι εβδομαδιαίες συνεδρίες της Επιτροπής αλλά και οι επισκέψεις σε Προσφυγικούς Συνοικισμούς και Τουρκοκυπριακές κατοικίες, οι επισκέψεις στους εγκλωβισμένους και στο Ανθρωπολογικό Εργαστήριο της ΔΕΑ, έδιναν τη δυνατότητα για άμεση ενημέρωση των μελών της Επιτροπής και άσκηση στη συνέχεια της πολιτικής πίεσης για διαχείριση και επίλυση των όποιων θεμάτων εντοπίζονταν.
Η εγκατάλειψη των κυβερνητικών οικισμών την τελευταία δεκαετία έδειξε από πολύ νωρίς ότι θα οδηγούσε στην υποβάθμιση της προσφυγικής πολιτικής ταυτόχρονα με την ευρύτερη απουσία συγκροτημένης και ουσιαστικής στεγαστικής πολιτικής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα η οικονομική χορηγία που παραχωρείται για σκοπούς προσφυγικής πολιτικής είναι αρκετά μικρότερη από εκείνη που έπαιρνε ένα ζευγάρι εκτοπισμένων το 2012. Την ίδια ώρα που σημαντικά σχέδια έχουν καταργηθεί από το 2013, όπως αυτό της ανέγερσης πολυκατοικιών στους Κυβερνητικούς Οικισμούς και την παραχώρηση οικοπέδων σε συνοικισμούς αυτοστέγασης.
Σήμερα, οι συνθήκες για τους εκτοπισμένους, τα παιδιά και τα εγγόνια τους μπορεί να μην συγκρίνονται με την πρώτη περίοδο μετά την προσφυγιά αλλά σε καμιά των περιπτώσεων δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ζουν σε συνθήκες απόλυτης ισότητας. Η απώλεια των περιουσιών τους στις κατεχόμενες περιοχές σε σύγκριση με την υπεραξία που απέκτησαν και αναλογικά συνεχίζουν να αποκτούν οι περιουσίες στις ελεύθερες περιοχές δημιουργεί συνθήκες ανισότητας. Δεν φτάνει δηλαδή που οι εκτοπισμένοι έχασαν τις περιουσίες τους υποχρεώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια να πληρώσουν την αυξημένη αξία των περιουσιών στις ελεύθερες περιοχές, η οποία αποκτήθηκε ένεκα της συνεχιζόμενης κατοχής.
Άρα το κύριο σήμερα είναι πρώτα η Κυβέρνηση και η εκάστοτε Κυβέρνηση να αναγνωρίσει ότι η συνεχιζόμενη κατοχή συνεχίζει να έχει κόστος στους εκτοπισμένους, ανάμεσα σε άλλα και οικονομικό. Για αυτό το λόγο θα πρέπει να τύχει αναθεώρησης το σύνολο της προσφυγικής πολιτικής ώστε να τύχει εκσυγχρονισμού και να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες ανάγκες των προσφυγών.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να εντατικοποιηθεί η εφαρμογή των σχεδίων για αναδόμηση των γερασμένων και επικίνδυνων πολυκατοικιών και να επανεξεταστεί η συνέχιση των σχεδίων ανέγερσης πολυκατοικιών σε κυβερνητικούς οικισμούς για νέα ζευγάρια που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να εξασφαλίσουν δάνειο για να μπορούν στη συνέχεια να αξιοποιήσουν τις προσφυγικές χορηγίες.
Σημαντική εξέλιξη στις προσπάθειες αντιμετώπισης των συνεπειών της κατοχής αποτελεί και η λειτουργία του Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών το 1989 με κύριο στόχο την επίτευξη της ισότιμης κατανομής των βαρών που προέκυψαν από την τουρκική εισβολή και κατοχή και την κατά το δυνατόν αποκατάσταση της προπολεμικής φερεγγυότητας σύμφωνα με την κατεχόμενη περιουσία που κατέχουν ιδιοκτήτες κατεχόμενης περιουσίας. Τα διάφορα σχέδια που λειτούργησε ο ΚΦΙΚΒ έχουν εξελιχθεί και έχουν βελτιωθεί κατά καιρούς όπως και τα κριτήρια αξιοποίησης των σχεδίων, όμως σίγουρα δεν συνέβαλαν στην ισότιμη κατανομή των βαρών της τουρκικής κατοχής.
Ο ΚΦΙΚΒ είναι σήμερα, με τις συνθήκες που δημιουργούνται καίριο αποκούμπι των ιδιοκτητών κατεχόμενων περιουσιών. Τα ψηλά επιτόκια έχουν δημιουργήσει συνθήκες αποτρεπτικές ακόμη και για τα μεσαία στρώματα για να προχωρήσουν σε δανειοδότηση ενώ την ίδια στιγμή τα κριτήρια που έχουν οι τράπεζες εξαιρούν μεγάλο μέρος των ενδιαφερομένων.
Τα σχέδια του ΚΦΙΚΒ θα πρέπει να αναθεωρούνται και να εμπλουτίζονται σε τακτική βάση έχοντας υπόψη ότι η καθυστέρηση τα αδρανοποιεί και τα καθιστά σε αχρηστία. Τέτοιο παράδειγμα ήταν η περίοδος του κωρονοιού όταν λειτούργησε αντίστοιχο πρόγραμμα επιδότησης στεγαστικού επιτοκίου από το ΥΠΟΙΚ, το οποίο ήταν για κάποιο διάστημα καλύτερο από εκείνα του ΚΦΙΚΒ με αποτέλεσμα να μειωθεί σε τεράστιο βαθμό το ενδιαφέρον προς τον οργανισμό και να παραμείνουν αρκετά εκατομμύρια ευρώ αδιάθετα.
Φυσικά η ανάγκη για νέα σχέδια και νέες γενναίες πολιτικές αποφάσεις παραμένει και γίνεται ακόμα πιο πιεστική για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με τις αυξανόμενες πληροφορίες για πώληση Ελληνοκυπριακών περιουσιών μέσω της Επιτροπής Αποζημιώσεων σε Τούρκους και άλλους ξένους επενδυτές που προβαίνουν σε τέτοιου εύρους επενδύσεις, δημιουργώντας νέα τετελεσμένα επι του εδάφους.
Ο προσφυγικός κόσμος όμως δεν ανέχεται άλλο να εμπαίζεται σε σχέση με την ισότιμη κατανομή των βαρών της εισβολής, στη δυνατότητα να έχει αντίκρισμα για την κατεχόμενη του περιουσία. Η συζήτηση για την απώλεια χρήσης της κατεχόμενης περιουσίας, αποτελούσε συνήθως προεκλογικές υποσχέσεις και γράμμα κενό μετά τις εκλογές. Η περιβόητη υπόσχεση για μεταφορά του συντελεστή δόμησης της κατεχόμενης περιουσίας για να πωλείται για σκοπούς ανάπτυξης στις ελεύθερες περιοχές έσκασε σαν πυροτέχνημα και εξαφανίστηκε από το λεξιλόγιο όσων ρητόρευαν για το θέμα.
Από το 2013 σχεδιάστηκε και εξαγγέλθηκε η παραχώρηση επιδόματος απώλειας χρήσης της κατεχόμενης περιουσίας. Για το σκοπό αυτό ανακοινώθηκε η δημιουργία του Αρχείου Περιουσιών και Βοηθειών το οποίο ανατέθηκε τελικά στο ΚΦΙΚΒ το 2014. Σκοπός του Αρχείου ήταν η καταγραφή των κατεχόμενων περιουσιών και η αντίστοιχη βοήθεια που παραχωρήθηκε σε κάθε ιδιοκτήτη κατεχόμενης περιουσίας. Παρά τον έλεγχο και την πίεση προς τη κυβέρνηση που ασκήθηκε από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Προσφύγων, το Αρχείο ολοκληρώθηκε το 2020 αλλά ποτέ δεν το είδε κανείς, ούτε και το αξιοποίησε προς οποιαδήποτε κατεύθυνση παρά μόνο μια δήλωση ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να παραχωρηθεί μια αξιοπρεπής στήριξη των ιδιοκτητών κατεχόμενης περιουσίας ώς επίδομα απώλειας χρήσης της κατεχόμενης περιουσίας.
Σημαντικά στοιχεία καταγράφονται στη Μελέτη του Πανεπιστημίου Κύπρου που ετοίμασε για λογαριασμό του Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών για το κόστος της τουρκικής εισβολής και προτάσεις ισότιμης κατανομής του που έγινε από τον κ. Πασιαρδή το 2000 και ακολούθως επικαιροποιήθηκε το 2012.
Στη Μελέτη αναφέρεται ότι το εμβαδό της κατεχόμενης Κύπρου ανέρχεται στις 2.415.000 σκάλες από τις οποίες 394.000 σκάλες είναι τουρκοκυπριακές περιουσίες. Επιπλέον 180.000 σκάλες βρίσκονται στη νεκρή ζώνη. Άν αποκτηθεί το 50% της κατεχόμενης γης από το κατοχικό καθεστώς, υπάρχει ο κίνδυνος να έχουν ακόμα ένα λόγο για διεκδίκηση διεθνούς αναγνώρισης ανεξάρτητου κυρίαρχου κράτους γιατί θα έχουν τόσο εδαφική όσο και πληθυσμιακή πλειοψηφία.
Όπως αναφέρεται στην επικαιροποιημένη Μελέτη του Πανεπιστημίου Κύπρου που έγινε το 2012, η αξία της Ελληνοκυπριακής κατεχόμενης γης ανέρχεται στα 65.000.000.000 ενώ οι συνολικές απώλειες χρήσης/ πρόσβασης ανέρχεται στα 15.780.000.000 σε τιμές του 2009.
Ένα συγκριτικό στατιστικό στοιχείο που αναφέρεται στην Μελέτη είναι και η μέση τιμή ενός οικοπέδου 260τμ που το 1974 ήταν 4.000Ε, το 1978 ήταν 25.000Ε και το 2017 ήταν 190.00Ε.
Όσον αφορά τα διάφορα σχέδια στήριξης των προσφύγων από το Ταμείο Ανακουφίσεως Εκτοπισθέντων και Παθόντων για κοινωνική μέριμνα και ανακούφιση, στέγαση, έργα υποδομής, δαπάνες υγείας και παιδείας, με χαμηλότοκα δάνεια, εγγυήσεις και χορηγίες για αυτοστέγαση, επιχειρηματικούς και γεωργικούς σκοπούς, διαγραφή προπολεμικών χρεών, φορολογικές εκπτώσεις και αξιοποίηση τουρκοκυπριακών περιουσιών ανέρχονται στα 4.088.000.000 για την περίοδο 1974-1997.
Σημαντικό κομμάτι της προσφυγικής πολιτικής συνεχίζει να είναι η διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσιών η οποία θεωρώ ότι πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί ουσιαστικό κομμάτι της προσφυγικής πολιτικής και να ανταποκρίνεται ακόμη πιο αποτελεσματικά στις χαμηλές εισοδηματικές ομάδες ενσωματώνοντας την ίδια ώρα ως απαραίτητο κριτήριο και την ιδιοκτησία περιουσιών στις κατεχόμενες περιοχές.
Σημασία θα πρέπει να δοθεί στην ποιότητα της ζωής στις τουρκοκυπριακές κατοικίες. Η νεαρότερη τέτοια οικοδομή είναι πενήντα χρόνων ενώ αποτελεί αντικειμενική παρατήρηση ότι στο πέρασμα των χρόνων δεν υπήρξε η απαραίτητη συντήρηση ώστε να μπορούν αυτές οι κατοικίες να αξιοποιούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα κριτήρια της παραχώρησης ουσιαστικά απευθύνονταν στα φτωχότερα στρώματα των προσφύγων αλλά την ίδια ώρα οι συντηρήσεις που γίνονταν και όσες πλέον γίνονται σήμερα είναι απλά επιδερμικού χαρακτήρα.
Όσον αφορά την επαγγελματική αξιοποίηση των τουρκοκυπριακών περιουσιών θα πρέπει να ρυθμιστεί το συντομότερο με τη θέσπιση νέων κανονισμών που να ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες και δεδομένα.
Ταυτόχρονα επιβάλλεται η ενίσχυση της Υπηρεσίας Διαχείρισης ΤΚ περιουσιών ώστε έγκαιρα να συντηρεί και να διαθέτει τις τουρκοκυπριακές κατοικίες, γεωργικούς κλήρους, επαγγελματικά υποστατικά και άλλες τουρκοκυπριακές περιουσίες. Είναι άδικο σε βάρος των ιδιοκτητών κατεχόμενων περιουσιών να λυμαίνονται αυτές τις περιουσίες μη πρόσφυγες.
Πενήντα χρόνια μετά την τραγωδία του 1974, η Κύπρος συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις συνέπειες της εισβολής και της κατοχής. Οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις είναι εμφανείς, έστω και αν η κυπριακή κοινωνία έχει αποδείξει την ανθεκτικότητά της και την ικανότητά της να ανακάμπτει. Ο προσφυγικός κόσμος και γενικότερα ο κυπριακός λαός όμως ανησυχούν και αγωνιούν αφού οι προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού συνεχίζονται με διακυμάνσεις, ενώ η τουρκική κατοχή και οι παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κύπρου δημιουργούν εντάσεις και απειλές για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή. Οι Βρετανικές στρατιωτικές βάσεις χρησιμοποιούνται ως ορμητήριο και σημείο εκκίνησης των βομβαρδιστικών για διάφορους πολέμους στην περιοχή.
Η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα και να διασφαλίζει την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, την επιστροφή των προσφύγων και την αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι συνομιλίες πρέπει να επαναρχίσουν με καλή θέληση και αποφασιστικότητα, και η διεθνής κοινότητα οφείλει να ασκήσει πίεση στην Τουρκία για να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του ΟΗΕ.
Βρισκόμαστε μπροστά στο πιο μακρόχρονο αδιέξοδο στη πορεία του κυπριακού και σε συνδυασμό με τον επιμερισμό ευθυνών για αυτό στις δύο κοινότητες από το 2017 αποτελεί το έδαφος πάνω στο οποίο η κατοχική δύναμη δημιουργεί νέα επικίνδυνα και παράνομα τετελεσμένα σε βάρος της Κύπρου και του λαού της. Για αυτό ο ΠτΔ πρέπει να βγει μπροστά, προτάσσοντας συνέπεια στη βάση λύσης του κυπριακού προβλήματος, την ετοιμότητα του για επανέναρξη των συνομιλιών στη βάση του πλαισίου Γκουτέρες και του διαπραγματευτικού κεκτημένου αλλά και να αξιοποιήσει το θέμα των ενεργειακών που θα καθιστά τη λύση επωφελή για τις δύο κοινότητες.