Home  |  Νεος Δημοκράτης   |  Η τουρκική θέση για «κυριαρχική ισότητα» και τι δέον γενέσθαι

Η τουρκική θέση για «κυριαρχική ισότητα» και τι δέον γενέσθαι

της Σταύρης Καλοψιδιώτου και του Τουμάζου Τσιελεπή, Γραφείο Κυπριακού Κ.Ε. ΑΚΕΛ

 

Έχουν ήδη παρέλθει 50 χρόνια από το δίδυμο έγκλημα του μαύρου Ιούλη του 1974, το προδοτικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή με την οποία οδηγηθήκαμε στη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή του 37% των εδαφών την Κυπριακής Δημοκρατίας. Έκτοτε, μετρούμε μισό αιώνα κατάφωρης παραβίασης της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία και πολλές αποτυχημένες διαπραγματευτικές προσπάθειες απαλλαγής από την κατοχή και επανένωσης του νησιού.

Στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον, υπό το βάρος του πλέον μακροχρόνιου διαπραγματευτικού αδιεξόδου, οι προσπάθειες για συνολική επίλυση του Κυπριακού έχουν καταστεί ακόμη πιο σύνθετες. Γιατί οι παράγοντες που καθορίζουν την προοπτική επανατοποθέτησης του Κυπριακού στην τροχιά της λύσης δεν περιορίζονται μόνο στη φύση του προβλήματος και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των λόγων που το προκάλεσαν, αλλά και την ανάκτηση της ελπίδας ότι μια νέα διαδικασία μπορεί να έχει νόημα και προοπτική, όπως δηκτικά είχε αναφέρει ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών σε Εκθέσεις του για τις Καλές Υπηρεσίες. Προοπτική που ακόμη δοκιμάζεται, αφού μετά τη Διάσκεψη για την Κύπρο του 2017 συνεχίζουμε να διανύουμε το μακροβιότερο διαπραγματευτικό αδιέξοδο στο Κυπριακό.

Ενώ σε καμιά περίπτωση η λύση του Κυπριακού, τόσο ως προς τις εσωτερικές όσο και ως προς τις διεθνείς πτυχές της, δεν μπορεί να παραβλέπει τις αρχές και αξίες που προβλέπει το διεθνές δίκαιο, τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ, τις αρχές στις οποίες εδράζεται η ΕΕ, τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου 1977 / 1979 και το διεθνές πλαίσιο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Tο καθόλα δόκιμο, δίκαιο και συμφωνημένο πλαίσιο διεκδίκησης επανέναρξης των απευθείας διαπραγματεύσεων και συνολικής επίλυσης του Κυπριακού προσκρούει σήμερα στην υπαναχώρηση της τουρκικής πλευράς η οποία εμμένει στη θέση για λύση δύο κρατών. Με πρόσχημα το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά το 2017 επιχειρείται ο τερματισμός κάθε συζήτησης για λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας και η αναβάθμιση του κατοχικού μορφώματος κατά τρόπο που να αναγνωρίζεται σε αυτό ισότιμο διεθνές καθεστώς και κυριαρχική ισότητα με την Κυπριακή Δημοκρατία. Θέση που απηχεί πάγιες θέσεις του Ραούφ Ντενκτάς οι οποίες απορρίφθηκαν έντονα και τεκμηριωμένα το 1990 και το 1992 από δύο διαδοχικούς ΓΓ του ΟΗΕ, τον Πέρεζ Ντε Κουεγιάρ και τον Μπούτρος Γκάλι. Ενδεικτικά, όταν το 1990 ο Ντενκτάς ζήτησε ουσιαστικά όπως αναγνωριστούν δύο προϋπάρχοντα κράτη απαιτώντας αναγνώριση δύο χωριστών λαών ο Ντε Κουεγιάρ, σε Έκθεση προς το Συμβούλιο Ασφαλείας (8 Μάρτη 1990, παρ. 13), μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «η εισαγωγή ορολογίας που διαφέρει από αυτήν που χρησιμοποιεί το Συμβούλιο Ασφαλείας προκάλεσε πρόβλημα που δεν είναι απλώς σημειολογικό (…) οποιαδήποτε αλλαγή στην ορολογία θα μπορούσε να αλλοιώσει το πλαίσιο αρχών το οποίο όλες οι πλευρές είχαν μέχρι στιγμής αποδεχτεί». Για να προσθέσει ότι λόγω αυτής της στάσης οι διαπραγματεύσεις απειλούνταν με τελμάτωση επί ουσιαστικού ζητήματος. Ενώ δύο χρόνια αργότερα, ο Μπούτρος Γκάλι, αναφερόμενος στη θέση του Ντενκτάς για κυριαρχική ισότητα, τόνισε την ανάγκη να αποφεύγεται η εισαγωγή θέσεων που θα μπορούσαν να διαταράξουν την ευαίσθητη ισορροπία των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Οι διαπιστώσεις του υιοθετήθηκαν από το Συμβουλίου Ασφαλείας στο ψήφισμα 789 (1992).

Ανάλογα επιχειρήματα, που καθόρισαν στο παρελθόν τη στάση του ΟΗΕ, παρεμβάλλονται συντριπτικά ενάντια και στις σημερινές αξιώσεις της τουρκικής πλευράς. Η απαίτηση για λύση δύο κρατών στην περίπτωση της Κύπρου αντίκειται πρώτα και κύρια σε θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου. Ειδικότερα στον αναγκαστικό κανόνα που προνοεί ότι η δημιουργία κράτους δεν μπορεί να προκύψει μέσα από παράνομες εξωτερικές επεμβάσεις. Η αμφισβήτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως του μόνου διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους και η νομιμοποίηση των τετελεσμένων της παράνομης εισβολής και κατοχής δεν συνάδει με τη διεθνή νομιμότητα. Ούτε όμως και η επίκληση αναγνώρισης κυριαρχικής ισότητας, ως προϋπόθεση για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, αποτελεί βάση για συζήτηση. Γιατί και πάλι στο διεθνές δίκαιο, η κυριαρχική ισότητα συνιστά απόρροια της κρατικής κυριαρχίας που διασαφηνίζει ότι τα κράτη είναι νομικά ισότιμα και πολιτικά ανεξάρτητα, κι ότι απαγορεύονται οι επεμβάσεις στα εσωτερικά τους από τρίτους. Πρόκειται λοιπόν, για μια θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου που σαφέστατα αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη. Γεγονός που επιβεβαιώνεται στο άρθρο 2(1) της Χάρτας του ΟΗΕ και στο ψήφισμα 2625(1970) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ με το οποίο ενέκρινε τη «Διακήρυξη σχετικά με τις αρχές του διεθνούς δικαίου για τις φιλικές σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».

Στον αντίποδα της τουρκικής θέσης, η ομοσπονδοποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως αυτή καθορίζεται από τα σχετικά ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μπορεί να οδηγήσει σε τερματισμό της παράνομης κατοχής και στην επανένωση του νησιού, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για διαρκή ειρήνη, βιώσιμη ανάπτυξη και ευημερία για το σύνολο του κυπριακού λαού, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Και στο ζήτημα της κυριαρχίας, που συζητείτο για δεκαετίες, υπήρξε κατάληξη με την αμοιβαία αποδεκτή σύγκλιση ανάμεσα στους Χριστόφια-Ταλάτ, η οποία αντιμετώπιζε τις εύλογες ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων χωρίς όμως να αφήνονται οποιεσδήποτε σκιές για ύπαρξη δύο χωριστών οντοτήτων στην Κύπρο.

Κι ενώ για χρόνια η τουρκοκυπριακή πλευρά επέμενε σε συνένωση χωριστών κρατών και η ελληνοκυπριακή πλευρά σε ρητή αναφορά στη μετεξέλιξη της πολιτειακής δομής της Κυπριακής Δημοκρατίας, εν τέλει υπήρξε αμοιβαία αποδεκτή σύγκλιση. Κατά την οποία δεν θα αναφέρεται ρητώς ο τρόπος δημιουργίας της ομοσπονδίας, αλλά θα προκύπτει μέσα από το περιεχόμενο της λύσης. Επισφραγίζοντας επί της ουσίας τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ομοσπονδιακό κράτος με μια και μόνη κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα και μια ιθαγένεια και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι μέσα από τη λύση δεν θα αντιμετωπίσουμε προβλήματα στη συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς, στη συνέχεια των διεθνών συνθηκών, στην απαγόρευση μελλοντικής απόσχισης ή προσπάθειας εκδίωξης της μιας κοινότητας από το κοινό κράτος.

Καθοριστικός παράγοντας στην επίτευξη αυτών των συγκλίσεων αλλά και όσων ακολούθησαν, οι οποίες αποτελούν σήμερα το διαπραγματευτικό κεκτημένο που καλούμαστε να υπερασπιστούμε χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις, υπήρξε ο έμπρακτος σεβασμός του δικοινοτισμού. Ο οποίος εκφράζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο, μέσα από την περιεκτική προσέγγιση της πολιτικής ισότητας και της συμφωνίας επί της αποτελεσματικής συμμετοχής των δύο κοινοτήτων στα όργανα της κεντρικής εξουσίας και στη λήψη αποφάσεων. Η πολιτική ισότητα – που αφορά στο εσωτερικό ενός κράτους και τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες του πληθυσμού – διασφαλίζει εν προκειμένω το δικαίωμα όλων των συνιστωσών ενός γηγενούς πληθυσμού να συμμετέχουν ισότιμα, όχι απαραίτητα με αριθμητική ισότητα αλλά αποτελεσματικά, στις λειτουργίες του κράτους. Ως εκ τούτου, ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την πολιτική ισότητα, η οποία είναι βασικό συμφωνημένο στοιχείο της ομοσπονδιακής λύσης στην οποία στοχεύουμε, είναι η αποτελεσματική συμμετοχή στα όργανα του κεντρικού κράτους και στις συναφείς διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Πρόκειται για ένα εγγενές στοιχείο των ομοσπονδιακών συστημάτων γενικότερα, το οποίο εκφράζεται ανά περίπτωση ομοσπονδίας με διάφορους τρόπους.

Τον ορισμό της πολιτικής ισότητας τον περιγράφουν κατά πολύ συγκεκριμένο τρόπο τα ίδια τα Ηνωμένα Έθνη. Συγκεκριμένα περιγράφεται στην Έκθεση για τις Καλές Υπηρεσίες του ΓΓ του ΟΗΕ τον Απρίλη του 1992. Εξηγώντας πώς θα εκφράζεται η πολιτική ισότητα αλλά και πώς ερμηνεύεται. Συγκεκριμένα, περιγράφει ότι δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα και ίση συμμετοχή σε όλα τα όργανα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ούτε ότι όλες οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με ομοφωνία. Αναγνωρίζοντας όμως το ενδεχόμενο σε κάποιες περιπτώσεις να υπάρχει σε μερικά όργανα ίση συμμετοχή και σε κάποιες περιπτώσεις οι αποφάσεις να λαμβάνονται με ομοφωνία. Στη συνέχεια υπογραμμίζεται ότι η πολιτική ισότητα θα εκφράζεται ουσιαστικά μέσα από την αποτελεσματική συμμετοχή των δύο κοινοτήτων στα όργανα και στις αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης, τις ίσες αρμοδιότητες των δύο περιφερειών και την ίση εκπροσώπηση στην Άνω Βουλή (Γερουσία).

Επί διακυβέρνησης Δημήτρη Χριστόφια, η συζήτηση γύρω από την αποτελεσματική συμμετοχή είχε φτάσει σε προχωρημένο στάδιο σύγκλισης αναφορικά με τα βασικά όργανα. Συγκεκριμένα, στην εκτελεστική εξουσία υπήρξε σύγκλιση ως προς το χρόνο διάρκειας της θητείας 2:1, την εκ περιτροπής προεδρία, τη διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο, με αναλογία Υπουργικού Συμβουλίου 9-5 (Ε/Κ θέση) και 8-5 (Τ/Κ θέση), και συναίνεση ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από το Υπουργικό και όχι από τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο με τουλάχιστον μία θετική ψήφο από κάθε κοινότητα, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ του Προέδρου και Αντιπροέδρου με αποφάσεις του Υπουργικού σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας θα μπορούν από κοινού να αποφασίσουν διαφορετικά – ρύθμιση που δεν συνιστά βέτο διότι αν δεν μπορέσουν να αποφασίσουν από κοινού θα ισχύει η απόφαση του Υπουργικού. Όσο αφορά δε θέματα συμμόρφωσης με διεθνείς υποχρεώσεις, υποχρεώσεις έναντι της ΕΕ ή εύρυθμης λειτουργίας του κράτους, αν δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις προνοείτο ότι θα παραπέμπονται σε μηχανισμό επίλυσης αδιεξόδων, δεν είχε όμως καθοριστεί σε εκείνο το στάδιο ποιος θα είναι αυτός.

Όσο αφορά τη νομοθετική εξουσία, υπήρξε σύγκλιση για ίση εκπροσώπηση σε κοινοτική βάση στη Γερουσία, εκπροσώπηση 1/4 από την Τ/Κ πολιτεία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ότι οι αποφάσεις και στις δύο Βουλές θα απαιτούν τουλάχιστον 1/4 από τους παρόντες και ψηφίζοντας κάθε πολιτείας με εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις που θα απαιτούνται ειδικές πλειοψηφίες 2/5 στην Γερουσία. Επιπρόσθετα υπήρξε κατάληξη για μηχανισμό επίλυσης αδιεξόδων με ίση συμμετοχή, που προέβλεπε ότι αν δεν μπορεί να ληφθεί απόφαση να προστίθεται εκ περιτροπής ακόμη ένα μέλος από κάθε πολιτεία.

Σε σχέση με τη Δικαστική εξουσία είχε συμφωνηθεί ίσος αριθμός στο Ανώτατο Δικαστήριο και σε περίπτωση ισοψηφίας σε κοινοτική βάση τότε το Ανώτατο Δικαστήριο να επιλέγει σε ad hoc βάση ένα από τρεις Δικαστές που θα διορίζονται από την εκτελεστική εξουσία ακριβώς για αυτό τον σκοπό.

Για την Ομοσπονδιακή Δημόσια Υπηρεσία υπήρξε σύγκλιση επί της αρχής ότι οι αποφάσεις σε όλα τα τμήματα, θεσμούς και άλλα διοικητικά όργανα της ομοσπονδίας θα λαμβάνονται στη βάση της αποτελεσματικής συμμετοχής σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις χωρίς όμως περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση. Και σε σχέση με το θεσμό του Γενικού Ελεγκτή είχε συμφωνηθεί ότι θα υπάρχει Γενικός Ελεγκτής και Αναπληρωτής Γενικός Ελεγκτής από έκαστη κοινότητα και ότι θα αποφασίζει ο πρώτος με τη συνεργασία του δεύτερου.

Στις προαναφερθείσες συγκλίσεις βασίστηκαν και οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, ειδικότερα ανάμεσα στους Αναστασιάδη – Ακιτζί, κατά τις οποίες το πεδίο των σχετικών συγκλίσεων διευρύνθηκε περαιτέρω. Ενδεικτική είναι η συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο Μοντ Πελεράν Ι και στη βάση των σχετικών ρυθμίσεων του 2004, με κατάλογο όλων των οργάνων, της συμμετοχής σε αυτά και τον τρόπο λήψης απόφασης. Στα περίπου 40 όργανα τότε, θετική ψήφος απαιτείτο μόνο σε 5.1 Αποδεχόμενη τελικά ως κεκτημένο αυτό τον κατάλογο, η τουρκοκυπριακή πλευρά πρόβαλε το εύλογο επιχείρημα ότι έκτοτε είχε αποφασιστεί η δημιουργία άλλων περίπου 100 οργάνων ζητώντας κατά αναλογία να έχουν θετική ψήφο και σε 5 από αυτά τα νέα όργανα.2

Η αμφισβήτηση ή/και δαιμονοποίηση της αποτελεσματικής συμμετοχής που ακολούθησε το ναυάγιο του 2017 και συνεχίζει να ταλαιπωρεί το δημόσιο διάλογο, έχει έκτοτε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εκτροπή που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Αφού για πρώτη φορά μετά από 20 σχεδόν χρόνια και, παρότι η τουρκική πλευρά επιχειρούσε κατά καιρούς την εισαγωγή συνομοσπονδιακών στοιχείων που όμως αντιμετωπίζονταν στις διαπραγματεύσεις, η Τουρκία και ο κ. Τατάρ εμμένουν στην απαράδεκτη λύση των δύο κρατών αντί της ομοσπονδίας. Επιχειρώντας να αιτιολογήσουν αυτή την επικίνδυνη υπαναχώρηση, ως απάντηση στην αμφισβήτηση της πολιτικής ισότητας και αποτελεσματικής συμμετοχής από την ελληνοκυπριακή πλευρά.

Ως εκ των πιο πάνω προκύπτει ότι η συνεπής και πειστική πλήρης υιοθέτηση των συγκλίσεων, με ιδιαίτερη έμφαση σε όσες είχαν επιτευχθεί αναφορικά με την αποτελεσματική συμμετοχή, είναι κομβικής σημασίας για την προοπτική της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων στη συμφωνημένη βάση λύσης. Η αναζήτηση δε του ακριβούς τους περιεχομένου, δεν αποτελεί βάσιμο επιχείρημα, αφού αυτό απαντάται σε μεγάλο βαθμό μέσα από το ίδιο το Πλαίσιο Γκουτέρες – το οποίο βασίζεται στις συγκλίσεις των πλευρών που είχαν διαμορφωθεί μέχρι και το Κραν Μοντανά – αλλά και από τον όγκο εργασίας που ακολούθησε την παρουσίασή του μέχρι και το τέλος της Διάσκεψης στις 6 Ιουλίου 2017.

Συγκεκριμένα, όσο αφορά στην εκτελεστική εξουσία, στο Πλαίσιο προνοείται εκ περιτροπής προεδρία σε αναλογία 2:1 και, στον τομέα λήψης αποφάσεων, απλή πλειοψηφία με μία θετική ψήφο σε περιπτώσεις όπου τα ζητήματα είναι ζωτικής σημασίας για τις κοινότητες, με μηχανισμό επίλυσης αδιεξόδων. Είχε προηγηθεί σύγκλιση για διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο καθώς και συναντίληψη ότι η μία θετική ψήφος ειδικά στο Υπουργικό θα αφορούσε όλα τα θέματα. Συνεπώς, είχε απόλυτο δίκαιο ο Γενικός Γραμματέας όταν στην Έκθεση του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας του Σεπτέμβρη του 2017 διαπίστωνε ότι με το τέλος της Διάσκεψης του Κραν Μοντανά «οι πλευρές πρακτικά είχαν επιτύχει πλήρη συμφωνία στην ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία και στην αποτελεσματική συμμετοχή» (παρ. 21). Προσθέτοντας αυτολεξεί ότι – παρά τις όποιες κατά καιρούς υπαναχωρήσεις και των δύο πλευρών – το ζήτημα που εκκρεμούσε για την αποτελεσματική συμμετοχή στη συνολική της διάσταση στο τέλος της Διάσκεψης αφορούσε «ειδικότερα, τη σύνθεση και το περιεχόμενο στη λήψη αποφάσεων για ορισμένα ομοσπονδιακά όργανα και θεσμούς χαμηλού επιπέδου». Στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι είχε επιτευχθεί προχωρημένη, αν όχι και πλήρης σύγκλιση στο επίμαχο ζήτημα της πολιτικής ισότητας, με ελάχιστες και δευτερευούσης σημασίας εκκρεμότητες ως προς την εφαρμογή της αποτελεσματικής συμμετοχής.

Όσα προαναφέρονται ενισχύουν τη θέση όσων υποστηρίζουν ότι το διαπραγματευτικό κεκτημένο είναι η πιο ασφαλής οδός για να οδηγηθούμε σε συνολική λύση του Κυπριακού στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου. Ταυτόχρονα, οι αντικειμενικές δυσκολίες που παρεμβάλλονται προϊόντος του χρόνου που έχει παρέλθει από το 2017 και των υπαναχωρήσεων που έχουν σημειωθεί – με πιο επικίνδυνη βεβαίως την τουρκική θέση για λύση δύο κρατών – υπαγορεύουν την ανάγκη για πειστικές και στοχευμένες πρωτοβουλίες που να μπορούν να αναστρέψουν το αρνητικό κλίμα. Χωρίς τις οποίες, η προσπάθεια αναζήτησης κοινού εδάφους για επανέναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας από τον ΟΗΕ, το Γενικό Γραμματέα και την προσωπική του απεσταλμένη, δεν θα ευοδωθεί. Ή θα προσανατολιστεί σε «νέες ιδέες», με τις οποίες αν επιχειρηθεί η ικανοποίηση τουρκικών αξιώσεων που αμφισβητούν κατ’ ουσία τη συμφωνημένη βάση λύσης, θα οδηγηθούμε σε αχαρτογράφητα νερά.

Είναι λοιπόν ωφέλιμη και επιβεβλημένη η διττή στόχευση που πρέπει να έχουν οι πρωτοβουλίες που πρέπει να αναληφθούν προκειμένου να είναι ουσιαστικές και πειστικές. Πρωτίστως, πρέπει να αποκαθιστούν την αμφιβολία που δημιουργήθηκε αναφορικά με την υιοθέτηση του Πλαισίου Γκουτέρες και των συγκλίσεων από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να εξεταστούν συγκεκριμένα κίνητρα τα οποία, χωρίς να ξεπερνούν τις γραμμές ασφαλείας της Κυπριακής Δημοκρατίας, να μπορούν να αξιολογηθούν ως επίκαιρα και επαρκή τόσο από την τουρκική πλευρά όσο και από τους Τουρκοκύπριους. Απαντώντας σε αυτή τη διπλή στόχευση, το ΑΚΕΛ έχει προχωρήσει από το 2020 στην διαμόρφωση ακόμη πιο λεπτομερών εισηγήσεων που κινούνται σε τέσσερις άξονες.

Ο πρώτος άξονας της στάσης που πρέπει να τηρήσει η πλευρά μας είναι η συνέπεια στη λύση ΔΔΟ με πολιτική ισότητα, όπως αυτή περιγράφεται στα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Ο δεύτερος άξονας είναι η συνεπής αποδοχή του Πλαισίου Γκουτέρες καθώς και των συγκλίσεων που είχαν επιτευχθεί μέχρι το τέλος της Διάσκεψης του 2017, περιλαμβανομένων των συγκλίσεων επί του περιεχομένου της πολιτικής ισότητας, περιλαμβανομένης της εκ περιτροπής προεδρίας και της μίας θετικής ψήφου για όλες της αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Ο τρίτος άξονας αφορά στην υιοθέτηση μιας θετικής ατζέντας που δεν μπορεί να περιορίζεται στα ευρωτουρκικά, τα οποία δεν μπορούν να αποτελέσουν από μόνα τους καταλύτη για την δημιουργία προϋποθέσεων επανέναρξης και επιτυχούς κατάληξης της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Αλλά έχει στο επίκεντρό της την αξιοποίηση του θέματος της ενέργειας ως κινήτρου για το Κυπριακό, που μπορεί και πρέπει να προχωρήσει χωρίς παραβίαση κόκκινων γραμμών. Ο τέταρτος άξονας άπτεται της μονομερούς υιοθέτησης μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης προς τους Τουρκοκύπριους, που δεν εξαντλούνται στις πρωτοβουλίες που έχουν ήδη εξαγγελθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά πρέπει να περιλάβουν πρόσθετα μέτρα που προάγουν την κουλτούρα της συμφιλίωσης και της επανένωσης.

Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή για το Κυπριακό. Όσα συμβαίνουν επί του εδάφους συμπίπτουν με περιφερειακές εξελίξεις που μπορούν υπό προϋποθέσεις να έχουν θετικό αντίκτυπο και στο Κυπριακό. Συγκεκριμένα, σε αυτές περιλαμβάνονται τόσο η προσπάθεια εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων με στόχο την επίλυση των προβλημάτων μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας όσο και η αναθέρμανση της προσπάθειας προσέγγισης ΕΕ – Τουρκίας με φόντο μια θετική ατζέντα. Παράλληλα, οι ένοπλες συγκρούσεις που μαίνονται ειδικότερα στην περιοχή μας και αποδεικνύουν ότι οι λεγόμενες παγωμένες συγκρούσεις εγκυμονούν κινδύνους, υπογραμμίζουν την ανάγκη για συνολική λύση και ειρήνευση. Προοπτική που φαίνεται να μην αφήνει αδιάφορη στο παρόν στάδιο τη διεθνή κοινότητα, εν αναμονή της πολιτικής βούλησης που πρέπει να εκφραστεί άμεσα και εμπράκτως από τα εμπλεκόμενα μέρη.

Με επίγνωση των αρνητικών επιπτώσεων που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε επί του εδάφους και με γνώμονα την αναζήτηση προοπτικής μετά από 50 χρόνια συνεχιζόμενης κατοχής και σωρείας παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου εις βάρος ολόκληρου του λαού μας, δεν διστάζουμε να αντιταχθούμε στην παθητική αντίσταση που υπερασπίζονται οι ταγοί του λεγόμενου «μακροχρόνιου αγώνα». Το ΑΚΕΛ δεν διστάζει να εκθέσει όσους αρνούνται την ανάληψη ουσιαστικών πρωτοβουλιών και ανεύθυνα ως και επικίνδυνα, αναλώνονται σε πρόσκαιρους επικοινωνιακούς τακτισμούς. Ο στρατηγικός στόχος της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως αυτή περιγράφεται στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ, δυστυχώς σήμερα αμφισβητείται επίσημα από την τουρκική πλευρά. Και όσο η ηγεσία της ελληνοκυπριακής πλευράς αδυνατεί να τον υπερασπιστεί πειστικά μέσα από την ανάληψη συγκεκριμένων και ουσιαστικών πρωτοβουλιών, η αμφισβήτησή της θα συνεχίζεται και νέα διχοτομικά τετελεσμένα θα δημιουργούνται ολοένα και πιο εντεινόμενα επί του εδάφους. Ουδόλως ισχυριζόμαστε ότι οι προτάσεις του ΑΚΕΛ αποτελούν τη μαγική συνταγή για επίλυση του Κυπριακού, επειδή πρωτίστως η στάση της Τουρκίας παραμένει απρόβλεπτη. Γνωρίζουμε όμως ότι μόνο με τέτοιες ή/και ανάλογες πρωτοβουλίες μπορούμε να δοκιμάσουμε τη στάση της Άγκυρας και να επιδιώξουμε εμπράκτως τερματισμό της παράνομης κατοχής, επανένωση της πατρίδας και του λαού μας, αποστρατικοποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των Κυπρίων, δημιουργία αντικειμενικών προϋποθέσεων για σταθερότητα, ασφάλεια και ευημερία στο μέλλον.

 


1 Στην έγκριση ραδιοφωνικών συχνοτήτων (Διεύθυνση Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών), στη Δίκαιη κατανομή νερού (Υπηρεσία Υδατοπρομήθειας), στα εμπορικά σήματα, Συμβούλιο Αλλοδαπών, ΕΔΥ, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

2 Αυτά είναι: Προστασία Προσωπικών Δεδομένων, Ρυθμιστής Ενέργειας, Ρυθμιστής Ανταγωνισμού, Εποπτική Αρχή Προσφορών, Ρυθμιστής Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Συντάξεων.

PREV

Το ΑΚΕΛ στην πάλη για την αποτροπή του φασιστικού πραξικοπήματος¹

NEXT

Επαναπροσέγγιση και Αριστερά