Οι προϋποθέσεις για λύση του Κυπριακού, ο ρόλος της επαναπροσέγγισης και οι προοπτικές που ανοίγονται
Εισαγωγική ομιλία Τουμάζου Τσιελεπή στη θεματική συζήτηση για το Κυπριακό- Προγραμματικό Συνέδριο ΑΚΕΛ
Ασφαλώς το Κυπριακό δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τις θέσεις και από τις θεματικές συζητήσεις του προγραμματικού μας συνεδρίου. Πρόκειται για το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κυπριακός λαός ως σύνολο. Από την ορθή επίλυση του πολιτικού μας προβλήματος εξαρτάται το ίδιο το μέλλον μας, η ειρήνη, η πρόοδος και η ευημερία της πατρίδας και του λαού μας. Αντίθετα, τόσο η παρατεταμένη εκκρεμότητα όσο και μια τυχόν κακή λύση εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους για την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και για την ίδια την επιβίωση του λαού μας.
Φέτος συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από το προδοτικό πραξικόπημα, την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Συμπληρώνονται επίσης πενήντα χρόνια από την παρουσία της ΟΥΝΦΙΣΥΠ στο νησί. Οι επανειλημμένες προσπάθειες για λύση όλα αυτά τα χρόνια πάντα κατέληγαν σε αδιέξοδο, σε τελική ανάλυση λόγω της αδιαλλαξίας της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής πλευράς, με τη στήριξη ή τουλάχιστον την ανοχή των νατοϊκών συμμάχων τους.
Το Κόμμα έχει συνεδριακές θέσεις στο Κυπριακό που σε αυτό τουλάχιστον το επίπεδο είναι πολύ καλά γνωστές σε όλους μας και δεν είναι πρόθεσή μου να τις επαναλάβω στον περιορισμένο χρόνο που διαθέτω. Άλλωστε, σε ένα προγραμματικό συνέδριο το ζητούμενο είναι να δούμε μπροστά και να δούμε πώς προχωρούμε, ιδιαίτερα ενόψει των κρίσιμων και ίσως καθοριστικών εξελίξεων που δρομολογούνται.
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι οι θέσεις μας στο Κυπριακό είναι ορθές και επιβεβαιώνονται από την ίδια τη ζωή. Τελευταίο ενδεικτικό παράδειγμα συνιστούν οι εξελίξεις γύρω από την κοινή διακήρυξη Αναστασιάδη – Έρογλου. Το ΑΚΕΛ ήταν το μόνο κόμμα που αψηφώντας το γεγονός ότι κανένα άλλο κόμμα δεν συμμεριζόταν την άποψη μας, προειδοποιούσε ότι η επιδίωξη για νέο και βελτιωμένο ανακοινωθέν ήταν λανθασμένη και θα οδηγούσε σε αχρείαστες περιπέτειες. Δεν εισακουστήκαμε και το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε απώλειες, με πιο σημαντική εκείνη της αδιαίρετης κυριαρχίας. Αυτά δεν τα λέμε για αυτοδικαίωση, αλλά για να αντληθούν διδάγματα από τις εξελίξεις έτσι που να μην επαναληφθούν παρόμοια λάθη στην πορεία. Εμείς δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι όπως ακριβώς η απόσυρση των κοινών ανακοινωθέντων Χριστόφια – Ταλάτ οδήγησε σε μια ποιοτικά κατώτερη διακήρυξη, τα ίδια και χειρότερα θα συμβούν στην πορεία των συνομιλιών αν υλοποιηθούν προεκλογικές εξαγγελίες και αρχίσουν να αποσύρονται συγκλίσεις στο όνομα της διασφάλισης καλύτερων ρυθμίσεων.
Στο προσχέδιο θέσεων τεκμηριώνεται ότι δεν συντρέχει κανένας απολύτως λόγος αλλαγής των συνεδριακών μας θέσεων, που πάντα στόχευαν σε λύση του Κυπριακού στη βάση αρχών. Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι με την άκαρπη παρέλευση του χρόνου σταδιακά υπονομεύονται βασικές αρχές και επιδιώξεις της ελληνοκυπριακής πλευράς: Οι περιουσίες των Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα καταστρέφονται, αλλοιώνονται ή πουλιούνται σε εξευτελιστικές τιμές στο κατοχικό καθεστώς, μέσω της Επιτροπής Αποζημιώσεων που λειτουργεί με τις ευλογίες του ΕΔΑΔ. Συνεπακόλουθα, η δυνατότητα για ουσιαστικές εδαφικές προσαρμογές διαβρώνεται σταδιακά. Υπενθυμίζω συναφώς ότι το ΑΚΕΛ προειδοποιούσε εδώ και χρόνια ότι η μαζικές προσφυγές στο ΕΔΑΔ σε τελευταία ανάλυση θα οδηγούσαν σε δυσμενείς αποφάσεις με πολιτικά μάλλον παρά νομικά κριτήρια. Οι έποικοι αυξάνονται συνεχώς και συνιστούν ήδη πλειοψηφία στα κατεχόμενα. Όσον αφορά την τουρκοκυπριακή κοινότητα, ούτε αυτήν βολεύει η άκαρπη πάροδος του χρόνου, γιατί ακριβώς χάνεται η ίδια η ταυτότητά της μέσα από τη συνεχή αλλοίωση της δημογραφικής δομής.
Η δεινή οικονομική κατάσταση της Κύπρου καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για λύση, γιατί θα δώσει σημαντική ώθηση στην οικονομία που βουλιάζει συνεχώς χωρίς προοπτική ουσιαστικής ανάκαμψης στο προβλεπτό μέλλον λόγω των συνταγών της Τρόικας.
Η ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά και για τις δύο κοινότητες ένα νέο σοβαρό κίνητρο για λύση. Οι μεν Τουρκοκύπριοι μόνο με τη λύση θα μπορούν να απολαμβάνουν και αυτοί τα οφέλη που θα προκύψουν, οι δε Ελληνοκύπριοι χρειάζονται ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον που θα επιτρέψει απρόσκοπτη αξιοποίηση του πολύτιμου αυτού αγαθού. Εδώ αξίζει τον κόπο να κάνω μια παρένθεση για να τονίσω ότι κατά τις συνομιλίες Χριστόφια – Ταλάτ επιτεύχθηκε πλήρης σύγκλιση στο θέμα των θαλάσσιων ζωνών, που όλες ανεξαιρέτως, περιλαμβανομένης ασφαλώς της ΑΟΖ, θα συνιστούν ομοσπονδιακή αρμοδιότητα. Ομοσπονδιακή αρμοδιότητα θα συνιστούν επίσης η οριοθέτηση της ΑΟΖ με γειτονικά κράτη και η επίλυση διαφορών σύμφωνα με τη Συνθήκη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Επιπλέον, συμφωνήθηκε με ποιο τρόπο θα κατανέμονται τα ομοσπονδιακά έσοδα, στα οποία θα περιλαμβάνονται τα έσοδα από τους υδρογονάνθρακες. Με δύο λόγια, αν η εξέχουσας σημασίας αυτή σύγκλιση γίνει σεβαστή, με τη λύση του Κυπριακού το θέμα του φυσικού αερίου θα είναι και αυτό ουσιαστικά λυμένο.
Είναι και για όλους τους πιο πάνω λόγους που παρόλες τις συνεχώς αυξανόμενες δυσκολίες, για το ΑΚΕΛ είναι μονόδρομος η αναζήτηση και επίτευξη λύσης βασισμένης στις αρχές και αξίες του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου και στα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Λύσης που να επανενώνει τη χώρα και το λαό μας στα πλαίσια μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή, με όποιο μανδύα και αν περιβάλλεται, σε τελευταία ανάλυση θα οδηγήσει στην οριστική διχοτόμηση. Μια τέτοια «λύση» όχι απλώς θα συνιστούσε ξεπούλημα εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά θα ήταν η αφετηρία νέων δεινών για τον τόπο και τον λαό μας.
Συνεπώς, οι συνεδριακές θέσεις του ΑΚΕΛ για τις αρχές, τη βάση και το περιεχόμενο της λύσης του Κυπριακού εξακολουθούν να ισχύουν. Ασφαλώς η επιδιωκόμενη λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα πρέπει να διασφαλίζει τη μία και μόνη κυριαρχία, τη μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών και γενικότερα όλα όσα καθορίζονται στις συνεδριακές μας θέσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Κόμμα έχει επεξεργαστεί συγκροτημένες θέσεις για όλες ανεξαιρέτως τις πτυχές και κεφάλαια του προβλήματος.
Όταν αναφερόμαστε σε διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη ένα ελάχιστο γενικό περιεχόμενο αυτών των εννοιών, χωρίς το οποίο αυτές θα αποτελούσαν ένα άδειο κέλυφος. Το λέμε αυτό επειδή ακόμα και το ελάχιστο περιεχόμενο, φανερά ή συγκαλυμμένα, με διάφορες σοφιστείες και προσχήματα, απορρίπτεται από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις.
Ποιο είναι, λοιπόν, αυτό το ελάχιστο περιεχόμενο; Ομοσπονδία σημαίνει δύο επίπεδα εξουσίας, κεντρικό κράτος και περιφέρειες, το καθένα με δικά του όργανα εξουσίας και συνεπακόλουθο καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ τους. Διζωνικότητα σημαίνει ότι θα υπάρχουν δύο περιφέρειες στην ομοσπονδία και ότι η κάθε κοινότητα θα διοικεί μία περιφέρεια. Δικοινοτικότητα σημαίνει ότι και οι δύο κοινότητες θα έχουν αποτελεσματική συμμετοχή στα ομοσπονδιακά όργανα και τις αποφάσεις. Πολιτική ισότητα, σύμφωνα με τον ορισμό του Συμβουλίου Ασφαλείας, ναι μεν δεν σημαίνει ίση αριθμητική συμμετοχή σε όλα τα ομοσπονδιακή όργανα, αλλά σημαίνει, μεταξύ άλλων, αποτελεσματική συμμετοχή και ταυτόσημες εξουσίες και λειτουργίες των δύο ομόσπονδων μονάδων.
Τα πιο πάνω είναι τα στοιχειώδη πάνω στα οποία μπορούν να οικοδομηθούν σταθερές και βιώσιμες συμμαχίες στο Κυπριακό.
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο λαός μας στη μεγάλη του πλειοψηφία είναι ώριμος και έτοιμος να επικυρώσει με την ελεύθερη του βούληση μια λύση όπως αυτή προδιαγράφεται στις συνεδριακές μας θέσεις και στη συγκεκριμένη επεξεργασία που κάναμε για όλα τα κεφάλαια του Κυπριακού. Μέτρα εμπιστοσύνης που δεν θα υποκαθιστούν τη λύση και δεν θα αποτελούν αντικίνητρο γι’ αυτήν μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος. Ακόμη πιο αναγκαία είναι η ειλικρίνεια και σαφήνεια από μέρους της πολιτείας και των πολιτικών δυνάμεων αναφορικά με το περιεχόμενο μιας εφικτής λύσης. Μόνο τότε οι πολίτες θα εμπιστευτούν τις προοπτικές που μπορούν να διανοιχτούν μέσα από τη λύση για πραγματική ασφάλεια, πρόοδο, ευημερία και ανάπτυξη προς όφελος και των δύο κοινοτήτων. Θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για μια λύση βασισμένη σε αρχές και χωρίς να δίνουμε λευκή επιταγή θα στηρίξουμε τη διαπραγματευτική διαδικασία που μόλις επαναρχίζει, με την ελπίδα αυτή τη φορά να φθάσουμε στο ποθητό αποτέλεσμα.