Οι εξελίξεις στην ταξική δομή της κυπριακής κοινωνίαςκαι οι νέες οικονομικές εξελίξεις¹
Χάρης ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ
Επικεφαλής Τομέα Οικονομίας Κ.Ε. ΑΚΕΛ
Το Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας και ο Καθ. Θανάσης Αλεξίου κατάφεραν να ολοκληρώσουν μια ιδιαίτερα κοπιαστική ερευνητική διαδικασία και να αποτυπώσουν με τρόπο συστηματικό και συνάμα απλό την ταξική δομή της κυπριακής κοινωνίας του σήμερα, ενσωματώνοντας τόσο στοιχεία από προηγούμενες μελέτες, και ιδιαίτερα της μελέτης που είχε γίνει από το ΑΚΕΛ το 1996, αλλά παράλληλα έχουν επεκτείνει την έρευνα τόσο μεθοδολογικά όσο και ποιοτικά, εμπερικλείοντας στοιχεία ανάλυσης όχι μόνο της δομής αλλά και της κοινωνικής συνείδησης. Από μόνο του αυτό το επίτευγμα καθιστά την εργασία ιδιαίτερα πολύτιμη και επίκαιρη.
Την ίδια ώρα όμως πετυχαίνει κάτι ακόμα. Παρέχει ισχυρές απαντήσεις σε μύθους που επιμελώς έχουν καλλιεργηθεί το προηγούμενο διάστημα, αναφορικά με την κοινωνική ισοπέδωση και την απουσία ταξικής συγκρότησης στην κυπριακή κοινωνία αλλά και σε άλλες κοινωνίες ευρύτερα. Μύθοι που στόχο είχαν την απονομιμοποίηση όλων των συλλογικών φορέων που έχουν στόχο να εκφράσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων και της εργατικής τάξης, επιδιώκοντας να υποβάλλουν ότι τέτοια Κόμματα, οργανώσεις και φορείς δεν έχουν στην ουσία αντικείμενο δράσης και κοινωνική βάση για να εκφράσουν. Το περιεχόμενο της σημερινής εργασίας μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ισχυρό εργαλείο αποδόμησης αυτών των μύθων.
Σε αυτό το πλαίσιο επικεντρώνεται και η παρέμβαση του παρόντος άρθρου.
Στο πρώτο μέρος θα αναφερθώ στα στοιχεία εκείνα που κατά την άποψη μου αποτελούν σημαντικούς νεωτερισμούς (όχι με την έννοια της μόδας αλλά κυρίως της προσθήκης νέων ιδεών και οπτικής στην ανάλυση της έρευνας για την ταξική δομή).
Στο δεύτερο μέρος θα επιδιώξω μια σύντομη σύγκριση της έρευνας που είχε διεξάγει το 1996 το ΑΚΕΛ με τη σημερινή εργασία, μέσα από την οποία καταγράφονται βασικές εξελίξεις στην ταξική δομή της κυπριακής κοινωνίας και στο τρίτο μέρος θα κλείσω με τη σύνοψη των βασικότερων πολιτικών συμπερασμάτων και προεκτάσεων.
Νεωτερισμοί και επιτεύγματα στην εργασία
Πρώτη μεγάλη επιτυχία της παρούσας εργασίας είναι ότι καταφέρνει όχι μόνο να σκιαγραφήσει την ταξική δομή της κυπριακής κοινωνίας, αλλά το κάνει καταφέρνοντας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά σημαντικές ερευνητικές δυσκολίες στη διαδικασία αποτύπωσης του ταξικού χάρτη.
Όπως σημειώνεται και σε προηγούμενες έρευνες για την ταξική διάρθρωση, τα στοιχεία που παρέχουν οι στατιστικές υπηρεσίες δεν είναι δοσμένα σύμφωνα με την ταξική προέλευση, ως προς την αστική τάξη ή την εργατική τάξη για παράδειγμα. Αντίθετα ακολουθούν το διαχωρισμό ανά επάγγελμα και τομέα της οικονομίας, διαμορφώνοντας μικτές ταξικές ομάδες, συγκρίσιμες ως προς την μορφή της εργασίας και όχι την σχέση με τα μέσα παραγωγής. Αφενός αυτό δίνει στους οικονομολόγους τη δυνατότητα μελέτης της αναπτυξιακής πορείας του κάθε κλάδου και τομέα, αλλά αποκρύπτει την εξελικτική πορεία μεταξύ των ατόμων του κάθε τομέα και την αύξηση ή μείωση αντίστοιχα του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας.
Για παράδειγμα, ενώ τα αποτελέσματα της στατιστικής υπηρεσίας ομαδοποιούν τους εργαζόμενους στο κατασκευαστικό τομέα, δεν μπορούμε να τους εντάξουμε όλους στην εργατική τάξη. Μερίδα αυτών είναι αυτοεργοδοτούμενοι, ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, και θα πρέπει να διαχωριστούν από την εργατική τάξη.
Ομοίως το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την ανάλυση ανά θέση στην αγορά εργασίας. Για παράδειγμα στην κατηγορία εργοδότες που εκπροσωπούν ως επί το πλείστων την αστική τάξη περιλαμβάνονται και ιδιοκτήτες μικρών, οικογενειακών κατά βάση, επιχειρήσεων, και θα πρέπει να διαχωρίζονται από την αστική τάξη.
Η έρευνα του Θ. Αλεξίου ξεπερνά αυτά τα μεθοδολογικά προβλήματα, προχωρά στην επεξεργασία και την ανάλυση των δευτερογενών στοιχείων της Κυπριακής στατιστικής Υπηρεσίας με αποτέλεσμα τον διαχωρισμό των διαφόρων ομάδων με βάση την ταξική προέλευση τους.
Η έρευνα επεκτείνεται στο εμπειρικό επίπεδο, συμπληρώνοντας τη δευτερογενή ανάλυση των στοιχείων της Κυπριακής Στατιστική Υπηρεσίας, με πρωτογενή δεδομένα μέσα από τη χρήση ερωτηματολογίων. Έτσι η εργασία επεκτείνει την ανάλυση από το θεωρητικό επίπεδο και τη δημιουργία ενός χάρτη ταξικών θέσεων στην αποτύπωση των αντιλήψεων που επικρατούν ανάμεσα στους φορείς της ταξικής δομής. Κάνει δηλαδή μια αξιοπρόσεκτη προσπάθεια για να επεκτείνει την έρευνα που έγινε μέχρι σήμερα για την κυπριακή κοινωνία, προσθέτοντας μια εμπειρική πλέον αποτύπωση της ταξικής συνείδησης της κυπριακής κοινωνίας. Προχωρεί δηλαδή στην ανάλυση του πως τοποθετείται έστω και αντανακλαστικά η κυπριακή κοινωνία, εξετάζοντας ταυτόχρονα φαινόμενα και αντιλήψεις που αναδύονται ανάμεσα στο κόσμο της εργασίας και που επηρεάζουν ευρύτερα την εργασία. Αυτό αποτελεί σημαντική προσθήκη στην ανάλυση της ταξικής δομής διότι δίνει στον αναγνώστη και κατ’ επέκταση στους φορείς πολιτικής όπως το ΑΚΕΛ την εικόνα έστω και μιας λανθάνουσας ταξικής συνείδησης που όμως είναι εξόχως σημαντική στην προσπάθεια στην προκείμενη του ΑΚΕΛ αλλά και κατ’ επέκταση και άλλων φορέων όπως συνδικαλιστικών οργανώσεων κτλ. για τη δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών σε επίπεδο πολιτικής οργάνωσης.
Μέσα από την εργασία ξεχωρίζει επίσης η μεθοδική προσπάθεια για εμπλουτισμό της ανάλυσης για τα κριτήρια και τις μεθόδους διαχωρισμού των τάξεων. Η μέχρι τώρα μεθοδολογία που έχει εφαρμοστεί και σε προηγούμενες μελέτες για την ταξική διάρθρωση των κοινωνιών τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου, όπως αυτή του Π. Παπαδόπουλου για την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας αλλά και η επικαιροποίηση της από τον Κ. Κάππο καθώς και η μελέτη για την Κυπριακή κοινωνία που έγινε από το ΑΚΕΛ το 1996, θέτουν ως βάση τρία κριτήρια για την μεθοδολογία διαχωρισμού, τα οποία προεκτείνουν την ανάλυση του Λένιν και τη βασική διαχωριστική γραμμή με βάση τη «θέση που έχουν» οι εργαζόμενοι στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, διαχωρίζοντας τους σε εργατική και αστική τάξη. Ο συνδυασμός των κριτηρίων α) στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, β) στο ρόλο στην κοινωνική παραγωγή, γ) στον τρόπο και το μέγεθος της ιδιοποίησης του πλούτου, αξιοποιείται στην προσπάθεια ανάδειξης των ενδιάμεσων στρωμάτων της κοινωνίας, όπως τα μεσαία στρώματα, η αγροτιά και η διανόηση, που ενώ κατανέμονται σε μια από τις δυο κατηγορίες διατηρούν μικτά χαρακτηριστικά ως προς τον πλούτο και την ένταση της εκμετάλλευσης της εργασίας. Η σημερινή εργασία του Αλεξίου εμπλουτίζει αυτή την διαδικασία αξιοποιώντας στοιχεία όπως ο ταξικός χάρτης του Wright, οι αναφορές του Πουλαντζά για την νέα μικροαστική τάξη αλλά και η αξιοποίηση των σχέσεων στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας (τεχνικός καταμερισμός, εισοδηματικές κατηγορίες) επεκτείνοντας την ταξική δομή και σε μη θεμελιώδης κοινωνικές τάξεις (όπως η νέα μικροαστική τάξη) χωρίς ωστόσο να αναιρείται η βασική αντίθεση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.
Ποιες αλλαγές καταγράφει αυτή η εργασία σε σχέση με τη μελέτη του ΑΚΕΛ το 1996
Η «ταξική δομή της κυπριακής κοινωνίας» όχι μόνο επιβεβαιώνει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στην Κύπρο, δεν νομίζω ότι ανάμενε κανείς κάτι άλλο άλλωστε, αλλά αποτυπώνει και μια σημαντική μετατόπιση-μετακίνηση ανάμεσα στις ταξικές θέσεις, υποδηλώνοντας έτσι την παρουσία στην Κύπρο ενός πλήρως ανεπτυγμένου καπιταλιστικού σχηματισμού, μιας τυπικής καπιταλιστικής κοινωνίας. Συγκεκριμένα, αποτυπώνει τη σταδιακή συγκέντρωση του κεφαλαίου σε λιγότερα χέρια και την εκτεταμένη γενίκευση της μισθωτής εργασίας, αλλαγή πολύ εμφανής αν συγκρίνει κανείς τα δεδομένα με την προηγούμενη μελέτη του ΑΚΕΛ το 1996. Η μελέτη του ΑΚΕΛ το 1996 διαπίστωνε το τέλος της αγροτικής οικονομίας της περιόδου από τη σύσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, και τη μετάβαση στις αρχές της δεκαετίας του 90 σε μια κατάσταση μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας.
Εξειδικεύοντας την πιο πάνω παρατήρηση θα δούμε μια σμίκρυνση της αστικής τάξης σε σχέση με τη μελέτη του 1996 την ώρα που η συνολική οικονομική παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά. Αυτή η δυναμική φανερώνει δυο αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία. Μια αυξανόμενη συγκέντρωση κεφαλαίου στα χέρια της αστικής τάξης και μια ταυτόχρονη συγκέντρωση αυτού του πλούτου σε ολοένα και πιο λίγα χέρια, μια κλασική διαδικασία στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Ταυτόχρονα η γενίκευση της μισθωτής εργασίας αντανακλά και την αύξηση της εργατικής τάξης στην πορεία των χρόνων και ιδιαίτερα μετά την κρίση του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο. Η μετακίνηση τμημάτων του πληθυσμού από τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα προς την εργατική τάξη είναι εμφανής και αποτυπώνεται ξεκάθαρα στα ευρήματα την μελέτης, καταγράφοντας όχι μόνο ένα θεωρητικό εύρημα διόγκωσης της εργατικής τάξης κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης αλλά και μια σημαντική πολιτική και κοινωνική διαδικασία φτωχοποίησης του λαού και στροφής μέρους της εργατικής τάξης, ένεκα της διαδικασίας κοινωνικής έκπτωσης, προς αντιδραστικές μορφές κοινωνικής συνείδησης που κάνουν την εμφάνιση τους στα ευρήματα της έρευνας και της ανάλυσης.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε σχέση με το 1996, ξεχωρίζει η σημαντική υποχώρηση των αγροτικών στρωμάτων ως αυθύπαρκτη οντότητα ένεκα και της σημαντικής υποχώρησης της αγροτικής παραγωγής στο Ακαθάριστο Εγχώριο αλλά και των αλλαγών στον τρόπο παραγωγής των αγροτικών προϊόντων. Η αγροτική οικονομία στρέφεται ολοένα και περισσότερο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σε σχέση με το παρελθόν αλλοιώνοντας τα χαρακτηριστικά απλής εμπορευματικής παραγωγής ή ακόμα και ενός υβριδικού τρόπου παραγωγής με μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις. Σήμερα οι αγροτικές μονάδες οδηγούνται στην συγκέντρωση της παραγωγής, δημιουργώντας και αντανακλώντας τις θεμελιώδεις τάξεις πολύ πιο έντονα, με αποτέλεσμα αυτό που στη μελέτη του 1996 καταγραφόταν ως αγροτικά στρώματά και που αντιστοιχούσαν σχεδόν στο ένα δέκατο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού να έχουν περιοριστεί σημαντικά. Μέσα από τη εργασία αυτή η διαδικασία αποτυπώνεται με πολύ γλαφυρό τρόπο αφού όπως σημειώνεται «η μεγαλύτερη αύξηση της εξαρτημένης εργασίας παρατηρείται στον πρωτογενή τομέα».
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η εργασία επαναβεβαιώνει μια αλλαγή στην εσωτερική σύνθεση της εργατικής τάξης που είχε αρχίσει να διαφαίνεται στη μελέτη 1996, ευρισκόμενη τότε στα πρώιμα στάδια της. Τόσο τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας όσο και τα πρωτογενή δεδομένα καταγράφουν τη διαχρονική μείωση του δευτερογενούς τομέα στη σύνθεση της συνολικής παραγωγής της κυπριακής οικονομίας που μεταφράζεται και σε συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης και υποκατάστασης της από εργαζόμενους στο τομέα των υπηρεσιών, χωρίς όμως να αλλάζει επί της ουσίας ο βαθμός εκμετάλλευσης ή τα γενικά χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης.
Τι μας αφήνει ως παρακαταθήκη αυτή η μελέτη;
Πρώτο, η εργασία του Θ. Αλεξίου τεκμηριώνει επιστημονικά ότι το αντικειμενικό πεδίο για ένα πολιτικό υποκείμενο που θέλει να εκφράσει την εργατική τάξη, εν προκειμένω το ΑΚΕΛ, όχι μόνο συρρικνώνεται αλλά διευρύνεται.
Διότι δεν είναι μόνο η θεωρητική αποτύπωση του μεγέθους της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων συγγενών στρωμάτων, αλλά είναι κυρίως, η έστω και λανθάνουσα, ταξική τοποθέτηση της κοινωνίας σε αυτή – καθώς και η ροπή της κοινωνίας προς μια φιλεργατική παρά προς μια φιλοκαπιταλιστική στάση.
Εναπόκειται στο ΑΚΕΛ και στην αριστερά ευρύτερα να καθορίσει πως θα αξιοποιήσει αυτή την προοπτική και με ποια εργαλεία θα αναβαθμίσει την κοινωνική συνείδηση, ώστε από λανθάνουσα ταξική συνείδηση να μετατραπεί σε πολιτική υποστήριξη ή ταξική δράση. Η διαπίστωση ωστόσο ότι η κοινωνική βάση όχι μόνο είναι εκεί αλλά ενισχύεται, αποτελεί κεφαλαιώδη διαπίστωση.
Δεύτερο, η εργασία συμπληρώνει καίρια και αναβαθμίζει την εικόνα και την ανάλυση της «ταξικής δομής» της κυπριακής κοινωνίας. Ιδιαίτερα ξεχωρίζει η διαπίστωση ότι ενώ τα υποκείμενα κάνουν βήμα αναγνώρισης της ταξικής τους θέσης, αυτό δεν αποτελεί αυτόματα αναγνώριση των πολιτικών θέσεων και όρων που συνεπάγεται. Εξαίρεση σε αυτό αποτελεί η αστική τάξη που έχει πλήρη επίγνωση της θέσης της και μπορεί να λεχθεί γλαφυρά ότι «ξέρει το συμφέρον της».
Ούτε μπορεί να υποβαθμιστεί η σημασία της διαπίστωσης ότι «είναι σχεδόν αδύνατο να αναδυθεί στην εργασιακή κοινότητα ένα συμμετοχικό ήθος πόσο μάλλον συμμετοχική δράση, γεγονός που αναδεικνύει σε καθοριστικό παράγοντα τους οργανωσιακούς πόρους, τις δικτυώσεις, και τη συμμετοχικότητα του κόσμου της εργασίας.». Διαπίστωση που δεικνύει τις σημαντικές δυσκολίες για συλλογική δράση μέσα από τους χώρους εργασίας. Σε αυτή τη διαπίστωση συνδράμουν πολλοί παράγοντες όπως το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων και κατ΄ επέκταση οι σκόρπιοι εργαζόμενοι, ο μειωμένος βαθμός συνδικαλιστικής οργάνωσης αλλά και το πλαίσιο που το εποικοδόμημα μέσα από τους θεσμούς, τα μίντια και την κοινωνική κουλτούρα επιβάλλει. Επομένως αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία η προέκταση που γίνεται στην ανάλυση και συγκεκριμένα η αναφορά ότι «οι ταξικοί σχηματισμοί της κυπριακής εργατικής τάξης (ΚΚΚ, ΑΚΕΛ , ΠΕΟ κτλ.) όπως διαμορφώθηκαν από την αποικιοκρατία μέχρι σήμερα θα γίνονται εστίες παραγωγής κοινωνικού κεφαλαίου αλλά και φορείς της συλλογικής μνήμης της τάξης, καθώς επίσης θα καθορίζουν την συνέχεια της τάξης» γεγονός που υπογραμμίζει το ρόλο αυτών των φορέων για το μέλλον και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Τρίτο, η εργασία του Αλεξίου αναδεικνύει τα σύγχρονα φαινόμενα που τέμνουν τον κόσμο της εργασίας σήμερα. Η αυξανόμενη ανεργία, σε σχέση και με την περίοδο που η προηγούμενη μελέτη του 1996 εξέταζε, η φτωχοποίηση ακόμα και των ατόμων που εργάζονται, η ανασφάλιστη εργασία καθώς και η σημαντική αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος της εργασίας είναι καθοριστικοί παράγοντες που επιδρούν στην ταξική δομή και καθορίζουν τον τρόπο διαμόρφωσης της δομής της κυπριακής κοινωνίας.
Ιδιαίτερα μετά την τραπεζική κρίση η επίδραση των πολιτικών λιτότητας και η υποτίμηση της εργασίας ιδιαίτερα την περίοδο 2013 – 2015 που στην ουσία έχει φορτώσει το βάρος της κρίσης στους εργαζόμενους, αφήνοντας τα κέρδη όχι απλά αναλλοίωτα αλλά ενισχυμένα, είναι σημεία τομής για την ανάδυση μιας νέας πραγματικότητας σε σχέση με την εικόνα της ταξικής δομής της κοινωνίας δέκα χρόνια προηγουμένως, πόσο μάλλον σε σύγκριση με το μακρινό, για αυτά τα δεδομένα, 1996 και τις τεκτονικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην οικονομία της Κύπρου.
Απότοκο της πιο πάνω πραγματικότητας το γεγονός ότι μέσα από την πρωτογενή έρευνα ξεπροβάλλει κυνικά το φαινόμενο της δεύτερης εργασίας, ως χαρακτηριστικό στοιχείο πλέον της κυπριακής εργατικής τάξης στην προσπάθεια της να ανταπεξέλθει στις νέες πραγματικότητες στην μετά τραπεζικής-κρίσης εποχή. Εξίσου ανησυχητικό είναι και το φαινόμενο της διολίσθησης μέρους της εργατικής τάξης προς αντιδραστικές μορφές κοινωνικής συνείδησης.
Τέλος η ταξική δομή της κυπριακής κοινωνίας σκιαγραφεί τους άξονες πολιτικής που τα πολιτικά υποκείμενα τα οποία θέλουν να εκφράσουν την εργατική τάξη, στην προκείμενη το ΑΚΕΛ, μπορούν να ακολουθήσουν στην προσπάθεια τους για τη σύμπτυξης μιας ευρύτερης κοινωνικής συμμαχίας. Αποκατάσταση δημοσίων αγαθών, καθολικές κοινωνικές πολιτικές, αντικυκλικές οικονομικές πολιτικής ανακατανομής του παραγόμενου πλούτου, πολιτικές επέκτασης της ενεργούς ζήτησης μπορούν να συγκινήσουν πέραν από την εργατική τάξη, μέρος της νέας μικροαστικής τάξης, των μεσαίων και μικροαστικών στρωμάτων δίνοντας όραμα και πλαίσιο εργασίας για το μέλλον. Είναι ενδεικτικό ότι στα πρωτογενή στοιχεία της έρευνας η στήριξη στις καθολικές κοινωνικές πολιτικές αποκτά όχι απλά ένα πλειοψηφικό ρεύμα αλλά μια καθολικότητα και δίνει απαντήσεις για το πώς η κοινωνία προσμετρά τη σημασία της κοινωνικής πολιτικής, ιδιαίτερα στην περίοδο της κρίσης. Σε κάθε περίπτωση όμως αυτή η συνθήκη αν και απαραίτητη δεν είναι ικανή από μόνη της για να εξελίξει την κοινωνική συνείδηση των ατόμων, αφού η δράση των πολιτικών υποκειμένων θα πρέπει να επεκτείνεται και σε άλλες μορφές ταξικής δράσης.
Η έρευνα του Αλεξίου δεν είναι μια αριθμητική αποτύπωση ανάμεσα στις διάφορες τάξεις της κυπριακής κοινωνίας. Δεν επιδιώκει απλώς να προσδιορίσει αριθμητικά το μέγεθος της κάθε τάξης τη δεδομένη στιγμή ώστε να δώσει μια υπόσταση στην εργατική τάξη (π.χ 6 στους δέκα ανήκουν στην εργατική τάξη) αλλά χρησιμοποιεί τον αριθμητικό προσδιορισμό για να καταδείξει τη δομή της κοινωνίας και το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας.
Είναι μια φιλόδοξη, και σε μεγάλο βαθμό άρτια εκτελεσθείσα, προσπάθεια αποτύπωσης των δυναμικών που δημιουργούνται στις κοινωνικές τάξεις του 21ου αιώνα στην κυπριακή κοινωνία και οικονομία.
Δυναμικές που αν και λαμβάνουν χώρα σε μια περίοδο που εσφαλμένα για πολλούς είχε εκτιμηθεί ότι θα αποτελούσε το τέλος της ιστορίας, επιβεβαιώνουν ότι κάθε άλλον παρά έχουν ξεπεραστεί οι ταξικές αντιθέσεις στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες του 21ου αιώνα. Και μας υπενθυμίζουν ασφαλώς ότι όσο υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η αλφαβήτα των θεωρητικών για τις τάξεις θα είναι επίκαιρη όσο ποτέ.
1 Ομιλία από την παρουσίαση βιβλίου «Η Ταξική Δομή της Κυπριακής Κοινωνίας» Επιμέλεια Θ. Αλεξίου – Εκδόσεις Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας.