Επιμνημόσυνος λόγος του Γ.Γ. της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ στο μνημόσυνο των Δημήτρη Βρακά και Νίκου Ττοφή
Ερχόμαστε και φέτος προσκυνητές στη μνήμη του Δημήτρη Βρακά και του Νίκου Τοφή. Τιμητές της θυσίας τους και ακούραστοι θεματοφύλακες του χρέους που μας άφησε το αίμα τους, που κύλησε στο πεδίο της μάχης.
Αυτό είναι το νόημα του να τιμάται η μνήμη τέτοιων ηρώων κάθε χρόνο. Θυμόμαστε χωρίς ποτέ να έχουμε ξεχάσει. Χωρίς ποτέ να πάψουμε να θυμόμαστε τον πόνο, το δάκρυ και το θάνατο· την προσφυγιά και το ξεριζωμό. Τα αντίσκηνα, τα συσσίτια, τα φορτηγά πάνω στα οποία στοιβάξαμε μια ολόκληρη ζωή, δίχως ποτέ να καταφέρουμε να τη ριζώσουμε αλλού. Θυμόμαστε χωρίς ποτέ να έχουμε ξεχάσει ότι σε εκείνη τη μεγάλη, την άνιση και προδομένη μάχη, χάθηκε ο ανθός της Κύπρου. Χάθηκαν πραγματικοί λεβέντες που με την ίδια τους, τη ζωή έδωσαν άλλο νόημα στο θάνατο.
Δύο τέτοιοι άνθρωποι ήταν ο Δημήτρης και ο Νίκος. Ο Δημήτρης Βρακάς, ο Πίτρος όπως ήταν γνωστός σε όλους, ήταν το τρίτο παιδί του Αρτέμη και της Ελένης. Γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1940 και ήταν παιδί πολύτεκνης, αγροτικής οικογένειας. Ο Δημήτρης δεν κατάφερε να τελιώσει το δημοτικό. Μέσα στα χρόνια της φτώχειας και των ανείπωτων στερήσεων, αυτή ήταν η μοίρα χιλιάδων παιδιών της κυπριακής εργατικής τάξης. Στο τέλος της πέμπτης τάξης του Δημοτικού, εγκατέλειψε τα θρανία και έγινε οικοδόμος.
Στα 18 του αρραβωνιάστηκε με τη Μαρούλα και λίγο αργότερα παντρεύτηκαν. Το Γενάρη του 1966, ο Δημήτρης κλήθηκε να υπηρετήσει στην εθνική Φρουρά. Άφησε πίσω τη σύζυγο του και τα δύο τους παιδιά και κατατάγηκε. Όταν απολύθηκε, επέστρεψε στη δουλειά του ως επιστάτης. Δίδαξε σε πολλούς ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους την τέχνη του και βοηθούσε τους πάντες. Όποιος τον γνώριζε είχε να πει μια καλή κουβέντα για αυτόν.
Ο Ιούλιος του 1974 φόρτωσε στο λαό μας τη ντροπή και το αίσχος της προδοσίας και το σημάδεψε με τη χαρακιά της εισβολής. Ο Δημήτρης, ανήσυχος, παρακολουθούσε τις εξελίξεις μετά το πραξικόπημα. Μόλις ξεκίνησε η εισβολή, έτρεξε να καταταχθεί και ορίστηκε βοηθός πυροβολητή, στην 181η Μοίρα Πυροβολικού. Βρέθηκε στο κέντρο της επιθετικής διάταξης και όπως μαρτύρησε συνάδελφος του «ακούστηκαν ριπές από πολυβολεία που ήταν καμουφλαρισμένα μέσα στα δέντρα. Είδα τον Πίτρο έτοιμο να τρέξει, του φώναξα να μείνει στη θέση του αλλά είχε ήδη κάνει το πρώτο βήμα, κι όπως ήταν όρθιος δέχτηκε τη ριπή. Τον είδα να γονατίζει, να κουλουριάζεται ενώ το δεξί του χέρι ήταν γυρισμένο προς τα πίσω, κρατώντας το κάτω μέρος της πλάτης του. Εκεί ξεψύχισε». Ο Δημήτρης τάφηκε την επόμενη μέρα της τουρκικής εισβολής.
Ο Νίκος Ττοφή κατατάχθηκε στην Εθνική Φρουρά το 1972. Στις 20 Ιουλίου θα απολυόταν. Έτσι σχεδίαζε. Όμως απέναντι από τα όνειρα του, όπως και απέναντι από τα όνειρα χιλιάδων άλλων, στάθηκαν οι ερπύστριες του φασισμού και έπειτα της εισβολής.
Ο Νίκος, το πρώτο από τα τρία παιδιά του Κωστή και της Μαρίας, γεννήθηκε στις 17 του Γενάρη το 1954. Ήταν πολύ δραστήριο παιδί. Πάντα πρώτο στις σχολικές παραστάσεις, στις σχολικές παρελάσεις, στο ποδόσφαιρο, στην ποδηλατοδρομία. Αποφοιτώντας από το Δημοτικό, ακολούθησε σπουδές στο Κέντρο Ανώτερων Σπουδών Αμμοχώστου και μετά στην επαγγελματική Σχολή «Νέοι Ορίζοντες», παίρνοντας δίπλωμα στα ξενοδοχειακά. Αμέσως μετά έπιασε δουλειά σε ξενοδοχείο στο Βαρώσι. Στο μεταξύ κατατάχθηκε στο στρατό. Όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, ήταν φρουρός σε ακριτικά φυλάκια. Περιορισμένος στη μονάδα του δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με το σπίτι και το χωριό του. Όταν έγινε η τουρκική εισβολή, ο Νίκος βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, στη Λεύκα. Στις 23 Ιουλίου 1974 οι γονείς του πήγαν να τον δουν. Αυτή ήταν και η τελευταία τους συνάντηση. Στις 31 Ιουλίου 1974, κλήθηκε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των εισβολέων που απειλούσαν το Αγριδάκι. Στις 6 του Αυγούστου, οι Τούρκοι που είχαν στόχο την κατάληψη του Καραβά και της Λαπήθου επιτέθηκαν σφοδρά. Ο Νίκος ανέβηκε μαζί με τον επιλοχία του και κάποιους άλλους σε μια οροφή σπιτιού. Ήταν περικυκλωμένοι και τα πυρομαχικά λιγοστά. Σε εκείνη τη μάχη χάθηκε ο Νίκος.
Η θυσία του Δημήτρη και του Νίκου, οι θυσίες εκατοντάδων άλλων παλικαριών που έδωσαν τη ζωή τους τον τόπο μας, δεν αξίζει την πληρωμή της κατοχής, του ξεριζωμού, του εφιάλτη της διχοτόμησης. Αξίζει την αδιάκοπη πάλη για την απελευθέρωση και επανένωση της πατρίδας και του λαού μας. Ο μόνος τρόπος για να το πετύχουμε είναι να εργαστούμε με όλες μας τις δυνάμεις για τη λύση. Λύση δικοινοτικής, διζωνικής, ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα όπως αυτή καθορίζεται στα Ψηφίσματα του ΟΗΕ. Λύση που θα οδηγεί σε επανενωμένο κράτος με μία κυριαρχία, ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα. Σαράντα χρόνια είναι πάρα πολλά. Το συρματόπλεγμα είναι κατάρα που οφείλουμε να μη την κληροδοτήσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας. Αντιθέτως, μπορούμε και πρέπει να παλέψουμε για να διασφαλίσουμε ότι θα ζήσουν σε πατρίδα ειρηνική και ευημερούσα.
Η δίκαιη και λειτουργική λύση του Κυπριακού ήταν και είναι για εμάς πρώτη προτεραιότητα όσο δύσκολος και αν φαντάζει ο στόχος. Σε αυτήν υποτάξαμε και υποτάσσουμε κάθε άλλο πολιτικό ή κομματικό συμφέρον. Αυτό πιστεύουμε πρέπει να είναι ο κανόνας για όλους. Στηρίξαμε την έναρξη των διαπραγματεύσεων παρόλο που ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αγνόησε τις υποδείξεις μας και πίστεψε ότι μπορούσε να πετύχει κάτι καλύτερο από τα κοινά ανακοινωθέντα Χριστόφια- Ταλάτ. Το πράξαμε γιατί πιστέψαμε και πιστεύουμε ότι όσο περνά ο χρόνος δίχως να αξιοποιείται, αυτό λειτουργεί σε βάρος μας. Ασφαλώς ποτέ δε συμμεριστήκαμε την άποψη όσων αιθεροβατούσαν υποστηρίζοντας πως η κοινή διακήρυξη Αναστασιάδη- Έρογλου αποτελούσε το πενήντα τοις εκατό της λύσης. Ούτε όμως και συμφωνούσαμε με όσους υποστήριζαν πως έπρεπε να αναβάλλουμε την έναρξη των συνομιλιών επ΄αόριστον. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε πιο κοντά στη διχοτόμηση, που τη θεωρούμε καταστροφική για την Κύπρο.
Επιμέναμε λοιπόν ότι ο Πρόεδρος έπρεπε να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις και να υπερασπιστεί με συνέπεια και προσήλωση σε αρχές, την υπόθεση της λύσης. Όλο αυτό το διάστημα τον καλούσαμε και εξακολουθούμε να τον καλούμε να χειριστεί το Κυπριακό δίχως παλινωδίες και ακροβατισμούς. Δυστυχώς δεν εισακουστήκαμε. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος, τον οποίο η τουρκική πλευρά αξιοποίησε για να εμφανίζεται ως η πλευρά που θέλει λύση εκτοξεύοντας ταυτόχρονα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα. Όμως δυστυχώς δε χάθηκε μόνο χρόνος. Ο Πρόεδρος έχασε και την ευκαιρία να εκθέσει τον κύριο Έρογλου. Ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα η τουρκική πλευρά απέρριπτε τις συγκλίσεις Χριστόφια- Ταλάτ, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, με την πολιτική του για εξ υπαρχής συζήτηση, έδωσε την ευχέρεια στον κ. Έρογλου να εμφανίζεται και ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών, ως αυτός που θέλει λύση, συνεχίζοντας τις διαπραγματεύσεις από εκεί που σταμάτησαν.
Ενόψει του κινδύνου να ξεκινήσουμε πορεία προς ένα προδιαγεγραμμένο αδιέξοδο, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης οφείλει να αντιμετωπίσει με περισσότερη συνέπεια και σύνεση τη νέα φάση των συνομιλιών. Σίγουρα κανένας δεν είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει πως η τουρκική πλευρά θα πάψει να προβάλλει απαράδεκτες θέσεις. Το θέμα είναι τι πράττουμε εμείς γνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα. Πώς εκθέτουμε την τουρκική αδιαλλαξία; Πώς διεκδικούμε τη διασφάλιση των συμφερόντων του συνόλου του κυπριακού λαού; Πώς αξιοποιούμε το ενδιαφέρον όλων στη διεθνή κοινότητα, δίχως να περιοριζόμαστε στα στενά πλαίσια μιας μονοδιάστατης εξωτερικής πολιτικής; Όλα αυτά πρέπει να τα απαντήσουμε συλλογικά, με ειλικρίνεια και δίχως να περιχαρακωνόμαστε πίσω από μικροπολιτικά και μικροκομματικά συμφέροντα. Ως ΑΚΕΛ απευχόμαστε ειλικρινά να φτάσουμε σε αδιέξοδα. Γι΄αυτό και είμαστε διατεθειμένοι να συνεισφέρουμε με τις εκτιμήσεις και τις προτάσεις μας εντός του Εθνικού Συμβουλίου.
Σαράντα χρόνια τώρα θάβουμε τους νεκρούς μας. Μνημονεύουμε τους ήρωες μας. Σαράντα χρόνια πάνω από το αίμα του λαού μας και την ανοικτή πληγή του τόπου μας, θυμόμαστε και θυμίζουμε το χρέος μας για την επανένωση της Κύπρου μας. Χρέος που περνά από τα λόγια όλων, εδώ και τέσσερις δεκαετίες σε κάθε επικήδειο, σε κάθε επιμνημόσυνο λόγο, σε κάθε εκδήλωση μνήμης και τιμής. Το ζήτημα όμως είναι το χρέος αυτό να ριζώσει στη συνείδηση όλων μας. Να γίνει η μέλισσα που θα μας θυμίζει πως κάθε μέρα που περνά με το Κυπριακό άλυτο, υποθηκεύει μια μέρα από το μέλλον των παιδιών μας. Να γίνει η υπόμνηση της θυσίας των παλικαριών μας, όπως ήταν ο Δημήτρης και ο Νίκος, που θα δικαιωθεί μόνο όταν η πατρίδα μας αναστηθεί, ελεύθερη απ΄άκρη σ΄άκρη και επανενωμένη.
5 Οκτωβρίου 2014, Φρέναρος