Ο κόσμος μας κοχλάζει εκρηκτικά. Πόλεμοι, συγκρούσεις, ανισότητες και ανταγωνισμοί γεννιούνται και αναπαράγονται στο έδαφος της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας. Για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ορθώνονται τόσα ερωτηματικά και ανησυχίες για το μέλλον του πλανήτη και είναι πιο ορατές από ποτέ οι απειλές ενός νέου παγκόσμιου πολέμου, του φασισμού και της περιβαλλοντικής καταστροφής.
Η πραγματικότητα της σύγχρονης ανθρωπότητας κυριαρχείται από τις χαώδεις κοινωνικές ανισότητες, ως αποτέλεσμα της όξυνσης της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας αλλά και από τις ανισομετρίες μεταξύ των κρατών και των περιφερειών του πλανήτη. Γιγαντώνονται καθημερινά μονοπωλιακοί επιχειρηματικοί κολοσσοί –στους οποίους πλέον περιλαμβάνονται οι ψηφιακοί γίγαντες– που υπερκεράζουν σε ισχύ ολόκληρα κράτη κι έθνη. Ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων του πλανήτη αυξάνεται με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς. Από την άλλη, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της Γης είναι αντιμέτωπη με πραγματικότητες που κυμαίνονται από την ακραία φτώχεια και πείνα μέχρι την έλλειψη στέγης, την εργασιακή ανασφάλεια, την ανεργία, τους θανάτους στο μεροκάματο και την αδυναμία κάλυψης των βασικών αναγκών στην υγεία, την μόρφωση, την ασφάλιση, την πρόνοια.
Όλα αυτά συντελούνται ενώ η διεθνής καπιταλιστική οικονομία είναι αντιμέτωπη με τη σχετική επιβράδυνση της ανάπτυξής της και με τις γεωπολιτικές αβεβαιότητες. Πρωτίστως, όμως, είναι αντιμέτωπη με τις εγγενείς αντιφάσεις της. Αντιμέτωπη με την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου αναζητεί διαρκώς κερδοφόρα διέξοδο σε νέα πεδία αλλά και στη βιομηχανία του πολέμου, με όλες τις εφιαλτικές για τους λαούς προεκτάσεις. Επιβεβαιώνεται έτσι η θέση του Μαρξ ότι ο καπιταλισμός, στην προσπάθεια να επιβιώσει, καταστρέφει τις δυο πηγές του πλούτου –τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Όλα καταδεικνύουν ότι ο καπιταλισμός όχι μόνο υπονομεύει την πρόοδο και την ευημερία της ανθρωπότητας, αλλά εγκυμονεί τον εφιάλτη της καταστροφής της. Το όραμα του σοσιαλισμού παραμένει η πραγματική και ποιοτική εναλλακτική για το μέλλον του κόσμου μας, για ένα ειρηνικό αύριο που θα απελευθερώνει τις τεράστιες δυναμικές της ανθρωπότητας και θα τις θέσει στην υπηρεσία του ανθρώπου και της κοινωνικής προόδου.
Η μεγάλη εικόνα των γεωπολιτικών εξελίξεων καθορίζεται από τους διαρκώς οξυνόμενους γεωπολιτικούς, ενεργειακούς, στρατιωτικούς, τεχνολογικούς, εμπορικούς και διπλωματικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στα ισχυρά κέντρα του πλανήτη. Βασικοί πόλοι, από τη μια το ευρωατλαντικό στρατόπεδο των G7 και του ΝΑΤΟ με άξονα τις ΗΠΑ-ΕΕ και τους σύμμαχούς τους και από την άλλη, η υπό διαμόρφωση συνεργασία των BRICS με την Κίνα, τη Ρωσία και τους δικούς τους σύμμαχους απέναντι στη δυτική ηγεμονία, ενώ αυξημένο ρόλο έχουν πλέον περιφερειακές δυνάμεις. Οι ανταγωνισμοί αυτοί αναζωπυρώνουν παλιές και νέες συγκρούσεις δι’ αντιπροσώπων στην Ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο, τη Μέση Ανατολή μέχρι τη Λατινική Αμερική, τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, την Αφρική ακόμα και την Αρκτική. Η έντασή τους προκαλεί αναδιατάξεις ισχύος και συμμαχιών, κλυδωνίζει τις δομές διεθνούς συνεργασίας και κλιμακώνει σε πρωτόγνωρα επίπεδα την στρατιωτικοποίηση διεθνώς. Απέναντι σε αυτήν την ολέθρια για τον πλανήτη πορεία, η προοδευτική απάντηση είναι ο δρόμος του διαλόγου στη βάση του διεθνούς δικαίου, της διεθνούς συνεργασίας και των αμοιβαία επωφελών ειρηνικών σχέσεων μεταξύ όλων των κρατών και των περιφερειών του κόσμου.
Κυρίαρχο στοιχείο στις παγκόσμιες εξελίξεις είναι η συνεχιζόμενη σχετική υποχώρηση του μεριδίου των ΗΠΑ και της ΕΕ στο παγκόσμιο ΑΕΠ και η ορμητική άνοδος της ΛΔ Κίνας που αμφισβητεί την αμερικανική πρωτοκαθεδρία στον πλανήτη. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία που καθιστά τις ΗΠΑ πιο επιθετικές σε όλα τα επίπεδα, ακόμα και σε βάρος συμμάχων τους. Εκδηλώνουν ανοικτά επεκτατικές εδαφικές βλέψεις σε βάρος κυρίαρχων κρατών και νεοαποικιοκρατικές αξιώσεις για τον πλούτο τους. Υπονομεύουν τον ΟΗΕ και τις δομές του. Περιφρονούν θεσμούς και κανόνες του διεθνούς συστήματος ασφάλειας, εμπορίου, ποινικής δικαιοσύνης και περιβαλλοντικής προστασίας που θεωρούνται φραγμοί στη δράση των αμερικανικών μονοπωλίων. Η όποια διαφοροποίηση της σημερινής κυβέρνησης των ΗΠΑ σε πτυχές της εξωτερικής πολιτικής, π.χ. στο Ουκρανικό, δεν έχει να κάνει με «φιλειρηνικές διαθέσεις του Τραμπ». Η διακυβέρνηση Τραμπ δεν τερματίζει την επιθετικότητα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά την αναπροσαρμόζει και την κλιμακώνει, επειδή εκφράζει εκείνη τη μερίδα της αμερικανικής άρχουσας τάξης, η οποία ιεραρχεί την Κίνα ως την πρώτη απειλή για τα συμφέροντά της. Πιο επιτακτικά από ποτέ, απαιτείται αντίσταση στην ιμπεριαλιστική ηγεμονία των ΗΠΑ από τους διεθνείς οργανισμούς, τα κράτη και τις κυβερνήσεις, τους λαούς και τις προοδευτικές δυνάμεις του κόσμου.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία –που αποτελεί ουσιαστικά σύγκρουση ΝΑΤΟ-Ρωσίας στο ουκρανικό έδαφος– κατέστη μια από τις πιο επικίνδυνες εστίες για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια. Η ρίζα του πολέμου βρίσκεται στην πολυετή στρατηγική του ευρωατλαντικού στρατοπέδου για επέκταση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά και γεωπολιτική περικύκλωση της Ρωσίας. Το δυτικό αφήγημα μιλά μόνο για τη ρωσική εισβολή του 2022, αλλά αποσιωπά το υποκινούμενο από τη Δύση πραξικόπημα του 2014 που έφερε στην εξουσία ακραίες εθνικιστικές δυνάμεις, οι οποίες στράφηκαν ένοπλα ενάντια στους πολίτες της ανατολικής Ουκρανίας, επέβαλαν βίαιη διάρρηξη των σχέσεων της χώρας με τη Ρωσία κι επιδόθηκαν σε όργιο αντικομμουνισμού και ιστορικής παραχάραξης. Είναι φανερό πλέον ότι η αδιέξοδη στρατηγική της Δύσης να εξοπλίζει την Ουκρανία «μέχρι τη συντριβή της Ρωσίας» αποτέλεσε συνειδητή επιλογή με στόχο την αποδυνάμωση της Ρωσίας, αδιαφορώντας για τις ανθρώπινες ζωές που χάνονται στον πόλεμο και το κόστος που πληρώνουν οι λαοί της Ευρώπης στο βιοτικό τους επίπεδο. Το ΑΚΕΛ εξαρχής καταδίκασε τη ρωσική εισβολή, που αποτελεί παραβίαση του διεθνούς δικαίου και την ίδια ώρα υποστήριξε την ανάγκη τερματισμού του πολέμου και επιστροφής στη διπλωματία για μόνιμη και δίκαιη ειρήνη, η οποία θα βασίζεται στο διεθνές δίκαιο και θα αντιμετωπίζει τις αιτίες της σύγκρουσης. Είναι η μόνη πολιτική δύναμη της Κύπρου που αντιτάχθηκε στην αδιέξοδη πολιτική εξοπλισμού της κυβέρνησης Ζελένσκι και της συνέχισης του πολέμου. Στόχος είναι η απαλλαγή της Ευρώπης από στρατιωτικούς συνασπισμούς, πυρηνικά όπλα και ξένες βάσεις και η συγκρότηση ενός πανευρωπαϊκού συλλογικού συστήματος ασφάλειας, βασισμένο στην προαγωγή της ειρήνης και του διεθνούς δικαίου, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει και τη Ρωσία.
Η στρατιωτικοποίηση και η επαναφορά των πυρηνικών οπλοστασίων στο προσκήνιο αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για την ανθρωπότητα. Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες έφτασαν σε ρεκόρ όλων των εποχών με τις ΗΠΑ να κατέχουν πέραν του 1/3 αυτών, το ΝΑΤΟ να προωθεί δραστική αύξηση στις δαπάνες των κρατών-μελών του και την ΕΕ να κάνει στροφή στην «οικονομία πολέμου», ενώ Ρωσία, Κίνα και σειρά άλλων κρατών του κόσμου αυξάνουν, επίσης, τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους. Η στρατιωτικοποίηση δεν είναι μόνο προϊόν των ανταγωνισμών, αλλά αναπαράγεται και ως φαύλος κύκλος αυτοτροφοδοτούμενης έντασης, αφού ενισχύεται άλλωστε και από τα συμφέροντα των πολεμικών βιομηχανιών. Η Αριστερά καλείται να ενώσει και να κινητοποιήσει ευρύτερες φιλειρηνικές δυνάμεις που συναισθάνονται τις υπαρξιακές για τον πλανήτη απειλές, για τον οικουμενικό πυρηνικό αφοπλισμό όπως προνοεί η σχετική Συνθήκη του ΟΗΕ, τη διάλυση του ΝΑΤΟ, την επαναφορά και διεύρυνση περιφερειακών και παγκόσμιων συμφωνιών ελέγχου των εξοπλισμών και τον σεβασμό του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, του διεθνούς δικαίου και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Η συνεχιζόμενη ενίσχυση της ακροδεξιάς και η αναρρίχησή της σε σειρά κυβερνήσεων στην Ευρώπη, την Αμερική και αλλού αποτελεί σημείο των καιρών και προϊόν της βαθιάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και των δεξιών νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αντικατοπτρίζει άλλωστε και την άνοδο τμημάτων του κεφαλαίου που βγαίνουν ζημιωμένα από τη διεθνοποίηση της οικονομίας και προασπίζονται τα επιχειρηματικά συμφέροντά τους υπό τη σημαία του υπερεθνικισμού και της επιστροφής στο έθνος-κράτος. Η ανοιχτή ή συγκαλυμμένη στήριξη στην ακροδεξιά από τμήματα της οικονομικής ελίτ, σε συνδυασμό με τη μετακίνηση των παραδοσιακών δεξιών κομμάτων προς τα ακροδεξιά και με πολιτικές εξελίξεις όπως η άνοδος Τραμπ, έδωσε ώθηση και κανονικοποίησε αυτές τις δυνάμεις και τα ιδεολογήματά τους. Ο ρατσισμός, η επίθεση στα δικαιώματα των γυναικών, η ομοφοβία, η στοχοποίηση μειονοτήτων, η στήριξη στον κρατικό αυταρχισμό, η περιφρόνηση της επιστήμης και της οικολογίας και, βέβαια, ο ιστορικός αναθεωρητισμός και ο αντικομμουνισμός είναι βασικά συστατικά της ατζέντας τους, που δηλητηριάζουν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας, οδηγώντας τα ακόμα και στον εκφασισμό. Βασικό εργαλείο της ακροδεξιάς είναι ο λαϊκισμός, η καπηλεία της αγανάκτησης των λαϊκών στρωμάτων, η μετατροπή της δίκαιης οργής σε τυφλό μίσος και η κατασκευή ενός επίπλαστου «φιλολαϊκού» προσωπείου. Στην εργαλειοθήκη της σύγχρονης ακροδεξιάς, πέραν από τη βία και την τρομοκρατική δράση μέσα στην κοινωνία, προστίθενται οι εκστρατείες οργανωμένης παραπληροφόρησης μέσα στα ΜΚΔ. Η Αριστερά, φύσει και θέσει, είναι στην πρώτη γραμμή της πάλης ενάντια στον φασισμό και στην ακροδεξιά, που αποτελούν ευθεία απειλή για τις δημοκρατικές ελευθερίες, τις εργατικές κατακτήσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ειρήνη. Αυτή η πάλη προϋποθέτει αποδόμηση κι απομόνωση των μισάνθρωπων ιδεολογημάτων τους και ταυτόχρονα, αποκάλυψη της βαθιάς συστημικής φύσης της ακροδεξιάς ως εφεδρεία της άρχουσας τάξης και πολιτική δεξαμενή της Δεξιάς, που χρησιμοποιείται για διάσπαση των εργαζομένων και κτύπημα των κοινωνικών κι εργατικών αγώνων.
Η σαρωτική εξάπλωση της τεχνητής νοημοσύνης, της ψηφιοποίησης και της ρομποτοποίησης σε όλο το φάσμα της ζωής φέρνει την ανθρωπότητα μπροστά σε ένα κοσμοϊστορικό σταυροδρόμι για το μέλλον της. Στην ουσία αναδεικνύεται η αντίφαση ανάμεσα στις ασύλληπτες προοπτικές που διανοίγονται για την ανθρωπότητα και στους κινδύνους που ελλοχεύει η καθυπόταξη της τεχνολογίας στην κερδοφορία των επιχειρηματικών κολοσσών και στους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς όπως γίνεται σήμερα. Εγείρονται αδυσώπητα ερωτήματα για τον χαρακτήρα της οικονομικής παραγωγής και της εργασίας, τη βιοηθική, την προστασία της ιδιωτικής ζωής και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις δημοκρατικές ελευθερίες, την πολιτική διεργασία αλλά και τις περιβαλλοντικές και ενεργειακές επιπτώσεις. Είναι σημαντικό, η Αριστερά να απαιτεί όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη προσεγγίζεται ως κοινωνικό αγαθό, ενάντια σε λογικές ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης και να τίθεται κάτω από δημοκρατικό έλεγχο. Η θέσπιση αυστηρών διεθνών και εθνικών κανόνων, ώστε η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης να είναι ελεγχόμενη από τον άνθρωπο και ανθρωποκεντρική και να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, την υγεία και την ασφάλεια των ανθρώπων καθίσταται η ελάχιστη άμεση διεκδίκηση που πρέπει να προταχθεί αποφασιστικά.