Οικονομία δεν είναι μόνοι οι αριθμοί
Η δημοσιονομική βελτίωση της Κύπρου και η πιστωτική αναβάθμιση της οικονομίας είναι αδιαμφισβήτητα δεδομένα. Τα πλεονάσματα, ο αυξημένος ρυθμός ανάπτυξης και η μείωση του δημόσιου χρέους συνέβαλαν καταλυτικά σε αυτό καθώς και στις πρόσφατες αναβαθμίσεις.
Παρόλα αυτά, για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας η θετική αυτή εικόνα είναι ασυμβίβαστη και αντιθετική με τα όσα εξακολουθεί να βιώνει και αυτό για ένα πολύ απλό λόγο: άλλο η εικόνα και άλλο η πραγματικότητα.
Την εικόνα από τη μια συνθέτουν οι αριθμοί που στηρίζονται στα αυξημένα φορολογικά έσοδα του κράτους λόγω πληθωρισμού και την πραγματικότητα από την άλλη καθορίζει το υψηλό κόστος διαβίωσης.
Αναβάθμιση δεν σημαίνει κατ΄ανάγκην και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Κατά πρώτο, οι αναβαθμίσεις αφορούν στην πιστοληπτική ικανότητα του κράτους και όχι της κοινωνίας. Όταν ένας οίκος αξιολόγησης αναβαθμίζει μια οικονομία την καθιστά πιο φερέγγυα στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων της. Σε αντίθεση όμως με το κράτος το οποίο μείωσε το χρέος του κατά €2,3δις το ιδιωτικό χρέος από το ιστορικά υψηλό του 2023, για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις αυξήθηκε το χρέος αυξήθηκε κατά €500εκ.
Δεύτερο, η ευημερία των αριθμών δεν είναι αποτέλεσμα της ευημερίας των ανθρώπων αλλά των δεικτών και προέρχεται από τις θυσίες της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας. Τα πλεονάσματα του κράτους δημιουργήθηκαν από το υστέρημα του κόσμου που πλήρωσε το τίμημα της ακρίβειας χωρίς ουσιαστική στήριξη από το κράτος. Μόνο τα τελευταία δύο χρόνια τα έσοδα του κράτους αυξήθηκαν κατά €2δις, ενώ τα μέτρα στήριξης δεν ξεπέρασαν τα €300εκ.
Τρίτο, η ακρίβεια επιμένει και πρωτίστως παραμένει παρά την υποχώρηση του πληθωρισμού. Η σωρευτική επίδραση του πληθωρισμού ή διαφορετικά η παγιωμένη ακρίβεια κυμαίνεται σε επίπεδα αύξησης σχεδόν 20% τα τελευταία 5 χρόνια. Ιδιαίτερα σε κρίσιμες κατηγορίες όπως είναι τα τρόφιμα και το κόστος στέγασης οι αυξήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες.
Τέταρτο, η αγοραστική δύναμη των μισθών αδυνατεί να αναπληρώσει την απώλεια των τελευταίων χρόνων λόγω ακρίβειας και να καλύψει τις στοιχειώδης καταναλωτικές δαπάνες και ιδιαίτερα τις δαπάνες για στέγαση. Το μέσο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι σχεδόν αμετάβλητο, ενώ το 50% λαμβάνει λιγότερα από 1500 ευρώ το μήνα.
Πέμπτο, η οικονομία αναβαθμίζεται αλλά η βιωσιμότητα της δεν βελτιώνεται καθώς τα μεγάλα διαρθρωτικά κενά παραμένουν. Ένα από τα κορυφαία είναι βέβαια το ζήτημα της ενέργειας με την Κύπρο να διατηρεί υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας και χαμηλή συνεισφορά των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα. Ο συνδυασμός αυτός κρατά το κόστος ενέργειας σε πολύ ψηλά επίπεδα, ενώ μόνο για τελευταία τρία χρόνια οι κύπριοι καταναλωτές επωμίστηκαν πέραν των €800εκ. σε πρόστιμα από ρύπους.
Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, το αποτύπωμα των αναβαθμίσεων δύσκολα φτάνει στην πραγματική οικονομία. Το όφελος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις είναι από περιορισμένο μέχρι και ανύπαρκτο.
Η κυβέρνηση παρά να ερμηνεύει τις αναβαθμίσεις ως «ψήφο εμπιστοσύνης» στις πολιτικές της θα ήταν καλύτερα να επενδύσει περισσότερο στην ευημερία της κοινωνίας και όχι μόνο των αριθμών. Η οικονομία δεν μπορεί να ευημερεί από τη δυστυχία κοινωνίας. Τα πλεονάσματα δεν γίνεται να ισοδυναμούν με κοινωνικά ελλείμματα.
Σε πρώτο πλάνο, η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να εγκαταλείψει τις αποσπασματικές προσεγγίσεις και να υλοποιήσει ένα ολοκληρωμένο σχεδιασμό άμεσης και επαρκούς στήριξης της κοινωνίας κατά της ακρίβειας. Η στήριξη των εισοδημάτων αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση.
Βάκης Χαραλάμπους
Μέλος Κ.Ε. ΑΚΕΛ, Μέλος Τομέα Οικονομίας