Παρέμβαση του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ ΑΚΕΛ, Στέφανου Στεφάνου, στην ετήσια Συνεδρία του Προεδρείου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στο περιθώριο της 79ης Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών
Νέα Υόρκη, 15 Σεπτεμβρίου 2024
Θα ήθελα να ευχαριστήσω για την πρόσκληση να συμμετέχω στη συνάντηση του Προεδρείου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και στη συζήτηση του θέματος για την προώθηση της κουλτούρας ειρήνης.
Η επίτευξη αυτού του στόχου όντως προϋποθέτει την επίλυση διεθνών, περιφερειακών και τοπικών προβλημάτων διαμέσου του διαλόγου και της διπλωματίας. Προϋποθέτει τη στήριξη στο διεθνές δίκαιο, τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και στις συμφωνίες που επιτυγχάνονται. Προϋποθέτει επίσης πιο δίκαιη ρύθμιση των διεθνών οικονομικών σχέσεων με στόχο τη σμίκρυνση του χάσματος βορρά – νότου.
Στο πλαίσιο αυτού του θέματος να μου επιτρέψετε να ασχοληθώ μ’ ένα πρόβλημα που ταλανίζει την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας αλλά και τις σχέσεις Τουρκίας – Ε.Ε. Πρόκειται για το Κυπριακό πρόβλημα, που φέτος ολοκλήρωσε 50 χρόνια από την εισβολή και κατοχή μεγάλου μέρους του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία. Της εισβολής είχε προηγηθεί πέντε μέρες νωρίτερα το πραξικόπημα της τότε χουντικής Ελλάδας εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης Μακαρίου. Ελλάδα και Τουρκία, σύμφωνα με τη Συνθήκη Εγγύησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, αποτελούν τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας της χώρας.
Η όλη κατάσταση προκάλεσε τον εδαφικό και πληθυσμιακό διαχωρισμό των δύο βασικών κοινοτήτων που μαζί αποτελούν τον λαό της Κύπρου: των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Ο πληθυσμιακός διαχωρισμός Ελληνοκυπριών και Τουρκοκυπρίων σ’ ένα βαθμό είχε προκληθεί από το 1964, όταν ξέσπασαν δικοινοτικές συγκρούσεις εξαιτίας συνταγματικής και πολιτικής κρίσης. Βέβαια, το 1974 η τουρκική εισβολή επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση και έκτοτε τα προβλήματα δεν έγιναν κατορθωτό να επιλυθούν αφού το Κυπριακό συνεχίζει να είναι άλυτο.
Το Κυπριακό πρόβλημα είναι ένα από τα διεθνή προβλήματα τα οποία έχουν πίσω τους μια μεγάλη ιστορία αποτυχημένων προσπαθειών για επίλυση. Η αποστολή και η παρουσία ειρηνευτικών στρατευμάτων του ΟΗΕ είναι από τις παλαιότερες παγκοσμίως. Βρίσκονται στην Κύπρο από το 1964. Δεν θα ασχοληθώ με το παρελθόν –όχι μόνο γιατί δεν μας παίρνει ο χρόνος, αλλά γιατί είμαι πεπεισμένος ότι ο εγκλωβισμός στο παρελθόν και η αλληλοεπίρριψη ευθυνών για την αποτυχία εξεύρεσης λύσης δεν βοηθά στη δημιουργική αναζήτηση διεξόδων στα αδιέξοδα και ανάληψη πρωτοβουλιών για επίλυση προβλημάτων.
Το Κυπριακό βρίσκεται σήμερα στη χειρότερή του φάση. Βρίσκεται σε στασιμότητα και αδιέξοδο από το 2017, όταν ναυάγησε η Διάσκεψη στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας στην οποία συμμετείχαν οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις Ελλάδα, Τουρκία και Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και οι δύο κυπριακές κοινότητες: η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή. Το αδιέξοδο που υπάρχει είναι μακράν το μακροβιότερο από ποτέ. Η παρέλευση του χρόνου χωρίς λύση δυσχεραίνει τις προοπτικές για επίτευξή της, τόσο επί του εδάφους, όσο και στο επίπεδο της πολιτικής και της κοινωνικής συνείδησης. Πλέον, είναι πολύ λίγοι αυτοί που πιστεύουν στην προοπτική επίτευξης λύσης.
Στη φάση που διανύουμε το καθοριστικό είναι να επικεντρωθούν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στην προσπάθεια για διάρρηξη του αδιεξόδου και για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Την περίοδο αυτή γίνονται ζυμώσεις, βολιδοσκοπήσεις και προσπάθειες από μέρους του διεθνούς παράγοντα και ειδικά, της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ, για να πραγματοποιηθεί τριμερής συνάντηση η οποία να καταλήξει σε επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.
Υπό το φως της κατάστασης, ποια είναι η θέση μας επί του πρακτέου;
- Επανέναρξη των διαπραγματεύσεων χωρίς όρους και προϋποθέσεις από το σημείο που διακόπηκαν στο Κραν Μοντανά.
- Διαφύλαξη ολόκληρου του διαπραγματευτικού κεκτημένου που έχει διαμορφωθεί έπειτα από μακρόχρονες και επίπονες διαπραγματεύσεις. Εννοείται ότι οι πλευρές θα πρέπει να παραμείνουν δεσμευμένες στη συμφωνημένη βάση λύσης της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας (ΔΔΟ) με πολιτική ισότητα όπως την περιγράφουν τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ και όπως αυτή έχει συμφωνηθεί μέσα από πολύχρονες διαπραγματεύσεις και η οποία περιλαμβάνει εκ περιτροπής προεδρία με διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο, καθώς και μια θετική τουρκοκυπριακή ψήφο στο Υπουργικό Συμβούλιο. Η ΔΔΟ συμφωνήθηκε το 1977 και έκτοτε επαναβεβαιώθηκε αρκετές φορές σε σειρά ψηφισμάτων του ΟΗΕ.
- Η διαπραγμάτευση θα πρέπει να γίνει στη βάση του Πλαισίου Γκουτέρες, το οποίο αποτελεί ένα προχωρημένο πλαίσιο σύγκλισης στα βασικά ζητήματα του Κυπριακού και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με όλες τις συγκλίσεις. Αν επιδειχθεί η ανάλογη πολιτική βούληση απ’ όλες τις πλευρές, η διαπραγμάτευση μπορεί σύντομα να οδηγήσει σε στρατηγική συμφωνία η οποία θα σηματοδοτήσει τον αναπόδραστο δρόμο προς τη λύση.
Αυτή την προσέγγιση την οποία έχω καταθέσει την πρότεινε ο Γ.Γ. του ΟΗΕ μετά το ναυάγιο της Διάσκεψης στο Κραν Μοντανά και επέμεινε σ’ αυτή για μερικά χρόνια, με σχετικές διατυπώσεις στις Εκθέσεις του καθώς και σε ψηφίσματα του Σ.Α. Αυτή την προσέγγιση πρέπει να την επαναφέρουμε γιατί αποτελεί τη μοναδική εφικτή οδό για να καταλήξουμε σε συνολική λύση. Κι αυτό γιατί διαφυλάσσει πολύτιμες και σημαντικές συγκλίσεις σε κεφαλαιώδη ζητήματα, όπως είναι το θέμα της πολιτικής ισότητας και της αποτελεσματικής συμμετοχής και των δύο κοινοτήτων στη διακυβέρνηση του δικοινοτικού κράτους. Την ίδια ώρα, η διαφύλαξη όλων των συγκλίσεων αποτρέπει το επανάνοιγμα θεμάτων και επικεντρώνει στη διαπραγμάτευση μόνο των εκκρεμούντων ζητημάτων.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να διαμορφωθεί μια θετική ατζέντα η οποία να βελτιώσει το πολιτικό κλίμα και να απελευθερώσει κίνητρα και δυναμικές για διάρρηξη του αδιεξόδου. Στη θετική ατζέντα μπορούν να ενταχθούν τα θέματα ενέργειας (σημειώνω ότι το Κόμμα μου, το ΑΚΕΛ, έχει διαμορφώσει σχετική πρόταση από το 2020) και η υιοθέτηση μονομερών μέτρων από μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας προς όφελος της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Την ίδια ώρα επιβάλλεται η προώθηση της πολιτικής οικοδόμησης εμπιστοσύνης και συνεργασίας ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους στο επίπεδο της κοινωνίας. Σ’ αυτό το επίπεδο είναι σημαντική η συνεργασία και η κοινή προσπάθεια που καταβάλλουμε ως Κόμμα μαζί με το Τουρκικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CTP), καθώς κι άλλα προοδευτικά κόμματα και οργανώσεις της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Αυτό που χρειάζεται να γίνει αντιληπτό απ’ όλους είναι ότι η λύση του Κυπριακού δεν μπορεί παρά να είναι μια κατάσταση νίκης για όλους γι’ αυτό και πρέπει να υπάρξουν οι ανάλογοι συμβιβασμοί. Η λύση θα ανοίξει προοπτικές για την Κυπριακή Δημοκρατία, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα καθώς και για την Τουρκία, την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η λύση του Κυπριακού θετικά θα επενεργήσει για τις προοπτικές ειρήνευσης στην πολύπαθη περιοχή της Μέσης Ανατολής.