Home  |  Ενημέρωση   |  Ομιλία απο τον Γενικό Γραμματέα της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ Άντρο Κυπριανού σε εκδήλωση ενημερώσης του ξένου διπλωματικού σώματος που υπηρετεί στην Κύπρο για τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το Κυπριακό

Ομιλία απο τον Γενικό Γραμματέα της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ Άντρο Κυπριανού σε εκδήλωση ενημερώσης του ξένου διπλωματικού σώματος που υπηρετεί στην Κύπρο για τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το Κυπριακό

20141103_112626Από μέρους της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ, σας ευχαριστώ θερμά που αποδεχτήκατε την πρόσκληση μας και μάς τιμάτε σήμερα με την παρουσία σας. Η σημερινή μας συνάντηση πραγματοποιείται την ώρα που είχαμε την άκρως ανεπιθύμητη εξέλιξη της αναστολής της διαπραγματευτικής διαδικασίας εξαιτίας των προκλητικών ενεργειών της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία προβαίνει σε προκλητικές ενέργειες εντός της ΑΟΖ μας. Ωστόσο, οι πρόσφατες προκλήσεις είναι οι πιο σοβαρές από ποτέ. Για να τεκμηριώσω  αυτή την εκτίμηση θεωρώ αναγκαίο να υπενθυμίσω πολύ επιγραμματικά ορισμένες βασικές πρόνοιες του Δικαίου της Θάλασσας.

Σύμφωνα, λοιπόν, με το συμβατικό και εθιμικό δίκαιο της θάλασσας, όταν οι αποστάσεις μεταξύ κρατών με αντικείμενες ή παρακείμενες ακτές δεν επιτρέπουν ΑΟΖ 200 ναυτικών μιλίων, επιβάλλεται οριοθέτηση. Ενόσω εκκρεμεί η οριοθέτηση, δεν πρέπει να αναλαμβάνονται ενέργειες στις αμφισβητούμενες περιοχές που να προκαταλαμβάνουν την τελική διευθέτηση. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία σε εύλογο χρονικό διάστημα, πρέπει να γίνεται προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο ή στο Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Οι ενέργειες της Τουρκίας πρέπει να κρίνονται μέσα από το πιο πάνω πρίσμα. Ως γνωστό, η Τουρκία αμφισβητεί μεγάλο μέρος του βορειοδυτικού τμήματος της κυπριακής ΑΟΖ, θεωρώντας – κακώς, εννοείται – ότι ανήκει στην ίδια. Εκεί προέβη, κατ’ επανάληψη, σε συγκεκριμένες ενέργειες που παραβιάζουν το δίκαιο της θάλασσας. Διευκρινίζω πως όταν η Συνθήκη αναφέρεται σε αμφισβητούμενες περιοχές το πράττει κατά ουδέτερο τρόπο και δεν υπονοεί τίποτε περισσότερο από την καταγραφή του γεγονότος ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου συγκεκριμένες περιοχές διεκδικούνται από δύο ή περισσότερα κράτη.

Το δεύτερο σοβαρό βήμα ήταν παρόμοιες ενέργειες της Τουρκίας στο μέρος της ΑΟΖ, που δεν διεκδικεί μεν για δικό της λογαριασμό, αλλά θεωρεί ότι πρόκειται για ΑΟΖ του ψευδοκράτους. Παραβλέπει, βεβαίως, ότι λόγος γίνεται για παράνομη οντότητα που δεν αναγνωρίζεται από κανένα κράτος εκτός της ίδιας της Τουρκίας. Όλα τα υπόλοιπα κράτη της υφηλίου αναγνωρίζουν ότι τα κατεχόμενα, συνεπώς και η ΑΟΖ, ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Το τρίτο βήμα, που έγινε τώρα για πρώτη φορά, ήταν οι ενέργειες σε μέρος της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας που η Τουρκία ποτέ δεν αμφισβήτησε, ούτε για δικό της λογαριασμό, ούτε για λογαριασμό του ψευδοκράτους. Αναφέρομαι στο μέρος της ΑΟΖ που βρίσκεται απέναντι από τις ελεύθερες, νότιες, ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το τέταρτο βήμα, που επίσης έλαβε χώρα τώρα, ήταν η δέσμευση του μεγαλύτερου μέρους της νότιας ακτογραμμής της Κυπριακής Δημοκρατίας από μέρους της Τουρκίας, και μάλιστα πολύ κοντά στα χωρικά μας ύδατα και μπροστά από τη γεώτρηση της ΕΝΙ-KOGAS, που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Είναι για όλους τους πιο πάνω λόγους που το ΑΚΕΛ θεωρεί τη νέα ενέργεια της Τουρκίας ως την πιο προκλητική από ποτέ. Ως τέτοια δε μπορούσε να μείνει αναπάντητη. Τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν από το Εθνικό Συμβούλιο κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν ανατινάσσουν γέφυρες συνεννόησης και δεν τιμωρούν τους Τουρκοκύπριους για διεθνείς παρανομίες της Τουρκίας. Το πιο σοβαρό από αυτά, κατά τη γνώμη μας, ήταν η αναστολή της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Γι΄αυτό και θέλω να ξεκαθαρίσω τη θέση μας.

Η αφόρητη πρόκληση της Τουρκίας αντικειμενικά επηρεάζει τη διαπραγματευτική διαδικασία. Πρόκληση που καθίσταται ακόμα πιο απαράδεκτη επειδή έγινε παραμονές της έναρξης του ουσιαστικού γύρου των συνομιλιών, με συμφωνημένη μάλιστα τη διαδικασία και τη μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί. Η Τουρκία γνώριζε, ή τουλάχιστον όφειλε να γνωρίζει, ότι με τις ενέργειές της ήταν η ίδια που προκάλεσε την αναστολή των διαπραγματεύσεων. Θέλω στο σημείο αυτό να τονίσω ότι είναι ένα πράγμα η αναστολή και εντελώς άλλο ο οριστικός τερματισμός των συνομιλιών. Πάγια μας θέση είναι ότι οι διακοινοτικές συνομιλίες υπό την αιγίδα και στα πλαίσια του ΟΗΕ, είναι ο μόνος τρόπος επίλυσης του Κυπριακού. Επειδή για το ΑΚΕΛ η λύση του προβλήματος συνιστά ύψιστη προτεραιότητα, δεν θα μπορούσαμε να συναινέσουμε σε τερματισμό της διαπραγματευτικής διαδικασίας.

Στη δική μας αντίληψη, η αναστολή των συνομιλιών επιβαλλόταν για να συνειδητοποιήσουν όλοι ότι τέτοιας εμβέλειας ενέργειες όπως η τελευταία, όχι μόνο δεν υποβοηθούν αλλά πλήττουν σοβαρά τις προσπάθειες για λύση του Κυπριακού. Δεν αναφέρομαι μόνο στη διαπραγματευτική διαδικασία ως τέτοια. Μεταξύ άλλων παρενεργειών προκαλούν, ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους, δικαιολογημένα αισθήματα απογοήτευσης και καχυποψίας ως προς τις πραγματικές επιδιώξεις της Τουρκίας. Συνεπώς, απευθύνω έκκληση προς όλους εσάς, που δεν αμφιβάλλουμε πως όταν λέτε ότι θέλετε λύση το εννοείτε, να κινηθείτε προς την κατεύθυνση της Τουρκίας. Ήταν αυτή και όχι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης που οδήγησε τα πράγματα στο άκρως ανεπιθύμητο σημείο της αναστολής της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Η Τουρκία προκάλεσε την κρίση και αυτή οφείλει να την εκτονώσει. Το ζητούμενο είναι να βρεθεί τρόπος ανάκλησης των προκλητικών ενεργειών,έτσι που να καταστεί δυνατή η επανέναρξη της διαπραγμάτευσης.

Ποιος ήταν ο στόχος της Τουρκίας όταν προέβαινε στη συγκεκριμένη ενέργεια; Πρώτο να στείλει μήνυμα ότι αξιοποίηση του φυσικού αερίου δεν μπορεί να γίνει δίχως τη συμμετοχή της. Και δεύτερο να εκβιάσει λύση του Κυπριακού. Η θέση του ΑΚΕΛ είναι ξεκάθαρη. Είμαστε έτοιμοι για λύση κάθε στιγμή. Όχι όμως την όποια λύση. Λύση δίκαιη, λειτουργική και βιώσιμη, όπως προνοείται από τα σχετικά Ψηφίσματα του ΟΗΕ, τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου, το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Δεν απεμπολούμε το κυρίαρχο μας δικαίωμα για αξιοποίηση του φυσικού μας πλούτου. Η Τουρκία αν θέλει να καταστεί δυνητικό μέρος της διαδικασίας αξιοποίησης του, ας συνεργαστεί μαζί μας για επίτευξη λύσης το συντομότερο δυνατό.

Γιατί η Τουρκία θεώρησε ότι μπορούσε να προβεί σ΄αυτή την προκλητική ενέργεια δίχως η διεθνής κοινότητα να αντιδράσει έντονα; Γιατί θεώρησε ότι είναι κατάλληλες οι συνθήκες για να επιχειρήσει εξαργύρωση της διακηρυγμένης πρόθεσής της να αναλάβει, με το αζημίωτο, ρόλο στην καταπολέμηση του «Ισλαμικού κράτους». Προφανώς θεωρεί ότι η διεθνής κοινότητα την έχει απόλυτη ανάγκη και ως εκ τούτου δεν θα είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματική πίεση για να την αποτρέψει.

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους η Τουρκία αποφάσισε να αναλάβει αυτή την ώρα τέτοιας εμβέλειας παράνομη ενέργεια. Για να γίνουν κατανοητοί, θεωρώ αναγκαία μια σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν.

Από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας έγιναν συγκεκριμένα και σταθερά βήματα που οδήγησαν στην πρώτη γεώτρηση, χωρίς η Τουρκία να μπορέσει να μας εμποδίσει. Ανακηρύχθηκε η ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και υπογράφηκαν συμφωνίες οριοθέτησης με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τον Λίβανο (εκκρεμεί η επικύρωση της τελευταίας από το Κοινοβούλιο της γειτονικής χώρας λόγω διαφοράς με το Ισραήλ και όχι με την Κύπρο), όλες στη μέση γραμμή. Αδειοδοτήθηκαν οικόπεδα μόνο στις οριοθετημένες περιοχές, κάτι που σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας καθιστούσε την Τουρκία αποκλειστικά υπεύθυνη για τις προκλήσεις και παραβιάσεις στις μη οριοθετημένες βορειοδυτικές περιοχές της ΑΟΖ. Επιλέγηκαν προσεκτικά οι εταιρείες, με περίοπτη θέση στα κριτήρια επιλογής το θέμα της εθνικής ασφάλειας.

Πάντα λέγαμε ότι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος να επωφεληθούν και οι συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριοι από το φυσικό αέριο είναι η λύση του Κυπριακού. Ως ΑΚΕΛ πράττουμε ό,τι εξαρτάται από εμάς προς αυτή την κατεύθυνση.  Επί προεδρίας Δημήτρη Χριστόφια αποδείξαμε ότι μπορούσαμε να προχωρήσουμε.

Επιδιώξαμε και πετύχαμε συμφωνία με τον Ταλάτ στο θέμα των θαλάσσιων ζωνών. Όλες ανεξαιρέτως, περιλαμβανομένης της ΑΟΖ, θα συνιστούν ομοσπονδιακή αρμοδιότητα.Το ίδιο θα ισχύει για την οριοθέτηση και επίλυση διαφορών με γειτονικά κράτη.Όλα αυτά θα γίνονται σύμφωνα με τη Συνθήκη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία θα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των διεθνών συνθηκών της ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας.Σε συνδυασμό με τη σύγκλιση ότι οι φυσικοί πόροι (στους οποίους εξ ορισμού περιλαμβάνεται το φυσικό αέριο) επίσης θα συνιστούν ομοσπονδιακή αρμοδιότητα, καθώς και με τη σύγκλιση αναφορικά με την κατανομή των ομοσπονδιακών εσόδων, είναι φανερό ότι με τη λύση του Κυπριακού το θέμα του φυσικού αερίου θα είναι βασικά λυμένο. Φτάνει βέβαια να γίνουν σεβαστές οι προαναφερθείσες συγκλίσεις. Αυτό είναι η πιο πειστική απάντηση στη θέση της Τουρκίας ότι το φυσικό αέριο ανήκει και στους Τουρκοκύπριους.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Τρία κεφάλαια ήταν σχεδόν συμφωνημένα μεταξύ Χριστόφια – Ταλάτ (Διακυβέρνηση και Διαμοιρασμός Εξουσιών, Οικονομία, Θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης). Από εκεί και πέρα γνωρίζετε πολύ καλά ότι ο λόγος για τον οποίο δεν υπήρξε πρόοδος στα υπόλοιπα τρία κεφάλαια ήταν η επιμονή της τουρκοκυπριακής πλευράς να μη συζητήσει ολοκληρωμένα το εδαφικό πριν συμφωνηθούν όλα τα άλλα κεφάλαια. Αυτό αναπόφευκτα παρεμπόδιζε και την πρόοδο στο άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό κεφάλαιο του περιουσιακού, ενώ το κεφάλαιο της ασφάλειας το παρέπεμπε σε πολυμερή συνάντηση.

Όταν ο κ. Έρογλου ανέλαβε την ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, τορπίλισε τις συγκλίσεις και κατά γενική παραδοχή ήταν αυτός που οδήγησε τις συνομιλίες σε αδιέξοδο,φέροντας ακεραία την ευθύνη. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Τουρκία δυσκολευόταν να προχωρήσει σε προκλήσεις όπως η τελευταία.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Όταν ο κ. Αναστασιάδης κέρδισε τις προεδρικές εκλογές, από την αρχή το ΑΚΕΛ τον προέτρεψε να επιδιώξει συνέχιση των συνομιλιών από εκεί που είχαν μείνει. Προειδοποιήσαμε ότι η εξυπαρχής διαπραγμάτευση θα καθιστούσε τη διαπραγματευτική διαδικασία ατελέσφορη και ατέρμονη και θα εγκυμονούσε κινδύνους επαναφοράς από την τουρκοκυπριακή πλευρά διχοτομικών θέσεων που αποκλείστηκαν με τις συγκλίσεις. Σε τελευταία ανάλυση είτε θα οδηγούμασταν σε αδιέξοδο είτε θα εύρισκαν πρόσφορο έδαφος καλοθελητές για να επιχειρήσουν επιβολή λύσης της δικής τους αρεσκείας.

Πέρασε ενάμιση χρόνος από τότε και τα ίδια τα γεγονότα επιβεβαιώνουν, δυστυχώς, τους πιο πάνω φόβους μας. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των δύο πλευρών. Ο Έρογλου, ξαφνικά και εκ του ασφαλούς μετατράπηκε σε διαπρύσιο κήρυκα των συγκλίσεων, κατηγορώντας την ελληνοκυπριακή πλευρά ότι τις αχρήστευσε. Την ίδια στιγμή επανέφερε διχοτομικές θέσεις που συγκρούονται με τις συγκλίσεις.

Επαναλαμβάνω, θέση του ΑΚΕΛ ήταν και παραμένει ότι η διαπραγμάτευση έπρεπε να συνεχιστεί από εκεί που είχε μείνει και να συζητηθούν τα εκκρεμούντα βασικά θέματα. Ήταν, ωστόσο, αναμενόμενο ότι αφού δεν μπορούσε να βρεθεί κοινή συνισταμένη με τις συγκλίσεις, κάποια στιγμή θα επιχειρείτο ξεπέρασμα του αδιεξόδου με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι, συμφωνήθηκε να εγκαταλειφθεί η ατέρμονη συζήτηση αναφορικά με τις συγκλίσεις και να συζητηθούν απευθείαςτα βασικά εκκρεμούντα θέματα.

Το ΑΚΕΛ ξεκαθάρισε κατ’ επανάληψη ότι στηρίζει τη διαπραγματευτική διαδικασία, αφού αυτή συνιστά το μόνο προσφερόμενο τρόπο για λύση του Κυπριακού. Ως εκ τούτου δεν μπορούσαμε να διαφωνήσουμε με τη συμφωνηθείσα διαδικασία αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε όχι μόνο με ουσιαστικό, αλλά και με διαδικαστικό αδιέξοδο.

Ωστόσο, η στήριξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας δεν σημαίνει ότι θεωρούμε τη συγκεκριμένη μεθοδολογία που συμφωνήθηκε ως την πλέον κατάλληλη. Είναι μεν και δική μας θέση ότι πρέπει να συζητηθούν τα εκκρεμούντα βασικά θέματα, αυτό δηλαδή που συμφωνήθηκε να γίνει, αλλά υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά: Τα εκκρεμούντα θέματα έπρεπε να συζητηθούν αφού προηγουμένως επαναβεβαιωθούν οι συγκλίσεις. Αυτό δεν έγινε και ως εκ τούτου η συμφωνηθείσα διαδικασία, αν και όταν επαναρχίσουν οι συνομιλίες, θα συναντήσει δυσκολίες, ακόμη και στο ποια ακριβώς θέματα  θεωρούνται εκκρεμούντα. Είναι αυτονόητο ότι για να καθοριστούν τα εκκρεμούντα θέματα πρέπει προηγουμένως να καθοριστούν τα μη εκκρεμούντα, τα συμφωνημένα. Η διαδικασία της παράλληλης διαπραγμάτευσης ενός κεφαλαίου που επιλέγει η μια πλευρά με κεφάλαιο που επιλέγει η άλλη πλευρά, αντιμετωπίζει διαδικαστικά το θέμα των κεφαλαίων που θα συζητηθούν αλλά όχι και των βασικών εκκρεμούντων θεμάτων, αφού τέτοια υπάρχουν σε όλα τα κεφάλαια.

Δυσκολίες θα συναντήσουμε ακόμα και με τα θέματα που θα συμφωνούν και οι δύο πλευρές ότι είναι εκκρεμούντα,όπως για παράδειγμα πλείστα θέματα που περιλαμβάνονται στα κεφάλαια του εδαφικού και της ασφάλειας και εγγυήσεων. Με δεδομένη την πάγια στάση της τουρκοκυπριακής πλευράς να μην ξανοίγεται στο εδαφικό πριν την τελευταία φάση και να παραπέμπει το κεφάλαιο της ασφάλειας σε πολυμερή συνάντηση, διατηρούμε ισχυρές αμφιβολίες κατά πόσον θα τα συζητήσει κατά ουσιαστικό τρόπο σε αυτή τη φάση.

Τέλος, προκαλεί εύλογα ερωτηματικά το ότι μετά από τη συζήτηση των εκκρεμούντων βασικών θεμάτων θα ακολουθήσει διαδικασία πάρε – δώσε. Αυτό θα είχε νόημα μόνο αν ήμασταν κοντά σε συνολική διευθέτηση, με άλλα λόγια αν ίσχυαν οι συγκλίσεις στα υπόλοιπα θέματα. Αν δεν ισχύουν οι συγκλίσεις αλλά οι θέσεις που κατατέθηκαν, πώς θα γίνει πάρε – δώσε με τέτοιο χάσμα;

Τα πιο πάνω τα αναφέρω για προβληματισμό αφού εκείνο που προέχει τώρα είναι να αντιμετωπιστούν οι τουρκικές προκλήσεις, να αρθούν τα τετελεσμένα και να μπορέσει να επαναρχίσει η διαπραγματευτική διαδικασία. Τα τελευταία γεγονότα αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά την αδήριτη ανάγκη για λύση του Κυπριακού που να προνοεί για αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων. Λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Λύση που να διασφαλίζει τη μία και μόνη κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια καθώς και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών όλων των πολιτών της ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η δίκαιη λύση του Κυπριακού μπορεί να δημιουργήσει δυναμικές προϋποθέσεις και για την οικονομική ανάπτυξη του τόπου. Κάτι το οποίο έχει μεγάλη ανάγκη η Κύπρος σήμερα.  Η υπογραφή του μνημονίου μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των διεθνών δανειστών το Μάρτη του 2013 σηματοδότησε την έναρξη νέας περιόδου στην Κυπριακή οικονομία. Τα μεγάλα ελλείμματα στον τραπεζικό τομέα και οι διαχρονικές αδυναμίες της Κυπριακής οικονομίας ανάγκασαν την Κύπρο να αναζητήσει διεθνή βοήθεια. Οι όροι όμως που επιβλήθηκαν για την παροχή χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ήταν δυσανάλογοι. Η συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης και των υπόλοιπων ηγετών της Ευρωζώνης για κούρεμα στις καταθέσεις υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή και άδικη για την Κύπρο. Ενάμισι χρόνο μετά, η αποτίμηση των συνεπειών της στην οικονομία και την κοινωνία είναι αρνητική.

Καταρχήν, η συνολική αποσταθεροποίηση του τραπεζικού τομέα υπήρξε τεράστια. Η απόφαση υποδαύλισε την απώλεια εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα με αποτέλεσμα τη σταδιακή συρρίκνωση δανεισμού και καταθέσεων, λόγω των νέων δεδομένων στον τραπεζικό τομέα. Σημειώνω επίσης ότι ενάμισι χρόνο μετά, οι περιορισμοί προς το εξωτερικό παραμένουν σε ισχύ, χωρίς ξεκάθαρο ορίζοντα απόσυρσης, δείγμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει ακόμα ο τραπεζικός τομέας.

Είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι σε ένα βασικό συμπέρασμα. Με βάση την αρχή της αναλογικότητας το μέτρο υπήρξε ετεροβαρές. Όχι μόνο γιατί επιδείνωσε το πολύ αρνητικό περιβάλλον στην οικονομία αλλά γιατί η διάσωση της οικονομίας θα μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο επώδυνα και σαφώς πιο αποδοτικά μέτρα. Ας μην ξεχνούμε ότι η χρηματοδοτική βοήθεια που δόθηκε στην Κύπρο αποτελεί μόλις το ένα χιλιοστό του Α.Ε.Π της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ποσό πολύ μικρό σε σχέση με τις θυσίες και τα μέτρα που κλήθηκε να επωμιστεί ο Κυπριακός λαός. Να θυμίσω επίσης ότι ένα χρόνο μετά εγκρίθηκε αντίστοιχου ύψους βοήθεια προς την Ουκρανία, κράτος μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό έγινε με συνοπτικές διαδικασίες όταν η αντιμετώπιση της οποίας έτυχαν κράτη μέλη του στενού μάλιστα πυρήνα της Ευρωζώνης, όπως η Κύπρος, υπήρξε, τολμώ να πω, καταδικαστική.

Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η χώρα μαςαντιμετωπίστηκε ως πειραματόζωο. Οι λύσεις που εφαρμόστηκαν δεν είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που μας οδήγησαν στην σημερινή κρίση, για διάφορους λόγους.

Πρώτο, το βάθος της ύφεσης, έστω και μικρότερο του αναμενομένου, οι πολιτικές λιτότητας αλλά και το κούρεμα καταθέσεων έχουν επιφέρει σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος στην οικονομία. Αποτέλεσμα ήταν η μείωση της φερεγγυότητας τόσο των νοικοκυριών όσο και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Τα νοικοκυριά για να αντεπεξέλθουν στο μειωμένο εισόδημα χρησιμοποίησαν μέρος των καταθέσεων τους για να στηρίξουν την κατανάλωση και να αντεπεξέλθουν στην εξυπηρέτηση του ιδιωτικού τους χρέους. Πρακτική η οποία περιόρισε ως ένα βαθμό την ύφεση, με βραχυπρόθεσμο εντούτοις χαρακτήρα. Με μειωμένες δυνατότητες, η ουσιαστική αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες, στο μέλλον, είναι αμφίβολη.

Δεύτερο, η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος αλλά και η επίδραση των μέτρων λιτότητας στις προσδοκίες των οικονομικών μονάδων έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής επένδυσης. Μόνο το 2013 το ύψος των κεφαλαιουχικών δαπανών στην οικονομία μειώθηκε κατά 21,6%, ενώ το 2014 η μείωση συνεχίζει να είναι αντίστοιχα σημαντική. Οι προσδοκίες ανάπτυξης για το μέλλον είναι μειωμένες και δεν είναι τυχαίο ότι οι εκτιμήσεις για το ρυθμό ανάπτυξης του 2015 δεν είναι θετικές. Αξιολογούμε επίσης ότι ακόμα και όταν η οικονομία βρεθεί σε θετικό πρόσημο, δεν έχει σήμερα τις ικανότητες και τις δυνατότητες να επιστρέψει στους προ του μνημονίου ρυθμούς ανάπτυξης.

Τρίτο, υπήρξε ένταση των κοινωνικών ανισορροπιών. Η ανεργία ξεπέρασε το 15% ενώ ανάμεσα στους νέους ξεπερνά το 40%. Η καθαρή μετανάστευση μετά από πολλά χρόνια είναι αρνητική, λόγω της ανυπαρξίας προοπτικών στην αγορά εργασίας με αποτέλεσμα η πλειονότητα των νέων αλλά και των ανέργων να επιλέγουν την αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό. Σχεδόν 28% του πληθυσμού βρίσκεται στο όριο φτώχειας, ενώ τα τελευταία δύο χρόνια έχει αυξηθεί κατά 40 χιλιάδες ο αριθμός των ατόμων που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε τα στοιχειώδη. Με άλλα λόγια ο λαός μας έχει εγκλωβιστεί σε φαύλο κύκλο μεταξύ λιτότητας – ύφεσης – φτώχειας.

Τέταρτο, η επιβολή της άποψης από Κυβερνητικούς και μη κύκλους ότι η εφαρμογή του μνημονίου θα πρέπει να συνοδευτεί και από μείωση του εργατικού κόστους με στόχο την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Κυπριακής οικονομίας έχει αποτύχει στην πράξη. Το εργατικό κόστος αν και έχει μειωθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να περιοριστεί το εισόδημα των νοικοκυριών, δεν έχει ισχυρή επίδραση στην παραγωγικότητα της οικονομίας που παρέμεινε στάσιμη. Η μείωση του εργατικού κόστους επέδρασε μονοδιάστατα, επεκτείνοντας απλώς το περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων. Οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, παραμένουν στάσιμες.

Πέμπτο, η απουσία επαρκών αναπτυξιακών εργαλείων αλλά και η επισφαλής παραγωγική βάση δείχνουν ότι οι προοπτικές για το μέλλον είναι περιορισμένες. Η χώρα στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις διεθνείς υπηρεσίες και τον τουρισμό αφού ο βασικότερος μοχλός ανάπτυξης κατά την προηγούμενη δεκαετία, ο τομέας των κατασκευών, είναι σήμερα καθηλωμένος χωρίς ουσιαστικές προοπτικές για το μέλλον.

Αυτή είναι η εικόνα της Κυπριακής οικονομίας σήμερα.

Εκείνο που εμείς θεωρούμε ως μεγάλο λάθος για την Κύπρο αλλά και για την περιφέρεια της Ευρώπης, είναι η εμμονή στη συνταγή της λιτότητας και των περικοπών. Ο αποπληθωρισμός βαραίνει όχι μόνο την Κυπριακή οικονομία αλλά το σύνολο της Ευρωζώνης. Ενδεικτικό άλλωστε είναι ότι πληθαίνουν οι φωνές στην Ευρώπη που κάνουν λόγο για αλλαγή στρατηγικής. Φωνές που ακούγονται ολοένα και πιο συχνά πλέον από νομπελίστες οικονομολόγους, τον ΟΗΕ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αλλά και από μερίδα της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεν περνούν απαρατήρητες οι διαπιστώσεις που κάνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη νομιμότητα των αποφάσεων της Τρόικα και την έλλειψη δημοκρατικού ελέγχου. Ούτε η κριτική που ασκείται για την φιλοσοφία της πολιτικής που ακολουθείται και για τα αποτελέσματα που έχουν οι αποφάσεις στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην ανεργία ανάμεσα στους νέους. «Φτάνει πια με τη λιτότητα, χρειάζεται και ανάπτυξη». Συμπέρασμα το οποίο υιοθετούν στις μελέτες, τους οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτοί διαπιστώνουν ότι τα ιστορικά δεδομένα δείχνουν ότι για να υπάρξει έξοδος από την κρίση δεν αρκεί πολιτική μείωσης των δαπανών και περιορισμών του διαθέσιμου εισοδήματος. Συμπέρασμα που υιοθέτησαν και οι 17 νομπελίστες οικονομολόγοι σε συνάντηση τους στο Λιντάου της Γερμανίας. Συμπέρασμα που καταγράφει ο ΟΗΕ στην έκθεση του για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη για το 2014. Όλοι πλην της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτή η εμμονή βυθίζει ακόμα περισσότερο τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας. Δεν αντέχει άλλο η ευρωπαϊκή κοινωνία να βλέπει το δημόσιο χρέος να αυξάνεται, αυξάνοντας το βάρος για τις μελλοντικές γενεές. Όσα βήματα και αν έχουν γίνει, ακόμα και αυτή η πρόσφατη αναθεώρηση του ονομαστικού Α.Ε.Π, δεν είναι αρκετά για να αντιμετωπίσουν επαρκώς το πρόβλημα. Θα συμφωνήσω με τον κ. Jakobsen, επικεφαλής οικονομολόγο της Saxo Bank ότι το δημόσιο χρέος είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο που όλοι αρνούνται να δουν και να αντιμετωπίσουν.

Επαναλαμβάνω ότι δεν μπορεί το μέλλον της Ευρώπης να είναι παγιδευμένο στη στασιμότητα. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και σήμερα, έξι χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης, οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν έχουν καταφέρει να επιστρέψουν στα προ της κρίσης επίπεδα. Ακόμα χειρότερα χώρες όπως η Γερμανία μειώνουν τις εκτιμήσεις για τις οικονομικές προοπτικές τους προς τα κάτω. Κινδυνεύουμε άμεσα να οδηγήσουμε ολόκληρη γενιά νέων επιστημόνων εκτός αγοράς εργασίας, υποβαθμίζοντας τη γνώση και την κατάρτιση του εργατικού δυναμικού στο μέλλον. Χρειάζονται λοιπόν, ουσιαστικές λύσεις άμεσα. Και τοπικά και ευρωπαϊκά.

Στην Κύπρο θα συνεχίσουμε να επιδιώκουμε δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό. Λύση που θα αλλάξει τις οικονομικές προοπτικές της χώρας. Θέλουμε να αξιοποιήσουμε έγκαιρα και αποτελεσματικά το φυσικό μας πλούτο. Να δώσουμε στη χώρα νέα δυναμική, νέα προοπτική. Να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας και να αυξήσουμε τις δημόσιες επενδύσεις, από τη χρηστή διαχείριση των εσόδων. Να πετύχουμε με αυτό τον τρόπο αλλαγή στις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, δημιουργώντας ευκαιρίες και προοπτικές σ’ ένα νέο παραγωγικό τομέα, στον τομέα της ενέργειας.

Χωρίς αυτά τα εργαλεία δεν μπορεί να μεταβληθεί ουσιαστικά η δυναμική που έχει η χώρα σήμερα. Ιδιαίτερα όταν λειτουργεί σε ένα πλαίσιο μειωμένων δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και ασθενούς κατανάλωσης. Για αυτό και η Κυβέρνηση οφείλει άμεσα να αλλάξει φιλοσοφία και να ακολουθήσει εναλλακτική στρατηγική. Στρατηγική η οποία να στοχεύει στη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και την ανάπτυξη διαφορετικού μοντέλου οικονομικής δραστηριότητας. Μοντέλου που θα ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί. Μοντέλου που θα προνοεί τη δημιουργία συνολικού σχεδίου κοινωνικής προστασίας των ευάλωτων στρωμάτων του πληθυσμού και τη χάραξη πραγματικής στρατηγικής απεμπλοκής από το μνημόνιο.

Λύσεις θα πρέπει να δοθούν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με αποφάσεις που να ενισχύουν τις δημόσιες δαπάνες σε επενδύσεις και έργα υποδομής. Με χάραξη στρατηγικής για ουσιαστική αντιμετώπιση της ανεργίας, με τη δημιουργία μόνιμων και αξιοπρεπών θέσεων εργασίας. Με ενίσχυση των προσπαθειών για καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Με μελέτη και έλεγχο των ανισορροπιών μεταξύ των κρατών μελών, σεβόμενοι τις ιδιαιτερότητες στην οικονομική διάρθρωση του κάθε κράτους μέλους, μακριά από ενιαίες προσεγγίσεις που στις πλείστες των περιπτώσεων αντιμετωπίζουν επιδερμικά το πρόβλημα. Με σχεδιασμό και λήψη ακόμα και μη συμβατικών μέτρων. Μέτρων, που έχουν ως προτεραιότητα την ποιοτική ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου των κοινωνιών και όχι μόνο την ποσοτική βελτίωση των δεικτών.

Με όραμα που να γεννά προοπτική για την Κύπρο και για την Ευρώπη της ειρήνης, της ευημερίας και της προόδου.

PREV

Σκοπιμότητες πίσω από τους κυβερνητικούς χειρισμούς

NEXT

Ο πήχης της ηθικής που έθεσε ο Πρόεδρος της  Δημοκρατίας