Home  |  Νεος Δημοκράτης   |  Ο αγώνας της Κύπρου και η Σοβιετική Ένωση (Ενάντια στην παραχάραξη της ιστορίας)

Ο αγώνας της Κύπρου και η Σοβιετική Ένωση (Ενάντια στην παραχάραξη της ιστορίας)

Γιώργος ΚΟΥΚΟΥΜΑΣ

Μέλος της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, Νομικός 

 

 

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει προκαλέσει μια δραματική ανθρωπιστική καταστροφή και έχει προστεθεί στον κατάλογο με τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου στο σύγχρονο κόσμο. Ταυτόχρονα, έγινε η αφορμή για να εξαπολυθεί από το ευρωατλαντικό στρατόπεδο ένα πρωτόγνωρο κύμα αντιρωσικής υστερίας, αλλά και μιας παραληρηματικής προσπάθειας να ξαναγραφτεί, μέσα σε μερικές εβδομάδες, ολόκληρη η σύγχρονη ιστορία του πλανήτη, ώστε να ραφτεί στα μέτρα των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. 

Σβήνουν και την τραγωδία της πατρίδας μας

Στην Κύπρο, η ελληνοκυπριακή Δεξιά με τα δορυφορικά της μέσα μαζικής ενημέρωσης, επανέρχεται εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία για να «αναθεωρήσει» την Ιστορία της Κύπρου με διακαή στόχο να ξεπλύνουν το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ για την κυπριακή τραγωδία. Η εξωφρενική αναφορά του Υπουργείου Εξωτερικών και του Εκπροσώπου Τύπου του ΔΗΣΥ ότι η ρωσική εισβολή ήταν «η πρώτη πολεμική ενέργεια στην Ευρώπη από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου» δεν ήταν απλώς ένα καραμπινάτο «μαργαριτάρι», αλλά η συνειδητή απόπειρα να διαγραφούν από τη συλλογική μνήμη της κυπριακής κοινωνίας και ιδιαίτερα της νέας γενιάς τα Νατοϊκά εγκλήματα των περασμένων δεκαετιών. Και σε αυτή την προσπάθεια, η εγχώρια Δεξιά είναι ικανή όχι μόνο να ξεχάσει το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, αλλά ακόμα και την ίδια την τραγωδία, που υπέστη η πατρίδα μας το 1974. Το γεγονός ότι η δήλωση αυτή του Υπουργείου Εξωτερικών παραμένει ακόμα αναρτημένη στην ιστοσελίδα του υπουργείου είναι ενδεικτικό… 

Η ΕΣΣΔ στο στόχαστρο

Ενώ αυτοί οι κύκλοι «νουθετούν» αυτές τις μέρες την Αριστερά ότι ο Πούτιν δεν έχει σχέση με τη Σοβιετική Ένωση – ως να μην το γνωρίζει καλύτερα από όλους η ίδια η Αριστερά – η επιχείρηση-επίθεση στην Ιστορία της Κύπρου, που εκτυλίσσεται τις τελευταίες εβδομάδες έχει πάρει τη μορφή ενός αναδρομικού αντικομουνιστικού παροξυσμού για να ενοχοποιηθεί …η Σοβιετική Ένωση για το 1974! Βέβαια, η προσπάθεια είναι εξ ορισμού δύσκολη γιατί ο κυπριακός λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία γνωρίζει πολύ καλά ποιος ήταν ο ρόλος των Αμερικανο-ΝΑΤΟϊκών στη δημιουργία και διαιώνιση του Κυπριακού. Ταυτόχρονα, όχι μόνο η Αριστερά, αλλά σχεδόν όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου παραδέχεται την ανιδιοτελή στήριξη, που είχε η Κύπρος από τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και τη μετέπειτα θετική για την Κύπρο στάση της Ρωσίας σε διάφορες περιπτώσεις.

Η λεγόμενη φιλελεύθερη ε/κ δεξιά ανέκαθεν είχε πρόβλημα με τη σοβιετική στάση στο Κυπριακό, όπως επίσης με την αδέσμευτη πολιτική του Μακαρίου και τις διαχρονικές αντιιμπεριαλιστικές θέσεις του ΑΚΕΛ. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στις αντικομουνιστικές και αντιμακαριακές της αλλεργίες. Στην πραγματικότητα, ενοχλούνται με όποιον δεν συναινεί με τις ΝΑΤΟϊκές επιδιώξεις για την Κύπρο, στοχεύοντας διακαώς να την μετατρέψουν σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο στην περιοχή και τον τρόπο διευθέτησης του Κυπριακού. Σε αυτό το σημείο μάλιστα τόσο οι φιλελεύθεροι, όσο και οι εθνικιστές ταυτίζονται πλήρως, όπως γινόμαστε μάρτυρες το τελευταίο διάστημα. Σήμερα, θεωρούν ότι έχουν ξεθωριάσει οι λαϊκές μνήμες και έτσι μπορούν να διακηρύττουν αυτά, που σε άλλες εποχές απλώς δεν τολμούσαν να πουν ξεκάθαρα. Η Ιστορία, όμως, λέει άλλα. 

Σύμμαχος στον αντιαποικιακό αγώνα

Η σοσιαλιστική κοινότητα μεταπολεμικά ήταν ο πιο ισχυρός σύμμαχος των λαών και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στις αποικίες, που πάλευαν για την ελευθερία και την αυτοδιάθεσή τους. Στη δεκαετία του 1950, όταν γίνονταν προσπάθειες από την Ελλάδα να τεθεί στον ΟΗΕ το αίτημα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση και Ένωση, το σκηνικό ήταν μονίμως το ίδιο. Η Μ. Βρετανία, οι ΗΠΑ και οι υπόλοιπες χώρες του ΝΑΤΟ από τη μια προσπαθούσαν (και συνήθως το κατάφερναν) να εμποδίζουν τη συζήτηση του, θεωρώντας το ως «εσωτερικό ζήτημα της Βρετανίας». Από την άλλη δε, η Σοβιετική Ένωση, οι σοσιαλιστικές χώρες και οι νέο-απελευθερωμένες αποικίες στήριζαν με θέρμη τις ελληνικές προσφυγές. Τα πρακτικά των συζητήσεων και των ψηφοφοριών, που διεξήχθησαν στη Γενική Επιτροπή, στην Πολιτική Επιτροπή και στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, επί των προσφυγών της Ελλάδας κατά τη δεκαετία του 1950, μιλούν από μόνα τους. 

Ασπίδα ενάντια στα σχέδια ΝΑΤΟποίησης και διαμελισμού

Λίγο αργότερα η ΕΣΣΔ, που ήδη συνήψε διπλωματικές σχέσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία δύο μόλις μέρες μετά την ανακήρυξη της (18.08.1960), πρόσφερε πολιτική, αλλά και στρατιωτική στήριξη στην Κύπρο ενάντια στα σχέδια της Τουρκίας (με τη βρετανο-αμερικάνικη στήριξη βεβαίως) για υπόσκαψη της υπόστασης του νεοσύστατου ανεξάρτητου κυπριακού κράτους. Με το ξέσπασμα των διακοινοτικών συγκρούσεων και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα θεσμικά όργανα του κράτους, η Τουρκία επιχείρησε να αμφισβητήσει την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως τη νόμιμη κυβέρνηση ολόκληρου του πληθυσμού και ολόκληρης της επικράτειας του νησιού. Παράλληλα οι Αμερικανοβρετανοί κατέθεταν στην Πενταμερή του Λονδίνου (Γενάρης – Φλεβάρης του 1964) τα πρώτα ιμπεριαλιστικά σχέδια για κατάργηση ουσιαστικά της Κυπριακής Δημοκρατίας και εγκατάσταση Νατοϊκών στρατευμάτων στο έδαφος της Κύπρου (Σχέδιο Σάντυ-Μπολ). Με μήνυμα όμως του τότε Σοβιετικού ηγέτη Ν. Χρουσιώφ προς τις κυβερνήσεις ΗΠΑ, Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, η ΕΣΣΔ εξέφραζε την πλήρη υποστήριξη της στην ανεξαρτησία της Κύπρου και εναντιωνόταν στα σχέδια επιβολής Νατοϊκής κατοχής, υπογραμμίζοντας ότι «δε θα παραμείνει αδιάφορη για την κατάσταση, που δημιουργείται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου». Επιπρόσθετα, η ΕΣΣΔ ήταν αυτή, που πρωτοστάτησε το Μάρτη του 1964 στην υιοθέτηση του Ψηφίσματος 186 από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο θωράκισε την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Όταν τον Αύγουστο του 1964, η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε την Τηλλυρία και απειλούσε να εισβάλει στην Κύπρο, η ΕΣΣΔ αφ’ ενός ανταποκρίθηκε στην έκκληση του Προέδρου Μακάριου, προειδοποιώντας την Τουρκία ότι σε τέτοια εξέλιξη θα υπήρχε σοβιετική αντίδραση και αφ’ ετέρου, ζήτησε να φύγουν από την Κύπρο όλα τα ξένα στρατεύματα. Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι οι τουρκικοί βομβαρδισμοί απεκάλυψαν και την ανεπάρκεια της κυπριακής αεράμυνας, η ΕΣΣΔ προσφέρθηκε – μετά από παρέμβαση του ΑΚΕΛ – να προμηθεύσει την Κύπρο με πυραυλικά συστήματα, που θα αντιμετώπιζαν μια ενδεχόμενη νέα τουρκική αεροπορική επίθεση. 

Η σχετική συμφωνία Μόσχας – Λευκωσίας για τους πυραύλους υπογράφθηκε στις 30 του Σεπτέμβρη 1964, ενώ τον Γενάρη του 1965 παραλήφθηκαν οι σχετικές βάσεις του, ωστόσο το δεύτερο φορτίο, που θα μετέφερε τους εκρηκτικούς κώνους για τους πύραυλους δεν έφτασε ποτέ. Και ο λόγος ήταν οι ασφυκτικές πιέσεις των ΗΠΑ προς την ελληνική κυβέρνηση Παπανδρέου από τη μια, καθώς και η πίεση από την άλλη προς το Μακάριο από τον Γρίβα, που ανησυχούσε ότι η εξέλιξη αυτή θα ενίσχυε τους «εν Ελλάδι και Κύπρω οπαδούς της Σοβιετικής Ενώσεως», που οδήγησαν τελικά στη ματαίωση της προμήθειας των συγκεκριμένων πυραυλικών συστημάτων.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την απόρριψη του αμερικάνικου διχοτομικού Σχεδίου Άτσενσον (1964), οι Νατοϊκοί σχεδιασμοί και ραδιουργίες για διαμελισμό της Κύπρου συνεχίστηκαν, στοχεύοντας σε πρώτο πλάνο την υπόσκαψη του Προέδρου Μακάριου μέχρι και την πραξικοπηματική ανατροπή του, γι’ αυτό και επιδιώχθηκε να τεθούν υπό τον πλήρη έλεγχο τους οι ευρισκόμενες στην Κύπρο στρατιωτικές δυνάμεις (Εθνική Φρουρά, Ελληνική Μεραρχία και ΕΛΔΥΚ). Ως αντίβαρο στις μεθοδεύσεις και τις ραδιουργίες αυτές η Κυβέρνηση Μακαρίου παράγγειλε και έφερε από την Τσεχοσλοβακία οπλισμό για την ενίσχυση της κυπριακής αστυνομίας (τέλος του Νιόβρη 1966).

Νέες αντιδράσεις από την Ελληνική Κυβέρνηση Στεφανόπουλου και τον Γ. Γρίβα, που εμμένουν και απαιτούν ο οπλισμός να παραδοθεί και να φυλαχθεί από την Εθνική Φρουρά. Η σκόπιμη ευρεία δημοσιότητα που δόθηκε εμπλέκει και την Τουρκία, η οποία επίσης απαιτεί την παράδοση του οπλισμού. Κατά τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Παρίσι (Δεκέμβρης 1966)  η ελλαδική και τούρκικη πλευρά συμφώνησαν να παραδοθούν τα τσεχοσλοβάκικα όπλα για να φυλαχθούν από την Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ σε αποθήκες στο αεροδρόμιο Λευκωσίας  

Με την επικράτηση της αμερικανοκίνητης δικτατορίας στην Ελλάδα και μετά το φιάσκο των γεγονότων της Κοφίνου και με την εξαγγελία της πολιτικής του εφικτού η υπονόμευση και οι ραδιουργίες – με την πλήρη στήριξη της Χούντας των Αθηνών και της εοκαβήτικης τρομοκρατίας – κορυφώθηκαν. Η ΕΣΣΔ και ολόκληρη η σοσιαλιστική κοινότητα ήταν και πάλι στο πλευρό του λαού της Κύπρου και του Προέδρου Μακαρίου. Μετά δε από την επίσκεψη Μακαρίου στη Μόσχα, τον Ιούνη του 1971, η διεθνής θέση της Κύπρου ενισχύθηκε περαιτέρω.

Ήταν ακόμα – όπως τεκμηριώνεται και στο Πόρισμα της Βουλής για το Φάκελο της Κύπρου – ο Σοβιετικός πρέσβης στη Λευκωσία, που το Δεκέμβρη του 1971 μετέφερε στο Μακάριο τις πληροφορίες, που συνέλλεξε η ΕΣΣΔ για όσα αποφασίστηκαν στην εαρινή Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Λισσαβόνα (Ιούνη 1971) για τα σχέδια πραξικοπηματικής ανατροπής του.

 Η Κυπριακή Κυβέρνηση εκ νέου προμηθεύτηκε (9 Ιουλίου 1974) τσεχοσλοβάκικα όπλα, προοριζόμενα για τον περαιτέρω εξοπλισμό του Εφεδρικού Σώματος, που δημιουργήθηκε για να εξαρθρώσει την τρομοκρατική ΕΟΚΑ Β’ – αφού η Εθνική Φρουρά και μέρος της αστυνομίας ελεγχόταν από τους χουντικούς. 

Μαζί με την Κύπρο, ενάντια στο πραξικόπημα και τη ξένη κατοχή

Όταν τον Ιούλη του 1974 εκδηλώνεται το Νατοϊκό σχέδιο σε βάρος της Κύπρου, η ΕΣΣΔ με ανακοινώσεις της στις 16 και 18 Ιουλίου καταδικάζει δριμύτατα το πραξικόπημα, ζητά από τη Χούντα να τερματίσει την επέμβαση της στα εσωτερικά της Κύπρου και ξεκαθαρίζει ότι η μόνη νόμιμη κυβέρνηση είναι η κυβέρνηση Μακαρίου. Όταν δε ακολουθεί η τουρκική εισβολή, με αποφασιστική παρέμβαση της ΕΣΣΔ εκδίδεται την ίδια μέρα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ το Ψήφισμα 353, που απαιτεί κατάπαυση του πυρός, άμεσο τερματισμό της ξένης επέμβασης και επαναβεβαιώνεται η αναγνώριση του Μακάριου ως του νόμιμου Προέδρου της Κύπρου.

Αντίθετα, οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ επιχειρούσαν να εμποδίσουν τη διεθνοποίηση του Κυπριακού στα πλαίσια του ΟΗΕ και επιδίωκαν να συζητηθεί στα στεγανά ενδοΝΑΤΟϊκά πλαίσια προκειμένου να αποκλειστεί η ΕΣΣΔ και να μεθοδευτεί η οριστική απομάκρυνση του Μακαρίου από την κυπριακή Προεδρία και από το νησί, όπως ήταν ο διακαής πόθος του τότε αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ.

Για αυτό και «έσπρωξαν» για τη σύγκληση τον Ιούλη-Αύγουστο 1974 της Διάσκεψης της Γενεύης μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων και των δύο κοινοτήτων, η οποία όμως κατέρρευσε μετά την ιταμή αξίωση της Τουρκίας ουσιαστικά για κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και παράδοση του 1/3 του κυπριακού εδάφους. Η ΕΣΣΔ, από την άλλη, υποστήριξε ότι απαιτείται η σύγκληση Διεθνούς Διάσκεψης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για το Κυπριακό, στη βάση της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και με αντικατάσταση του συστήματος εγγυήσεων της Ζυρίχης.

Σήμερα, οι κύκλοι του ιστορικού αναθεωρητισμού κατηγορούν την ΕΣΣΔ επειδή κατά την άποψη τους, εκείνες τις μέρες έδινε βάρος στην επάνοδο του Μακαρίου αντί στην καταδίκη της τουρκικής εισβολής, αλλά και επειδή ζητούσε αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων, αντί να εστιάζει μόνο στα τουρκικά. Πράγματι, η Σοβιετική Ένωση ζητούσε σθεναρά την επιστροφή του Μακαρίου στην Προεδρία της Δημοκρατίας, όπως άλλωστε απαιτούσε και ο ίδιος ο κυπριακός λαός στα μεγαλειώδη συλλαλητήρια εκείνων των μηνών. Η επιστροφή του Μακάριου θα αφαιρούσε από την Τουρκία το «επιχείρημα» περί ανατροπής της συνταγματικής τάξης, με το οποίο ήθελε να νομιμοποιήσει την εισβολή της. Μόνο οι ΗΠΑ, η Τουρκία, η ΕΟΚΑ Β’ και κατά βάθος και η κυβέρνηση Καραμανλή δεν ήθελαν να επιστρέψει ο δημοκρατικά εκλεγμένος Πρόεδρος Μακάριος, διότι τον θεωρούσαν εμπόδιο σε μια Νατοϊκή λύση του Κυπριακού, στην οποία ο τότε Προεδρεύων Γλαύκος Κληρίδης, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω ορκίστηκε ως Πρόεδρος στον έκπτωτο Γεννάδιο, προφανώς και δεν θα αντιτασσόταν. Επιπρόσθετα, η σοσιαλιστική κοινότητα, όπως και το ΑΚΕΛ υποστήριζαν την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση του νησιού με την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων αφού, πέρα από τους Τούρκους εισβολείς, στο έγκλημα είχαν συνεργήσει και οι χουντικοί ελλαδίτες αξιωματικοί (που στελέχωναν την Εθνική Φρουρά και την ΕΛΔΥΚ), ενώ και οι βρετανικές βάσεις αποτελούσαν μόνιμο κέντρο μηχανορραφιών σε βάρος της Κύπρου. 

Συμπαραστάτης στον αντικατοχικό αγώνα

Με τη συμβολή του ΑΚΕΛ, αμέσως μετά τη β’ φάση της τούρκικης εισβολής, το Σεπτέμβρη του 1974, ο Υφυπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ, Λεονίντ Ιλιτσώφ πραγματοποίησε επίσκεψη στην Κύπρο, στέλνοντας ισχυρό μήνυμα συμπαράστασης προς τον κυπριακό λαό, ο οποίος του επεφύλαξε ενθουσιώδη υποδοχή. Στα χρόνια που ακολούθησαν το τραγικό 1974, ζωτικής σημασίας ήταν η σοβιετική στήριξη στην κυπριακή οικονομία με τη σύναψη αλλεπάλληλων συμφωνιών – συνήθως όχι συμφερουσών για την ίδια την ΕΣΣΔ – για μαζική αγορά αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων της Κύπρου. Πιο σημαντική όμως ήταν η διπλωματική στήριξη της σοσιαλιστικής κοινότητας στον αγώνα της Κύπρου εντός του ΟΗΕ και στη διεθνή καταδίκη της ανακήρυξης του ψευδοκράτους το 1983.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το μοναδικό Ψήφισμα του ΟΗΕ για το Κυπριακό, στο οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία πέτυχε να περιληφθεί ρητή αναφορά σε στρατεύματα κατοχής και ζητείται η άμεση αποχώρησή τους (Ψήφισμα 37/253 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, 13ης Μαΐου 1983) κατατέθηκε από την Κούβα και τη Γιουγκοσλαβία και υιοθετήθηκε με τις καθοριστικές ψήφους της ΕΣΣΔ, της σοσιαλιστικής κοινότητας και του Κινήματος των Αδεσμεύτων, ενώ οι ΗΠΑ μαζί με τη Βρετανία, τη Δυτική Γερμανία και το Ισραήλ απείχαν της ψηφοφορίας. 

Οι σοβιετικές προτάσεις και το δυτικό σχέδιο

Αποδεικτικές της πολιτικής της ΕΣΣΔ στο Κυπριακό ήταν οι επανειλημμένες προτάσεις της Μόσχας προς τις ΗΠΑ για από κοινού δράση, ώστε να εφαρμοστούν τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την Κύπρο, οι οποίες έμειναν για πάντα αναπάντητες. Επιπρόσθετα, στην ιστορία του Κυπριακού καταγράφονται και οι γνωστές Σοβιετικές Προτάσεις για τις «Αρχές Λύσης του Κυπριακού και οι Τρόποι Επίτευξής της» της 21ης  Ιανουαρίου 1986, που καθόριζαν με τετραγωνική ορθότητα το πλαίσιο λύσης της διεθνούς και της εσωτερικής πτυχής του Κυπριακού. Οι προτάσεις αυτές μιλούσαν για λύση στη βάση των Ψηφισμάτων του ΟΗΕ, για την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, την αποστρατιωτικοποίηση του νησιού, την απομάκρυνση όλων των ξένων στρατών και βάσεων, την κατάργηση των ετεροβαρών Συμφωνιών, που ακρωτηριάζουν την ανεξαρτησία της Κύπρου, ενώ υπογράμμιζαν ότι η εσωτερική δομή του κράτους αποτελεί ζήτημα, που πρέπει να διευθετηθεί με διαπραγματεύσεις από τους ίδιους τους Κύπριους – Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Κραυγαλέα είναι η διαφορά, συγκρίνοντας τις σοβιετικές προτάσεις με το περιβόητο αμερικανοκαναδικοβρετανικό Πλαίσιο του 1978, το οποίο μέχρι και σήμερα οπτασιάζεται η ε/κ Δεξιά. Το δυτικό σχέδιο για το Κυπριακό δεν προνοούσε ούτε για εφαρμογή των Ψηφισμάτων του ΟΗΕ (απλώς «να ληφθούν υπόψη»), ούτε για απομάκρυνση των ξένων στρατών και βάσεων, ούτε βέβαια για κατάργηση των άδικων συνθηκών, ενώ ως προς την εσωτερική πτυχή κινείτο στο ευαίσθητο σύνορο μεταξύ ομοσπονδίας και συνομοσπονδίας, περικλείοντας όλους τους πιθανούς κινδύνους. 

Πικρά αισθητή σήμερα η απουσία της ΕΣΣΔ

Η απουσία της ΕΣΣΔ και της σοσιαλιστικής κοινότητας είναι ιδιαίτερα αισθητή και για τον κυπριακό λαό, αλλά και για κάθε άλλο λαό, που αγωνίζεται ακόμα για την ελευθερία του, αφού η γεωπολιτική ανατροπή σήμανε και μια οδυνηρή υποχώρηση του διεθνούς δικαίου παγκοσμίως. Αυτή η απουσία δεν υποκαταστάθηκε από την στάση, που τηρούσε η Ρωσική Ομοσπονδία από το 1991 μέχρι σήμερα, αν και συνεχίζει με συνέπεια να στηρίζει το πλαίσιο των Ψηφισμάτων του ΟΗΕ για το Κυπριακό. Δεν μπορεί να υποκατασταθεί αυτή η απουσία γιατί αφ’ ενός η σοσιαλιστική κοινότητα είχε αισθητά μεγαλύτερη πολιτική ισχύ και βάρος, και αφ’ ετέρου η Σοβιετική Ένωση ως σοσιαλιστικό κράτος είχε εξ ορισμού ποιοτικά διαφορετική στάση στα θέματα ειρήνης και αλληλεγγύης με τους αγωνιζόμενους λαούς. Η εκτροπή του Κυπριακού από τις αρχές λύσης του, που συντελέστηκε στη δεκαετία του 1990, από τους G7 – με τη συνέργεια βέβαια της τότε κυβέρνησης ΔΗΣΥ – ήταν κι αυτή ένας από τους πικρούς καρπούς της εποχής, που εγκαινιάστηκε με την ανατροπή του σοσιαλισμού στην Ευρώπη και τη διάλυση της ΕΣΣΔ. 

Μπροστά στις διάφορες συζητήσεις, που διεξάγονται αυτές τις μέρες για τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», προϋποτίθεται ότι κάποιος οφείλει να γνωρίζει και να σέβεται την Ιστορία και δει την ιστορία της πατρίδας του.

PREV

Πρόσφατες εξελίξεις στους μισθούς, τα κέρδη και την αγορά εργασίας στην Κύπρο

NEXT

Μεταναστευτικό και Κύπρος