Αμεση απόσυρση οδηγίας για παρακολούθηση συνδιαλέξεων
Δήλωση Σταύρης Καλοψιδιώτου, μέλους Κ.Ε. ΑΚΕΛ
για την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών
Με προχθεσινή του απόφαση το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ως άκυρη την οδηγία 2006/24/ΕΚ για την παρακολούθηση και κατακράτηση τηλεφωνικών και διαδικτυακών συνδιαλέξεων των πολιτών. Πρόκειται για την οδηγία που δια της ενσωμάτωσης της στα κράτη- μέλη οδήγησε στην ενίσχυση του ηλεκτρονικού φακελώματος όλων των πολιτών ανεξαιρέτως. Επιβάλλοντας ουσιαστικά στις εταιρείες τηλεφωνίας και διαδικτύου να κατακρατούν για δοσμένη περίοδο τις συνδιαλέξεις μας.
Από την πρώτη στιγμή που αυτή η οδηγία στη μορφή του προσχεδίου τέθηκε ενώπιον μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μαζί με την πολιτική ομάδα της Αριστεράς αντιδράσαμε. Την ίδια συνεπή στάση τηρήσαμε και στο εσωτερικό κατά τη διαδικασία ενσωμάτωσης της οδηγίας στην Κυπριακή νομοθεσία. Καταψηφίζοντας, αντιδράσαμε στην έκδηλα παράνομη βάση αυτής της οδηγίας. Θεωρούσαμε και θεωρούμε ότι τέτοια νομοθετήματα παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες. Ότι το έγκλημα και η τρομοκρατία δεν καταπολεμούνται αντιμετωπίζοντας τους πολίτες ως πιθανούς υπόπτους στο σύνολο τους.
Οκτώ χρόνια μετά την έγκριση της, και τέσσερα από την έναρξη εφαρμογής της, η θέση την οποία μόνο το ΑΚΕΛ υπερασπίστηκε στην Κύπρο, επιβεβαιώνεται μέσα από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου: «η οδηγία για την κατακράτηση προσωπικών δεδομένων συνιστά μια πολύ σοβαρή παρέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα και ειδικά στο δικαίωμα της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων».
Ως εκ τούτου, η θέση του ΑΚΕΛ είναι η άμεση απόσυρση της οδηγίας και του νομοθετήματος με το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία την εφαρμόζει.
Επισημαίνουμε ότι σειρά άλλων οδηγιών και αποφάσεων της ΕΕ παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η χρήση βιομετρικών στοιχείων των πολιτών, των ταξιδιωτικών στοιχειών και γενικά της κατακράτησης προσωπικών δεδομένων αλλά και πολιτικές αποφάσεις όπως το κούρεμα καταθέσεων και συνταξιοδοτικών ταμείων.
Υπό το φως και της χθεσινής απόφασης του Δικαστηρίου της ΕΕ, καλούμε ειδικά εκείνες τις δυνάμεις που εγκρίνουν άκριτα κάθε ευρωπαϊκή νομοθεσία και πολιτική- ανεξαρτήτως περιεχομένου- να προβληματιστούν πού οδηγούν τα πράγματα τόσο σε επίπεδο ελευθεριών όσο και στο επίπεδο της οικονομίας.