Το χρηματιστικό κεφάλαιο και η παγκόσμια οικονομία, του Prabhat PATNAIK
Prabhat PATNAIK
Καθηγητής στο Κέντρο Οικονομικών Σπουδών και
Προγραμματισμού του Πανεπιστήμιου Νεχρού (Ν. Δελχί)
Η περίοδος του νέο-φιλελευθερισμού καταδεικνύει αύξηση του μεριδίου του οικονομικού πλεονάσματος στο σύνολο της παραγωγής τόσο σε ξεχωριστές χώρες, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι με το περαιτέρω «άνοιγμα» της οικονομίας για ένα όλο και πιο ελεύθερο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών οδηγηθήκαμε σε μια ταχεία εισαγωγή διαρθρωτικών-τεχνολογικών αλλαγών, οι οποίες επειδή εκτοπίζουν την εργασία διατηρούν σε χαμηλά επίπεδα τον ρυθμό αύξησης της απασχόλησης, καθηλώνοντας την ακόμα και πιο κάτω από το φυσικό ρυθμό ανάπτυξης του εργατικού δυναμικού. Η προκύπτουσα διεύρυνση όμως του σχετικού μεγέθους της εφεδρικής στρατιάς των ανέργων περιορίζει το επίπεδο των πραγματικών μισθών στους παραγωγικούς κλάδους, ακόμα και όταν αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασία, η οποία με τη σειρά της προκαλεί αύξηση του μεριδίου του οικονομικού πλεονάσματος.
Μια τέτοια μετατόπιση από τους μισθούς στο πλεόνασμα μειώνει το επίπεδο της καταναλωτικής ζήτησης και κατά συνέπεια του συνόλου της ζήτησης, ενισχύοντας έτσι την τάση προς κρίση υπερπαραγωγής. Δεδομένου όμως ότι ο συντηρητισμός, που επιβάλλεται στα δημοσιονομικά από το χρηματιστικό κεφάλαιο, αποτρέπει την οποιαδήποτε αντιστάθμιση αυτής της τάσης μέσω της αύξησης των κρατικών δαπανών, τότε το μόνο δυνατό αντίδοτο σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης οικονομίας παρέχεται από φούσκες στις τιμές των αξιών, που έχουν επίσης ως αποτέλεσμα την τόνωση της ζήτησης. Αλλά ακόμα κι αν δημιουργηθεί μια τέτοια φούσκα, που αποτρέπει για λίγο την κρίση υπερπαραγωγής, η κατάρρευσή της τελικά ωθεί και πάλι την οικονομία σε κρίση.
Η κατάρρευση της φούσκας των ακινήτων στις ΗΠΑ το 2008 είχε ακριβώς αυτή την επίδραση στις ΗΠΑ και στην παγκόσμια οικονομία. Στην πραγματικότητα, η δεκαετία
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδίας (μ) – People’s Democracy (Οκτώβρης 2021). Ο καθηγητής Patnaik αρθρογραφεί σε διεθνή περιοδικά, είναι συγγραφέας πληθώρας βιβλίων για οικονομικά και πολιτικά θέματα και συν-συγγραφέας του βιβλίου «Η Θεωρεία του Ιμπεριαλισμού» έκδοση του Columbia University Press, 2017.
2009 -19, δηλαδή ακόμα και πριν από την έναρξη της πανδημίας, σημαδεύτηκε από μια παρατεταμένη κρίση. Η παγκόσμια οικονομία κατέγραψε κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου τον χαμηλότερο μέσο όρο ανάπτυξης για μια δεκαετία σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο.
Η πανδημία και οι περιορισμοί της οδήγησαν την παγκόσμια οικονομία σε απόλυτη πτώση, το σχετικό μέγεθος της οποίας σε κάθε χώρα εν μέρει εξαρτιόταν από την κλίμακα των πακέτων βοήθειας για διάσωσης της, που διέθεταν οι αντίστοιχες κυβερνήσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το πακέτο ανήλθε σχεδόν στο 10% του ΑΕΠ, η μείωση του ΑΕΠ ήταν σχετικά μικρή (3,5% για το 2020), ενώ στην Ινδία, όπου το πακέτο βοήθειας για διάσωση, που διέθεσε η Ινδική κυβέρνηση ήταν λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ , η πτώση του ΑΕΠ ήταν έως και 7,3% το 2020-21. Στις περισσότερες όμως αναπτυγμένες χώρες υπήρξε μια σαφής επιστροφή στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που ακολουθήθηκαν τις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες, δηλαδή υπήρξε μια ουσιαστική και σκόπιμη αύξηση του μεγέθους του δημοσιονομικού ελλείμματος, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση έστω και προσωρινά έθεσε εκτός λειτουργίας το όριο οροφής στο μέγεθος του δημοσιονομικού ελλείμματος σε σχέση με το ΑΕΠ.
Το ερώτημα, που ανακύπτει είναι αν θα υπάρξει επιστροφή στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τώρα που η ένταση της πανδημίας έχει μειωθεί, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα υπάρξει νέα έξαρση της. Η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ υπό τον Τζο Μπάιντεν είναι ξεκάθαρα αντίθετη σε μια τέτοια επιστροφή, τουλάχιστον όσον αφορά τις ΗΠΑ. (Δεν έχει γίνει καμία γενική δήλωση σχετικά με το τι πιστεύει ότι πρέπει να κάνει ο κόσμος και ως εκ τούτου δεν υπάρχει καμία γενική δήλωση αντίθεσης στον νεοφιλελευθερισμό κατ’ αρχήν.) Εκτός από την παροχή επιπρόσθετου πακέτου βοήθειας ύψους 2 τρις δολαρίων, που ακολούθησε το πακέτο των 2 τρις δολαρίων, που είχε ανακοινωθεί νωρίτερα από τον Ντόναλντ Τραμπ, έχει ταυτόχρονα προγραμματίσει παρόμοια σειρά κρατικών δαπανών για τα επόμενα χρόνια σε έργα υποδομής.
Πέρα από τη θέση πολιτικής, που θέλει μια πλήρη και καθολική απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού (την οποία ο Μπάιντεν δεν έχει ακόμα πλήρως υποστηρίξει) μπορεί κάποιος να διακρίνει δύο άλλες θέσεις. Κάποιοι θέλουν μια πλήρη επιστροφή στο νεοφιλελευθερισμό, που σημαίνει δημοσιονομική ορθοδοξία, επιδίωξη μιας πολιτικής σχεδόν μηδενικών επιτοκίων για την προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων, διάλυση του δημόσιου τομέα και συμπίεση του μεριδίου των μισθών μέσω επίθεσης στην εργασία. Μια τέτοια θέση, μολονότι δεν υπάρχει στις ΗΠΑ προς το παρόν, χαίρει πλήρους στήριξης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η άλλη θέση είναι αυτή του ΔΝΤ που, αν και όχι θεωρητικά τουλάχιστον πρακτικά, ακολουθεί μια διαφοροποιημένη προσέγγιση. Ενώ φαίνεται να είναι υπέρ του δημοσιονομικού «φιλελευθερισμού» για τις ανεπτυγμένες χώρες, επιμένει στη δημοσιονομική «ορθοδοξία» στην περίπτωση των τριτοκοσμικών χωρών. Για παράδειγμα, σχεδόν σε κάθε περίπτωση που παρείχε στήριξη χρέους σε χώρες του τρίτου κόσμου κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έχει θέσει την επιδίωξη δημοσιονομικής «λιτότητας» ως προϋπόθεση για μια τέτοια στήριξη.
Η στρατηγική του ΔΝΤ είναι μια στρατηγική, που είναι απόλυτα σύμφωνη με την ιμπεριαλιστική προοπτική. Η δημοσιονομική «λιτότητα» στις χώρες του τρίτου κόσμου έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της συνολικής ζήτησης σε αυτές τις χώρες και την απελευθέρωση πρωτογενών εμπορευμάτων για τις ανεπτυγμένες χώρες χωρίς καμιά απειλή πληθωρισμού. Δεδομένου ότι η προοπτική του πληθωρισμού είναι ένα από τα επιχειρήματα, που προβάλλει το χρηματιστικό κεφάλαιο ενάντια στο δημοσιονομικό «φιλελευθερισμό» στις ανεπτυγμένες χώρες, μια τέτοια διαφοροποιημένη προσέγγιση εξαλείφει τους φόβους του και παρέχει μια φαινομενικά «ιδανική» λύση για τη μητρόπολη, που θυμίζει εποχές της αποικιοκρατίας (αν και επί αποικιοκρατίας η μητρόπολη έπαιρνε τα κύρια εμπορεύματά της από τις αποικίες όχι απλώς χωρίς πληθωρισμό, αλλά στην πραγματικότητα δωρεάν, ως το εμπορευματικό ισοδύναμο του «στραγγίσματος» του πλεονάσματος).
Η Έκθεση Εμπορίου και Ανάπτυξης 2021 της UNCTAD κάνει έναν υπολογισμό για το πώς θα ήταν η παγκόσμια οικονομία εάν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ξαναρχίσουν μετά την πανδημία. Οι παραδοχές πίσω από την άσκηση είναι ότι
- τα δημοσιονομικά ελλείμματα διατηρούνται κάτω από το 3% του ΑΕΠ,
- «απορρύθμιση» της αγοράς εργασίας,
- συνεχιζόμενες ενέσεις ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και
- τη συνέχιση της «απελευθέρωσης» των κεφαλαιαγορών.
Αυτά είναι ακριβώς τα μέτρα, που βρίσκονταν στη μόδα υπό ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς πριν ξεσπάσει η πανδημία. Εάν αυτά τα μέτρα εγκριθούν εκ νέου, τότε αποδεικνύεται ότι η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας την περίοδο 2023 έως 2030 θα ήταν ακόμα πιο αργή από ό,τι ήταν την περίοδο 2010 έως 2019. Ενώ η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας για το 2010 – 2019 ήταν 3,13% ετησίως, ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2023 – 2030 υπό την υποτιθέμενη νεοφιλελεύθερη απαλλαγή εκτιμάται ότι θα ήταν της τάξης του 2,54% ετησίως. Τα αντίστοιχα στοιχεία π.χ. για τη Νότια Ασία (δεν δίνονται χωριστά στοιχεία για την Ινδία) είναι 5,89 και 3,64% αντίστοιχα.
Ακόμα και όταν ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα μειωθεί, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας θα συνεχίσει να παραμένει υψηλός λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών υπό το νεοφιλελεύθερο καθεστώς, καθεμιά από τις οποίες είναι ανοιχτή σε όλο και πιο ελεύθερες ροές αγαθών και υπηρεσιών, για την εισαγωγή τεχνολογιών εξοικονόμησης εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και δομικών αλλαγών. Αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης, που είναι απλώς ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μείον τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, θα είναι ακόμα χαμηλότερος από ό,τι κατά τη διάρκεια ολόκληρης της προηγούμενης περιόδου. Με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να μειώνεται απότομα, ενώ ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας να παραμένει σχετικά αμετάβλητος, η αύξηση της απασχόλησης θα είναι πολύ χαμηλότερη από προηγούμενα, στην πραγματικότητα θα βρεθεί στην αρνητική ζώνη.
Ακόμα και πριν ο νεοφιλελευθερισμός εισέλθει στην κρίση, όταν η παγκόσμια οικονομία είχε συντηρηθεί από δύο διαδοχικές φούσκες στις τιμές περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ αρχικά η φούσκα dot-com και στη συνέχεια η φούσκα των ακινήτων, ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης στην Ινδία είχε πέσει πολύ κάτω από τον φυσικό ρυθμό αύξησης του εργατικού δυναμικού. Ως αποτέλεσμα, ο εργαζόμενος πληθυσμός είχε παρατηρήσει αύξηση της απόλυτης φτώχειας, καθώς ένα αυξανόμενο ποσοστό αυτού του πληθυσμού δεν είχε την αγοραστική δύναμη ούτε να αγοράσει την ποσότητα τροφής, που θα του έδινε την ελάχιστη ημερήσια πρόσληψη θερμίδων που αποτελεί το σημείο αναφοράς για τη φτώχεια. Όλα αυτά έγιναν πριν την πανδημία, που επιδείνωσε περαιτέρω το μέγεθος της φτώχειας. Με τη συνέχιση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, τις οποίες η Ινδία σε αντίθεση με τις ανεπτυγμένες χώρες δεν εγκατέλειψε ποτέ, οι προοπτικές ακόμα και για επιστροφή στα προ πανδημίας επίπεδα φτώχειας φαίνονται ανύπαρκτες.
Ωστόσο, η κυβέρνηση Μόντι είναι αποφασισμένη να επιδιώξει ένα νεοφιλελεύθερο πολιτικό καθεστώς. Χωρίς οποιεσδήποτε ιδέες για την οικονομία όσο και καμιά ανησυχία για τους εργαζόμενους, ακολουθεί απλώς τις επιταγές του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου για ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα, για εμμονή στη δημοσιονομική λιτότητα, για συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων με στόχο να πιέσει προς τα κάτω το μερίδιο των μισθών, και να χρησιμοποιήσει τη νομισματική πολιτική ως μέσο για να παρακινήσει τα πολυεθνικά μονοπώλια να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Αυτό θα έχει βαρύ τίμημα για τους εργαζόμενους στους επόμενους μήνες.
Αντίθετα, η ανάγκη σήμερα απαιτεί την οικοδόμηση μιας στρατηγικής ανάπτυξης μετά την πανδημία με επίκεντρο την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και την αύξηση των δημόσιων δαπανών για μια σειρά από βασικές υπηρεσίες, κυρίως στην εκπαίδευση και την υγεία, που να χρηματοδοτούνται από τους φόρους στην περιουσία ή από υψηλότερους εταιρικούς φόρους. Η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή τη φορολόγηση, αλλά μπορεί να είναι ένα ενδιάμεσο μέτρο έως ότου επιβληθούν αυτοί οι φόροι. Η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι σίγουρα προτιμότερη από τη δημοσιονομική «λιτότητα»