Home  |  Ενημέρωση   |  Δηλώσεις και Ανακοινώσεις   |  Ομιλία Γενικού Γραμματέα της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ Άντρου Κυπριανού στη διήμερη σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου

Ομιλία Γενικού Γραμματέα της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ Άντρου Κυπριανού στη διήμερη σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου

που πραγματοποιήθηκε στις 18 και 19 Φεβρουαρίου 2015

 

Όπως έχει συμφωνηθεί, σε αυτή τη σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου θα ασχοληθούμε με θέματα στρατηγικής. Ωστόσο, οι σημαντικές εξελίξεις που μεσολάβησαν τόσο στην ευρύτερη περιοχή όσο και εσωτερικά επιβάλλουν, πιστεύω, να προβληματιστούμε και για το τι κάνουμε μπροστά στην εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί το τελευταίο διάστημα.

Θέλω να διευκρινίσω ευθύς εξαρχής πως όταν εμείς μιλούμε για στρατηγική, εννοούμε τον επιδιωκόμενο στόχο, που για το ΑΚΕΛ παραμένει η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και η μετεξέλιξη της σε διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Από αυτή την άποψη, το ΑΚΕΛ θεωρεί ότι δεν χρειάζεται αλλαγή στρατηγικής. Είναι άλλο θέμα η τακτική και οι εκάστοτε χειρισμοί που αποσκοπούν στην επίτευξη του στρατηγικού στόχου. Η τακτική δεν μπορεί να είναι στατική και εξαρτάται από την εκάστοτε συγκεκριμένη κατάσταση.

Όλοι συμφωνούμε ότι το Κυπριακό αποτελεί κυρίως διεθνές πρόβλημα τουρκικής εισβολής και κατοχής. Πρόβλημα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του κυπριακού λαού στο σύνολο του, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Όμως, το πρόβλημα έχει και την εσωτερική του πτυχή, κάτι που δεν μπορεί να παραγνωρίζεται. Ο συμβιβασμός της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας έγινε αποδεκτός όχι γιατί υπήρχε άγνοια της ουσίας του Κυπριακού. Τουναντίον, η αποδοχή της ομοσπονδίας έγινε ακριβώς επειδή υπήρχε πλήρης επίγνωση των συνεπειών του πραξικοπήματος και της εισβολής και κατοχής και της ανάγκης δημιουργίας των προϋποθέσεων άρσης των διχοτομικών τετελεσμένων.  Η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία είναι ο συμβιβασμός τον οποίο έχουμε αποδεχθεί ως αποτέλεσμα του προδοτικού πραξικοπήματος και της βάρβαρης τουρκικής εισβολής. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να μη διαφεύγει ποτέ της προσοχής μας αυτή η πικρή μεν αλλά αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια.

Η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία ως η επιδιωκόμενη λύση του Κυπριακού περιλαμβάνεται στην πρώτη συμφωνία Υψηλού Επιπέδου Μακαρίου – Ντενκτάς του 1977. Από τότε επαναβεβαιώθηκε από όλους τους Προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας και έχει υιοθετηθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με τα ψηφίσματά του.

Είναι επίσης διαχρονική μας θέση, η οποία κατοχυρώνεται σε σειρά ψηφισμάτων των Η.Ε. καθώς και στα δύο Κοινά Ανακοινωθέντα Χριστόφια – Ταλάτ, ότι η ομοσπονδιακή Κύπρος θα έχει μία και μόνη κυριαρχία, μία και μόνη ιθαγένεια και μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα. Τέλος, έχει συμφωνηθεί η πολιτική ισότητα όπως αυτή ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα των Η.Ε. Επειδή κατ΄επανάληψη έχει τεθεί στο Εθνικό Συμβούλιο θέμα ξεκαθαρίσματος του περιεχομένου όλων αυτών των εννοιών, θεωρώ χρήσιμο να αναφέρω συνοπτικά πώς τις αντιλαμβάνεται το ΑΚΕΛ. Χωρίς αυτό το ξεκαθάρισμα δεν έχουν κανένα νόημα και κανένα συγκεκριμένο περιεχόμενο οι συζητήσεις για τη στρατηγική και αν αυτή πρέπει να αναθεωρηθεί ή όχι.

Ομοσπονδία

Στο σημερινό κόσμο υπάρχουν περίπου είκοσι ομοσπονδιακά κράτη (τα οποία, όμως, καταλαμβάνουν σχεδόν τη μισή έκταση του πλανήτη και στα οποία ζει περίπου το 40% του πληθυσμού της γης). Πράγματι δεν βρίσκεις ούτε δύο που να μοιάζουν εντελώς μεταξύ τους. Η κάθε ομοσπονδία έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Ορισμένες ιδρύθηκαν με συνένωση χωριστών κρατών ( κλασικές ομοσπονδίες του 19ου αιώνα όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Ελβετία), άλλες ιδρύθηκαν με αποκέντρωση ενιαίων κρατών (όλες σχεδόν οι σύγχρονες ομοσπονδίες με τελευταίο παράδειγμα το Βέλγιο), άλλες ιδρύθηκαν για αποκέντρωση αχανών κρατών, άλλες για ιστορικούς λόγους και άλλες για αντιμετώπιση προβλημάτων μεταξύ διαφορετικών εθνοτήτων. Αυτά εξηγούν το  γιατί υπάρχουν διαφορές από ομοσπονδία σε ομοσπονδία. Αυτή, όμως, είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή αλήθεια είναι ότι υπάρχουν και κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα όλων ανεξαιρέτως των ομοσπονδιών, τα οποία και καθορίζουν το περιεχόμενο του όρου.

Έτσι, η κάθε ομοσπονδία αποτελείται από δύο τουλάχιστον περιφέρειες, καθεμιά από τις οποίες έχει δικά της όργανα εξουσίας (κυβέρνηση, βουλή, δικαστήρια) και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά από το ενιαίο κράτος, του οποίου οι επαρχίες δεν έχουν δικά τους όργανα εξουσίας αλλά υπάγονται απευθείας στην κεντρική εξουσία. Αφού  υπάρχουν κεντρικά και περιφερειακά όργανα εξουσίας, είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους. Οι βασικές αρμοδιότητες, που διασφαλίζουν την ενότητα του κράτους, ανήκουν στο κέντρο ενώ οι περιφέρειες των ομοσπονδιακών κρατών έχουν ταυτόσημες αρμοδιότητες. Εννοείται ότι όλες οι ομοσπονδίες έχουν μία κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια και διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες.

Δικοινοτικότητα

Ο όρος «δικοινοτική ομοσπονδία» όπως καθορίζεται από τον ίδιο τον ΟΗΕ, σημαίνει ότι και οι δύο κοινότητες θα συμμετέχουν αποτελεσματικά στα όργανα και τις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας. Αυτό το στοιχείο δεν είναι νέο. Περιλαμβάνεται και στο Σύνταγμα του 1960.

Διζωνικότητα

Ο όρος «διζωνική» σημαίνει ότι θα υπάρχουν δύο περιφέρειες στην ομοσπονδία και η κάθε κοινότητα θα διοικεί μία περιφέρεια.

Επειδή υποστηρίζεται ότι η διζωνική δεν περιλαμβάνεται στη Συμφωνία Υψηλού επιπέδου του 1977, θεωρώ αναγκαίο να υπενθυμίσω  ότι η συγκεκριμένη συμφωνία αναφερόταν σε έδαφος που θα τελεί κάτω από τη διοίκηση κάθε κοινότητας. Έτσι ακριβώς αντιλαμβάνεται το ΑΚΕΛ το περιεχόμενο της διζωνικής, που δεν είναι άλλο από την ύπαρξη δύο περιφερειών, καθεμιά από τις οποίες θα διοικείται από την αντίστοιχη κοινότητα. Όσον αφορά στην ίδια την ορολογία της διζωνικής, στη συνέχεια έγινε δεκτή και αυτή. Όλα τα σχέδια του ΟΗΕ που υποβλήθηκαν μετά τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου προνοούν ρητώς για διζωνική ομοσπονδία όσον αφορά την εδαφική πτυχή, δηλαδή υιοθετούν τον όρο και του προσδίδουν το περιεχόμενο που αναφέραμε πιο πάνω. Το ίδιο και πληθώρα ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας καθώς και η  συμφωνία της 8ης Ιουλίου.

Κυριαρχία

Όλα ανεξαιρέτως τα ομοσπονδιακά κράτη έχουν μία και μόνη κυριαρχία, ανεξαρτήτως φραστικών διακηρύξεων, κενών ουσιαστικού περιεχομένου.

Τα κατά καιρούς σχέδια των Ηνωμένων Εθνών αναφέρονταν σε μία και μόνη κυριαρχία αλλά πάντα πρόσθεταν κάποια «ουρά» με προφανή στόχο την ικανοποίηση επικοινωνιακών αναγκών της τουρκοκυπριακής πλευράς (ισότιμη κατανομή κυριαρχίας, κυριαρχία που εκπηγάζει ισότιμα από τις δύο κοινότητες, κ.α.).

Στα κοινά ανακοινωθέντα των δύο ηγετών της 23ης Μαΐου και 1ης Ιουλίου 2008 και στις συγκλίσεις που ακολούθησαν, η τουρκοκυπριακή πλευρά δέχθηκε για πρώτη φορά τη μία, μόνη και αδιαίρετη κυριαρχία, με την ουρά ότι αυτή θα εκπηγάζει ισότιμα από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, που είναι η πιο ανώδυνη από ποτέ. Στην κοινή διακήρυξη Αναστασιάδη-Έρογλου επαναλαμβάνεται η δέσμευση για μία και μόνη – όχι όμως και αδιαίρετη – κυριαρχία που θα εκπηγάζει ισότιμα από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους.

Διεθνής Προσωπικότητα

Η μία και μόνη διεθνής προσωπικότητα δεν αποκλείει περιορισμένο δικαίωμα σύναψης συνθηκών από τις περιφέρειες σε θέματα που εμπίπτουν στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων τους. Αυτό είναι σύνηθες φαινόμενο σε ομοσπονδιακά συστήματα και δεν ισοδυναμεί με διεθνή προσωπικότητα αφού το δικαίωμα δεν είναι πρωτογενές αλλά παράγωγο και παραχωρείται από το ομοσπονδιακό σύνταγμα. Η τουρκοκυπριακή πλευρά, επικαλούμενη το βελγικό μοντέλο, απαιτεί δικαίωμα των συνιστωσών πολιτειών να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες σε όλο το φάσμα των αρμοδιοτήτων τους, κάτι που απορρίπτουμε κατηγορηματικά.

Ιθαγένεια

Σε κάθε κράτος υπάρχει μόνο μία ιθαγένεια. Όμως, σε αρκετά ομοσπονδιακά κράτη (π.χ. ΗΠΑ, Ελβετία, Αυστρία) συναντάται η λεγόμενη εσωτερική ιθαγένεια που ούτε αναιρεί ούτε έχει οποιαδήποτε σχέση με τη μία και μόνη ιθαγένεια αφού υπάρχει για λόγους που επιβάλλονται από εσωτερικές πολιτειακές ρυθμίσεις, π.χ. για σκοπούς άσκησης πολιτικών δικαιωμάτων. Στο Σύνταγμα του 1960 δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη αφού τα πολιτικά δικαιώματα ασκούνταν σε κοινοτική βάση. Επειδή σύμφωνα με κατά καιρούς σχέδια και συζητήσεις η άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων, με εξαίρεση τη Γερουσία, θα γινόταν σε εδαφική και όχι κοινοτική βάση, εισήχθη η εσωτερική ιθαγένεια με τη διευκρίνιση ότι αυτή δεν υποκαθιστά την ιθαγένεια του ομοσπονδιακού κράτους και ότι θα την έχουν μόνο όσοι έχουν ομοσπονδιακή ιθαγένεια. Παρόλο που η εσωτερική ιθαγένεια δεν επηρεάζει τη μία και μόνη ιθαγένεια, η πλευρά μας για σκοπούς αποφυγής παρερμηνειών ζήτησε αλλαγή της ορολογίας με άλλη. Πιστεύουμε ότι στην κοινή διακήρυξη το ζήτημα αντιμετωπίζεται κατά ικανοποιητικό τρόπο, αφού γίνεται αναφορά σε μία και μόνη ιθαγένεια και ότι οι πολίτες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας θα είναι ταυτόχρονα πολίτες των συνιστωσών πολιτειών και ότι αυτή η ιδιότητα δεν θα υποκαθιστά τη μία και μόνη ιθαγένεια.

Πολιτική ισότητα

Η πολιτική ισότητα όπως καθορίζεται στο σχετικό ορισμό του Συμβουλίου Ασφαλείας συνιστά σύζευξη του δικοινοτισμού (όχι αριθμητικά ίση αλλά αποτελεσματική συμμετοχή σε όλα τα όργανα και αποφάσεις) με το ομοσπονδιακό σύστημα (ισότητα και ταυτόσημες εξουσίες και λειτουργίες των δύο ομόσπονδων πολιτειών).   

Μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας

Στις κατά καιρούς φάσεις των συνομιλιών για το Κυπριακό, ιδιαίτερα από το 2002, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η συνολική συμφωνία θα οδηγεί σε μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ή σε νέο κράτος (αυτό που αδόκιμα και λανθασμένα ονομάστηκε «παρθενογένεση»). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, υπάρχουν δύο τρόποι δημιουργίας ομοσπονδίας: Η συνένωση χωριστών κρατών και η μετεξέλιξη ενιαίου κράτους σε ομοσπονδιακό. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε διαδοχή κράτους (με απλά λόγια, τη διάλυση υφιστάμενων κρατών και δημιουργία στη θέση τους ενός νέου, ομοσπονδιακού κράτους). Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε συνέχεια του υφιστάμενου κράτους. Η τελευταία διασφαλίζεται βασικά με τη συνέχεια της συμμετοχής του κράτους σε διεθνείς οργανισμούς διακρατικού χαρακτήρα (π.χ. ΟΗΕ, Ευρωπαϊκή Ένωση) καθώς και με τη συνέχιση των διεθνών συνθηκών που δεσμεύουν το κράτος. Όταν συνυπάρχουν τα δύο αυτά στοιχεία, ουσιαστικά διασφαλίζεται η συνέχεια του κράτους ενώ διάφορα εσωτερικά στοιχεία, ακόμη και δραστικές αλλαγές όπως η αλλαγή πολιτειακής δομής, καθώς και συμβολισμοί (ύμνος, σημαία κ.ο.κ.) δεν στοιχειοθετούν διαδοχή κράτους. Σταθερή μας θέση είναι ότι θα πρέπει να διασφαλιστεί η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και γι΄αυτό απορρίπτουμε τη δημιουργία νέου κράτους. Έστω και αν δεν καταστεί εφικτό αυτό να προβλέπεται ρητώς στη συμφωνία για λύση του Κυπριακού, πρέπει οπωσδήποτε να διασφαλίζεται μέσα από τις ίδιες τις πρόνοιες της συμφωνίας.

Τα πιο πάνω, κατά τη γνώμη μας, συνιστούν το ελάχιστο περιεχόμενο του συμφωνημένου πλαισίου λύσης του Κυπριακού, για ένα κράτος, με μία και μόνη κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια. Για δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Συνεπώς, αν όντως μας ενδιαφέρει το περιεχόμενο και όχι η ταμπέλα, τότε πρέπει να απαντήσουμε χωρίς περιστροφές: Δεχόμαστε ότι, πέραν της κατοχύρωσης της συνέχειας της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και της μίας και μόνης κυριαρχίας, διεθνούς προσωπικότητας και ιθαγένειας, η  λύση του Κυπριακού θα προνοεί για δύο συνιστώσες πολιτείες, καθεμιά από τις οποίες θα διοικείται από την αντίστοιχη κοινότητα και θα έχει δικά της όργανα εξουσίας και αρμοδιότητες, ταυτόσημες με εκείνες της άλλης περιφέρειας; Δεχόμαστε ότι και οι δύο κοινότητες θα έχουν αποτελεσματική συμμετοχή στα όργανα και τις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας; Αν ναι, τότε δεχόμαστε τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Αν όχι, τότε είναι τις ίδιες τις Συμφωνίες του 1977 και του 1979 που απορρίπτουμε και τα περί ταμπέλας και περιεχομένου συνιστούν υπεκφυγές.

Είναι, όμως, εφικτή η αποδέσμευση από το πλαίσιο που καθορίζουν οι  Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και η ανοιχτή ή συγκαλυμμένη επιδίωξη για ενιαίο κράτος; Αν αυτό είναι το συμπέρασμά μας την ώρα που αγωνιζόμαστε με νύχια και με δόντια να αποτρέψουμε την αναβάθμιση του ψευδοκράτους, φοβούμαστε ότι είμαστε εκτός πραγματικότητας.

Θα το πούμε για πολλοστή φορά: Το δίλημμα που έθεσαν μπροστά μας το πραξικόπημα και η εισβολή είναι μεταξύ ομοσπονδίας και διχοτόμησης. Η επιστροφή στις εποχές  της αμφισβήτησης του ομοσπονδιακού συμβιβασμού, όσο καλοπροαίρετη και αν είναι, σε τελευταία ανάλυση οδηγεί στην οριστική διχοτόμηση.

Δεν έχουμε αυταπάτες ότι αν αποκλιμακωθεί η σημερινή κρίση και επαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, θα είναι εύκολο να καταλήξουμε σε ομοσπονδιακή λύση. Ο λόγος είναι απλός: Η Τουρκία στην πραγματικότητα δεν επιδιώκει ομοσπονδιακό συμβιβασμό αλλά συνομοσπονδία ή διχοτόμηση. Όμως, έχουμε άλλη επιλογή από τις συνομιλίες ως τρόπο επίλυσης του Κυπριακού; Χωρίς συνομιλίες δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνημένη λύση. Χωρίς συμφωνημένη λύση θα εδραιώνεται καθημερινά το διχοτομικό στάτους κβο. Μόνο με συνομιλίες μπορούμε να εκθέσουμε την Τουρκία, να αποκαλύψουμε τους πραγματικούς της στόχους και να δημιουργήσουμε συνθήκες πίεσης προς αυτήν για να εγκαταλείψει τις άνομες και αναχρονιστικές της διχοτομικές επιδιώξεις και να αποδεχθεί στην πράξη τον ομοσπονδιακό συμβιβασμό.

Αυτό εννοεί το ΑΚΕΛ όταν επιμένει σταθερά στην ανάγκη εμμονής στη στρατηγική και στο πλαίσιο λύσης που έχει συμφωνηθεί από το 1977. Το ερώτημα είναι: Μπορούμε, σαράντα χρόνια μετά, να αλλάξουμε στρατηγική; Μήπως τα δεδομένα και οι συσχετισμοί άλλαξαν άρδην υπέρ μας και είμαστε σε θέση χωρίς βαρύ κόστος να επιχειρήσουμε επιτυχώς κάτι τέτοιο;

Τα νέα διεθνή και περιφερειακά δεδομένα

Θεωρώ σημαντικό να αναφερθώ πολύ συνοπτικά στη διεθνή κατάσταση και ειδικότερα στην κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, που πιστεύω ότι τεκμηριώνει αυτό που ανάφερα πιο πάνω, ότι δηλαδή δεν ενδείκνυται η αλλαγή του επιδιωκόμενου στόχου. Αυτό επειδή η κατάσταση όχι μόνο δεν έχει αλλάξει υπέρ μας, αλλά ενισχύει το ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή.

Ασφαλώς η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που μπορεί και πρέπει να αξιοποιείται στην προσπάθεια για λύση του Κυπριακού. Πολύ φοβούμαστε, όμως, ότι υπερεκτιμάται ο ρόλος που μπορεί ή θα ήθελε να διαδραματίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι προσδοκίες ότι η  Ευρωπαϊκή Ένωση θα εμμένει σε λύση βασισμένη σε αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται, τις οποίες μάλιστα πολλοί ταυτίζουν με την επιθυμητή λύση του Κυπριακού, δεν έχουν επιβεβαιωθεί από την ίδια τη ζωή. Δυστυχώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν υποστηρίζει πάντοτε τις αρχές λύσης όπως τις αντιλαμβανόμαστε ενώ σε αρκετές περιπτώσεις στηρίζει ή ανέχεται προσεγγίσεις της τουρκικής πλευράς.

Για να μην πάω μακριά, υπενθυμίζω απλώς την  ανεκτικότητα στο θέμα της τουρκικής NAVTEX, η οποία παραβιάζει κατάφωρα τη σχετική συνθήκη του ΟΗΕ για το δίκαιο της θάλασσας, που αποτελεί μέρος του κοινοτικού κεκτημένου.

Τα πιο σημαντικά νέα στοιχεία αναφορικά με τις διεθνείς εξελίξεις που επηρεάζουν την Κύπρο είναι η σημερινή εμπόλεμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή και η έκρυθμη κατάσταση στην Ουκρανία.

Η καταπολέμηση της αποτρόπαιης δράσης του «Ισλαμικού Κράτους»  οδήγησε στην ανάληψη στρατιωτικών πρωτοβουλιών από το νεοσύστατο διεθνή συνασπισμό δυτικών και αραβικών κρατών υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ. Τόσο η νομιμότητα όσο και τα κίνητρα αυτής της νέας στρατιωτικής επέμβασης σε Ιράκ και Συρία αμφισβητούνται. Πολύ περισσότερο που η ηθική αυτουργία για τη δημιουργία ένοπλων τρομοκρατικών οργανώσεων, περιλαμβανομένου του «Ισλαμικού Κράτους», χρεώνεται στις ίδιες τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Αυτό επιβεβαιώνουν και ανώτατοι αμερικανοί αξιωματούχοι, όπως η Χ. Κλίντον με δηλώσεις της το 2009. Βασικό κίνητρο για τη στήριξη τέτοιων οργανώσεων από τις ΗΠΑ υπήρξε διαχρονικά η αλλαγή καθεστώτων. Ανάλογο ρόλο διαδραμάτισαν οι ΗΠΑ και με τη στήριξη των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.  Σήμερα, με πρόσχημα την αντιμετώπιση των Τζιχαντιστών, οι ΗΠΑ έχουν αδράξει την ευκαιρία για να βομβαρδίζουν τη Συρία. Αυτό που για άλλη μια φορά φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη ο διεθνής στρατιωτικός συνασπισμός είναι τη χρονική έκταση που πιθανόν να έχει αυτή η σύγκρουση και τις συνέπειές της.

Ακούμε συχνά ότι πρέπει να δημιουργήσουμε συνθήκες έτσι που η Τουρκία να έχει πολιτικό κόστος και ότι ποτέ δεν ακολουθήθηκε διεκδικητική πολιτική. Δεν διαφωνούμε ότι εκεί και όπου παρέχεται η δυνατότητα θα πρέπει να το πράττουμε, επιχειρώντας να εξυπηρετήσουμε το στόχο της λύσης και όχι της διαιώνισης του αδιεξόδου. Δεν έχουμε αυταπάτες όμως. Δεν ακούσαμε συγκεκριμένες εισηγήσεις πώς θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε τέτοιο κόστος και ταυτόχρονα να δημιουργούμε προϋποθέσεις λύσης. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Στο σημερινό κόσμο η πολιτική των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών είναι η επικράτηση όχι του διεθνούς δικαίου αλλά των ιδιοτελών συμφερόντων τους. Ό,τι και να κάνουμε, είναι αυταπάτη να πιστεύουμε ότι μπορούμε να είμαστε πιο χρήσιμοι στους δυτικούς από ότι η Τουρκία. Αυτό αποδεικνύεται σήμερα για πολλοστή φορά. Η Κύπρος έχει για πρώτη φορά εμπλακεί με τον πλέον επίσημο τρόπο στις στρατιωτικές «σταυροφορίες» της δύσης. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει στηρίξει δημοσίως τη χρήση των βρετανικών βάσεων ως ορμητήριο για στρατιωτικές επιχειρήσεις μας έχει καταστήσει μέρος της σύγκρουσης. Αυτό, όμως, δεν μας βοήθησε να ανταγωνιστούμε την Τουρκία. Πιο σημαντική αποδείχθηκε η ανάγκη που έχουν οι δυτικές δυνάμεις για πιο ενεργό εμπλοκή της Τουρκίας, η οποία δυνητικά είναι σε θέση να αναχαιτίσει με δικές της χερσαίες δυνάμεις τους τζιχαντιστές. Οι σημερινές άνευ προηγουμένου παραβιάσεις της κυπριακής ΑΟΖ από την Τουρκία, συνιστούν εν μέρει απότοκο και αυτής της αναθέρμανσης των σχέσεων ΗΠΑ- Τουρκίας. Η Τουρκία, δεσμεύοντας παράνομα μέρος της κυπριακής ΑΟΖ και δυσχεραίνοντας τις εργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη, εκμεταλλεύεται τη θέση ισχύος της και την ανοχή που εισπράττει από τους συμμάχους της ΗΠΑ και Βρετανία στον πόλεμο κατά των Τζιχαντιστών.

Αναφορικά με τις εξελίξεις στην Ουκρανία, η Κύπρος επηρεάζεται σε δύο επίπεδα. Από τη μια, οι κυρώσεις που επιβάλλουν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση στη Ρωσία, στις οποίες συμμετέχει και η Κύπρος ως κράτος μέλος, μπορούν να δημιουργήσουν νέες τριβές στις σχέσεις μας με τη φίλη χώρα, η οποία φυσιολογικά αντιδρά με αντίμετρα που πλήττουν και την Κύπρο. Από την άλλη, η μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Ρωσία αναβαθμίζει τη σημασία των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ευρύτερη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτός ο παράγοντας εξ αντικειμένου συνιστά σοβαρό κίνητρο για την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ να επιδιώκουν  κλείσιμο του Κυπριακού. Εκτιμούν ότι έτσι θα μπορούσαν να τύχουν απρόσκοπτης αξιοποίησης όχι μόνο τα δικά μας επιβεβαιωμένα και δυνητικά αποθέματα αλλά και εκείνα γειτονικών χωρών και κυρίως του Ισραήλ.

Η κατάσταση στο Κυπριακό και το φυσικό αέριο

Επί διακυβέρνησης Χριστόφια αποδείξαμε ότι μπορούσαμε να προχωρήσουμε, αφού τρία κεφάλαια έφθασαν σε σημείο που ήταν σχεδόν συμφωνημένα (Διακυβέρνηση και Διαμοιρασμός Εξουσιών, Οικονομία, Θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης). Από εκεί και πέρα γνώριζαν οι πάντες ότι ο λόγος για τον οποίο δεν έγινε πρόοδος στα υπόλοιπα τρία κεφάλαια ήταν ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν δεχόταν να συζητήσει ολοκληρωμένα το εδαφικό πριν συμφωνηθούν όλα τα άλλα κεφάλαια, κάτι που αναπόφευκτα παρεμπόδιζε και την πρόοδο στο άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό κεφάλαιο του περιουσιακού, ενώ το κεφάλαιο της ασφάλειας το παρέπεμπε σε πολυμερή διάσκεψη.

Όταν ανέλαβε την ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας ο Έρογλου, τορπίλισε τις συγκλίσεις Χριστόφια-Ταλάτ. Κατά γενική παραδοχή ήταν αυτός που οδήγησε τις συνομιλίες σε αδιέξοδο, φέροντας ακεραία την ευθύνη. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Τουρκία δυσκολευόταν να προχωρήσει σε προκλήσεις όπως η τελευταία με τις δύο NAVTEX. Όταν επιχείρησε να εκβιάσει με το Barbaros, η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας ήταν καθολική και έντονη με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Όταν ο κ. Αναστασιάδης κέρδισε τις προεδρικές εκλογές, ευθύς εξαρχής το ΑΚΕΛ τον προέτρεψε να επιδιώξει συνέχιση των συνομιλιών από εκεί που είχαν μείνει. Προειδοποιήσαμε ότι η εξυπαρχής διαπραγμάτευση θα καθιστούσε τη διαπραγματευτική διαδικασία ατελέσφορη και ατέρμονη, θα εγκυμονούσε κινδύνους να επαναφέρει η τουρκοκυπριακή πλευρά διχοτομικές θέσεις που αποκλείστηκαν με τις συγκλίσεις και σε τελευταία ανάλυση είτε θα οδηγούμασταν σε αδιέξοδο είτε θα εύρισκαν πρόσφορο έδαφος καλοθελητές για να επιχειρήσουν επιβολή λύσης της δικής τους αρεσκείας.

Πέρασαν δύο χρόνια από τότε και τα ίδια τα γεγονότα επιβεβαιώνουν, δυστυχώς, τους πιο πάνω φόβους μας. Η Κοινή Διακήρυξη, το μόνο κείμενο που έχει συμφωνηθεί μέχρι σήμερα, είναι υποδεέστερο των κοινών ανακοινωθέντων Χριστόφια – Ταλάτ, κυρίως στο ζήτημα της αδιαίρετης κυριαρχίας. Η διαδικασία ανασκόπησης θέσεων, γνωστή ως screening, που ακολούθησε, διεύρυνε σημαντικά το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών. Χάσμα που διευρύνθηκε περαιτέρω με τη διαδικασία κατάθεσης εγγράφων. Ο Έρογλου, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την απροθυμία του Προέδρου να δεσμευτεί με τις συγκλίσεις, αίφνης μετατράπηκε σε διαπρύσιο κήρυκα τους, κατηγορώντας την ελληνοκυπριακή πλευρά ότι αυτή τις αχρήστευσε. Επανέφερε επίσης διχοτομικές θέσεις του παρελθόντος που αποκλείστηκαν από τις συγκλίσεις. Αυτά δεν τα λέμε μόνο εμείς. Ο ίδιος ο Πρόεδρος και η ομάδα του, ορθά πράττοντας, κατέγραψαν σωρεία τέτοιων παρασπονδιών.

Επαναλαμβάνω, θέση του ΑΚΕΛ ήταν και παραμένει ότι η διαπραγμάτευση έπρεπε να συνεχιστεί από εκεί που είχε μείνει με τον Ταλάτ, κάτι που συμφωνήθηκε στη Γενεύη μεταξύ Χριστόφια – Έρογλου ενώπιον του Γ.Γ. του ΟΗΕ και να συζητηθούν τα εκκρεμούντα βασικά θέματα. Ήταν, ωστόσο, αναμενόμενο ότι αφού δεν μπορούσε να βρεθεί κοινή συνισταμένη με τις συγκλίσεις, κάποια στιγμή θα επιχειρείτο ξεπέρασμα του αδιεξόδου με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι, συμφωνήθηκε να εγκαταλειφθεί η ατέρμονη συζήτηση αναφορικά με τις συγκλίσεις και να συζητηθούν απευθείας τα βασικά εκκρεμούντα θέματα.

Το ΑΚΕΛ ξεκαθάρισε κατ’ επανάληψη ότι στηρίζει τη διαπραγματευτική διαδικασία, αφού αυτή συνιστά το μόνο προσφερόμενο τρόπο για λύση του Κυπριακού. Ως εκ τούτου δεν μπορούσαμε παρά να ανεχθούμε τη συμφωνηθείσα διαδικασία αφού διαφορετικά θα οδηγούμασταν όχι μόνο σε ουσιαστικό, αλλά και σε διαδικαστικό αδιέξοδο. Το μόνο που θα επιτύγχανε ένα παρατεταμένο αδιέξοδο θα ήταν να διευκολύνει την Τουρκία να περάσει στη διεθνή κοινότητα το μήνυμα ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε λύση. Το επόμενο βήμα θα ήταν η πρόταση της θέσης για διαβίωση πλάι-πλάι, δηλαδή λύση διχοτόμησης.

Ωστόσο, η στήριξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας καθόλου δεν σημαίνει ότι θεωρούμε ενδεδειγμένη τη συγκεκριμένη μεθοδολογία που συμφωνήθηκε. Είναι μεν και δική μας θέση ότι πρέπει να συζητηθούν τα εκκρεμούντα βασικά θέματα, αυτό δηλαδή που συμφωνήθηκε να γίνει, αλλά υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά: Τα εκκρεμούντα θέματα έπρεπε να συζητηθούν αφού προηγουμένως επαναβεβαιωθούν οι συγκλίσεις. Αυτό δεν έγινε και ως εκ τούτου η συμφωνηθείσα διαδικασία, αν και όταν επαναρχίσουν οι συνομιλίες, θα συναντήσει από την αρχή δυσκολίες, ακόμη και στο ποια ακριβώς θέματα θεωρούνται εκκρεμούντα. Είναι αυτονόητο ότι για να καθοριστούν τα εκκρεμούντα θέματα πρέπει προηγουμένως να καθοριστούν τα μη εκκρεμούντα, δηλαδή τα συμφωνημένα. Η διαδικασία της παράλληλης διαπραγμάτευσης ενός κεφαλαίου που επιλέγει η μια πλευρά με κεφάλαιο που επιλέγει η άλλη πλευρά, αντιμετωπίζει διαδικαστικά το θέμα των κεφαλαίων που θα συζητηθούν αλλά όχι και των βασικών εκκρεμούντων θεμάτων, αφού τέτοια υπάρχουν σε όλα τα κεφάλαια.

Δυσκολίες θα συναντήσουμε ακόμα και με τα θέματα που θα συμφωνούν και οι δύο πλευρές ότι είναι εκκρεμούντα, όπως για παράδειγμα πλείστα θέματα που περιλαμβάνονται στα κεφάλαια του εδαφικού και της ασφάλειας και εγγυήσεων. Με δεδομένη την πάγια στάση της τουρκοκυπριακής πλευράς να μην ξανοίγεται στο εδαφικό πριν την τελευταία φάση και να παραπέμπει το κεφάλαιο της ασφάλειας σε τετραμερή, διατηρούμε ισχυρές αμφιβολίες κατά πόσον θα τα συζητήσει κατά ουσιαστικό τρόπο σε αυτή τη φάση.

Τέλος, προκαλεί εύλογα ερωτηματικά το ότι μετά από τη συζήτηση των εκκρεμούντων βασικών θεμάτων θα ακολουθήσει διαδικασία πάρε – δώσε. Αυτό θα είχε νόημα μόνο αν ήμασταν κοντά σε συνολική διευθέτηση, με άλλα λόγια αν ίσχυαν οι συγκλίσεις στα υπόλοιπα θέματα. Αν δεν ισχύουν οι συγκλίσεις αλλά οι θέσεις που κατατέθηκαν, πώς θα γίνει πάρε – δώσε με τέτοιο χάσμα;

Τα πιο πάνω τα αναφέρω για προβληματισμό αφού εκείνο που προέχει τώρα είναι να αντιμετωπιστούν οι τουρκικές προκλήσεις. Να αρθούν τα τετελεσμένα και να επαναρχίσει η διαπραγματευτική διαδικασία. Το ΑΚΕΛ πιστεύει ότι επιβάλλεται συλλογική αντιμετώπιση της κατάστασης, με άντληση διδαγμάτων από τη μέχρι σήμερα πορεία, μακριά από μικροπολιτικές ή μικροκομματικές σκοπιμότητες. Η κατάσταση είναι κρίσιμη και επιβάλλει ενότητα δράσης στο βαθμό που αυτή είναι δυνατή.

Ως ΑΚΕΛ είχαμε υποβάλει μια πρόταση μετά την πρώτη NAVTEX η οποία ωστόσο δεν υιοθετήθηκε έγκαιρα. Στην πορεία πλείστα από τα στοιχεία της περιλήφθηκαν αποσπασματικά και σκόρπια σε χωριστές προτάσεις του Προέδρου. Δεν ισχυρίζομαι ότι η πρόταση μας ήταν το μαγικό ραβδί που θα ανάγκαζε την Τουρκία να τερματίσει τις προκλήσεις. Ήταν, όμως, μια ολοκληρωμένη πρόταση που χωρίς να παραβιάζει κόκκινες γραμμές μας, θα έπειθε τουλάχιστον τη διεθνή κοινότητα και θα αποφεύγαμε τη χειρότερη από δεκαετίας έκθεση του Γ.Γ. Αυτό παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος, κακώς, δέχθηκε να τεθεί στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων το θέμα του φυσικού αερίου, κατά την τελευταία τους φάση. Η εν λόγω πρόταση δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει τη νέα  NAVTEX. Οι λόγοι, κατά τη γνώμη μας πρέπει να αναζητούνται και στον τρόπο με τον οποίο έγινε η πρόταση, στο λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε και στην απουσία κινήτρων από αυτήν. Μεσολάβησαν πολλά από την υποβολή της πρότασης του ΑΚΕΛ και πλέον εργαζόμαστε για επικαιροποίηση της, χωρίς ποτέ να παραβιάζονται κόκκινες γραμμές.

Πιο ενδεδειγμένη διέξοδος από την παρούσα κρίση στο Κυπριακό θα ήταν η εξεύρεση τρόπου επανέναρξης των συνομιλιών εν γνώσει μας ότι με τα υπάρχοντα δεδομένα πολύ δύσκολα θα αποδίδει ως προς το πρώτο ζητούμενο, που είναι η επίτευξη προόδου στην κατεύθυνση της λύσης. Αν, όμως, γίνει κατορθωτό να επαναρχίσουν οι συνομιλίες και αν έστω και τώρα διαπραγματευθούμε σωστά, η επανέναρξη των συνομιλιών θα λειτουργήσει τουλάχιστον ως ένα ελεγχόμενο πλαίσιο για όλες τις πλευρές, θα βοηθήσει στην αποτροπή κινδύνων περαιτέρω διολίσθησης επί της ουσίας του Κυπριακού και θα βοηθήσει επίσης στην αποτροπή του κινδύνου περαιτέρω κλιμάκωσης των τουρκικών παραβιάσεων.

Όμως, η πολιτική απόφαση για δημιουργία προϋποθέσεων επιστροφής στις συνομιλίες δεν καθορίζεται από την αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση, με τη μέχρι στιγμής στάση της, είτε το αντιλαμβάνεται είτε όχι, δεν φαίνεται ικανή να αναλάβει αποτελεσματικές πρωτοβουλίες και να δημιουργήσει προϋποθέσεις  επανόδου στις συνομιλίες. Αυτή η εκκρεμότητα δεν αναπαράγει απλώς στασιμότητα αλλά ελλοχεύει κινδύνους επιδείνωσης των δεδομένων για τη δική μας πλευρά.

Είχαμε ως τώρα και ενώ η Τουρκία συνεχίζει να κλιμακώνει αργά αλλά σταθερά τις ενέργειες της:

  1. Χλιαρές αντιδράσεις στις τουρκικές παραβιάσεις.
  2. Ετεροβαρή Έκθεση ΓΓ
  3. Προσεγγίσεις από πλευράς Eide – Βρετανίας – ΗΠΑ που υιοθετούν

σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις της Τουρκίας.

  1. Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας το οποίο λίγο έλειψε να καλεί

μόνο για επανέναρξη των συνομιλιών, ουσιαστικά υπονοώντας ότι η Τουρκία μπορεί ανενόχλητη να συνεχίζει τις παραβιάσεις.

Αν τα πράγματα συνεχίσουν στο ίδιο μοτίβο, κινδυνεύουμε το επόμενο ψήφισμα να περιλαμβάνει σοβαρές διολισθήσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Τουρκία συνεχίζει τις δημόσιες δηλώσεις ότι θα προχωρήσει σε γεωτρήσεις. Προετοιμάζει το έδαφος, μετρά αντιδράσεις και μόλις κρίνει ότι το κλίμα το επιτρέπει θα προχωρήσει στην υλοποίηση των διακηρύξεων της. Ήδη “πολιτικά” εμμένουν στο απαράδεκτο αίτημα ότι έχουν δικαιώματα στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ο Eide στο Συμβούλιο Ασφαλείας και σε άλλες συναντήσεις του μεταξύ πολλών άλλων απαράδεκτων, είπε ότι η θέση των ΕΚ είναι νομική ενώ της Τουρκίας είναι πολιτική.

Αν τα πράγματα συνεχίσουν να εξελίσσονται με αυτόν τον τρόπο, θα βρεθούμε μπροστά σε πολύ δυσάρεστες εξελίξεις. Συνεπώς, υπό το φως των πιο πάνω, και εφόσον δεν διαφαίνεται προοπτική διεξόδου μέσω επανέναρξης των συνομιλιών, μαζί με την επεξεργασία επικαιροποιημένης πρότασης θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά τις προσφερόμενες επιλογές για προληπτικά μέτρα προτού η κατάσταση καταστεί μη αναστρέψιμη. Μια τέτοια επιλογή θα ήταν, μεταξύ άλλων, να επιδιώξουμε ενεργότερη εμπλοκή του Συμβουλίου Ασφαλείας στο θέμα των τουρκικών παραβιάσεων.

Μέχρι τώρα απευθυνόμαστε στο Συμβούλιο Ασφαλείας με επιστολές που αποστέλλουμε στην εκάστοτε προεδρία καταγγέλλοντας τις τουρκικές NAVTEX και ζητώντας να κυκλοφορήσει η επιστολή ως επίσημο έγγραφο του σώματος. Προσφυγή με την κλασική έννοια ελλοχεύει κινδύνους. Μπορούμε, όμως, να πάμε ένα βήμα πιο πέρα από όσα πράττουμε μέχρι σήμερα και να ζητήσουμε από μια «φιλική» προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας (π.χ. τη Γαλλία που θα αναλάβει την προεδρία τον ερχόμενο Μάρτιο) να συγκαλέσει κλειστή σύνοδο του Συμβουλίου (δηλαδή με συμμετοχή μόνο των μελών του ΣΑ, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι Βρετανοί να ζητήσουν να κληθούν να συμμετάσχουν και οι ΤΚ). Στην συνεδρία αυτή η προεδρία θα διαβάσει την επιστολή μας που θα πρέπει να εξηγεί γιατί ζητήσαμε την κλειστή σύνοδο του Συμβουλίου και στη συνέχεια θα δώσει το λόγο σε όποια μέλη επιθυμούν να τοποθετηθούν. Αν οι συνθήκες και οι ισορροπίες εντός του Συμβουλίου το επιτρέψουν και η προεδρία θα ήταν διατεθειμένη να το προωθήσει, μπορούμε να προσπαθήσουμε να βγει στο τέλος μια προεδρική δήλωση (όχι δήλωση του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά δήλωση του Προέδρου του Συμβουλίου ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα κινηθεί στα σωστά πλαίσια).

Η συνεδρία θα είναι κλειστή, οπότε δεν θα δημοσιοποιηθούν οι παρεμβάσεις αλλά θα έχουμε μετά ενημέρωση από φιλικές χώρες για το τι λέχθηκε. Θα πρέπει επίσης να προετοιμάσουμε το έδαφος με φιλικές χώρες ζητώντας να κάνουν παρεμβάσεις οι οποίες να θέτουν το θέμα στις σωστές του διαστάσεις. Δεν υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες αλλά τουλάχιστον θα βγει προς τα έξω ποιοι υπερασπίζονται θέσεις αρχής και ποιοι όχι. Η σύνθεση του ΣΑ επιτρέπει να αναμένουμε ότι θα εκφραστούν σωστές θέσεις από την πλειοψηφία.

Η λογική είναι να κινηθούμε πρωτοβουλιακά πριν μας δημιουργήσουν νέα τετελεσμένα και αναγκαζόμαστε να τρέχουμε πυροσβεστικά. Επίσης αφού κρίνουμε, και σωστά, ότι οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας στις τουρκικές ενέργειες είναι ανεπαρκείς και ότι αυτή η ανοχή ανοίγει την όρεξη της Τουρκίας, πρέπει κάπως να δράσουμε. Στη σημερινή συγκυρία  ο ΟΗΕ είναι σε μεγάλο βαθμό προσδεμένος στο άρμα των Βρετανών και Αμερικανών. Η πρόσφατη εμπειρία στο Συμβούλιο Ασφαλείας έδειξε ότι στο ίδιο το Συμβούλιο οι ισορροπίες είναι διαφορετικές και πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά το ενδεχόμενο να τις αξιοποιήσουμε.

Η κατάσταση είναι πλέον οριακή. Για δύο τώρα χρόνια το μόνο που επιτεύχθηκε είναι η Κοινή Διακήρυξη. Ουσιαστικές συνομιλίες δεν πρόλαβαν καν να αρχίσουν και αναστάληκε η διαπραγματευτική διαδικασία. Ενώ η Τουρκία είναι πιο προκλητική από ποτέ, ο Γ.Γ. όχι μόνο δεν βρήκε λέξη να πει γι’ αυτό αλλά θυμήθηκε και τη δήθεν απομόνωση των Τουρκοκυπρίων. Μέσα σε αυτό το θλιβερό σκηνικό καταντήσαμε να αισθανόμαστε ικανοποίηση με ένα ψήφισμα που επί της ουσίας δεν λέει απολύτως τίποτε. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, αντί να προβληματιστούμε για το τι δέον γενέσθαι θυμηθήκαμε για πολλοστή φορά να συζητούμε γενικά και αόριστα για αλλαγή στρατηγικής. Αν συνεχίσουμε με αυτό τον τρόπο, η ήδη επικίνδυνη κατάσταση θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο και κάποια στιγμή δεν θα υπάρχει πλέον περιθώριο επανόρθωσης.

Τελειώνοντας, θέλω να υπογραμμίσω ότι κανείς δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Ανέπτυξα την προσέγγιση του ΑΚΕΛ, που πιστεύω ότι είναι ολοκληρωμένη, τεκμηριωμένη, βασισμένη σε αρχές και ταυτόχρονα ρεαλιστική. Είμαστε όμως έτοιμοι να ακούσουμε και να συζητήσουμε διεξοδικά και άλλες προτάσεις, φτάνει αυτές να βασίζονται στο συμφωνημένο πλαίσιο και να εξυπηρετούν το στόχο της λύσης.

PREV

Εκείνος που διεκδικεί κερδίζει  

NEXT

Οι κυβερνώντες τελούν υπό καθεστώς σύγχυσης και αμηχανίας