Ομιλία Γενικού Γραμματέα ΚΕ ΑΚΕΛ Στέφανου Στεφάνου στην επετειακή συνεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων για τις Μαύρες Επετείους
Κυρία πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Στο άκουσμα της σειρήνας σήμερα το πρωί, που κάθε χρόνο ηχεί για να θυμίζει την ώρα έναρξης του προδοτικού πραξικοπήματος της Χούντας των Αθηνών και της ΕΟΚΑ Β’ εναντίον του Μακαρίου, οι εφιαλτικές μνήμες επανέρχονται με ένταση.
Παιδί τότε, στα εννιά και κάτι χρόνια, έζησα τις εξελίξεις με πολύ έντονο τρόπο. Τις έζησα μέσα από τις συζητήσεις των μεγαλύτερων, αλλά και μέσα από τις δικές μου, προσωπικές, εμπειρίες.
Δύο είναι τα περιστατικά που πολύ έντονα έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό μου:
Το πρώτο, όταν ήρθαν πραξικοπηματίες στο σπίτι και συνέλαβαν τον πατέρα μου. Και αργότερα όταν ήρθαν ξανά και το έκαναν φύλλο και φτερό αναζητώντας όπλα. Έκλεψαν αυτοί τα καλασνίκοφ και τα γύρευαν σε άλλους.
Το δεύτερο, όταν παρακολουθούσα τα τουρκικά μεταγωγικά αεροπλάνα να υπερίπτανται του Γερολάκκου και ακολούθως να ρίχνουν τους αλεξιπτωτιστές/εισβολείς στην περιοχή Κιόνελι – Αγύρτας χωρίς να πέσει κανένας πυροβολισμός. Ήταν το μαύρο πρωινό της 20ης Ιουλίου του 1974.
Αυτά τα περιστατικά κυριαρχούν στη μνήμη μου και θα με στοιχειώνουν μέχρι την τελευταία μου πνοή. Μαζί με τις θύμισες του τσουβαλιάσματός μας σε ένα φορτηγό φεύγοντας άρον άρον από το χωριό για να αναζητήσουμε ασφαλέστερο μέρος. Προσωρινά μείναμε στην Ορούντα, πρώτο σταθμό της οδύσσειας μας η οποία μετά από δύο χρόνια κατέληξε στη Δευτερά, με την προσδοκία ότι σύντομα θα επιστρέφαμε πίσω.
Θυμάμαι το σύνθημα που ξεχώριζε στα τότε μαζικά συλλαλητήρια: «όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους». Σαράντα οκτώ χρόνια μετά, σχεδόν μισός αιώνας, κανένας δεν επέστρεψε στο σπίτι του και το Κυπριακό βρίσκεται στη χειρότερή του φάση, ένα βήμα πριν από την οριστική διχοτόμηση και με την πλευρά μας να θεωρείται από τον διεθνή παράγοντα, συνυπεύθυνη για το παρατεταμένο αδιέξοδο.
Κάποιοι ακόμα και σήμερα έχουν την ψευδαίσθηση ότι ο χρόνος εργάζεται υπέρ της πλευράς μας την ώρα που η Τουρκία τον εκμεταλλεύεται για να φέρνει πιο κοντά την οριστική διχοτόμηση. Κάποιοι ακόμα πιστεύουν ότι πρέπει να περιμένουμε αντί να αναλάβουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Στην πολιτική όμως αυτό που έχει καθοριστική σημασία είναι το αποτέλεσμα κι όχι οι προθέσεις. Την ιστορία την γράφουν οι πράξεις και όχι τα διάφορα «αν». Αυτό το αξίωμα της πολιτικής πολλές φορές το παραγνωρίσαμε. Πολλές φορές παραδοθήκαμε στον λαϊκισμό, τον εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία με αποτέλεσμα να ακολουθούμε λανθασμένη πορεία ή να μην αξιοποιούμε κατάλληλα ιστορικές δυνατότητες και ευκαιρίες που διαγράφονταν ενώπιον μας.
Σε αρκετές περιπτώσεις προκρίναμε τις βολικές ψευδαισθήσεις και όχι τον δύσκολο ρεαλισμό που βεβαίως να στηρίζεται σε αρχές. Προτιμήσαμε τα συνθήματα παρά τον ορθολογισμό. Μιλούμε για τις ευθύνες και τα εγκλήματα της Τουρκίας, που ασφαλώς υπάρχουν και είναι βαρύτατα, αλλά παραγνωρίζουμε τις δικές μας ευθύνες και εγκλήματα δικών μας -ναι, και εγκλήματα δικών μας- τα οποία κρύψαμε σε λευκές σελίδες της ιστορίας μας.
Γνωρίζω ότι κάποιοι στο άκουσμα αυτής της τοποθέτησης πάλι θα αρχίσουν τα γνωστά. Ότι με αυτό τον τρόπο ξεπλένουμε τα εγκλήματα της Τουρκίας και αθωώνουμε τις ανομίες της σε βάρος της Κύπρου και του λαού μας. Είμαι ο τελευταίος που θα αποδεχόταν τον συμψηφισμό και την εξίσωση των μαζικών εγκλημάτων ενός κράτους, της Τουρκίας -και προπαντός της εισβολής της στην Κύπρο- με όσα έκαναν πρόσωπα -ακροδεξιοί σοβινιστές, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι- σε βάρος συμπατριωτών μας. Ασφαλώς και δεν είναι το ίδιο!
Κάποια στιγμή όμως ως πολιτική ηγεσία θα πρέπει να βρούμε τη γενναιότητα να μιλήσουμε για τα λάθη της πλευράς μας και τα εγκλήματα των δικών μας ακροδεξιών φανατικών, το 1963-64 και το 1974. Είναι το χρέος μας απέναντι στην Ιστορία αν στ’ αλήθεια θέλουμε να διδαχτούμε από το παρελθόν για να εξασφαλίσουμε ένα ειρηνικό μέλλον για τα παιδιά μας. Άλλωστε, χάνουμε διεθνώς σε αξιοπιστία παρά κερδίζουμε με το να μην κάνουμε παραδοχές αδιάψευστων γεγονότων που ούτως ή άλλως γνωρίζει πολύ καλά η διεθνής κοινότητα.
Η ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί ένα οδοιπορικό που πολλές φορές γράφτηκε ως αποτέλεσμα της κατίσχυσης του ευκταίου επί του εφικτού.
Όπως έγινε, για παράδειγμα, στα πρώτα πολύ δύσκολα χρόνια της ανεξαρτησίας που αντί να στηριχθεί το ανεξάρτητο δικοινοτικό κράτος υποσκάφθηκε με την ψευδαίσθηση ότι θα πετύχουμε την ένωση. Έτσι, η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία βρήκαν ανέλπιστους συμμάχους στην προώθηση της διχοτόμησης.
Ή όπως έγινε στην περίοδο που ακολούθησε των διακοινοτικών συγκρούσεων του ‘63 – ’64 που θεωρήθηκε ότι ήταν η ευκαιρία για να κτιστεί η ένωση από τα κάτω.
Ακόμα κι όταν επίσημα τερματίστηκε η πολιτική του ευκταίου πολύ λίγα άλλαξαν στην πολιτική ρητορική και πράξη. Ο στόχος της ένωσης στην πραγματικότητα δεν είχε εγκαταλειφθεί, η θεωρία του «εθνικού κέντρου» εξακολουθούσε να καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις ακόμα και με τη Χούντα στην Ελλάδα. Το πραξικόπημα γιορταζόταν ως «εθνοσωτήριος επανάστασις» στα εθνικόφρονα σωματεία και η δεξιά παράταξη έστελνε συγχαρητήριες επιστολές σε κάθε επέτειο της 21ης Απριλίου. Την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν στο προσκήνιο ακροδεξιές οργανώσεις -αρχικά το Εθνικό Μέτωπο και ακολούθως η ΕΟΚΑ Β’ του Γρίβα- που με τη βία επιχείρησαν να επιβάλουν την ένωση. Αντί την ένωση όμως, με τις προδοτικές πράξεις τους, έφεραν τον Αττίλα στην Κύπρο.
Καθόλου δεν παραγνωρίζουμε τις έξωθεν συνωμοσίες, κατ’ εξοχήν ΝΑΤΟϊκές, οι οποίες βέβαια διευκολύνονταν αφάνταστα από τις άνομες πράξεις των ακροδεξιών και στις δύο κοινότητες.
Το ΑΚΕΛ δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχθεί να μπουν στο ίδιο τσουβάλι θύτες και θύματα, στην ίδια γραμμή οι πραξικοπηματίες με τους υπερασπιστές της δημοκρατίας. Δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχθεί παραγραφή των βαρύτατων ευθυνών και της προδοσίας που διαπράχθηκε σε βάρος του λαού μας υιοθετώντας ανιστόρητες προσεγγίσεις περί βίας και αντιβίας. Ούτε πρόκειται ποτέ να αποδεχθεί την παραχάραξη της ιστορίας τιμώντας ανθρώπους που φέρουν βαρύτατες ευθύνες για την τουρκική εισβολή. Μιλώ για τον Γρίβα. Κι ας μην λεχθεί εδώ και πάλι ότι ο Γρίβας πέθανε πριν γίνει το πραξικόπημα, γιατί τα σχέδια πραξικοπήματος φέρουν τη δική του υπογραφή.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Όλοι λέμε ότι η Ιστορία διδάσκει για να οριοθετούμε την πορεία μας προς το μέλλον. Ναι, η Ιστορία μπορεί να διδάξει, αλλά μόνο όταν σωστά, ολοκληρωμένα και αντικειμενικά γράφεται και ερμηνεύεται. Μόνον έτσι γίνεται σωστός οδοδείκτης. Στο φόντο των οδυνηρών και επικίνδυνων εξελίξεων που επισυμβαίνουν στη χώρα μας οπωσδήποτε πρέπει να κοιτάξουμε πίσω στην Ιστορία μας για να αποφασίσουμε πώς θα πάμε μπροστά. Πρώτα απ’ όλα πρέπει οριστικά και αμετάκλητα να εγκαταλείψουμε τις ψευδαισθήσεις. Να εγκαταλείψουμε τον λαϊκισμό και με μεγάλη αίσθηση ευθύνης να αναλογιστούμε σε ποια αχαρτογράφητα νερά μπαίνουμε με τη διχοτόμηση να παγιώνεται.
Συνήθως ερίζουμε για το ποιος έχει τις περισσότερες ευθύνες και ποιος τις λιγότερες για να φτάσουμε μέχρι εδώ. Έχω σαφή άποψη, αλλά δεν θα ασχοληθώ με τον καταμερισμό ευθυνών. Και δεν θα το κάνω, γιατί θέλω να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο τι πρέπει να κάνουμε απ’ εδώ και μπρος για να προλάβουμε τις αρνητικές και καταστροφικές εξελίξεις.
Ως πολιτική ηγεσία πρέπει να αντιληφθούμε τους μεγάλους κινδύνους της διχοτόμησης. Τους κινδύνους από τη συνέχιση της παρουσίας των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων. Από τη μετατροπή τη γραμμής κατάπαυσης του πυρός σε σκληρά σύνορα με την Τουρκία. Από την τουρκοποίηση των κατεχομένων και την εξαφάνιση της τουρκοκυπριακής κοινότητας που είναι ο φυσικός μας σύμμαχος στην προσπάθεια για απελευθέρωση και επανένωση.
Η κρισιμότητα των στιγμών δεν καθορίζεται μόνο από την επιθετικότητα της Τουρκίας και την πρόκληση νέων τετελεσμένων στην κυπριακή ΑΟΖ και στην Αμμόχωστο.
Καθορίζεται από το γεγονός ότι η συνέχιση της εκκρεμότητας στο Κυπριακό μάς εμποδίζει να ασκήσουμε κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Η κρισιμότητα των στιγμών καθορίζεται και από το γεγονός ότι ο διεθνής παράγοντας, ο ίδιος ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, όχι μόνο τηρεί ίσες αποστάσεις ενώπιον της προκλητικής στάσης της Τουρκίας, αλλά δεν αναφέρεται πλέον στη συμφωνημένη βάση και πλαίσιο λύσης. Αν δεν αλλάξει η αδιέξοδη κατάσταση ακόμα και ο διεθνής παράγοντας θα συμβιβαστεί με την ιδέα για συζήτηση της διχοτόμησης. Και ακριβώς αυτό είναι που επιδιώκει η Τουρκία.
Αν σε κάποιων τα μυαλά διχοτόμηση σημαίνει μόνοι μας ως Ελληνοκύπριοι να διαχειριζόμαστε την Κυπριακή Δημοκρατία -έστω με τα μισά εδάφη της- θα πω ότι αυτό είναι ακόμα μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση. Η διχοτόμηση θα οδηγήσει σε ένα αμιγώς τουρκικό κράτος στο βορρά και σε ένα μικτό κράτος στις ελεύθερες περιοχές.
Έχουμε υποχρέωση να εγκαταλείψουμε την παθητική στάση και να δράσουμε τώρα. Το τι πρέπει να κάνουμε είναι για εμάς ξεκάθαρο:
Πρώτο: Ενώπιον της προσπάθειας της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας για προώθηση λύσης δύο κρατών πρέπει να παραμείνουμε συνεπείς στη συμφωνημένη βάση λύσης της ΔΔΟ με πολιτική ισότητα, όπως την περιγράφουν τα Ηνωμένα Έθνη. Το δίλημμα δεν είναι ομοσπονδία ή κάτι άλλο. Το κάτι άλλο είναι η διχοτόμηση.
Δεύτερο: μόνο με την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων από το σημείο που διακόπηκαν στη βάση του Πλαισίου Γκουτέρες, διαφυλάσσοντας τις συγκλίσεις, μπορεί να αποτραπούν οι σχεδιασμοί της Τουρκίας για εκτροπή από τη συμφωνημένη βάση. Ο,τιδήποτε άλλο θα μας πάρει στην οριστική διχοτόμηση.
Τρίτο: επιβάλλεται η ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών για τη δραστηριοποίηση του διεθνούς παράγοντα και τη δημιουργία δυναμικής για επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων. Το ΑΚΕΛ, κόμμα πάντοτε υπεύθυνο και πατριωτικό με συγκεκριμένες θέσεις και προτάσεις, έχει καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση από τον Δεκέμβρη του 2020 για το πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε τον παράγοντα της ενέργειας για να απελευθερωθούν δυναμικές, όπως κατ’ επανάληψη μας ζητούσε ο Γ.Γ. του ΟΗΕ μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά.
Κυρία πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Δεν σας κρύβω ότι το ερώτημα που με βασανίζει, ως πολίτη αυτής της χώρας που μεγάλωσε με το τραύμα εκείνου του καλοκαιριού του 1974, είναι αν γίναμε κατά το ελάχιστο σοφότεροι. Αν μάθαμε από τα παθήματά μας.
«Ό,τι ζήσαμε, χάνεται, γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου» έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης.
Να το θυμόμαστε αυτό. Να το θυμόμαστε γιατί έχουμε υποχρέωση, όχι μόνο να διασώσουμε τη μνήμη, αλλά να διασφαλίσουμε μόνιμη ειρήνη και ασφάλεια στις επόμενες γενιές. Έχουμε υποχρέωση να δώσουμε την ευκαιρία σε αυτή την υπέροχη πατρίδα να κερδίσει τη μάχη με το μέλλον.
Τιμή και δόξα στους ήρωες της ελευθερίας και της δημοκρατίας στον τόπο μας.