
Ομιλία Γενικού Γραμματέα ΚΕ ΑΚΕΛ, Στέφανου Στεφάνου στην εκδήλωση του ΑΚΕΛ: «Οι προκλήσεις και οι αγώνες των εργαζομένων στην Κύπρο και στην Ευρώπη
Αγαπητοί φίλοι και φίλες,
Σας καλωσορίζω στη σημερινή εκδήλωση. Ιδιαίτερα καλωσορίζω στην Κύπρο την Πρόεδρο της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου, τη ευρωβουλεύτρια της Αριστεράς φίλη Λι Άντερσον και την ευχαριστώ από μέρους του ΑΚΕΛ για την παρουσία της. Όπως ευχαριστούμε βέβαια και την Υπουργό Εργασίας και Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης της Ισπανίας τη φίλη Γιολάντα Ντίαζ που συμμετέχει με τη δική της παρέμβαση στην εκδήλωση. Είναι για εμάς πολύ χρήσιμη η ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών τόσο για τις προκλήσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη και στο Ευρωκοινοβούλιο για τα εργασιακά, όσο και για να συζητήσουμε τις εμπειρίες από την Ισπανία και τη Φινλανδία.
Με τη σημερινή μας εκδήλωση εγκαινιάζουμε και τη νέα, παγκύπρια εκστρατεία του ΑΚΕΛ που έχει στο επίκεντρό της τον κόσμο της εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα. Μια εκστρατεία που στόχο έχει να αναδείξει συγκεκριμένες προτάσεις του ΑΚΕΛ για τους εργαζόμενους και τα σύγχρονα εργασιακά δικαιώματα, να μιλήσουμε και να ακούσουμε τους ίδιους τους εργαζόμενους σε όλο το σύνθετο φάσμα του σύγχρονου κόσμου της εργασίας. Στις υπηρεσίες, στις ψηφιακές τεχνολογίες, στο λιανικό εμπόριο, στα ξενοδοχεία και την εστίαση, στις βιομηχανίες και τις κατασκευές. Ιδιαίτερα θέλουμε να απευθυνθούμε στους εργαζόμενους που βρίσκονται σε χώρους εργασίας όπου δεν υπάρχει καν η προστασία της συνδικαλιστικής οργάνωσης γιατί, πιστεύουμε, ότι αυτοί οι εργαζόμενοι χρειάζονται -ακόμα πιο πολύ- να ακουστούν και να στηριχθούν.
Όλη η ιστορία και όλη η καθημερινή δράση του ΑΚΕΛ έχει -φύσει και θέσει- προτεραιότητα τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους. Τώρα όμως, παίρνουμε την πρωτοβουλία να ξεκινήσουμε μια ειδική εκστρατεία για τα εργασιακά -σε συνέχεια άλλων που αφορούσαν το στεγαστικό, την ακρίβεια, την ενεργειακή φτώχεια, τους νέους γονείς- γιατί σήμερα η κυπριακή κοινωνία βρίσκεται ενώπιον μιας μεγάλης αντίφασης που καθημερινά γίνεται πιο έντονη, πιο εκρηκτική. Από τη μια, έχουμε τους ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, τα υπερκέρδη των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, τα απροσδόκητα έσοδα των κρατικών ταμείων. Και από την άλλη, έχουμε τους καθηλωμένους μισθούς και τα εισοδήματα των εργαζομένων, που μαζί με την ακρίβεια συμπιέζουν το βιοτικό επίπεδο της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Η Κύπρος είναι πρώτη στην ΕΕ στους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας αλλά ως προς την αγοραστική δύναμη των μισθωτών βρίσκεται στα χαμηλά της ευρωπαϊκής στατιστικής.
Θέτουμε το ερώτημα: Πού πάει τελικά η ανάπτυξη, όταν το 20% των εργαζομένων της Κύπρου είναι χαμηλόμισθοί και πάνω από το 40% των εργαζομένων παίρνει λιγότερα από 1500 ευρώ στην Κύπρο με το κόστος ζωής του 2025; Πώς γίνεται να «πετά», όπως λέει η κυβέρνηση, η οικονομία, αλλά οι εργαζόμενοι -αυτοί που κινούν την οικονομία- να μην παίρνουν το μερίδιο που τους αναλογεί, να μην απολαμβάνουν καλύτερους μισθούς, αξιοπρεπείς όρους εργασίας και να στερούνται βασικών δικαιωμάτων;
Για το ΑΚΕΛ, το μεγάλο στοίχημα αυτής της περιόδου είναι να πετύχουμε να μεταφραστεί ανάπτυξη της οικονομίας σε πραγματική βελτίωση των μισθών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, σε ρυθμισμένους και αξιοπρεπείς όρους εργασίας. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει -δίπλα σε όσα διεκδικούν και κερδίζουν οι εργαζόμενοι στους χώρους εργασίας- το κράτος να παρεμβαίνει με πολιτικές που προστατεύουν τους εργαζόμενους οι οποίοι δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις. Το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει με μέτρα που θωρακίζουν τις συλλογικές συμβάσεις και το δικαίωμα στην οργάνωση. Η εκστρατεία, λοιπόν, που εγκαινιάζει σήμερα το ΑΚΕΛ βασίζεται σε μια δέσμη προτάσεων και διεκδικήσεων που τεκμηριώνονται με στατιστικά στοιχεία και που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων.
Πρώτο ζήτημα είναι ο κατώτατος μισθός που υπολογίζουμε ότι καλύπτει πάνω από 120 χιλιάδες εργαζόμενους. Πρέπει όλοι να αναγνωρίσουν ότι το ύψος του κατώτατου μισθού δεν ανταποκρίνεται στο σημερινό κόστος ζωής. Δεν μπορεί ένας εργαζόμενος να ζήσει με 900 ή 1000 ευρώ και να είναι αντιμέτωπος καθημερινά με την ακρίβεια, τις δόσεις, τα ενοίκια, το ρεύμα, τα καύσιμα. Η Κύπρος είναι η μοναδική χώρα από τα 22 μέλη της ΕΕ που έχουν εθνικό κατώτατο μισθό, στην οποία δεν αυξάνεται φέτος ο κατώτατος μισθός. Είναι επίσης η χώρα με τη μεγαλύτερη μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, κατά σχεδόν 3%. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατη Έκθεση της Κομισιόν η Κύπρος έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μη συμμόρφωσης με τον κατώτατο μισθό. Δεν αρκεί, λοιπόν, να πανηγυρίζει η κυβέρνηση για την ύπαρξη του εθνικού κατώτατου μισθού, πρέπει να γίνεται έλεγχος ότι εφαρμόζεται στην πράξη και στην ουσία του. Μάλιστα, η κυβέρνηση αθετώντας την προεκλογική δέσμευση του Νίκου Χριστοδουλίδη και αγνοώντας το αίτημα του συνδικαλιστικού κινήματος, συνεχίζει να μην εισάγει στο διάταγμα την ωριαία απόδοση του κατώτατου μισθού, με αποτέλεσμα τη διάβρωσή του. Και αυτό γιατί όταν ο κατώτατος δεν προσδιορίζεται ωριαία αλλά μηνιαία, σημαίνει ότι ανάλογα με τον κλάδο, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να εργαστούν από 38 μέχρι 48 ώρες εβδομαδιαίως για να πάρουν τον κατώτατο μισθό.
Πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι αν η κυβέρνηση ακολουθούσε τις συστάσεις της σχετικής ευρωπαϊκής Οδηγίας, ο κατώτατος μισθός στην Κύπρο θα έπρεπε να ήταν 200 ευρώ πιο υψηλός. Επομένως είναι πέρα για πέρα λογικό, δίκαιο και επιτακτικό το αίτημά μας να αναπροσαρμοστεί το ύψος του κατώτατου μισθού και να ενσωματωθεί σε αυτό η ΑΤΑ. Το υπογραμμίζω αυτό διότι η κυβέρνηση έχει την εξουσία να τροποποιεί το σχετικό διάταγμα και είναι συνεπώς στο δικό της χέρι να στηρίξει έμπρακτα τους χαμηλόμισθους του ιδιωτικού τομέα μέσα από την επέκταση της ΑΤΑ και ωριαία απόδοση του κατώτατου.
Δεύτερο. Η μεγαλύτερη ασπίδα των εργαζομένων είναι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Εκεί που οι εργαζόμενοι έχουν συνδικαλιστική οργάνωση και συλλογική σύμβαση -είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα- έχουν μια ισχυρή προστασία και τα δεδομένα μιλούν από μόνα τους. Χρειάζεται να επεκταθούν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας ευρύτερα στον ιδιωτικό τομέα όπου σήμερα μόνο 1 στους 4 από τους 411 χιλιάδες εργαζόμενους καλύπτεται από σύμβαση, δηλαδή κάπου μεταξύ του 40-50% του συνόλου των εργαζομένων. Η κυβέρνηση έχει ευθύνη να καταρτίσει ένα τέτοιο σχέδιο, ένα τέτοιο οδικό χάρτη ώστε να αναστραφεί το μεγάλο πλήγμα που συντελέστηκε στα χρόνια της κρίσης. Αυτό άλλωστε αποτελεί υποχρέωση της κυβέρνησης σύμφωνα με την Οδηγία για τους Κατώτατους Μισθούς ώστε τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων της χώρας να καλύπτεται με συλλογική σύμβαση.
Είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απαντήσει η κυβέρνηση: τι έχει κάνει μέχρι σήμερα προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο κυπριακό δίκαιο; Αυτό θα έπρεπε να είχε ήδη γίνει από τα μέσα Νοεμβρίου του 2024, δηλαδή πριν από 5 μήνες. Πού βρίσκεται το σχέδιο δράσης που προβλέπει η Οδηγία -όταν το ποσοστό κάλυψης με συλλογικές συμβάσεις είναι κάτω του 80%- για να αυξηθεί αυτό το ποσοστό; Υπάρχουν και άλλα πολλά που θα μπορούσε η κυβέρνηση να πράξει αν πράγματι θέλει. Για παράδειγμα, για τα ιδιωτικά νηπιαγωγεία στα οποία επιδοτούνται τα δίδακτρα από το κράτος θα μπορούσε να τεθεί ως προϋπόθεση για την χρηματοδότησή τους να έχουν και να εφαρμόζουν συλλογική σύμβαση εργασίας για όλο το προσωπικό. Γενικότερα, θα μπορούσε να εισαχθεί η αρχή ότι για τη διοχέτευση δημόσιου χρήματος σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, μέσα από διάφορα κρατικά σχέδια και προγράμματα, να αποτελεί προαπαιτούμενο κριτήριο η εφαρμογή συλλογικής σύμβασης.
Τρίτο. Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, καθοριστικής σημασίας ζήτημα είναι η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή, μια κατάκτηση του εργατικού κινήματος που αποδεικνύει την αξία και την χρησιμότητά της σε καιρούς ακρίβειας και πληθωρισμού που ροκανίζουν το εισόδημα των εργαζομένων. Το ΑΚΕΛ είναι στο πλευρό του συνδικαλιστικού κινήματος στο αίτημα για επέκταση της ΑΤΑ ώστε να καλύψει όλους τους μισθωτούς της χώρας και να αποδίδεται με βάση τη φιλοσοφία και την αποστολή της που είναι η αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των μισθών.
Τέταρτο. Οι εργοδότες πρέπει να εφαρμόζουν και να σέβονται αυτά που υπογράφουν στις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις. Είναι πρόκληση σε όλη την κοινωνία, να καταγράφει τεράστια κερδοφορία η οικοδομική βιομηχανία αλλά ορισμένοι εργοδότες στην παραγωγή μπετόν να προτιμούν να διαλύσουν τον Σύνδεσμό τους παρά να εφαρμόσουν την κλαδική σύμβαση. Είναι επίσης πρόκληση, πριν στεγνώσει το μελάνι της υπογραφής της σύμβασης στη ξενοδοχειακή μερίδα μεγαλοξενοδόχων να την καταπατά. Υπογραμμίζουμε ότι αυτά τα φαινόμενα πρέπει να προβληματίζουν και από μια άλλη σκοπιά, από το γεγονός ότι συνιστούν αθέμιτο ανταγωνισμό από μέρους των εργοδοτών που δεν εφαρμόζουν τη σύμβαση με αυτούς που την εφαρμόζουν και τηρούν τα συμφωνηθέντα. Χρειάζονται θεσμικά μέτρα που να υποχρεώνουν τους εργοδότες να εφαρμόζουν τα συμφωνηθέντα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων. Τέτοιο μέτρο είναι η Πρόταση Νόμου του ΑΚΕΛ για την Επέκταση της Εφαρμογής των Κλαδικών Συμβάσεων που είναι ήδη κατατεθειμένη στη Βουλή. Η πρόταση του ΑΚΕΛ δίνει τη δυνατότητα στον αρμόδιο υπουργό να επεκτείνει με διάταγμα τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις σε οποιοδήποτε συναφή κλάδο, περιοχή, επαρχία, επαγγελματική κατηγορία ή επιχείρηση.
Πέμπτο. Μια από τις πιο διαδεδομένες τακτικές εργοδοτών για υπόσκαψη των δικαιωμάτων των εργαζομένων είναι η υπαγωγή των εργαζομένων σε καθεστώς αγοράς υπηρεσιών αντί μισθωτού. Δηλαδή, ενώ ένας εργαζόμενος δουλεύει σταθερά για έναν εργοδότη, αυτός τον δηλώνει ως αυτοαπασχολούμενο συνεργάτη ώστε με αυτό τον τρόπο να μην καταβάλλει στον εργαζόμενο ασφαλιστικές εισφορές, ΓεΣΥ, άδειες, ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση ατυχήματος κ.ο.κ. Στην πράξη ο εργαζόμενος μπορεί να χάνει μέχρι και το 1/3 των απολαβών του με αυτή την τακτική. Αυτό είναι το φαινόμενο της ψευδούς αυτοαπασχόλησης που παίρνει ραγδαίες διαστάσεις στον τόπο μας ιδιαίτερα με τις νέες μορφές απασχόλησης, την τηλεργασία και τις ψηφιακές πλατφόρμες. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι ο χειρότερος εργοδότης ως προς την χρήση αυτής της αντεργατικής και παράνομης τακτικής είναι το ίδιο το κράτος που καλύπτει μαζικά με αγορά υπηρεσιών μεγάλο μέρος των μόνιμων αναγκών του. Το ΑΚΕΛ έχει ήδη καταθέσει πρόταση νόμου στη Βουλή ώστε να θεσπιστεί νομικό πλαίσιο που να καθορίζει με επάρκεια και σαφήνεια τα χαρακτηριστικά που διέπουν την σχέση εργοδότη εργοδοτουμένου λαμβάνοντας υπόψη και τις νέες μορφές απασχόλησης. Έτσι, ανεξάρτητα από το τι δηλώνει ο εργοδότης, θα κρίνεται αντικειμενικά αν υπάρχει σχέση μισθωτής εργασίας και ο εργοδότης θα έχει όσες υποχρεώσεις προκύπτουν από αυτή.
Έκτο. Όπως έχουμε πει, το κράτος οφείλει να προστατεύει με μέτρα και μηχανισμούς τους εργαζόμενους που δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις, αλλά εργοδοτούνται με προσωπικά συμβόλαια. Είναι κοινό μυστικό ότι πολλοί εργαζόμενοι, ιδιαίτερα νέοι άνθρωποι, κάτω από την πίεση της ανάγκης να έχουν μια δουλειά -ή ακόμα κάτω από την εργοδοτική πίεση και εκβιασμό- αναγκάζονται να αποδέχονται όρους στα συμβόλαια εργοδότησής τους που συγκρούονται ακόμα και από αυτά που προνοεί η εργατική νομοθεσία. Αυτό στην πραγματικότητα δεν είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, αλλά αποτέλεσμα ανάγκης που υπονομεύει δικαιώματα και όρους εργασίας. Με την ευκαιρία της εκστρατείας, επεξεργαζόμαστε μια νέα πρόταση για εισαγωγή ενός ισχυρού μηχανισμού με τον οποίο το κράτος να ελέγχει ότι τα ατομικά συμβόλαια εργοδότησης δεν περιέχουν πρόνοιες που συγκρούονται με την εργατική νομοθεσία της Κύπρου και της ΕΕ ως προς τα δικαιώματα του εργαζόμενου.
Κλείνω με δύο επισημάνσεις:
Πρώτο, ενδεχομένως ορισμένοι που θα ακούσουν τις προτάσεις μας να σκεφτούν ότι είναι ωραία λόγια αλλά δύσκολα μπορούν να επιτευχθούν στην πράξη. Δεν υποτιμούμε τις δυσκολίες όταν έχουμε μια κυβέρνηση χωρίς τέτοιες ευαισθησίες και προτεραιότητες. Αλλά την ίδια ώρα, οι πρόσφατες επιτυχίες στις διεκδικήσεις μας αποδεικνύει ότι η πίεση του ΑΚΕΛ μαζί με την κοινωνία μπορεί να φέρνει αποτελέσματα που βελτιώνουν χειροπιαστά τη ζωή και την καθημερινότητα του κόσμου.
Και τέλος, θα επαναλάβω για άλλη μια φορά ότι για εμάς η ανάπτυξη και η πρόοδος της χώρας μας δεν μετριέται μόνο με την κατάσταση της οικονομίας. Στην εξίσωση της προόδου περιλαμβάνουμε την ευημερία των ανθρώπων, την άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου. Είτε είναι υπάλληλοι στο γραφείο μιας εταιρίας είτε στο σπίτι πίσω από τον υπολογιστή, είτε δουλεύουν στο εργοστάσιο και το εργοτάξιο, είτε στο εστιατόριο και το καφέ, είτε σε σχολείο και το νοσοκομείο, όλων αυτών που δουλεύουν και ζουν με τον κόπο τον δικό τους τους και όχι από τον κόπο των άλλων.
23.04.2025