Home  |  Ενημέρωση   |  Παρέμβαση του Στέφανου Στεφάνου, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΑΚΕΛ και πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου, για το βιβλίο:«Κυπριακό: η αιρετική λύση»

Παρέμβαση του Στέφανου Στεφάνου, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΑΚΕΛ και πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου, για το βιβλίο:«Κυπριακό: η αιρετική λύση»

«Αιρετικός», γράφει το λεξικό του Μπαμπινιώτη, «είναι οποιοσδήποτε δεν συμμορφώνεται με μια καθιερωμένη άποψη, αρχή ή δόγμα σε οποιονδήποτε χώρο». Αυτό τον όρο επέλεξε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Σταύρος Λυγερός για να τιτλοφορήσει το νέο του βιβλίο «Κυπριακό: η αιρετική λύση».

Αυτό που προτείνει ο Σταύρος Λυγερός στο βιβλίο του είναι όντως αιρετικό. Όχι απλά δεν συμμορφώνεται, αλλά κονταροχτυπιέται με τις ισχύουσες αντιλήψεις για τη λύση του Κυπριακού και τη μέχρι σήμερα πορεία που ακολουθήθηκε. Ο συγγραφέας βάζει στο τραπέζι της συζήτησης τη λύση της «συμφωνημένης διχοτόμησης», την οποία ονομάζει «βελούδινο ημιδιαζύγιο».

Προτείνει λύση συμφωνημένης διχοτόμησης που έχει ως επικάλυψη μια χαλαρή σχέση που θα διέπεται από ειδικές ρυθμίσεις και διευθετήσεις μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών. Αν η χρησιμοποίηση του όρου «αιρετική» αποδίδει την ουσία των όσων υποστηρίζει ο συγγραφέας, το «ημιδιαζύγιο» ακούεται όπως το «ολίγον έγκυος». Στην πραγματικότητα, ημιδιαζύγιο δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο το διαζύγιο, που στην περίπτωση των κρατών η πολιτική επιστήμη το ονομάζει διχοτόμηση.

Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι από τη στιγμή που θα υπάρχει μια ειδική σχέση μεταξύ των δύο κρατών θα πρόκειται για συνομοσπονδία. Η συνομοσπονδία όμως σε τίποτα δεν μοιάζει με την ομοσπονδία πέρα από το όνομα. Η ομοσπονδία αποτελεί η ίδια κράτος, η συνομοσπονδία είναι μια μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών. Σήμερα δεν υπάρχουν συνομοσπονδίες, αποδείχθηκαν μη βιώσιμες και θεωρούνται αναχρονισμός.

Στο βιβλίο του ο συγγραφέας καταγράφει σωρεία συμπερασμάτων, παραδοχών, διαπιστώσεων, προβληματισμών τόσο για την ιστορική πορεία όσο και για την ουσία του Κυπριακού. Ο καθένας μπορεί να διατυπώσει συμφωνίες, παρατηρήσεις και διαφωνίες στο περιεχόμενο του βιβλίου. Παρότι πολλά που γράφει ο συγγραφέας αποτελούν τροφή και πρόκληση για συζήτηση δεν θα μπω σ’ αυτή τη λογική λόγω έλλειψης χρόνου. Θα περιοριστώ στο σχολιασμό του πυρήνα της άποψης που καταθέτει ο κ. Λυγερός και είμαι βέβαιος ότι κατά τη συζήτηση θα μπορέσουμε να πούμε περισσότερα πράγματα.

Πρώτα όμως θεωρώ αναγκαίο να ξεκαθαρίσω τη δική μου θέση, και ασφαλώς του Κόμματος στο οποίο ανήκω: Είμαι διαμετρικά αντίθετος στη διχοτομική λύση, όποια μορφή ή όνομα κι αν έχει αυτή. Τυχόν διχοτόμηση θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και  αφετηρία για νέες περιπέτειες για το λαό μας. Τόσο για τους Ελληνοκύπριους όσο και για τους Τουρκοκύπριους.

Πριν υπεισέλθω στο σχολιασμό του βιβλίου, θέλω να αναγνωρίσω στο συγγραφέα το θάρρος της άποψής του. Η διχοτόμηση ως λύση του Κυπριακού, παρότι απορρίπτεται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις, εντούτοις γυροφέρνει στο κεφάλι ορισμένων, αλλά δεν τολμούν να το πουν και συνήθως όποτε έχουμε εξελίξεις στο Κυπριακό, προφασίζονται διάφορα –πάντοτε με πατριωτικό μανδύα- για να πλήξουν την προσπάθεια λύσης.

Ο κ. Λυγερός τουλάχιστον λέει ανοιχτά ότι υποστηρίζει τη διχοτόμηση παραδεχόμενος ουσιαστικά ότι η εναλλακτική της ομοσπονδίας δεν είναι το ενιαίο κράτος αλλά τα δύο χωριστά κράτη. Άλλωστε ορθά επισημαίνει ο συγγραφέας ότι «η Άγκυρα και η τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν πρόκειται ούτε καν να εισέλθουν σε τέτοια συζήτηση που τους πηγαίνει πιο πίσω και από τη Ζυρίχη» που τους είχε αναβαθμίσει από μειονότητα σε κοινότητα, συνεταίρο της Κυπριακής Δημοκρατίας με δικαίωμα βέτο. Όπως ορθά επισημαίνει επίσης ότι η λύση του ενιαίου κράτους εγκαταλείφθηκε από την ελληνοκυπριακή κοινότητα από το 1977 με τη συμφωνία Μακάριου – Ντενκτάς, η οποία προβλέπει δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία (σελ. 161).

Στο συγγραφέα, λοιπόν, πρέπει να πιστώσουμε το θάρρος που έχει να λέει αυτό που πραγματικά πιστεύει. Εγώ είμαι οπαδός αυτού που είπε ο Βολταίρος (τουλάχιστον σ’ αυτόν το αποδίδουν): «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες».

Ο συγγραφέας, για να καταλήξει στο ημιδιαζύγιο του, στηρίζεται σε τρεις βασικές παραδοχές:

Πρώτη παραδοχή: Η Τουρκία δεν πρόκειται να συμφωνήσει σε κάτι λιγότερο από αυτό που είναι ο απώτερος της στόχος, η διχοτόμηση και η ίδρυση δύο χωριστών κρατών στην Κύπρο με τον πλήρη έλεγχο και την παρουσία της στο βόρειο κατεχόμενο μέρος. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η πολιτική για το «βελούδινο ημιδιαζύγιο» θα βάλει σφήνα στις σχέσεις Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων και θα ακυρώσει διεθνώς το επιχείρημα της Τουρκίας ότι βρίσκεται στην Κύπρο για να προστατεύσει τους Τουρκοκύπριους.

Δεύτερη παραδοχή: Η πολιτική για επανατοποθέτηση του Κυπριακού πάνω σε αντικατοχική βάση δεν βρίσκει διεθνή ερείσματα γι’ αυτό και δεν είναι ρεαλιστική και δεν έχει διπλωματικά περιθώρια επιτυχίας (σελ 157 – 158).

Τρίτη παραδοχή: Κάθε συζήτηση του Κυπριακού όπως μέχρι σήμερα διεξάγεται οδηγεί σε λύσεις τύπου Ανάν. Και κάθε τέτοια λύση, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «καθιστά τη διχοτόμηση de jure, και μάλιστα με δυσμενέστερους όρους» (σελ. 173).

Σύμφωνα με τον κ. Λυγερό ούτε η επανατοποθέτηση πάνω σε αντικατοχική βάση ούτε και η εγκαθίδρυση μιας πραγματικής διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας έχουν δυνατότητες να γίνουν αποδεκτές και ως εκ τούτου είναι μη ρεαλιστικές.

Μέσα από αυτή την οπτική γωνία, ο συγγραφέας δηλώνει ευθαρσώς ότι η μοναδική εφικτή λύση είναι η λύση του «βελούδινου ημιδιαζυγίου», που είναι λύση καθαρή. Παρά ταύτα, τα όσα υποστηρίζει ο συγγραφέας τεκμηριώνουν ότι ακόμα και οι λεγόμενες «καθαρές λύσεις» δεν είναι τόσο καθαρές. Ή καλύτερα, δεν είναι καθόλου καθαρές. Ο κ. Λυγερός καταγράφει σωρεία προϋποθέσεων και αναγκαίων όρων για να μπορέσουμε να καταλήξουμε στη συμφωνημένη διχοτόμηση.

Ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι η επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας προϋποθέτει την «αναθεώρηση της στρατηγικής από μηδενική βάση» και την εκκίνηση «από τα βασικά “θέλω” των δύο κοινοτήτων» (σελ.165). Επομένως, ούτε και η λύση που προτείνει ο κ. Λυγερός έχει διασφαλισμένη την τελική της έκβαση. Ότι, δηλαδή, θα εκκινήσουμε από κάπου και θα φτάσουμε στο τέρμα.

Εδώ εγείρεται ένα θέμα του οποίου την τεράστια σημασία δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς: τι θα γίνει αν εκκινήσουμε από μηδενική βάση και δεν καταλήξουμε πουθενά; Αυτά που είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε για να φτάσουμε στη διχοτόμηση θα μας μείνουν. Ο κ. Λυγερός, ανάμεσα στους διάφορους όρους που οι δύο κοινότητες θα πρέπει να συμφωνήσουν, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι «τα δύο κυπριακά κράτη θα έχουν τη δική τους διεθνή προσωπικότητα, δική τους ιθαγένεια, δική τους κυριαρχία και κατ’ επέκτασιν τα προβλεπόμενα από το διεθνές δίκαιο κυριαρχικά δικαιώματα, όπως π.χ. δικό τους εναέριο χώρο, δικά τους χωρικά ύδατα και δική τους ΑΟΖ». Με άλλα λόγια, αυτά τα οποία για δεκαετίες επιδιώκει η Τουρκία θα τα κερδίσει, αφού η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία θα αυτοκαταργηθεί και τα κυριαρχικά της δικαιώματα και αρμοδιότητες θα τα εκχωρήσει σε δύο νέα κράτη.

Μιλώντας με τους όρους της διεθνο-πολιτικής πρακτικής, αλλά και της λογικής, στη διαπραγμάτευση για την επίτευξη της συμφωνημένης διχοτόμησης η τουρκική πλευρά θα έχει κάθε λόγο να παρουσιάζεται αδιάλλακτη και αρνητική, αφού αυτό που διεκδικεί ουσιαστικά το παίρνει πριν καν αρχίσει η διαπραγμάτευση.

Δεν νομίζω να πιστεύει κάποιος πως, αν η Κυπριακή Δημοκρατία συμφωνήσει να συζητήσει έστω την κατάργηση της οντότητας και της κυριαρχίας της, μετά θα μπορεί να τα αποσύρει. Όλα τα διεθνή ερείσματα και όλα τα επιχειρήματα που επικαλείται μέχρι σήμερα η Κυπριακή Δημοκρατία για να μην μπορεί η Τουρκία να νομιμοποιήσει τις παρανομίες της, θα ακυρωθούν. Η Τουρκία απλά θα πετύχει αυτό που επιχειρεί να κάνει από το 1974 και δεν τα κατάφερε. Να καταργήσει την Κυπριακή Δημοκρατία και να εμφανιστούν στη θέση της δύο νέα κράτη, με όλες τις καταστροφικές συνέπειες που θα προκύψουν.

Ο λαός μας θα χάσει την προστασία, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που του παρέχει το κράτος του, έστω λαβωμένο από την τουρκική κατοχή. Ο λαός μας θα απολέσει και την ηθικο-πολιτική υπεροχή που έχει ως θύμα παράνομης εισβολής και κατοχής. Αντί να διεκδικεί την αποκατάσταση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας του, ο λαός μας θα παρουσιαστεί ενώπιον της διεθνούς κοινότητας έτοιμος να νομιμοποιήσει την παρανομία. Αν δεν είμαστε εμείς συνεπείς με τις αποφάσεις της διεθνούς κοινότητας, γιατί η διεθνής κοινότητα να μείνει συνεπής στις δικές της αποφάσεις;

Αν η Κυπριακή Δημοκρατία (και η ελληνοκυπριακή πλευρά) λειτουργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο τίποτα δεν θα μπορεί να διεκδικήσει, αλλά ούτε κι αυτά που σήμερα της αναγνωρίζονται ως κυριαρχικά δικαιώματα θα μπορεί να προστατεύσει. Ο ασκός του Αιόλου θα ανοίξει και κανείς δεν θα μπορεί να μαζέψει τις θύελλες που θα απελευθερωθούν.

Μιλώντας για κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα από τα πιο επίκαιρα θέματα. Αυτό του φυσικού αερίου. Σ’ αυτό το θέμα ο συγγραφέας αφιερώνει ειδική παράγραφο υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να μοιραστεί ο ενεργειακός πλούτος. Ο καθένας θα έχει τους δικούς του πλουτοπαραγωγικούς πόρους, επομένως όσα υπάρχουν στο νότιο μέρος της Κύπρου θα είναι των Ελληνοκυπρίων! Ας αναλογιστούμε, τουλάχιστον, τι θα σήμαινε στην πράξη να έχουν δική τους χωριστή ΑΟΖ τα δύο κράτη, όπως προτείνει ο κ. Λυγερός. Το τ/κ κράτος θα έχει ΑΟΖ όχι μόνο στο βορρά αλλά και στο νότο, από την Καρπασία μέχρι τη Δερύνεια, αλλά και στα δυτικά παράλια της Κύπρου. Αντίστοιχα, η Κυπριακή Δημοκρατία θα έχει ΑΟΖ μόνο από τη Δερύνεια μέχρι την Πάφο, ίσως και λίγο πιο πέρα ανάλογα με τις εδαφικές προσαρμογές που θα γίνουν.

Η ετοιμότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας να αυτοκαταργηθεί, δεν θα υποσκάψει απλά το κυριαρχικό δικαίωμά της να εκμεταλλεύεται τον υποθαλάσσιο πλούτο της που βρίσκεται στην ΑΟΖ της, αλλά θα το τινάξει στον αέρα. Ειδικά σήμερα που υπάρχουν κύκλοι του διεθνούς παράγοντα (δυστυχώς ανάμεσά τους και η Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ) οι οποίοι δηλώνουν ότι πρέπει να εξευρεθούν τρόποι για να υπάρχει αμοιβαίο όφελος για τους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους από την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου. Είναι προφανές ότι με τέτοιες προσεγγίσεις η Κυπριακή Δημοκρατία όχι μόνο δεν θα μπορεί να προχωρήσει στην εκμετάλλευση του ενεργειακού της πλούτου, αλλά θα παραχωρήσει ένα μέρος του στο τουρκοκυπριακό «κράτος».

Σ’ αυτό το θέμα ήδη υπάρχει συμφωνία μεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς που διασφαλίζει ότι μετά από τη λύση η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων (περιλαμβανομένου και του φυσικού αερίου) θα είναι αρμοδιότητα του κεντρικού ομοσπονδιακού κράτους. Αυτή τη συμφωνία –όπως και οι συγκλίσεις για τον τρόπο διαμοιρασμού των εσόδων που επιτεύχθηκε μεταξύ Χριστόφια – Έρογλου θα πρέπει να την προτάσσουμε και όχι να την υποσκάπτουμε με προσεγγίσεις που οδηγούν στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο συγγραφέας, παρότι ασκεί κριτική σε όλους όσοι υποστηρίζουν επανατοποθέτηση του Κυπριακού πάνω σε αντικατοχική βάση, ανήκει στη σχολή (ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω αυτό τον όρο) της επανατοποθέτησης, με την έννοια ότι προτείνει μια νέα γραμμή. Η επανατοποθέτηση, ανεξαρτήτως των διαφορετικών στόχων που τίθενται (ενιαίο κράτος ή διχοτόμηση), οδηγεί στις ακόλουθες αρνητικές συνέπειες:

  1. Στην ακύρωση ολόκληρου του διπλωματικού, πολιτικού και νομικού κεκτημένου που δημιούργησε η Κυπριακή Δημοκρατία και ο λαός μας με τους αγώνες τους όλα αυτά τα χρόνια. Οι αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ καθώς και άλλων οργανισμών και οργάνων της διεθνούς κοινότητας πάνω στα οποία στηρίζονται οι θέσεις της πλευράς μας, αποτελούν το δόρυ και την ασπίδα των προσπαθειών μας για λύση και για αντιμετώπιση των τουρκικών μεθοδεύσεων. Η ακύρωσή τους αφήνει την Κυπριακή Δημοκρατία μετέωρη.
  2. Στην ακύρωση όλων των περί Κύπρου ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Αυτά προνοούν για λύση ενός κράτους στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας διζωνικής, δικοινοτικής. Στα ψηφίσματα καταδικάζεται η αποσχιστική ενέργεια της Τουρκίας για ίδρυση κράτους και καλεί όλα τα κράτη να μην το αναγνωρίσουν. Υπάρχουν ψηφίσματα τα οποία καθορίζουν τη στάση και την προσέγγιση της διεθνούς κοινότητας σε άλλα σημαντικά ζητήματα όπως είναι το θέμα της Αμμοχώστου, των αγνοουμένων κλπ.
  3. Στη νομιμοποίηση των παράνομων διεκδικήσεων της Τουρκίας σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η κατοχική δύναμη θα θέσει επίσημα πλέον θέμα διχοτόμησης της Κύπρου χωρίς να πληρώνει κανένα πολιτικό κόστος. Εννοείται ότι με τη διχοτόμηση θα διεκδικήσει δικαιώματα πολύ περισσότερα από αυτά που ο κ. Λυγερός αναγνωρίζει ως «θέλω» της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
  4. Στην οριστική απώλεια σημαντικού ποσοστού εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας και ουσιαστικά παραχώρησής τους στην Τουρκία.

Ποια η διέξοδος από την αδυναμία εξεύρεσης λύσης;

Ενόσω ο χρόνος περνά χωρίς λύση, η απογοήτευση αυξάνεται. Αυτό είτε οδηγεί στο συμβιβασμό με την ιδέα της διχοτόμησης είτε στην αόριστη τοποθέτηση περί νέας στρατηγικής. Εδώ συμφωνώ με τον κ. Λυγερό ότι δεν είναι αρκετό να υπογραμμίζεται η ανάγκη για νέα στρατηγική. Θα πρέπει να καθορίζεται και ο στρατηγικός στόχος.

Συμπληρώνω ότι μαζί με τον καθορισμό του στόχου, θα πρέπει να καθορίζεται και πώς αυτός μπορεί να επιτευχθεί με ρεαλιστικούς όρους πολιτικής, που να πληρούν όμως τις αρχές του διεθνούς δικαίου. Κι αυτοί οι όροι είναι συγκεκριμένοι:

  1. Ποιο είναι το κοινό έδαφος πάνω στο οποίο οι δύο πλευρές μπορούν να συναντηθούν; Είναι η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία στην οποία έχουν συμφωνήσει οι δύο κοινότητες από το 1977 και επαναβεβαίωσαν το 1979 και το 2006 (Συμφωνία 8ης Ιουλίου). Και οι δύο πλευρές είναι δεσμευμένες σ’ αυτήν τη λύση.
  2. Στη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία είναι δεσμευμένη και η διεθνής κοινότητα αφού αυτή καταγράφεται σε σωρεία ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Σ’ αυτή τη λύση είναι δεσμευμένη και η ΕΕ της οποίας η θέση καταγράφεται σε διάφορες αποφάσεις οργάνων της.
  3. Στις δοσμένες διεθνείς συνθήκες και με τα δυσμενή για την πλευρά μας ισοζύγια δυνάμεων διεθνώς και στην περιοχή μας, αν υπαναχωρήσουμε από τα συμφωνηθέντα, όλοι οι εμπλεκόμενοι θα απελευθερωθούν από τις δεσμεύσεις τους. Η τουρκική πλευρά θα πάει στη διχοτόμηση και ο διεθνής παράγοντας θα πάψει να ασχολείται με το Κυπριακό.

Ο στόχος που καθορίσαμε και συμφωνήσαμε το 1977 δεν μπορεί να αλλάξει. Θα είναι καταστροφικό αν αλλάξει. Στο πλαίσιο της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας μπορεί να αποκατασταθούν και να λειτουργήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι βασικές ελευθερίες ολόκληρου του λαού. Πολύ περισσότερο που η ομοσπονδία θα είναι ένα κράτος, μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, που θα έχει μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα, κυριαρχία και ιθαγένεια.

Η κυπριακή ομοσπονδία θα έχει τις ιδιαιτερότητές της: Δικοινοτισμός, διζωνικότητα και πολιτική ισότητα. Ο δικοινοτισμός, που κατοχυρώνεται και στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σημαίνει θεσμοθετημένη συμμετοχή των δύο κοινοτήτων στα όργανα εξουσίας και στις αποφάσεις που αυτά λαμβάνουν. Η διζωνικότητα, σημαίνει δύο περιφέρειες, καθεμιά από τις οποίες θα διοικείται από την αντίστοιχη κοινότητα. Η δε πολιτική ισότητα, σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΗΕ που η πλευρά μας υιοθέτησε, συνιστά σύζευξη του ομοσπονδιακού συστήματος με το δικοινοτισμό. Δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα αλλά, κυρίως, αποτελεσματική συμμετοχή στα ομοσπονδιακά όργανα και τις αποφάσεις τους και ίση συμμετοχή στη Γερουσία.

Αυτή είναι η αντίληψή μας για την ομοσπονδία και αυτή θα πρέπει να συνεχίσουμε να προβάλλουμε και να διεκδικούμε, για να μπορέσουμε να απελευθερώσουμε τον τόπο και να επανενώσουμε την Κύπρο και το λαό μας.

PREV

Εκτοξεύουν προσβλητικές κατηγορίες αντί να αναλάβουν τις ευθύνες τους

NEXT

Δημιουργία επιτροπής για τις Κυπριακές Αερογραμμές ζητά το ΑΚΕΛ