Ομιλία Γιαννάκη Κολοκασίδη¹, στην παρουσίαση του βιβλίου Ιστορία του ΚΚΚ (1923 – 1944)
Η «Ιστορία του ΚΚ της Κύπρου 1923-1944» που παρουσιάζουμε απόψε με συγγραφείς τον Αλέξη Αλέκου και τον Σπύρο Σακελλαρόπουλο είναι η δεύτερη μονογραφία με αντικείμενο μελέτης την ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Είχε προηγηθεί το βιβλίο του Γιάννου Κατσουρίδη με το ίδιο θέμα, που όμως εκδόθηκε στα αγγλικά. Βέβαια υπάρχουν πληθώρα βιβλίων που αναφέρονται στην ιστορία του ΚΚΚ και του ΑΚΕΛ. Βιβλία που οι συγγραφείς τους ενώ ισχυρίζονται ότι δεν είναι στρατευμένοι, εκείνο που επιχειρούν είναι να αποδείξουν ότι το ΑΚΕΛ και ο προκάτοχος του το ΚΚΚ είναι κόμμα αντεθνικό, ξενοκίνητο, προδοτικό, ανακόλουθο. Κατά την εκτίμηση μου τέτια βιβλία δεν βοηθούν τον αναγνώστη να προσεγγίσει την ιστορική αλήθεια.
Το βιβλίο των Αλέκου και Σακελλαρόπουλου γράφτηκε με σεβασμό και ευθύνη απέναντι στο αντικείμενο που πραγματεύεται. Σεβασμό αποπνέει το βιβλίο και απέναντι στους πρωταγωνιστές της εποχής, ανεξάρτητα από τις όποιες κριτικές τοποθετήσεις. Το βιβλίο γράφτηκε με επιστημονική παράθεση και ανάλυση των ιστορικών πηγών. Οι συγγραφείς έχουν την ίδια ιδεολογική αφετηρία με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, όμως σε καμία περίπτωση το πόνημα τους μπορεί να χαρακτηριστεί ως αγιογραφία ή προπαγάνδα του ΚΚΚ. Αντίθετα, η προσέγγιση τους είναι κριτική απέναντι στις αποφάσεις, τις δράσεις, τα λάθη και τις παραλήψεις του ΚΚΚ. Δεν διστάζουν μάλιστα να αναδείξουν προβληματικές ακόμα και επώδυνες σελίδες της ιστορίας του ΚΚΚ όπως παλινδρομήσεις και αντιφάσεις στην πολιτική του, αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα στελέχη του που παίρνουν τον χαρακτήρα προσωπικής σύγκρουσης, καθώς και περιπτώσεις αδρανοποίησης στελεχών που δεν άντεξαν το βάρος των διώξεων και της παρανομίας.
Η «Ιστορία του ΚΚ της Κύπρου 1923-1944» θα κατανοηθεί καλύτερα αν μελετηθεί σε συνάρτηση με το βιβλίο «Η εξέγερση του 1931, η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου και η Γ΄ Διεθνής» των Σακελλαρόπουλου και Χουμεριανού. Το ένα βιβλίο συμπληρώνει το άλλο. Και τα δυο μαζί μάς δίδουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της ιστορίας του ΚΚ Κύπρου.
Το υπό παρουσίαση βιβλίο στηρίχθηκε στις μέχρι σήμερα υπάρχουσες πηγές για το ΚΚΚ και γενικότερα την ιστορία της Κύπρου εκείνης της περιόδου. Η μεγάλη όμως σημασία του, όπως και εκείνου για την εξέγερση των Οκτωβριανών, έγκειται στο γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε σε πηγές που για πρώτη φορά γίνονται αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και αξιοποίησης, όπως είναι μια σειρά εγγράφων της Κομμουνιστικής Γ΄ Διεθνούς που αφορούν το ΚΚΚ. Εδώ θα πρέπει να συγχαρούμε θερμά τον Σπύρο Σακελλαρόπουλο αλλά και τον Μανώλη Χουμεριανό που με την ερευνητική τους δουλιά γέμισαν ένα μεγάλο κενό που είχαμε στην ιστοριογραφία της κυπριακής Αριστεράς.
Μέχρι σήμερα όλοι όσοι καταπιάστηκαν με την ιστορία του ΚΚΚ και ιδιαίτερα με την εξέγερση των Οκτωβριανών και τη στάση του ΚΚΚ σ’ αυτήν, στηρίχθηκαν κυρίως σε διηγήσεις στελεχών του Κόμματος ή άλλων προσώπων της εποχής. Οι διηγήσεις όμως αυτές πάσχουν από δύο μεγάλα μειονεκτήματα. Πρώτον, έγιναν κατά κανόνα σε μεγάλη χρονική απόσταση από τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται και σαν φυσιολογικό επακόλουθο έχουν στον ένα ή τον άλλο βαθμό σημαντικές ανακρίβειες. Δεύτερο, και πιο σημαντικό, οι διηγήσεις, όπως και κάθε αυτοβιογραφικό πόνημα, χαρακτηρίζονται από υποκειμενισμό και τάση αυτοδικαίωσης. Σήμερα με τη δουλιά του Σπύρου και του Χουμεριανού γνωρίζουμε πολύ περισσότερο και με μεγαλύτερη αξιοπιστία για τη συμμετοχή και τη δράση του ΚΚΚ όχι μόνο στα Οκτωβριανά, αλλά και ευρύτερα.
Δυστυχώς οι δυο περίοδοι παρανομίας στην ιστορία του ΚΚΚ-ΑΚΕΛ 1931-41 και 1955-59 μάς έχουν στερήσει από πολύτιμο πρωτογενές υλικό. Εύχομαι οι νέοι άνθρωποι που ασχολούνται με την ιστορία της κυπριακής Αριστεράς να συνεχίσουν να ψάχνουν, να βρίσκουν, να αναδεικνύουν και να αναλύουν καινούργια ντοκουμέντα από διάφορα αρχεία ώστε να εμπλουτιστεί ακόμα περισσότερο η ιστορική εργαλειοθήκη μελέτης της ιστορίας της κυπριακής Αριστεράς.
Το υπό αναφορά βιβλίο καλύπτει όλες τις πτυχές της δημιουργίας και δράσης του ΚΚΚ. Εμφάνιση της μισθωτής εργασίας στην Κύπρο, οι πρώτες συντεχνίες, οι πρώτοι κομμουνιστικοί πυρήνες, η ιδεολογική αντιπαράθεση με σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, η συγκρότηση του ΚΚΚ, οι θέσεις και οι πολιτικές του, η δράση του στο εργατικό και αγροτικό κίνημα, η συμμετοχή σε εκλογές, η ένταξη Τ/κυπρίων στο Κόμμα, τα Οκτωβριανά και το ΚΚΚ, οι κατά καιρούς προσπάθειες ανασυγκρότησης, η αναγκαιότητα για έξοδο από την παρανομία και η γενναία απόφαση για δημιουργία του ΑΚΕΛ, η προβληματική συμβίωση ΚΚΚ και ΑΚΕΛ, η σωστή απόφαση για συγχώνευση των δύο κομμάτων, τα πρώτα χρόνια της δράσης και των επιτυχιών του ΑΚΕΛ, ο ηρωισμός των σκαπανέων κομμουνιστών αλλά και η απειρία και οι θεωρητικές τους ελλείψεις.
Πολύ ορθά στο επίκεντρο των προβληματισμών των συγγραφέων τέθηκαν το ζήτημα του στρατηγικού στόχου του ΚΚΚ για απαλλαγή από το βρετανικό αποικιακό ζυγό και το ζήτημα του ενιαίου ανιαποικιακού μετώπου.
Όσον αφορά τον στρατηγικό στόχο είναι γνωστό ότι το ΚΚΚ τάχθηκε υπέρ της ανεξαρτησίας της Κύπρου, υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι αυτός ο στόχος θα μπορούσε να ενώσει Ε/κύπριους και Τ/κύπριους. Αν προσεγγίσουμε αυτή τη θέση έχοντας υπόψη τα σημερινά δεδομένα θα την εκτιμούσαμε ως πολύ ορθή. Όμως ο ιστορικός δεν μπορεί και δεν πρέπει να προσαρμόζει την ιστορία στα θέλω της δικής του εποχής, αλλά να την προσεγγίζει στα πλαίσια της δοσμένης εποχής. Από αυτή την οπτική γωνία λοιπόν, μέσα στα δεδομένα της δεκαετίας του 1920, και λαμβάνοντας υπόψη το συγκεκριμένο περιεχόμενο που έδιδε το ΚΚΚ στον όρο Ανεξαρτησία τότε το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι το λιγότερο έχουμε να κάνουμε με μια προβληματική θέση.
Για το ΚΚΚ η ανεξαρτησία της Κύπρου τοποθετείτο στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας και μάλιστα υπό εργατο- αγροτική κυβέρνηση. Θέση που παραπέμπει στην αντίστοιχη θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τα Βαλκάνια. Έχουμε δηλαδή δογματική μεταφορά στην Κύπρο μιας θέσης ανεξάρτητα και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα και οι συγκεκριμένες συνθήκες στο νησί. Μιας θέσης που ταυτίζει την απελευθέρωση από τον αποικιακό ζυγό με την ταυτόχρονη απελευθέρωση της εργασίας από το κεφάλαιο. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν θα μπορέσει να γίνει κατανοητή και να αγκαλιαστεί από ευρύτερα στρώματα λαού. Όπως γράφουν οι συγγραφείς ακόμα και από ένα τμήμα του Κόμματος «γινόταν αισθητό πως η γραμμή της Ανεξαρτησίας ήταν δύσκολο να επικοινωνηθεί σε ένα μεγάλο τμήμα των λαϊκών στρωμάτων» (σελ. 97).
Συνυφασμένο με τη θέση για Ανεξαρτησία είναι και το θέμα της Ένωσης, που εκείνα τα χρόνια κυριαρχούσε ανάμεσα στους Ε/κύπριους. Οι πιο πολλοί γιατί πίστευαν στην Ένωση, ορισμένοι γιατί έβρισκαν το σύνθημα της Ένωσης βολικό για την προώθηση προσωπικών και παραταξιακών συμφερόντων. Το ΚΚΚ τάχθηκε κάθετα ενάντια στο αίτημα για Ένωση με την Ελλάδα. Η επιχειρηματολογία του πολλές φορές ήταν ακραία, προσβλητική και προβοκατόρικη για τα αισθήματα ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘30 υπήρξε προβληματισμός και σταδιακή εγκατάλειψη αυτής της πολιτικής, όχι μόνο για να βρεθεί κοινό έδαφος με προοδευτικούς αστούς, αλλά, πιστεύω, και ως συνειδητοποίηση της θέσης, που ο Γκεόργκι Δημητρώφ ανέπτυξε στο 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν ότι οι κομμουνιστές όντας διεθνιστές δεν μπορούν να περιφρονούν τα εθνικά αισθήματα του λαού τους.
Το ζήτημα της Ένωσης θα απασχολεί πάντα όσους καταπιάνονται με την ιστορία του ΚΚΚ και του ΑΚΕΛ στη συνέχεια. Σ’ αυτή την παρέμβαση δεν είναι της ώρας να επεκταθούμε. Θα πω μόνο ότι στην ιστορική επιστήμη δεν χωρούν αφορισμοί, δογματισμοί και συναισθηματικές εξάρσεις. Και θα συμφωνήσω απόλυτα με το συμπέρασμα των συγγραφέων ότι «η δυναμική που εμφανίζει το ΑΚΕΛ… «σχετίζεται αφενός με την πολύ συστηματική και επιτυχημένη παρέμβαση του στο χώρο των συντεχνιών… και αφετέρου με την αποδοχή του προσανατολισμού της Ένωσης με την Ελλάδα» (σελ. 267).
Όσον αφορά την τακτική του αντιαποικιακού αγώνα το ΚΚΚ, πολύ ορθά, υιοθετεί τη θέση του ενιαίου αντιαποικιακού μετώπου. Εδώ όμως έχουμε ένα πρόβλημα σχετικά με το εύρος αυτού του μετώπου. Αρχικά το ΚΚΚ βλέπει ότι σ’ αυτό το μέτωπο μπορούν να ενταχθούν Ε/κύπριοι και Τ/κύπριοι, προλετάριοι και αστοί, οπαδοί της ανεξαρτησίας, αλλά και της Ένωσης. Και αυτή είναι μια πολύ ορθή προσέγγιση. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι ο Λένιν συμβούλευε τους Ινδούς κομμουνιστές να εργαστούν μέσα στο Κογκρέσο και τους Κινέζους κομμουνιστές μέσα στο Κουομιντάγκ, θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως λενινιστική θέση.
Στη συνέχεια όμως παρατηρούμε ότι η αντίληψη περί μετώπου στενεύει. Γίνεται λόγος για μέτωπο μόνο στα κάτω και χωρίς τους εθνικιστές. Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς διαμορφώνεται μια αντίληψη «για ένα ταξικό-αριστερό μέτωπο υπό την ηγεσία του ΚΚΚ» (σελ. 67). Αυτή η προσέγγιση αντανακλά στα δεδομένα της Κύπρου την δογματική πορεία που πήρε η Τρίτη Διεθνής στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920.
Όταν όμως ξεσπά η εξέγερση των Οκτωβριανών, η οποία όπως γράφουν οι συγγραφείς «θα αιφνιδιάσει το ΚΚΚ» (σελ 104), η ηγεσία του ΚΚΚ επιστρέφει στην προηγούμενη σωστή θέση. Αυτό δείχνουν τόσο οι ενέργειες της όσο και η διακήρυξη του ΚΚΚ που κυκλοφόρησε εκείνες τις μέρες της εξέγερσης. Είναι η περίπτωση που η ίδια η ζωή, ο αγώνας και οι απαιτήσεις του, διορθώνουν θεωρητικές στρεβλώσεις.
Για τη λεγόμενη δίκη των Βάτη και Σκελέα στα όργανα της Κομιντέρν μετά τα Οκτωβριανά, έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα. Με τον παρόν βιβλίο αλλά και το βιβλίο που προηγήθηκε για τα Οκτωβριανά τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Αλέκου και Σακελλαρόπουλος υπογραμμίζουν πολύ σωστά ότι η κριτική που ασκήθηκε από την Κομιντέρν στα πρώτα στελέχη του ΚΚΚ ήταν «υπερβολική και άδικη». Σ΄ ένα άρθρο μου τον Οκτώβρη του 2015 είχα χαρακτηρίσει την στάση της Κομιντέρν «άδικη και δογματική». Προσθέτοντας «Η Κομμουνιστική Διεθνής αδιαμφισβήτητα διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και των ξεχωριστών κομμουνιστικών κομμάτων στις διάφορες χώρες στα χρόνια του μεσοπολέμου. Όμως δεν ήταν λίγες οι φορές που είτε λόγω έλλειψης σωστής πληροφόρησης ή και κατανόησης για τις συγκεκριμένες συνθήκες μέσα στις οποίες αγωνίζονταν διάφορα Κομμουνιστικά Κόμματα στις χώρες τους, είτε λόγω σεκταριστικών δογματικών αντιλήψεων, η Κομμουνιστική Διεθνής διατύπωνε λανθασμένες θέσεις και κρίσεις».
Στο τέλος κάθε ενότητας υπάρχει μια παράγραφος υπό τον τίτλο «συζήτηση». Πολύ εύστοχη διατύπωση από μέρους των συγγραφέων. Γιατί με αυτό το βιβλίο δεν εξαντλείται, δεν ολοκληρώνεται ο προβληματισμός γύρω από την ιστορία του ΚΚΚ. Αντίθετα τίθενται οι βάσεις, τα πλαίσια για περαιτέρω συζήτηση και προβληματισμό. Οι συγγραφείς δεν διεκδικούν την απόλυτη αλήθεια. Θέτουν τα ερωτήματα, δίδουν την δική τους θεώρηση των πραγμάτων και δηλώνουν έτοιμοι για συζήτηση. Έτσι πρέπει να δούν το βιβλίο και οι αναγνώστες του.
Μέσα σ’ αυτά ακριβώς τα πλαίσια θα ήθελα για παράδειγμα να συζητήσω περισσότερο για το πότε αλλάζει η εκτίμηση για τον χαρακτήρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και να δώ να προβάλλεται περισσότερο η διακήρυξη του ΑΚΕΛ στο έγγραφο της Σκαρίνου όπου τάσσει τον εαυτό του στο αντιχιτλερικό στρατόπεδο. Αυτή η αντιφασιστική διακήρυξη σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα της γερμανικής εισβολής στην Σοβιετική Ένωση αφού αυτή γίνεται δύο μήνες μετά τη συνέλευση της Σκαρίνου. Δεν είναι αποτέλεσμα ούτε μιας προσπάθειας συναντίληψης με εκείνα τα αστικά στοιχεία που πήραν μέρος στην ίδρυση του ΑΚΕΛ. Πρέπει να είχε προηγηθεί ζύμωση και προβληματισμός μέσα στο παράνομο ΚΚΚ για τον χαρακτήρα του πολέμου για να φτάσουμε στη Σκαρίνου σε μια τόσο ξεκάθαρη αντιχιτλερική τοποθέτηση.
Ένα δεύτερο σημείο είναι ότι δεν θεωρώ πως υπήρξε μια περίοδος μετεξέλιξης του ΑΚΕΛ από μάλλον ΣΔ προσεγγίσεις προς κομμουνιστικές στο διάστημα από το 1941 μέχρι το 1947. Ο χαρακτήρας του Κόμματος για τον πυρήνα των στελεχών του ήταν δεδομένος από την αρχή. Η μη χρησιμοποίηση διατυπώσεων όπως δικτατορία του προλεταριάτου και σοσιαλιστική επανάσταση έγινε για να μπορέσει το κόμμα να υπάρξει στην νομιμότητα. Το γεγονός ότι τα μικροαστικά στοιχεία αποχώρησαν από το Κόμμα στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, νομίζω ότι ενισχύει αυτό το σκεπτικό.
Κάτι παρόμοιο έγινε και με το θέμα της Ένωσης. Στα αρχικά στάδια αποφεύγεται επιμελώς να γίνεται αναφορά στην Ένωση ακόμα και στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης και τούτο ακριβώς για να μη δοθεί αφορμή στους Άγγλους να θέσουν εκτός νόμου το ΑΚΕΛ πριν καλά καλά συγκροτηθεί. Γιατί όπως υποστήριζε ο Ρολάνδος Κατσιαούνης, που τόσο πρόωρα χάσαμε, από το 1944 οι Βρετανοί αποικιοκράτες ερωτοτροπούσαν με την ιδέα να θέσουν εκτός νόμου το ΑΚΕΛ.
Το ΚΚΚ, παρόλα τα ψεγάδια και τις ανεπάρκειες του ήταν ένα ηρωικό Κόμμα. Μέσα σε συνθήκες άκρατου αντικομουνισμού τόσο από πλευράς του αποικιοκράτη όσο και της ντόπιας αστικής τάξης και της εκκλησιαστική ιεραρχίας όρθωσε ανάστημα και αγωνίστηκε για τους ανθρώπους της δουλιάς, για τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Συνέχισε μάλιστα να παλεύει και υπό συνθήκες παρανομίας, όταν όλοι οι άλλοι κατέθεσαν τα όπλα. Οι συγγραφείς μας μεταφέρουν το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Χρόνος» ημερ. 6/9/33, που με δόση απογοήτευσης για την αποτελεσματικότητα των Εγγλέζων γράφει: «Ολόκληρον την κυβερνητικήν προσοχήν αποσπά σήμερον η Κομμουνιστική δίωξης. Από του εντ. Γεν. Εισαγγελέως της Νήσου μέχρι του τελευταίου αστυνομικού οι πάντες ασχολούνται με τας κομμουνιστικάς προκηρύξεις, αι οποίαι από καιρού εις καιρόν ανακαλύπτονται εις διάφορα μέρη της Νήσου. Ειδικοί νόμοι εφαρμόσθησαν, αυστηραί καταδίκαι επεβλήθησαν, δρακόντεια μέτρα ελήφθησαν».
Αξίζει λοιπόν να μελετήσουμε αυτό το βιβλίο.
Πιστεύω ότι το βιβλίο θα είναι καλοτάξιδο. Και μαζί του θα ταξιδεύσουν μέλη και μη μέλη του ΑΚΕΛ, απλοί αναγνώστες και εραστές της ιστορίας ανεξάρτητα πολιτικής τοποθέ- τησης, οι οποίοι διψούν για γνώση και για ιστορικές αλήθειες.
1 Ιστορικός, Επίτιμος πρόεδρος Ινστιτούτου Ερευνών Προμηθέας