Δέκα ερωτήματα για τον Μαρξ: περισσότερα από είκοσι χρόνια μετά το Marx’s Ecology¹
John Bellamy Foster και Roberto Andrés
καθ. κοινωνιολογίας Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, εκδότης του Monthly Review και δημοσιογράφος με ειδικότητα το περιβάλλον, συγγραφέας
Roberto Andrés: Ήθελα εδώ και καιρό να σας πάρω συνέντευξη για ένα βιβλίο που ήταν καθοριστικό για την πνευματική μου διαμόρφωση: το Marx’s Ecology. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 2000 στα αγγλικά και μεταφράστηκε αμέσως στα ισπανικά και εγκαινίασε αυτό που έγινε γνωστό ως οικοσοσιαλισμός δεύτερης γενιάς, ο οποίος αναγνωρίζει την οικολογική αντίληψη του Καρλ Μαρξ, σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά. Ωστόσο, στα είκοσι και πλέον χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, το Marx’s Ecology όχι μόνο άνοιξε μια ευρεία συζήτηση, αλλά αποτέλεσε και αντικείμενο πολλών κριτικών (δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά). Αργότερα, εσείς και ο Πολ Μπέρκετ, συγγραφέας του βιβλίου Marx and Nature (μτφ. Ο Μαρξ και η Φυση), δημοσιεύσατε μια αντι-κριτική: Marx and the Earth (μτφ. Ο Μαρξ και η Γη), όπου απαντήσατε εκτενώς σε κάθε μία από αυτές τις επικρίσεις. Και στη συνέχεια, ο Κοχέι Σάιτο επέκτεινε περαιτέρω αυτή τη γραμμή διερεύνησης με το βιβλίο του Karl Marx’s Ecosocialism (μτφ. Ο οικοσοσιαλισμός του Καρλ Μαρξ).
Όλα αυτά με οδήγησαν να αναρωτηθώ για τις απαντήσεις που δώσατε το 2000 σε δέκα αμφιλεγόμενα ερωτήματα που προβληματίζουν τους αναλυτές του τεράστιου θεωρητικού έργου του Μαρξ εδώ και πολύ καιρό. Δεδομένων των συζητήσεων των τελευταίων δύο δεκαετιών, θα απαντούσατε σε αυτά τα δέκα ερωτήματα με τον ίδιο τρόπο που απαντούσατε το 2000 με το Marx’s Ecology; Τείνω να πιστέψω ότι, σε γενικές γραμμές, έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σε αυτό το πεδίο έρευνας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα ήθελα να κάνω μια πολύ συγκεκριμένη συνέντευξη μαζί σας που να θέτει αυτά τα δέκα αμφιλεγόμενα ερωτήματα, περίπου είκοσι χρόνια μετά το Marx’s Ecology
John Bellamy Foster: Είναι με ευχαρίστηση που μπορώ να δώσω απαντήσεις στις ερωτήσεις σας σχετικά με τον Μαρξ και το βιβλίο μου Marx’s Ecology δύο δεκαετίες μετά την έκδοσή του. Οι απόψεις μου έχουν παραμείνει γενικά οι ίδιες, αν και φυσικά έχουν τύχει περεταίρω επεξεργασίας με την πάροδο των ετών. Παρ’ όλα αυτά, χαίρομαι που μπορώ να προσφέρω κάποιες διευκρινίσεις.
RA: Γιατί ο Μαρξ έγραψε τη διδακτορική του διατριβή για τους αρχαίους φυσικούς φιλοσόφους, τον Επίκουρο και τον Δημόκριτο;
JBF: Το ερώτημα γιατί ο Μαρξ επέλεξε να γράψει τη διδακτορική του διατριβή πάνω στον Επίκουρο έχει συχνά προβληματίσει τους μελετητές και έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες . Μια από τις πιο ολοκληρωμένες εργασίες που αναφέρονται στις διάφορες ερμηνείες δίνεται στον πρώτο τόμο του Karl Marx and the Birth of Modern Society (μτφ. Καρλ Μαρξ και η γένεση της σύγχρονης κοινωνίας) του Μιχαήλ Χάινριχ, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στα γερμανικά το 2018. Καμία από αυτές τις εξηγήσεις, ωστόσο, δεν είναι ιδιαίτερα πειστική. Οι περισσότερες τείνουν να αναζητούν κάποιον μονοσήμαντο θεωρητικό σκοπό που ώθησε τον Μαρξ προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, πιστεύω ότι το ενδιαφέρον του Μαρξ για τον Επίκουρο προέκυψε οργανικά ως αποτέλεσμα των προβλημάτων που αντιμετώπιζε στη δική του ιστορική εποχή και των πνευματικών εξελίξεων που συνέβαιναν τότε που σχετίζονταν με ζητήματα όπως ο Διαφωτισμός, η κριτική της θρησκείας, ο υλισμός, η διαλεκτική και η φιλοσοφία του Χέγκελ.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι η διδασκαλεία του Επίκουρου ήταν η πρώτη φιλοσοφική παράδοση που ανέφερε ο Μαρξ σε κάποιο από τα σωζόμενα γραπτά του. Έτσι, στην εξεταστική εργασία του για τη θρησκεία στο Γυμνάσιο, αντιπαρέβαλε τον χριστιανισμό με την διδασκαλεία του Επίκουρου, εις βάρος του δεύτερου. Δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό ο Μαρξ μετέφερε τις πραγματικές του πεποιθήσεις σε αυτή την εξέταση, καθώς έδινε απαντήσεις που ουσιαστικά απαιτούνταν στο γερμανικό Γυμνάσιο εκείνη την εποχή. Γνωρίζουμε όμως ότι ήδη από την ηλικία των 17 ετών σκεφτόταν τον Επίκουρο. Ο Μαρξ, βέβαια, ήταν ένα παιδί του Διαφωτισμού και αργότερα επικριτής του. Τόσο ο πατέρας του, ο Χάινριχ Μαρξ, όσο και ο μελλοντικός πεθερός του Λούντβιχ φον Βεστφάλεν – ο οποίος υπήρξε μέντοράς του – ήταν βαθιά μυημένοι σε στοιχεία της διαφωτιστικής σκέψης, τα οποία είχαν διεισδύσει, μαζί με τον στρατό του Ναπολέοντα, στο Τριέρ, στο οποίο μεγάλωσε ο Καρλ. Ο Χάινριχ Μαρξ θαύμαζε τον ντεϊστή Βολταίρο. Ο Βεστφάλεν ήταν γοητευμένος με τις ιδέες του ουτοπιστή σοσιαλιστή και υλιστή Ανρί ντε Σεν Σιμόν. Η κοσμικότητα του Διαφωτισμού και η κριτική της θρησκείας ήταν σημαντικά μέρη αυτής της ατμόσφαιρας.
Μεταξύ των Διαφωτιστών, από τον Φράνσις Μπέικον μέχρι τον Βολταίρο και τον Ιμμάνουελ Καντ, ο Επίκουρος θεωρήθηκε σημαντική προσωπικότητα, εμπνέοντας την επιστημονική επανάσταση του δέκατου έβδομου αιώνα και την ανατροπή του αριστοτελικού σχολαστικισμού. Ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ στη διδακτορική του διατριβή παρουσίασε τον Επίκουρο ως εκπρόσωπο της πρώτης λάμψης της οπτικής του Διαφωτισμού στην αρχαιότητα, παρομοιάζοντάς τον με τον ημίθεο Προμηθέα. Αλλά ο Μαρξ δεν ήταν ο μόνος σε αυτές τις απόψεις. Ο Γ.Β.Φ. Χέγκελ στην Ιστορία της Φιλοσοφίας έγραφε ότι «ο Επίκουρος… εισήγαγε πιο διαφωτισμένες απόψεις όσον αφορά το φυσικό και εξόρισε τον φόβο των θεών». Η διδασκαλία του Επίκουρου αντιπροσώπευε, μαζί με άλλες πλευρές της ελληνικής φιλοσοφίας, την ανάπτυξη της «αυτοσυνείδησης», η οποία είχε τεράστια σημασία για τη Χεγκελιανή διαλεκτική θεώρηση. Ο Καρλ Φρίντριχ Κέπεν, στενός φίλος του Μαρξ, έγραψε ένα βιβλίο για τον Φρειδερίκο τον Μέγα (αφιερωμένο στον Μαρξ) το 1840 στο οποίο δήλωνε «Όλες οι μορφές του Διαφωτισμού είναι πράγματι συγγενείς με τον Επίκουρο από πολλές απόψεις, όπως ακριβώς από την αντίθετη άποψη οι Επικούρειοι έχουν αποδειχθεί κυρίως οι μορφές του Διαφωτισμού της αρχαιότητας». Ο Μαρξ, βέβαια, γνώριζε ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του χριστιανισμού, η διδασκαλία του Επίκουρου διώχθηκε ως η κύρια εκδήλωση αθεΐας (αν και ο Επίκουρος δεν αρνιόταν την ύπαρξη των θεών, παρά μόνο τη σχέση τους με τον κόσμο) και αντιχριστιανικών απόψεων. Όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις της επιστημονικής επανάστασης του δέκατου έβδομου αιώνα, όπως τόνισε ο ίδιος ο Μαρξ, υπήρξαν στενά συνδεδεμένες με τον επικούρειο υλισμό.
Ο Χάινριχ έχει δίκιο, κατά την άποψή μου, όταν λέει ότι ο Μαρξ στη διδακτορική του διατριβή δεν ασχολήθηκε άμεσα με τη σύγκρουση μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού και ότι ο υλισμός του Επίκουρου είχε σημασία για τον Μαρξ κυρίως αρχικά από την άποψη της κριτικής της θρησκείας – η οποία είναι, φυσικά, ο τρόπος με τον οποίο προέκυψε ο υλισμός – και όχι με οντολογικό τρόπο. Ωστόσο, ο Μαρξ εμβάθυνε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στοχαστή του δέκατου ένατου αιώνα στην υλιστική φιλοσοφία του Επίκουρου και την μετέφερε στο μεταγενέστερο έργο του. Αν, όπως είπε ο Φρειδερίκος Ένγκελς, η διατριβή του Μαρξ ήταν επηρεασμένη από τη φιλοσοφία του Χέγκελ, δεν ήταν όμως, όπως επίσης σημείωσε, από μόνη της ένα εγελιανό έργο, εμφανίζοντας τόσο στοιχεία φιλοσοφικού υλισμού καθώς και φιλοσοφικού ιδεαλισμού. Ο Μαρξ ανέφερε στη διδακτορική του διατριβή τον Βαρώνο ντ’ Χόλμπαχ, τον κορυφαίο Γάλλο υλιστή. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι, ενώ εργαζόταν πάνω στη διατριβή του, ο Μαρξ μετέφρασε μεγάλο μέρος του Περί Ψυχής του Αριστοτέλη. Όπως μας έχει διδάξει ο Ερνστ Μπλοχ, αυτό ήταν το πιο υλιστικό μέρος του Αριστοτέλη, δίνοντας αφορμή για αυτό που ο Μπλοχ ονόμασε «αριστοτελική αριστερά», που μεταφέρθηκε στον ισλαμικό κόσμο, αλλά ήταν επίσης αναγνωρίσιμο στον Μαρξ. Δεν υπάρχει, πιστεύω, καμία αντίφαση μεταξύ αυτού και της ενασχόλησης του Μαρξ με την διδασκαλία του Επίκουρου.
Το βέβαιο είναι ότι η μελέτη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας της φύσης από τον Μαρξ τον οδήγησε βαθιά στις ρίζες της υλιστικής φιλοσοφίας. Αυτό που ανακάλυψε, προς μεγάλη του έκπληξη, όπως βλέπουμε από τις σημειώσεις του για την Επικούρεια Φιλοσοφία όπως επίσης από την ίδια την διατριβή του, είναι τον μη ντετερμινιστικό, μη μηχανιστικό υλισμό του Επίκουρου, ο οποίος αποκλίνει ως προς αυτό το σημείο από τον Δημόκριτο. Ανακάλυψε επίσης στον Επίκουρο αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «ενυπάρχουσα διαλεκτική», μαζί με την έμφαση στην ανθρώπινη ελευθερία (αν και όχι με την έννοια της υλιστικής πράξης) και ένα είδος αισθητηριακού ή σωματικού υλισμού, ακόμη και μια έννοια της αλλοτρίωσης. Ο χρόνος στον Επίκουρο είναι, όπως το έθεσε ο Λουκρήτιος, mors immortalis (αθάνατος θάνατος), κάτι που γίνεται θεμελιώδες για τον υλισμό του Μαρξ. Ο Μαρξ μόνο επαίνους είχε για την ηθική του Επίκουρου. Πολλά από αυτά τα στοιχεία πήγαν πέραν από τη διδακτορική διατριβή του Μαρξ και επηρέασαν το μετέπειτα έργο του, ιδίως όσον αφορά την υλιστική αντίληψή του για τη φύση.
RA: Ποιες ήταν οι ρίζες της υλιστικής κριτικής του Μαρξ στον Χέγκελ, δεδομένης της επιπόλαιας φύσης του υλισμού του Λούντβιχ Φόυερμπαχ και των φιλοσοφικών ανεπαρκειών της πολιτικής οικονομίας;
JBF: Νομίζω ότι θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τον υλισμό του Φόιερμπαχ απλώς επιπόλαιο. Μπορεί να φαίνεται έτσι αν κάποιος διαβάσει σήμερα την Ουσία του Χριστιανισμού ή αν ξεκινήσει με τη μεταγενέστερη κριτική του Μαρξ και του Ένγκελς στον Φόιερμπαχ στο έργο Η Γερμανική Ιδεολογία. Ωστόσο, εκεί όπου ο Φόιερμπαχ επηρέασε κυρίως τον Μαρξ ήταν στα δύο δοκίμια του πρώτου, «Προσωρινές θέσεις για τη μεταρρύθμιση της φιλοσοφίας» το 1842 και «Αρχές της φιλοσοφίας του μέλλοντος» το 1843. Αυτό που ο Μαρξ πήρε κυρίως από την ανάλυση του Φόιερμπαχ εδώ ήταν ο σωματικός και αισθησιακός υλισμός, που υπήρχε ήδη σε βαθύτερο επίπεδο στον Επίκουρο και τον Λουκρήτιο. Όπως ο υλισμός γενικά, έτσι και ο υλισμός του Φόιερμπαχ προέκυψε από την κριτική της θεολογίας. Επιδίωξε να αντιστρατευτεί στη θρησκεία επιστρέφοντας σε ένα αισθητηριακό ανθρωπισμό, αλλά η κριτική του στον Χέγκελ δεν πήγε αρκετά βαθιά. Όπως είπε ο Μαρξ, η φιλοσοφία του Φόιερμπαχ ήταν «εξαιρετικά φτωχή» όταν τοποθετούνταν απέναντι στον Χέγκελ, και του έλειπε η ιστορική προοπτική του Χέγκελ ή οποιαδήποτε αντίληψη της πράξης. Ως αποτέλεσμα, ο στοχαστικός υλισμός του Φόιερμπαχ και η αντίληψή του για την ανθρωπότητα κατέληξαν σε μια κενή αφαίρεση, αποκομμένη από την ιστορία και την πράξη. Έτσι, ο Μαρξ πήρε κυρίως τον Φόιερμπαχ ως αφετηρία για να αναπτύξει τον δικό του πρακτικό υλισμό.
Παρ’ όλα αυτά, ο μη-ντετερμινιστικός σωματικός και αισθητηριακός υλισμός που ο Μαρξ πήρε από τον Επίκουρο και τον Φόιερμπαχ εμπλούτισε την κριτική του στον Χέγκελ, η οποία αναπτύχθηκε πληρέστερα στο τελευταίο μέρος των Οικονομικών και Φιλοσοφικών Χειρογράφων, όπου ο Μαρξ ανέπτυξε την κριτική του στη Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ. Εδώ ο Μαρξ επιμένει στην αντικειμενική, αισθητηριακή, σωματική και υλική βάση της ανθρώπινης ύπαρξης. Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ αυτού του τελευταίου μέρους των Οικονομικών και Φιλοσοφικών Χειρογράφων και της εισαγωγής του στον σωματικό υλισμό στην αρχή της Γερμανικής Ιδεολογίας. Αυτό είναι το επίκεντρο του νέου μεγαλειώδους έργου του Τζόζεφ Φράκκια, Bodies and Artefacts: Historical Materialism as Corporeal Semiotics (μτφ. Σώματα και Τεχνουργήματα: Ο ιστορικός υλισμός ως σωματική σημειολογία).
RA: Ποια ήταν η σχέση του Μαρξ με τον Διαφωτισμό;
JBF: Όπως ανέφερα προηγουμένως, ο Μαρξ ήταν κυριολεκτικά ένα παιδί του Διαφωτισμού, με βάση τις απόψεις που του μετέδωσαν ο πατέρας του και ο Βεστφάλεν και όσα γνωρίζουμε για τις δικές του πρώιμες απόψεις. Πολλές πτυχές της σκέψης του Διαφωτισμού κυριαρχούν στη σκέψη του, δεδομένου ότι ο Διαφωτισμός ήταν αυτός που γέννησε τη σύγχρονη επιστήμη και τον ορθολογισμό. Στο βαθμό όμως που ο Διαφωτισμός ήταν η χαρακτηριστική μορφή της αστικής σκέψης, ο Μαρξ ήταν επίσης κριτικός του Διαφωτισμού. Πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι υπήρχαν διαφορετικές παραδόσεις εντός του Διαφωτισμού. Ο Μαρξ έτεινε προς τις πιο υλιστικές παραδόσεις, καθώς και προς τις διαλεκτικές απόψεις. Επιπλέον, ήταν αρκετά εχθρικός, όπως και ο γερμανικός Διαφωτισμός γενικά, προς τον δυϊσμό και τον ορθολογισμό όπως εκφράστηκε από τον Ρενέ Ντεκάρτ. Για παράδειγμα, ο Μαρξ ασκούσε έντονη κριτική στην αναγωγή των ζώων σε μηχανές από τον Ντεκάρτ, ενώ θεωρούσε αυτή την άποψη χαρακτηριστική της αστικής κοινωνίας. Ο Μαρξ επηρεάστηκε, όπως και ο γερμανικός Διαφωτισμός γενικότερα, από το έργο του θεϊστή Χέρμαν Σάμιουελ Ράιμαρου σχετικά με τα ζωικά ένστικτα, και έτσι υιοθέτησε μια προσέγγιση ριζικά αντίθετη με τη δυϊστική θεώρηση του Ντεκάρτ στον τομέα αυτό. Ο Μαρξ τόνισε με αυτό τον τρόπο τη συνέχεια μεταξύ ανθρώπινων και μη ανθρώπινων ζώων – ακόμη και αν το ανθρώπινο είδος ανέπτυξε μια πιο καθολική μετασχηματιστική σχέση με τη φύση μέσω της εργασίας.
Δεδομένης της άποψής του για τον Διαφωτισμό ως ιδεολογία που συνόδευσε την άνοδο της αστικής τάξης, ο Μαρξ κατάφερε να δει τον Διαφωτισμό, συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα, ως μια επαναστατική οπτική, στο βαθμό που ήρθε σε ρήξη με τη χριστιανική θεολογία και τον μεσαιωνικό αριστοτελικό σχολαστικισμό που είχε προηγηθεί. Ταυτόχρονα, άσκησε μια ευρεία κριτική σε αυτόν, από τη σκοπιά της Wissenschaft (συστηματική γνώση, μάθηση και επιστήμη που συνήθως μεταφράζεται απλά ως «επιστήμη») δείχνοντας στην κατεύθυνση της «ανώτερης κοινωνίας» του σοσιαλισμού. Παρόλο που σήμερα τείνουμε να συγκεκριμενοποιούμε τον Διαφωτισμό, ανάγοντάς τον σε απλουστευμένες έννοιες, αυτός υπήρξε μια πολύ σύνθετη εξέλιξη με αντικρουόμενες κοινωνικές και ιδεολογικές τάσεις, από την οποία προέκυψαν επίσης υλιστικές, διαλεκτικές και σοσιαλιστικές απόψεις μέσω μιας διαδικασίας εγγενούς κριτικής και υπέρβασης. Η διαλεκτική φιλοσοφία του Χέγκελ ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τις μεταφυσικές και δυϊστικές απόψεις, όπως τις χαρακτήριζε, του δημοφιλούς Γερμανού διαφωτιστή Κρίστιαν Γουλφ. Η διαλεκτική του Μαρξ που είχε τις ρίζες της στον Χέγκελ, σήμαινε την απόρριψη τέτοιων αναγωγιστικών και δυϊστικών απόψεων.
RA: Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι στην Αγία Οικογένεια ο Μαρξ εξέφρασε μεγάλη εκτίμηση για το έργο του Φράνσις Μπέικον, του Τόμας Χομπς και του Τζον Λοκ;
JBF: Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Μαρξ, κατά τον σχολιασμό της ‘Κριτικής Μάχης κατά του Γαλλικού Υλισμού’ στο βιβλίο του Αγία Οικογένεια, επέλεξε να επαινέσει τον Μπέικον, τον Χομπς και τον Λοκ. Ο Μαρξ υποστήριξε πως όλοι οι Βρετανοί και Γάλλοι υλιστές, είχαν αντλήσει πολλά στοιχεία από τον Δημόκριτο και τον Επίκουρο. Ο Μαρξ είδε ότι ο γαλλικός υλισμός, ειδικότερα του δέκατου όγδοου αιώνα είχε δύο πηγές: (1) τον συνδυασμό μηχανισμού και μεταφυσικής που χαρακτήριζε τον Ντεκάρτ, ο οποίος είχε δώσει καλά αποτελέσματα στις φυσικές επιστήμες, αλλά τον οποίο ο Μαρξ γενικά απέρριπτε, και (2) έναν γνήσιο υλισμό που εισήλθε από τη Γαλλία μέσω του έργου του Λοκ, ενώ αντλούσε επίσης από το έργο του Πιερ Γκασέντι, τον οποίο ο Μαρξ αποκαλούσε «αναστηλωτή του Επίκουρου».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μαρξ έδωσε έμφαση στη σημασία του Μπέικον, του Χομπς και του Λοκ, ως θεμελιωτών του σύγχρονου υλισμού. Ο Μαρξ είχε μελετήσει τον Μπέικον από νωρίς, ακόμη και πριν από την κύρια συνάντησή του με τη φιλοσοφία του Χέγκελ. Είδε τον Μπέικον ως «τον πραγματικό ιδρυτή του αγγλικού υλισμού και όλης της σύγχρονης πειραματικής επιστήμης», ο οποίος είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το έργο του Δημόκριτου και του Επίκουρου. Αυτό που ο Μαρξ εκτιμούσε σαφώς στον Χομπς δεν ήταν η πολιτική φιλοσοφία του, για την οποία είναι περισσότερο γνωστός σήμερα, αλλά μάλλον ο υλισμός του, όπως διατυπώθηκε κυρίως στο πρώτο μέρος του έργου του Περί των στοιχείων του Φυσικού Νόμου και της Πολιτικής, το οποίο περιλάμβανε το σύγγραμμά του ‘Η ανθρώπινη φύση’, και στο έργο του De Corpore. Ο Χομπς παρουσίασε έναν ρητά σωματικό υλισμό, ο οποίος έβλεπε μόνο μία, υλική πραγματικότητα. Όπως και ο Μπέικον, ο Χομπς άσκησε δριμεία κριτική σε κάθε φιλοσοφία που βασιζόταν σε τελικά αίτια, θέτοντας έτσι τις βάσεις για τον υλισμό. Ομοίως, ο Μαρξ δεν έδωσε καμία σημασία στην πολιτική φιλοσοφία του Λοκ ως τέτοια και ενδιαφέρθηκε κυρίως για τις επιστημολογικές του απόψεις στο An Essay Concerning Human Understanding (μτφ. Δοκίμιο για την ανθρώπινη κατανόηση), το οποίο είχε προωθήσει την υλιστική σκέψη, έστω και με τη μορφή του αγγλικού ντεϊσμού.
Όπως υπέδειξε ο Μαρξ, με τον Χομπς, ο υλισμός είχε χάσει μέρος της ποιότητας ενός αισθητηριακού υλισμού, την οποία είχε διατηρήσει ο Μπέικον. Ο Χομπς, έγραψε ο Μαρξ, «συστηματοποιεί τον υλισμό του Μπέικον», αλλά «η γνώση που βασίζεται στις αισθήσεις χάνει το ποιητικό της άνθος, περνάει στην αφηρημένη εμπειρία του γεωμετρικού». Επιπλέον, «ο Χομπς είχε συστηματοποιήσει τον Μπέικον χωρίς να παράσχει μια απόδειξη για τη θεμελιώδη αρχή του Μπέικον, την προέλευση της ανθρώπινης γνώσης και των ιδεών από τον κόσμο των αισθήσεων. Ήταν ο Λοκ που, στο δοκίμιό του για την ανθρώπινη κατανόηση, σύμφωνα με τον Μαρξ, «παρείχε αυτή την απόδειξη». Παρ’ όλα αυτά, οι Άγγλοι, μετά τον Μπέικον, αφαίρεσαν κάθε ζωή από τον υλισμό, αυτός παίρνει «σάρκα και οστά και ευγλωττία» μόνο με τους Γάλλους υλιστές, οδηγώντας τελικά στους σοσιαλιστές.
Αυτή η αντιμετώπιση της ιστορίας του υλισμού από τον Μαρξ ήταν γνωστή στις πρώτες γενιές των μαρξιστών θεωρητικών. Ωστόσο, με την ανάπτυξη της φιλοσοφικής παράδοσης του Δυτικού Μαρξισμού, η οποία απομακρύνθηκε από τον οντολογικό υλισμό (και από τη διαλεκτική της φύσης), αυτή η ζωτική πτυχή της ανάλυσης του Μαρξ αγνοήθηκε όλο και περισσότερο, μέχρι που η ανάκτηση του οικολογικού υλισμού του Μαρξ την ανάγκασε να επανέλθει στη συνείδησή μας.
RA: Γιατί ο Μαρξ αφιερώθηκε, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, στη συστηματική μελέτη των επιστημών της φύσης;
JBF: Ο Μαρξ ήταν υλιστής και διαλεκτικός στοχαστής. Είδε τη δική του ανάλυση ως συμβολή στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Παρ’ όλα αυτά, πάντα αναγνώριζε ότι αυτή σχετιζόταν διαλεκτικά με την υλιστική αντίληψη της φύσης από τις φυσικές επιστήμες. Η ανθρώπινη εργασία και η διαδικασία της παραγωγής θεωρήθηκε ως «ο κοινωνικός μεταβολισμός» που διαμεσολαβεί τη σχέση μεταξύ της ανθρωπότητας και αυτού που ανέφερε ως «οικουμενικό μεταβολισμό της φύσης». Κατά την μελέτη των υλικών πλευρών των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων, καθώς και των συνθηκών της παραγωγής, τόσο οι φυσικοί νόμοι όσο και η εξέλιξη εισχωρούν σε κάθε σημείο της ανάλυσης του Μαρξ. Στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμία υλιστική αντίληψη της ιστορίας αποκομμένη από την υλιστική αντίληψη της φύσης, όπως και η ανθρώπινη κοινωνία δεν θα μπορούσε να είναι εντελώς αποκομμένη από την υλική φύση της οποίας υπήρξε μια αναδυόμενη μορφή. Τα ανθρώπινα όντα ήταν όντα με σωματική υπόσταση. Για το λόγο αυτό, οι αντιλήψεις των φυσικών επιστημών και αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε οικολογικές έννοιες είναι διάχυτες στο Κεφάλαιο, αν και αυτό συχνά αγνοείται. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά για μια πραγματικά υλιστική ανάλυση με την οπτική του Μαρξ. Αυτό απαιτούσε συνεχή προσοχή στις φυσικές επιστήμες, ιδιαίτερα σε εκείνα τα επιστημονικά πεδία που αναγκαστικά υπεισέρχονταν στην κριτική της πολιτικής οικονομίας: γεωλογία, χημεία, βιολογία, φυσική, μαθηματικά, γεωπονία, γονιμότητα του εδάφους, διατροφή, τεχνολογία των μηχανών, ανθρώπινη φυσιολογία – όπως επίσης επέκταση σε πολλούς άλλους τομείς. Φυσικά, ο Μαρξ δεν ήταν σε θέση να συνεισφέρει άμεσα σε αυτούς τους επιστημονικούς τομείς, δεδομένων των δικών του επιστημονικών ερευνών, αλλά παρακολουθούσε και εξέταζε προσεκτικά τα κυριότερα επιστημονικά επιτεύγματα της εποχής του, μαζί με τον Ένγκελς, ο οποίος, φυσικά, διεξήγαγε τις δικές του έρευνες στην ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης.
Ίσως το σημαντικότερο έργο του αναγνωρισμένου Βρετανού μαρξιστή επιστήμονα Τ.Ν. Μπερνάλ, ήταν το Marx and Science (μτφ. Μαρξ και Επιστήμη), γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το οποίο αξίζει να διαβάσετε σήμερα για να κατανοήσετε τον Μαρξ ως επιστήμονα, τόσο σε σχέση με την υλιστική του αντίληψη για την ιστορία όσο και με την υλιστική του αντίληψη για τη φύση. Εξετάζοντας τα οικολογικά σημειωματάρια του Μαρξ, έχω θαυμάσει τις λεπτομερείς σημειώσεις του που σχετίζονται με το πώς οι μετατοπίσεις των κλιματικών ισόθερμων οδήγησαν σε εξαφανίσεις στην ιστορία της Γης πριν από την ύπαρξη της ανθρωπότητας.
Στα τελευταία του χρόνια, ο Μαρξ αύξησε, αντί να μειώσει, την μελέτη του των φυσικών επιστημών, όπως προκύπτει από τις σημειώσεις του σχετικά με την φυσική επιστήμη, και ιδιαίτερα από τα οικολογικά σημειωματάρια του, τα οποία δημοσιεύονται τώρα στο πλαίσιο του προγράμματος Marx-Engels-Gesamtausgabe (MEGA) [Άπαντα Μαρξ- Ένγκελς]. Πολλές από αυτές τις φυσικο-επιστημονικές μελέτες προς το τέλος της ζωής του Μαρξ σχετίζονταν σαφώς με την αυξανόμενη ανησυχία του για το παρατηρούμενο «αγιάτρευτο ρήγμα» (σελ.999 κεφάλαιο 3ος τόμος) ή αλλιώς την οικολογική κρίση. Μια καλή συζήτηση σχετικά με αυτό μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο του Σάιτο Karl Marx’s Ecosocialism (μτφ. Ο οικοσοσιαλισμός του Καρλ Μαρξ).
RA: Τι κρύβεται πίσω από την πολύπλοκη και συνεχή κριτική του Μαρξ στη θεωρία του Μάλθους;
JBF: Είναι δύσκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση, διότι ο Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους του δέκατου ένατου αιώνα – ο Μάλθους πέθανε το 1834 – ήταν μια εντελώς διαφορετική φιγούρα από τον Μάλθους της εποχής μας. Κρίσιμο εδώ είναι το γεγονός ότι η θεωρία του Μάλθους Περί Πληθυσμού δεν έχει καμία σχέση με τις συζητήσεις για τα οικολογικά όρια όπως τα βλέπουμε σήμερα. Όπως απέδειξε πειστικά ο Έρικ Β. Ρος το 1998 στο βιβλίο του The Malthus Factor (μτφ. Ο Παράγοντας Μάλθους), υπήρξε μια συνειδητή προσπάθεια στη δεκαετία του 1940, μετά την κατάρρευση της ευγονικής, να επανεφεύρουν τον Μάλθους ως οικολογικό στοχαστή με βάση την θεωρία του Περί Πληθυσμού και να τη χρησιμοποιήσουν για να δικαιολογήσουν διάφορους ελέγχους στους πληθυσμούς, ιδίως στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, ταυτόχρονα με την εισαγωγή της λεγόμενης Πράσινης Επανάστασης. Αυτός είναι ο μη ιστορικός Μάλθους που είναι γνωστός σήμερα, αλλά δεν είναι ο Μάλθους που ο Μαρξ και η βρετανική εργατική τάξη του 19ου αιώνα έβλεπαν ως τον σφοδρό εχθρό του προλεταριάτου του 19ου αιώνα.
Ένα από τα προβλήματα είναι ότι όσοι γράφουν σήμερα για τον Μάλθους σχεδόν πάντα βασίζουν την ανάλυσή τους στην έκδοση του 1798 του Δοκίμιο για την Αρχή του Πληθυσμού (επίσης γνωστό ως Πρώτο Δοκίμιο), ενώ το επιχείρημα του Μάλθους αναπτύχθηκε πληρέστερα και είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στην εποχή του, στο Δεύτερο Δοκίμιο για τον Πληθυσμό του 1803. Το Δεύτερο Δοκίμιο ήταν στην πραγματικότητα ένα εντελώς διαφορετικό έργο που ήταν πολύ μεγαλύτερο, με νέα επιχειρήματα, και το οποίο αναθεωρήθηκε εκτενώς στις επόμενες εκδόσεις. Υπήρξαν συνολικά έξι εκδόσεις του Δοκιμίου του για τον πληθυσμό, συνυπολογίζοντας το Πρώτο Δοκίμιο και τις πέντε εκδόσεις του Δεύτερου Δοκιμίου. Είναι σε αυτή την πρώτη έκδοση του Δεύτερου Δοκιμίου, που ο Μάλθους παρουσίασε τις πιο διαβόητες επιθέσεις του κατά της εργατικής τάξης και των φτωχών, οι οποίες εξόργισαν τους εργάτες της εποχής, καθιστώντας τον μισητό πρόσωπο. Εδώ είναι επίσης που έθεσε τις βάσεις για τον διαβόητο New Poor Law (μτφ. Νέο Νόμο για τους Φτωχούς) του 1834, με τις βάναυσες πολιτικές του.
Από οικολογική άποψη, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι ο Μάλθους επέμενε ότι ένας πλεονασμός πληθυσμού (ποτέ δεν χρησιμοποίησε τη λέξη υπερπληθυσμός) για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο ήταν αδύνατος, επειδή ο πληθυσμός βρίσκεται σε κατάσταση φυσικής ισορροπίας με την προσφορά τροφίμων. Η εξισορρόπηση – κατά την οποία ο πληθυσμός πιεζόταν μέσω της προσφοράς τροφίμων και της διαθέσιμης γης – προκύπτει αποκλειστικά μέσω της αυξημένης θνησιμότητας και της μείωσης των γεννήσεων, αφού η γονιμότητα του εδάφους θεωρείτο στενά περιορισμένη. Ταυτόχρονα, ο Μάλθους δήλωνε ρητά ότι δεν υπήρχαν όρια στα πραγματικά ορυκτά και τις πρώτες ύλες της γης. Ο κύριος σκοπός του έργου του, όπως ανέδειξε ο Μαρξ, ήταν να υποστηρίξει ότι έπρεπε να υπάρξουν όρια στον πληθυσμό (και στο εισόδημα) των φτωχών, ώστε να μην παρασύρουν το βιοτικό επίπεδο των μεσαίων τάξεων.
Ο Μαρξ στο Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας επεσήμανε ότι η ανάλυση του Μάλθους ήταν λογικά λανθασμένη, καθώς υπέθετε ότι οι ανθρώπινοι πληθυσμοί θα μπορούσαν να αυξάνονται γεωμετρικά, αλλά η προσφορά της τροφής τους (δηλαδή η χλωρίδα και πανίδα γενικά) θα μπορούσαν να αυξάνονται μόνο αριθμητικά – μια πρόταση που, όπως ανέφερε ο Μαρξ, δεν μπορούσε να σταθεί από τη σκοπιά της βιολογίας, της φυσικής ιστορίας ή της στοιχειώδους λογικής. Αλλά η κριτική του Μαρξ στον Μάλθους επεκτάθηκε επίσης στην ταξική βάση της θεωρίας Περί Πληθυσμού, στην έλλειψη ιστορικής τεκμηρίωσης, στον «θρησκευτικό φανατισμό» του (που είναι πιο εμφανής στο Πρώτο Δοκίμιο) και σε αυτό που ο Μαρξ περιέγραψε ως συνεχή λογοκλοπή από τον Μάλθους των ιδεών προηγούμενων στοχαστών. Για τον Μαρξ, ο υπερπληθυσμός – μια λέξη που χρησιμοποίησε ο ίδιος, ενώ ο Μάλθος όχι – ήταν μια ευδιάκριτη πιθανότητα, αλλά τέτοιες εξελίξεις ήταν προϊόντα ιστορικά συγκεκριμένων νόμων που σχετίζονταν με συγκεκριμένους τρόπους παραγωγής. Υπήρχαν επομένως ιστορικές συνθήκες που οδηγούν στην αύξηση του πληθυσμού και σε υπερπληθυσμό σε κάθε δεδομένη περίπτωση, κάτι που ο Μάλθους άφησε εκτός υπολογισμού. Ο Μαρξ όμως ήταν πιο αυστηρός με τον Μάλθους για τη λογοκλοπή της θεωρίας του σκωτσέζου πολιτικού οικονομολόγου και γεωπόνου Τζέιμς Άντερσον για την Διαφορική Πρόσοδο, την οποία ο Μάλθους παρουσίασε ως δική του. Κατά ειρωνικό τρόπο, η θεωρία αυτή συνδέεται σήμερα με τον Ντέιβιντ Ρικάρντο, ο οποίος την ανέπτυξε περαιτέρω, και όχι με τον Μάλθους που την είχε κλέψει από τον Άντερσον, τον εφευρέτη της. Η ανάλυση του Άντερσον ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τον Μαρξ επειδή είδε τη γονιμότητα του εδάφους αυτό που δεν είδαν ο Μάλθους και ο Ρικάρντο: ως κάτι που υπόκειται σε ιστορικές αλλαγές. Για τον Μαρξ, ο Μάλθους είχε συνεισφορά στην επιστήμη, αλλά αυτή ήταν καθαρά αρνητική: «Τι ερεθίσματα», έγραψε, «προσέφερε αυτή η συκοφαντία για το ανθρώπινο γένος».
RA: Πώς εξηγείται η ξαφνική αλλαγή του Μαρξ απέναντι στον Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, ο οποίος από φίλος έγινε εχθρός;
JBF: Ο Μαρξ είχε μεγάλο θαυμασμό για το βιβλίο του Προυντόν Περί ιδιοκτησίας, το οποίο διάβασε και ανέφερε για πρώτη φορά το 1842, λίγο αφότου εμπλάκηκε στην έκδοση της εφημερίδας Rheinische Zeitung. Θεωρούσε τον Προυντόν έναν θαρραλέο και οξυδερκή στοχαστή. ΟΜαρξ γνώρισε τον Προυντόν όταν μετακόμισε στο Παρίσι, με τον οποίο μιλούσε συχνά. Ο Μαρξ αναγνώρισε από νωρίς τις επιστημονικές ελλείψεις στο Περί ιδιοκτησίας και την απάντησή που αυτό έδινε ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή». Ο Προυντόν έβλεπε κάθε ιδιοκτησία ως αστική ιδιοκτησία και στην πραγματικότητα αναιρούσε όλες τις άλλες μορφές ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα να μην έχει καμία γνήσια ιστορική ανάλυση της αστικής ιδιοκτησίας ή της αστικής πολιτικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, το Περί ιδιοκτησίας παρουσίαζε, για τον Μαρξ, στην καλύτερη περίπτωση μια επίκριση γεμάτη ύβρεις, αντί μια ουσιαστική κριτική, περιορισμένη κατ’ αρχήν στη σκοπιά του Γάλλου μικρομεσαίου αγρότη. Παρ’ όλα αυτά, στην Αγία Οικογένεια το 1845, ο Μαρξ υπερασπίστηκε τον Προυντόν όπως αυτός επιχειρηματολογούσε στο Περί ιδιοκτησίας απέναντι στον Μπρούνο Μπάουερ και τους Νέους Χεγκελιανούς. Έβλεπε μάλιστα τον Προυντόν εκείνη την εποχή να βρίσκεται στο πλευρό του προλεταριάτου. Αν και αργότερα το μετάνιωσε, ο Μαρξ εισήγαγε τον Προυντόν στην διαλεκτική του Χέγκελ, ώστε να μπορέσει να ξεπεράσει τις αντινομίες καντιανού τύπου. Αλλά η ανάγνωση του Χέγκελ από τον Προυντόν σημαδεύτηκε από την εξάρτησή του σε κακές μεταφράσεις και τις δικές του τάσεις, και το αποτέλεσμα αυτού, σύμφωνα με τον Μαρξ, ήταν η επιδείνωση της ανάλυσης του Προυντόν, δημιουργώντας θεωρητικά τερατουργήματα.
Αλλά το πραγματικό πρόβλημα ήταν ότι ο Μαρξ και ο Προυντόν κινούνταν προς πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις. Αυτά ήταν τα χρόνια κατά τα οποία ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέπτυξαν τις θεμελιώδεις απόψεις τους για τον ιστορικό υλισμό. Το 1846, ο Μαρξ και ο Ένγκελς ολοκλήρωσαν το έργο τους Γερμανική Ιδεολογία, στο οποίο έθεσαν τις στέρεες βάσεις του ιστορικού υλισμού, αν και δεν βρήκαν εκδότη γι’ αυτό και το παρέδωσαν, ως γνωστόν, στην ροκανιστική κριτική των ποντικών2. Την ίδια χρονιά, ο Προυντόν δημοσίευσε το Σύστημα των οικονομικών αντιφάσεων ή, την Φιλοσοφία της Αθλιότητας, το οποίο – αν και από πολλές απόψεις ένα συγκεχυμένο έργο – ήταν, όπως επρόκειτο να υποστηρίξει ο Μαρξ, μια έκφραση μικροαστικού σοσιαλισμού, διαφέροντας έτσι από το προηγούμενο έργο του Προυντόν. Για τον Μαρξ, ο Προυντόν στο Σύστημα των οικονομικών αντιφάσεων είχε απομακρυνθεί από την ιστορική κριτική των αστικών σχέσεων παραγωγής, μετατρέποντάς τες σε αιώνιες ιδέες. Μια ανοιχτή θεωρητική ρήξη με τον Προυντόν ήταν επομένως ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του προλεταριακού κινήματος και του ιστορικού σοσιαλισμού. Έτσι, ο Μαρξ έγραψε την περίφημη κριτική του στον Προυντόν, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, η οποία ταυτόχρονα αποκάλυψε το βάθος της δικής του αναπτυσσόμενης κριτικής της αστικής πολιτικής οικονομίας.
Στο βιβλίο μου Η Οικολογία του Μάρξ κατά την ανάλυση μου σχετικά με το έργο του Μάρξ Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, επικεντρώθηκα ιδιαίτερα στην πολύ έντονη κριτική του Μαρξ στον κυριολεκτικό Προμηθεϊσμό του Προυντόν, τη θεοποίηση της βιομηχανίας και της μηχανής στο όνομα του Προμηθέα, δεδομένου ότι αυτή ήταν μια συνήθης κριτική που ασκήθηκε από τους οικολόγους επικριτές του ίδιου του Μαρξ και ένα σημαντικό ζήτημα στη σοσιαλιστική θεωρία σήμερα. Πιο πρόσφατα, με απασχόλησε το επιχείρημα στο Περί Ιδιοκτησίας και την σύγχυση της αστικής ιδιοκτησίας, ή γενικά των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας, με όλες τις σχέσεις ιδιοκτησίας, αναιρώντας έτσι τις πολλές διαφορετικές μορφές ιδιοκτησίας στην ιστορία. Αυτό συζητείται στο βιβλίο The Robbery of Nature ( μτφ. Η ληστεία της φύσης) που συνέγραψα με τον Μπρετ Κλαρκ το 2020.
Ο Μαρξ ανέφερε στην επιστολή του τον Ιανουάριο του 1865 προς τον Γ.Μ. Σβάιτζερ ότι ποτέ δεν συντάχθηκε με εκείνους που αργότερα κατηγόρησαν τον Προυντόν για προδοσία όσον αφορά την επαναστατική υπόθεση, λέγοντας μάλλον ότι «δεν ήταν δικό του λάθος που, αρχικά παρεξηγημένος τόσο από άλλους όσο και από εμένα, απέτυχε να εκπληρώσει αδικαιολόγητες ελπίδες».
RA: Γιατί ο Μαρξ δήλωσε ότι ο Γιούστους φον Λήμπιχ ήταν πιο σημαντικός από όλους τους θεωρητικούς της Πολιτικής Οικονομίας μαζί, για την κατανόηση της ανάπτυξης της καπιταλιστικής γεωργίας;
JBF: Όσον αφορά το απόσπασμα του Μαρξ που αναφέρετε εδώ, λίγο πριν ο Μαρξ ολοκληρώσει το Κεφάλαιο, τον πρώτο τόμο, έγραψε στον Ένγκελς στις 13 Φεβρουαρίου 1866: «Έπρεπε να ξεψαχνίσω τη νέα γεωργική χημεία στη Γερμανία, ιδίως τον Λήμπιχ και τον Κ.Φ. Σένμπαϊν, η οποία είναι πιο σημαντική σε αυτό το θέμα [την κατανόηση της ιστορικής βάσης της γονιμότητας του εδάφους] από όλους τους οικονομολόγους μαζί». Όπως επισημαίνει ο Σάιτο στο έργο του Ο οικοσοσιαλισμός του Καρλ Μαρξ, στην αρχική γερμανική έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ επανέλαβε αυτή τη δήλωση ότι η γεωργική χημεία του Λήμπιχ ήταν πιο σημαντική σε αυτόν τον τομέα «από όλα τα έργα των σύγχρονων πολιτικών οικονομολόγων μαζί», αλλά στη συνέχεια εγκατέλειψε αυτή τη φράση σε μεταγενέστερες εκδόσεις, ενώ εξακολουθούσε να επαινεί τον Λήμπιχ. Η διαγραφή αυτής της φράσης παίζει μεγάλο ρόλο στην επιχειρηματολογία του Σάιτο , διότι αποτελεί για αυτόν απόδειξη ότι ο Μαρξ είχε αμφιβολίες για την επάρκεια της οικολογικής ανάλυσης του Λήμπιχ, γεγονός που τον έκανε να στραφεί σε άλλους στοχαστές όπως ο Καρλ Φράας. Ωστόσο, νομίζω ότι αυτό το συμπέρασμα, που βασίζεται κυρίως στη διαγραφή αυτής της μίας φράσης από τον Μαρξ, είναι αδικαιολόγητο.
Πρέπει να εξετάσουμε το πλαίσιο ολόκληρης της υποσημείωσης του Κεφαλαίου στην οποία εμφανίζεται αυτή η φράση. Ο Μαρξ σε αυτή την υποσημείωση εξυψώνει τον Λήμπιχ λέγοντας ότι: «H διασάφηση της αρνητικής πλευράς της σύγχρονης γεωργίας, από φυσικοεπιστημονική άποψη, είναι μια από τις αθάνατες υπηρεσίες που πρόσφερε ο Λήμπιχ» (Κεφ. 1ος τόμος σ.523). Η διαγραμμένη φράση αποτελείται απλώς από το τμήμα εκείνο της δήλωσής του όπου συγκρίνει την αντίληψη του Λήμπιχ για τη γονιμότητα του εδάφους με εκείνη των κλασικών της πολιτικής οικονομίας. Στην Οικολογία του Μαρξ εξήγησα ότι ο Μάλθους και ο Ρικάρντο είχαν υποστηρίξει ότι η γονιμότητα του εδάφους, αν και ποικίλλει από τόπο σε τόπο, είναι αιώνια και δεν υπόκειται σε αλλαγές.
Αυτό εννοούσε ο Ρικάρντο αναφερόμενος στις «αρχικές και άφθαρτες δυνάμεις του εδάφους». Η θεωρία του της διαφορικής προσόδου , όπως εκτέθηκε από αυτούς τους στοχαστές, είχε να κάνει με τις διαφορετικές ιδιότητες του εδάφους, αλλά όχι με αυτές που ήταν αποτέλεσμα ιστορικών αλλαγών ή ανθρώπινων ενεργειών. Ο Λήμπιχ, ωστόσο, είχε αποδείξει περίτρανα ότι το έδαφος όχι μόνο υπόκειται σε αλλαγές, αλλά ότι η καπιταλιστική παραγωγή έτεινε να καταστρέφει το έδαφος, συμβάλλοντας στο όλο πρόβλημα του «αγιάτρευτου ρήγματος».
Όμως ο Λήμπιχ, συνεχίζει ο Μαρξ στην υποσημείωση, ήταν εκτός του στοιχείου του όταν ασχολήθηκε με την πολιτική οικονομία και όχι μόνο έκανε λάθος στην έννοια της εργασίας, αλλά επίσης πίστευε ότι η θεωρία της διαφορικής προσόδου (όπως αναπτύχθηκε από τον Τζον Στιούαρτ Μιλ) σχετιζόταν με το δικό του επιχείρημα για το έδαφος, κάτι που ήταν λανθασμένο. Σε αυτό το σημείο, ο Μαρξ εξέθεσε το γεγονός ότι ο Μιλ είχε πάρει την ανάλυσή του για το διαφορικό ενοίκιο από τον Ρικάρντο, ο οποίος την είχε πάρει από τον Μάλθους, ο οποίος την είχε αντιγράψει από τον Άντερσον. Ο Μαρξ θαύμαζε πολύ τον αγρονόμο, πολιτικό οικονομολόγο Άντερσον, ο οποίος όχι μόνο ανέπτυξε τη θεωρία της διαφορικής προσόδου, αλλά και ενσωμάτωσε στην ανάλυσή του το γεγονός ότι η ανθρώπινη γεωργική παραγωγή αλλοιώνει το έδαφος, συχνά καταστροφικά, μη αποκαθιστώντας τα συστατικά στοιχεία του εδάφους.
Γιατί, λοιπόν, ο Μαρξ αφαίρεσε τη φράση που σχετικά με το ότι το έργο του Λήμπιχ σε αυτόν τον τομέα ήταν σημαντικότερο από εκείνο όλων των πολιτικών οικονομολόγων; Νομίζω ότι ο Μαρξ κατέληξε στο τέλος στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια σύγκριση ήταν παραπλανητική και υπερβολική και κάπως ασυνεπής με το επιχείρημά του στην υπόλοιπη υποσημείωση. Πράγματι, και ο ίδιος ο Σάιτο εξετάζει αυτή την πιθανότητα. Ο Λήμπιχ δεν είχε καμία επιστημονική κατανόηση της πολιτικής οικονομίας, όπως αναφέρει ο Μαρξ. Επιπλέον, ο Άντερσον, στον οποίο καταλήγει το επιχείρημα στο τελευταίο μέρος της υποσημείωσης, είχε, πολύ πριν από τον Λήμπιχ -αν και στη βάση μιας λιγότερο ανεπτυγμένης επιστήμης του εδάφους- αντιληφθεί, στο πλαίσιο ενός συνδυασμού ανάλυσης πολιτικής οικονομίας και αγρονομίας, τον τρόπο με τον οποίο η καταστροφή του εδάφους και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής ήταν αλληλένδετες. Εάν συνέχιζε λέγοντας ότι το έργο του Λήμπιχ άξιζε περισσότερο από όλους τους πολιτικούς οικονομολόγους σε αυτόν τον τομέα ήταν σαν να υποβάθμιζε το μέγεθος του επιτεύγματος του Άντερσον, το οποίο περιλάμβανε όχι μόνο την πολιτική οικονομία της προσόδου, αλλά και την καταστροφή του εδάφους και την κριτική της θεωρίας του Μάλθους Περί πληθυσμού.
Τίποτα από αυτά δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αφαιρεί από τις προσεκτικές έρευνες του Σάιτο στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου του σχετικά με τις οικολογικές αναλύσεις του Φράας και άλλων. Παρόλο που δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Μαρξ θεωρούσε τη βασική ανάλυση του Λήμπιχ για το έδαφος ως καθ’ οιονδήποτε τρόπο ελαττωματική, εντούτοις επιδίωξε, όπως συνήθιζε, να διερευνήσει όλες τις άλλες φυσικοεπιστημονικές έρευνες που υποδεικνύουν την ιστορική ανάπτυξη και καταστροφή του εδάφους. Με τον τρόπο αυτό, ο Μαρξ μπόρεσε να αναπτύξει περαιτέρω τη θεωρία του για το «αγιάτρευτο ρήγμα», διευρύνοντας την κατανόησή του για τις οικολογικές αντιφάσεις του καπιταλισμού.
RA: Ποια εξήγηση πρέπει να δώσουμε στον ισχυρισμό του Μαρξ ότι η θεωρία της φυσικής επιλογής του Καρόλου Δαρβίνου παρείχε «τη βάση από την φυσική ιστορία για την άποψή μας»;
JBF: Ο Μαρξ ήταν υλιστής στοχαστής και υποστηρικτής της εξέλιξης πολύ πριν ο Δαρβίνος παρουσιάσει με τη θεωρία της φυσικής επιλογής την πρώτη πλήρως αποδεκτή επιστημονική θεωρία της εξέλιξης. Τόσο ο Ένγκελς όσο και ο Μαρξ αναφέρθηκαν στη θεωρία του Δαρβίνου ως «θάνατο της τελεολογίας» ή της έννοιας των τελικών αιτιών, καθιερώνοντας έτσι οριστικά την υλική εξέλιξη των ειδών ως μια φυσική διαδικασία ανεξάρτητη από θεολογικές αντιλήψεις. Το έργο του Δαρβίνου Περί της καταγωγής των ειδών αντιπροσώπευε επομένως μια τεράστια πρόοδο στην υλιστική αντίληψη της φύσης (ή της φυσικής ιστορίας), την οποία ο Μαρξ και ο Ένγκελς θεωρούσαν ως θεμέλιο της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Ο Μαρξ ήταν τόσο γοητευμένος με τον Δαρβίνο που μετά τη δημοσίευση της Καταγωγής των ειδών, όπως θυμάται ο φίλος του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, «δεν μιλούσαμε για τίποτα άλλο επί μήνες». Για τον Μαρξ, βέβαια, αυτό που ήταν πιο ενδιαφέρον ήταν αυτό που πρότεινε η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου σε σχέση με την εξέλιξη των ανθρώπων. Αναφερόμενος στο «κοσμοϊστορικό» έργο του Δαρβίνου, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο παραθέτει την αναφορά του Δαρβίνου στα φυσικά όργανα των φυτών και των ζώων ως ενσωματωμένα εργαλεία και εξειδικευμένα όργανα, τα οποία θα μπορούσαν να συγκριθούν με τα εργαλεία που δημιούργησε ο άνθρωπος, με τα οποία επέκτεινε την ικανότητά του να αλληλεπιδρά με τη φύση. Ο Μαρξ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν η κοινωνική τεχνολογία των ανθρώπων όσο και η φυσική τεχνολογία των ειδών, ανθρώπινων και μη, που αποτελούσε το ενδεικτικό στοιχείο της ανθρώπινης ιστορίας/εξέλιξης.
Το διαλεκτικό βάθος της κατανόησης της θεωρίας του Δαρβίνου από τον Ένγκελς ήταν εκπληκτικό και σπάνια αναγνωρίζεται σήμερα, αν και βοήθησε να εμπνευστούν μερικοί από τους σημαντικότερους «κόκκινους επιστήμονες» στη Βρετανία στις δεκαετίες του 1930 και του ‘40. Στο βιβλίο μου The Return of Nature (μτφ. Η επιστροφή της Φύσης) του 2020, παραθέτω μια εκτενή διερεύνηση της σύνθετης διαλεκτικής επεξεργασίας του Δαρβίνου από τον Ένγκελς όπως την εκθέτει στα ΑντιDühring και Η Διαλεκτική της Φύσης. Το κορυφαίο επίτευγμα του Ένγκελς σε αυτόν τον τομέα, ωστόσο, ήταν η θεωρία του για την ανθρώπινη εξέλιξη που παρουσιάστηκε στο κεφάλαιο «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πίθηκου» στο Η Διαλεκτική της Φύσης. Εδώ ο Ένγκελς παρείχε για πρώτη φορά μια συνεκτική υλιστική θεωρία της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, αυτό που ο Στίβεν Τζέι Γκουλντ αποκάλεσε την κορυφαία ανάλυση της «συν-εξέλιξης γονιδίων-πολιτισμού» κατά τον 19ο αιώνα, εστιάζοντας στον ρόλο που έπαιξε η ανθρώπινη εργασία στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Η προσέγγιση του Ένγκελς για την ανθρώπινη εξέλιξη με βάση την εργασία ήταν αυτή που προέβλεψε την μελλοντική ανακάλυψη του Αυστραλοπίθηκου με την όρθια στάση του σώματος, τα σχετικά ανεπτυγμένα χέρια και τον εγκέφαλο σε μέγεθος πιθήκου ακόμα – μια εξελικτική ακολουθία που επί μακρόν απορριπτόταν από την κυρίαρχη εξελικτική θεωρία της αστικής επιστήμης λόγω της προκατάληψής της υπέρ της πρωτοκαθεδρίας του εγκεφάλου, που συνδέεται με τον ιδεαλισμό. Ήταν τέτοια η ενότητα και η διεισδυτικότητα της ανάλυσης του Ένγκελς εδώ που δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι στο ίδιο έργο παρείχε επίσης μια από τις πιο αιχμηρές οικολογικές κριτικές του δέκατου ένατου αιώνα. Μεγάλο μέρος αυτής της κριτικής είχε τις ρίζες του στη σύγκλιση μεταξύ της δαρβινικής εξελικτικής θεωρίας και του ιστορικού υλισμού.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς άσκησαν βέβαια κριτική στον Δαρβίνο επειδή άφησε κάποιες έννοιες της αστικής πολιτικής οικονομίας να παρεισφρήσουν στο περιθώριο της ανάλυσής του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Μάλθους. Ωστόσο, δεν ταύτισαν λανθασμένα τις θεμελιώδεις απόψεις του ίδιου του Δαρβίνου με εκείνες του Μάλθους, όπως συνέβαινε μερικές φορές εκείνη την εποχή. Κατά ειρωνικό τρόπο, το πρώτο έργο που εξέφρασε αυτό που είναι γνωστό ως κοινωνικός δαρβινισμός γράφτηκε το 1878 από τον Όσκαρ Σμιτ με τίτλο Δαρβινισμός και σοσιαλδημοκρατία, ως επίθεση στους Μαρξ και Ένγκελς και στην τότε συνήθη συσχέτιση του δαρβινισμού με τον σοσιαλισμό.
RA: Γιατί ο Μαρξ αφιέρωσε τα τελευταία του χρόνια κυρίως σε εθνολογικές μελέτες, αντί να ολοκληρώσει το Κεφάλαιο;
JBF: Στο έργο του Ο νόμος της αξίας και ο ιστορικός υλισμός (1978), ο Σαμίρ Αμίν παρουσίασε τη θέση ότι «(α) ο ιστορικός υλισμός αποτελεί την ουσία του μαρξισμού, και επομένως (β) ότι το επιστημολογικό καθεστώς των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού είναι τέτοιο που αυτοί υπάγονται στους νόμους του ιστορικού υλισμού». Νομίζω ότι αυτό είναι σε πλήρη συμφωνία με τον Μαρξ. Όσο σημαντική κι αν ήταν η κριτική του Μαρξ στην πολιτική οικονομία, αυτή έπαιρνε πάντα υποδεέστερη θέση σε σχέση με την ευρύτερη εστίασή του στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας, της ταξικής πάλης και της επανάστασης. Κεντρικό ζήτημα σε αυτή την αντίληψη είχε η αναγνώριση της ποικιλομορφίας των τρόπων ιδιοποίησης, των τρόπων παραγωγής και των ιστορικών κοινωνικών σχηματισμών.
Αυτή η στροφή προς τις εθνολογικές μελέτες τα τελευταία χρόνια του Μαρξ σχετιζόταν με το αυξανόμενο ενδιαφέρον του για τα ρωσικά επαναστατικά κινήματα και τους ρωσικούς αγροτικούς σχηματισμούς με κοινή ιδιοκτησία, όπως τα Μιρ, ή αλλιώς η αγροτική κομμούνα. Στη δεκαετία του 1870, η Τζένη φον Βεστφάλεν έγραψε ότι ο σύζυγός της άρχισε να μελετά τη ρωσική γλώσσα σαν να ήταν θέμα ζωής και θανάτου. Υπήρχαν περίπου διακόσια ρωσικά βιβλία στο ράφι του. Εδώ πρέπει να καταλάβουμε, με μια ευρύτερη έννοια, πέρα από τις μελέτες του για τη Ρωσία, πόσο σημαντική ήταν η ιστορική εξέλιξη των τρόπων παραγωγής για τον Μαρξ σε όλη του τη ζωή. Αυτό συνοδεύτηκε με την αυξανόμενη κριτική του για την αποικιοκρατία που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1860, η οποία τον ώθησε να αναζητήσει διαφορετικές απαντήσεις, μαθαίνοντας ό,τι μπορούσε για τους μη καπιταλιστικούς και μη δυτικούς κοινωνικούς σχηματισμούς.
Κρίσιμο σε όλα αυτά ήταν «η επανάσταση στον εθνολογικό χρόνο», μια φράση που χρησιμοποίησε ο Τόμας Τράουτμαν σε μια μελέτη του έργου του Λούις Μόργκαν. Το έτος 1859 ήταν ένα σημείο καμπής όχι μόνο λόγω της δημοσίευσης της Καταγωγής των Ειδών του Δαρβίνου (και της Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του Μαρξ), αλλά και λόγω της επιβεβαίωσης για πρώτη φορά, στο σπήλαιο Brixham, προϊστορικών ανθρώπινων λειψάνων που υποδήλωναν ότι η ανθρωπότητα υπήρχε, όπως είπε αργότερα ο Κάρολος Λάιελ, για εκατοντάδες, ακόμη και χιλιάδες αιώνες. Την ίδια στιγμή, η αποικιοκρατία άνοιγε την πόρτα για όλο και περισσότερες πληροφορίες σχετικά με άλλους πολιτισμούς του κόσμου, αν και διαστρεβλωμένα από τον αποικιακό φακό. Οι νέες εθνολογικές μέθοδοι ανάλυσης παρείχαν τεράστιες νέες γνώσεις για την προϊστορία. Ο ιστορικός χρόνος επιμηκύνθηκε ξαφνικά κατά δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Η ταχεία επέκταση της γνώσης κατέστησε δυνατή μια ευρύτερη παγκόσμια ιστορία, αντικαθιστώντας την ευρωπαϊκή ιστορία και την ευρωκεντρική κοσμοθεωρία. Για τον Μαρξ, αυτό αντιπροσώπευε μια μεγάλη πρόκληση για τον ιστορικό υλισμό, ή την υλιστική-επιστημονική προσέγγιση της ανθρώπινης ανάπτυξης και της ιστορικής εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας που ο ίδιος και ο Ένγκελς είχαν αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια. Αντί να βασιστεί σε ένα γραμμικό, υπερϊστορικό ή τελεολογικό σχήμα – μια άκαμπτη προσέγγιση που πάντα απέρριπτε – η ανάλυσή του απαιτούσε την κατανόηση της ποικιλομορφίας των ανθρώπινων μορφών κοινωνικής ιδιοποίησης ή τρόπων παραγωγής, που είχαν επίσης αντίκτυπο στο παρόν και μέλλον της ιστορίας, αφού ό,τι ήταν καινούργιο προέκυπτε πάντα από ό,τι ήταν παλιό. Μεγάλο μέρος αυτού του έργου συνδέθηκε με την αυξανόμενη αναγνώριση των αγώνων ενάντια στην αποικιοκρατία που επιβλήθηκε στις αυτόχθονες κοινωνίες σε όλο τον κόσμο. Αντιμέτωπος με αυτή την ευρεία ιστορική και εθνολογική πρόκληση, την προσέγγισε με το ψυχικό σθένος που χαρακτηρίζει τη νεότητα, παρόλο που η φυσική του κατάσταση χειροτέρευε ραγδαία.
Το έργο του Μαρξ από αυτή την άποψη —ιδιαίτερα η κριτική του στην αποικιοκρατία, ήδη εμφανής στο Κεφάλαιο— και οι αυξανόμενες προσπάθειές του να ενσωματώσει πολιτισμούς και αγώνες ιθαγενών στην ανάλυσή του εξετάστηκαν σε ένα άρθρο που γράψαμε για το Monthly Review με τους Μπρετ Κλαρκ και Χάνα Χόλεμαν με τίτλο Marx and the Indigenous (μτφ. Ο Μαρξ και οι ιθαγενείς) τον Φεβρουάριο του 2020. Το βάθος και το εύρος των εθνολογικών μελετών του Μαρξ και οι προσπάθειές του να αγκαλιάσει μια ευρύτερη ανθρώπινη ιστορία που ταυτίζεται με τους αγώνες των αυτόχθονων κοινωνιών, πραγματικά κόβει την ανάσα. Το 1881, άρχισε να κατασκευάζει ένα τεράστιο χρονολόγιο της παγκόσμιας ιστορίας, το οποίο αυξήθηκε σε 1.700 έντυπες σελίδες.
Ο Χόλμαν, ο Κλαρκ και εγώ θεωρήσαμε την αντιμετώπιση του Μαρξ για τις σχέσεις ιδιοκτησίας της Αλγερίας και την αποικιακή απαλλοτρίωση, βασισμένη στην έρευνα του Μαξίμ Κοβαλέφσκι, ως ιδιαίτερα εντυπωσιακή, και ακόμη περισσότερο τα συμπεράσματα του Μαρξ: «Θα καταστραφούν ολοκληρωτικά ΧΩΡΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ». Κατά την άποψή μας, αυτή η ανάλυση ταιριάζει με την κριτική προσέγγιση του Μαρξ για την απαλλοτρίωση της γης, της φύσης και των ανθρώπινων σωμάτων – το σωματικό ρήγμα – ως θεμελιακό στοιχείο συγκρότησης του καπιταλισμού, που συνδέεται με την ευρύτερη ιστορική και οικολογική οπτική του Μαρξ. Υποστηρίξαμε στο άρθρο μας ότι εδώ βρίσκουμε στον Μαρξ την αρχή της «επαναστατικής ετερογένειας της αναγνώρισης» παρόμοια με αυτή του Φραντς Φανόν. Στην οικολογική του κριτική, την ανθρωπολογία και την προσέγγισή του για την παγκόσμια ιστορία, καθώς και στην κριτική του της πολιτικής οικονομίας, ο Μαρξ αντικατέστησε έτσι την προμηθεϊκή, γραμμική, ευρωκεντρική άποψη, επιμένοντας με αυτόν τον τρόπο στην αναγκαιότητα ενός επαναστατικού μέλλοντος για όλη την ανθρωπότητα.
1 Η Σύνταξη του Νέου Δημοκράτη δημοσιεύει μια τροποποιημένη εκδοχή μιας συνέντευξης του John Bellamy Foster που δημοσιεύθηκε στο Jacobin América Latina στις 5 Μαΐου 2022 στον Roberto Andrés. Ο John Bellamy Foster είναι εκδότης του Monthly Review και ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Ο Roberto Andrés είναι δημοσιογράφος με ειδικότητα το περιβάλλον, με έδρα το Μπουένος Άιρες και πρώην συντάκτης οικολογίας και περιβάλλοντος στο La Izquierda Diario.
2 Φράση του Ένγκελς στην εισαγωγή στο βιβλίο «Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ και το τέλος της κλασσικής Γερμανικής Φιλοσοφίας», αναφερόμενος στην Γερμανική Ιδεολογία και το γεγονός ότι δεν εκδόθηκε τελικά οπόταν παραδόθηκε στο ροκάνισμα των ποντικιών χωρίς παράπονο από τους συγγραφείς της εφόσον ικανοποίησε τον σκοπό της που ήταν το δικό τους θεωρητικό ξεκαθάρισμα και αυτοκατανόηση.