Home  |  Ενημέρωση   |  Ομιλία Γενικού Γραμματέα Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, Άντρου Κυπριανού, στην εκδήλωση προς τιμήν του Χριστόδουλου Βασίλη

Ομιλία Γενικού Γραμματέα Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, Άντρου Κυπριανού, στην εκδήλωση προς τιμήν του Χριστόδουλου Βασίλη

 
11 Μαρτίου 2015, Οίκημα Λαϊκών Οργανώσεων Κόρνου
 
Είναι ιδιαίτερη χαρά για μένα που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Δεν θα μπορούσα να αρνηθώ την πρόσκληση να τιμήσουμε μαζί το Χριστόδουλο Βασίλη, τον τελευταίο κύπριο βρακά.
Για τις νεότερες γενιές Κυπρίων η λαϊκή μας παράδοση ίσως είναι κάτι απομακρυσμένο. Λέω ίσως γιατί γνωρίζω πως υπάρχουν, ευτυχώς, αρκετοί νέοι και νέες που ασχολούνται με την κυπριακή λαϊκή παράδοση· άλλοι επειδή γι΄αυτούς είναι επάγγελμα και άλλοι επειδή είναι πηγή μάθησης και μεράκι. Είναι όμως και ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας που αφήνεται να πιστεύει πως η λαϊκή μας παράδοση βρίσκεται εδώ και χρόνια στα μουσεία. Και όμως. Η κυπριακή λαϊκή παράδοση είναι ζωντανή. Μπορούμε να την εντοπίσουμε παντού, καθημερινά. Στη μουσική, στη διάλεκτο, στην καθημερινότητα της υπαίθρου, στην πολιτιστική δράση πολλών άξιων κύπριων δημιουργών και άλλων τόσων ερασιτεχνών.
Ο Χριστόδουλος γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1912. Σε μια εποχή που η φτώχεια και η εξαθλίωση ήταν η μοίρα των πλείστων Κυπρίων. Ο πατέρας του ήταν βοσκός. Αναγκάστηκε να τον βγάλει από το σχολείο από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού για να μπει μαζί του στη δουλειά και να ενισχύσει τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Οι δύο άλλοι αδελφοί του βοηθούσαν στη γεωργία. Όπως όλος ο κόσμος τότε, έτσι και η οικογένεια του Χριστόδουλου δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ για ένα μεροκάματο. Δύο σελίνια τη μέρα.
Ως οικογενειάρχης ο Χριστόδουλος για να μπορέσει να θρέψει την οικογένεια του, τη γυναίκα και τα παιδιά του, έπρεπε τα καλοκαίρια να ξυπνήσει από τη μία ή τις δύο τα μεσάνυκτα για να πάρει το κοπάδι στα βουνά. Μετά έπρεπε να αρμέξει, να βγάλει νερό, να ποτίσει το κοπάδι και ύστερα ξανά από την αρχή. Σπάνια κατέβαινε στο σπίτι του. Τα παιδιά του όπως είπε ο ίδιος τον έβλεπαν τέσσερις ημέρες κάθε Πάσχα. Και αυτό επειδή ένας τουρκοκύπριος βοσκός αναλάμβανε το κοπάδι για να μπορέσει ο Χριστόδουλος να φύγει για να δει την οικογένεια του. Τα Χριστούγεννα λόγω της βαρυχειμωνιάς, ήταν αδύνατον να φύγει.
Ο Χριστόδουλος έζησε όλη του τη ζωή μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Συνθήκες που ίσχυαν για όλους. Ακόμα και ο λόγος που φόρεσε τη βράκα για πρώτη φορά στα 18 του χρόνια, ήταν οικονομικός. Για να αγοράσει κάποιος τότε ύφασμα για παντελόνι έπρεπε να πληρώσει αρκετά, ενώ η βράκα ήταν οικονομική επιλογή.
Η ιστορία της βράκας πάει πίσω στην οθωμανική περίοδο, δίχως όμως ακόμα να μπορεί να τεκμηριωθεί αν στην Κύπρο ήρθε από τα ελληνικά νησιά ή από τους οθωμανούς της Κύπρου. Ωστόσο μπορεί να τεκμηριωθεί πως η ποιότητα της και τα υπόλοιπα ρούχα που τη συμπλήρωναν διέφεραν από τάξη σε τάξη, κυρίως ως προς την ποιότητα. Το βέβαιο είναι πως τη βράκα τη φορούσαν και Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι επέλεγαν είτε άσπρη τις μέρες του Μπαϊραμιού, είτε μαύρη. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως σύμφωνα με τις αναφορές του τουρκοκύπριου ιστορικού συγγραφέα Αχμέτ Αν,  στην τουρκοκυπριακή κοινότητα η ΤΜΤ από το 1958 άρχισε πολιτική «τουρκοποίησης» των τουρκοκυπρίων και μέλη της οργάνωσης γύριζαν τα χωριά και εξανάγκαζαν τους χωρικούς να βγάλουν τις βράκες και να φορέσουν παντελόνια. Αντίστοιχα εξανάγκαζαν τις Τουρκοκύπριες να βγάλουν τα μαύρα ολόσωμα φουστάνια και τη μαντίλα στο κεφάλι και να φορέσουν πιο σύγχρονα φορέματα.
Είναι γεγονός πως και εντός των δύο κοινοτήτων, υπήρξε σε αρκετές περιπτώσεις έντονη προσπάθεια να απογαλακτιστούν από όσα τους ένωναν, από την κοινή τους παράδοση. Οπωσδήποτε το υπόβαθρο αυτής της προσπάθειας ήταν καθαρά πολιτικό και ιδεολογικό. Όπως ιδεολογικό είναι και το κίνητρο της δημόσιας συζήτησης που ξεκίνησε πριν από λίγο καιρό για τις δήθεν επιπτώσεις της χρήσης της κυπριακής διαλέκτου στους μαθητές που προσπαθούν να «κατακτήσουν» την ελληνική γλώσσα. Πρόκειται για συζήτηση που ξεκινά από πολιτική αφετηρία και χάνεται μέσα στις παρωχημένες αντιλήψεις περί «ελληνικότητας» και «αφελληνισμού». Αλλοίμονο αν επιτρέψουμε σε τέτοιες προσεγγίσεις να στερήσουν από τη νεολαία, από την κυπριακή κοινωνία ολόκληρη, τη δυνατότητα να γίνουν κοινωνοί της κυπριακής διαλέκτου όπως τη δόξασε ο Βασίλης Μιχαηλίδης, ο Δημήτρης Λιπέρτης, ο Παύλος Λιασίδης και άλλοι. Ακόμα πιο πρόσφατο «κρούσμα» αυτών των προσεγγίσεων ήταν και η δημόσια συζήτηση που άνοιξε για τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων της κυπριακής διαλέκτου με τουρκική ρίζα, από σατιρική εκπομπή του κρατικού καναλιού. Σίγουρα κανένας δεν πιστεύει πως η χρήση αυτών των λέξεων είναι η πραγματική αιτία της συζήτησης. Ακόμα όμως και να ήταν, μάς επιστρέφει χρόνια πίσω, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στη διαμάχη των υπερασπιστών της καθαρεύουσας και της δημοτικής στην Ελλάδα, την οποία σφράγισε ένας βουλευτής με μία μόνο φράση: δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι.
Στη συνέντευξη που έδωσε στη Χαραυγή ο Χριστόδουλος Βασίλη νοσταλγεί την εποχή που στην Κύπρο ο κόσμος ήταν αγνός και αθώος. Εκείνη την εποχή που τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά και πολύ δύσκολα. Από τότε μέχρι σήμερα η κυπριακή κοινωνία έκανε άλματα μπροστά. Είναι τιμή για όλους μας το γεγονός πως το Κόμμα μας, το ΑΚΕΛ, είχε καθοριστικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια. Μόνο να αναλογιστεί κανείς πόσο ριζοσπαστική ήταν η απόφαση να στηθούν παντού Μορφωτικοί και Πολιτιστικοί Συλλόγοι για να ζυμωθεί η σκέψη και η συνείδηση του κάθε Κύπριου, μπορεί να το διαπιστώσει. Μόνο να αναλογιστεί κανείς τους μεγάλους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες που έδωσαν ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι με την καθοδήγηση του Λαϊκού Κινήματος, μπορεί να το συνειδητοποιήσει. Χάθηκαν άραγε όλα αυτά σήμερα; Σήμερα η επίθεση των πολιτικών του Μνημονίου που μας επέβαλαν η Τρόικα μαζί με την Κυβέρνηση, η άγρια επίθεση που δέχεται ο λαός μας, απειλούν να πάρουν πίσω όσα κατέκτησε ο λαός μας μέσα σε ολόκληρες δεκαετίες. Το ΑΚΕΛ μαζί με όλους όσοι δεν παζαρεύουν το μέλλον και την αξιοπρέπεια του λαού μας αγωνίζεται καθημερινά για να αντιπαλέψει αυτή την επίθεση που σκοπεύει να μην αφήσει τίποτε όρθιο. Δεχθήκαμε τα προηγούμενα χρόνια ανηλεή, μέχρι και χυδαία επίθεση. Αντέξαμε αυτή την επίθεση και σταθήκαμε όρθιοι γιατί είμαστε βαθιά ριζωμένοι στη συνείδηση του λαού που αναγνωρίζει στο ΑΚΕΛ τη δύναμη που μπορεί να παλέψει και να κερδίσει τη μάχη. Γιατί κουβαλούμε μαζί μας μια Ιστορία 90 σχεδόν χρόνων που υπηρετεί το μέλλον. Κάθε μέρα. Στην πράξη, εντός και εκτός Βουλής, όπου κρίνεται το αύριο του κυπριακού λαού και όπου επιβάλλουν οι ανάγκες και τα συμφέροντα του. Στο δρόμο για το 22ο Συνέδριο του ΑΚΕΛ αυτό θέλουμε να επαναβεβαιώσουμε: ότι υπάρχει εκείνη η δύναμη που ξέρει να αγωνίζεται και στην οποία ο λαός μπορεί να ελπίζει. Για την επανένωση της Κύπρου, την πρόοδο και την ευημερία της.
 

PREV

Προτεραιότητα η εξυγίανση του αθλητισμού

NEXT

Για την κυβέρνηση Αναστασιάδη και τον ΔΗΣΥ η Ελλάδα από μητέρα πατρίδα μετατράπηκε σε μακρινό συγγενή