Κυπριακή οικονομία από την ανεξαρτησία μέχρι σήμερα: Τάσεις στην οικονομική ανάπτυξη και την κατανομή του εισοδήματος
Χάρης ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ Οικονομολόγος (Υποψήφιος Διδάκτωρ)
Μέλος της Κ.Ε. και Επικεφαλής Γραφείου Οικονομικών Μελετών της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ
- Εισαγωγή
Η Κυπριακή οικονομία στα 60 χρόνια ζωής της χαρακτηρίζεται από μεγάλες περιόδους απρόσκοπτης οικονομικής ανάπτυξης. Με εξαίρεση το 1964 και τη διετία 1974-1975, η Κυπριακή Δημοκρατία είχε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης το 2008. Η κατάρρευση του τραπεζικού τομέα και η συνακόλουθη επιβολή του μνημονίου επίδρασαν καταλυτικά στη συνολική παραγωγή, αλλάζοντας ραγδαία και καταλυτικά το μοτίβο οικονομικής ανάπτυξης, εμφανίζοντας συστολή της συνολικής παραγωγής, αύξηση της ανεργίας και επανεμφάνιση φαινομένων ακραίας φτώχειας και μετανάστευσης στο εξωτερικό, που είχαμε συναντήσει τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και αμέσως μετά τον πόλεμο του 1974.
Αν και κατά κανόνα οι κύκλοι της ανάπτυξης – ύφεσης κυριαρχούν στις καπιταλιστικές οικονομίες διεθνώς, στην Κύπρο αυτή η κυκλικότητα έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με μεγάλα διαστήματα οικονομικής μεγέθυνσης. Ωστόσο, παρά τις ευνοϊκές οικονομικές συγκυρίες οι επιπτώσεις στην κοινωνία και ειδικότερα στους εργαζόμενους δεν ήταν συμμετρικές. Αντίθετα, τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης παρουσιάζουν διακυμάνσεις στον επιμερισμό τους ανάμεσα στις αμοιβές της εργασίας και τις αμοιβές του κεφαλαίου και σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τις εκάστοτε πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.
- Ιστορική αναδρομή της οικονομικής ανάπτυξης
Η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν 60 χρόνια βρήκε την οικονομία του νησιού σε ένα πρώιμο στάδιο καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Η οικονομία στηριζόταν κατά βάση στον πρωτογενή τομέα και το εμπόριο διεξαγόταν στα πλαίσια των αποικιακών σχέσεων, έχοντας κληρονομήσει θεσμούς και δομές, που είχαν δημιουργηθεί κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας.
Κατά τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το 1960 η κύρια προσπάθεια στρέφεται στην δημιουργία υποδομών. Αφενός επιδιώκεται η βελτίωση και η επέκταση των αεροδρομίων, των λιμανιών, των τηλεπικοινωνιών και του οδικού δικτύου. Αφετέρου, η οικονομική μεγέθυνση προέρχεται από τον τομέα της μεταποίησης, που μαζί με τον γεωργικό τομέα αποτελούν το ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ένα πολύ μεγάλο μέρος των κατοικιών στην ύπαιθρο δεν διέθεταν ηλεκτρικό ρεύμα ή παροχή νερού, ενώ η πλειοψηφία των μαθητών δεν ολοκλήρωναν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Μέχρι και το 1974 η οικονομία ακολουθεί αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης με σημαντική μεγέθυνση του τομέα της μεταποίησης και των κατασκευών. Την περίοδο 1965 – 1973 η οικονομία αναπτύσσεται κατά 8% ετησίως κατά μέσο όρο. Αυτή η εικόνα αλλάζει ριζικά μετά το 1974 και τις καταστροφικές συνέπειες του δίδυμου εγκλήματος στην Κύπρο. Την διετία 1974-1975 καταγράφεται ετήσια ύφεση, που ξεπερνά το 20% και δημιουργεί πλέον νέες συνθήκες αναφορικά με τις οικονομικές προτεραιότητες. Η ανοικοδόμηση είναι το κύριο χαρακτηριστικό μετά τον πόλεμο και δημιουργεί την ανάγκη για στροφή του αναπτυξιακού μοντέλου ώστε να δοθεί νέα δυναμική στην κυπριακή οικονομία.
Το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής ανάπτυξης στην Κύπρο στις δεκαετίες μετά το 1980 και μέχρι την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η αποβιομηχανοποίηση και η σταδιακή μείωση του μεταποιητικού τομέα στο ΑΕΠ. Σε αυτή την περίοδο η τουριστική ανάπτυξη μαζί με τις υπηρεσίες αποτέλεσαν την πιο σημαντική πηγή μεγέθυνσης της οικονομίας. Σαν αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών στο μοντέλο ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας, το ισοζύγιο πληρωμών σε αγαθά γίνεται όλο και πιο αρνητικό, αλλά αντίβαρο στο έλλειμα αγαθών αποτελούν τα έσοδα από τον τουρισμό, τις συμβουλευτικές και άλλες υπηρεσίες. Η φθίνουσα πορεία, που παρατηρείται στον πρωτογενή τομέα (γεωργία) και στη μεταποίηση, δημιουργεί σταδιακά διαρθρωτικές αδυναμίες και στρεβλώσεις, που δεν επιτρέπουν μια πιο ισορροπημένη πορεία ανάπτυξης, η οποία να βασίζεται στην αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και τις εξαγωγές.
Το μοντέλο ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας, που σταδιακά διαμορφώνεται κατά την προ ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην ΕΕ πριν από το 2000, συνεχίζεται με ακόμα πιο έντονους ρυθμούς και μετά το 2000, ολοκληρώνοντας την φιλελευθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η απαγόρευση της φορολογικής διάκρισης μεταξύ εγχώριων και υπεράκτιων εταιριών από την ΕΕ οδήγησε στη μείωση του εταιρικού φόρου στο 10% για να συνεχιστεί η έλκυση ξένων εταιριών και κεφαλαίων για φορολογικούς λόγους. Η απορρύθμιση στη διακίνηση των επιτοκίων και στη μεταφορά κεφαλαίων από άλλα κράτη αποτέλεσαν την βάση για ένα νέο στάδιο καπιταλιστικής ολοκλήρωσης στην πορεία οικονομικής ανάπτυξης στη Κύπρο.
Μετά το 2000, η εισροή κεφαλαίων στην Κυπριακή Δημοκρατία αυξάνεται δραματικά, σημαντικό μέρος των οποίων καταλήγει στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα. Η υπέρμετρη μεγέθυνση του οποίου είχε ως συνέπεια την αύξηση του ιδιωτικού χρέους και ως αποτέλεσμα την φούσκα των ακινήτων, η οποία κατέρρευσε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 με τεράστιες επιπτώσεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, που ουσιαστικά χρεοκόπησε.
Η τραπεζική κρίση, που μεταφράστηκε σε κρίση της κυπριακής οικονομίας, είχε ως κατάληξη την επιβολή μνημονίου και μέτρων οικονομικής πολιτικής, γεγονός που εδραιώνει στην Κύπρο ένα ακραίο πλαίσιο νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, η οποία χαρακτηρίζει την περίοδο 2013-2020 μέχρι και το ξέσπασμα της κρίσης κορωνοϊού.
Σήμερα, το οικονομικό μοντέλο της χώρας έχει καταστεί ευάλωτο και επιρρεπές σε φαινόμενα φούσκας, αφού έχει στραφεί περισσότερο σε επενδύσεις και δράσεις βραχυπρόθεσμου ορίζοντα, αντί να δημιουργήσει τις συνθήκες για μια πιο σταθερή και βιώσιμη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Η διαχρονική συμβολή του πρωτογενή τομέα στην παραγωγή παραμένει σταθερά πολύ χαμηλή και ξεπερνά μόλις το 2% της συνολικής παραγωγής. Η είσοδος στο ευρώ, η αλλαγή στο φορολογικό πλαίσιο και η οικονομική κρίση οδήγησαν σε σημαντική μείωση της συμβολής του δευτερογενή τομέα στην παραγωγή και σε αύξηση της εξάρτησης από τον τομέα των υπηρεσιών. Συνολικά ο δευτερογενής τομέας σήμερα ανέρχεται στο 14,5% του ΑΕΠ, εκ του οποίου ο κλάδος της μεταποίησης δεν ξεπερνά το 6% της συνολικής παραγωγής, με αποτέλεσμα η παραγωγική βάση της χώρας να οδηγείται σε σταδιακή συρρίκνωση.
Αντίστοιχα ο τομέας των υπηρεσιών έχει αυξήσει σημαντικά τη συμμετοχή του στη συνολική παραγωγή. Η παραγωγή έχει στραφεί προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αφού τόσο οι κλάδοι των χρηματοπιστωτικών, όσο και των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, όπως και άλλων παρεμφερών δραστηριοτήτων – ο κλάδος της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας και ο κλάδος των επαγγελματικών και διοικητικών δραστηριοτήτων[1] καλύπτουν το ένα τέταρτο (26,3%) της συνολικής παραγωγής. Μαζί με τους τομείς του εμπορίου, της ναυτιλίας και του τουρισμού καλύπτουν συνολικά τη μισή παραγωγή (51,6%) και αποτελούν τους κύριους μοχλούς μεγέθυνσης της κυπριακής οικονομίας.
- Επιδράσεις στην κατανομή του εισοδήματος
Σε αυτή την πορεία απρόσκοπτης ανάπτυξης η κατανομή των εισοδημάτων και του πλούτου ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις, που σε μεγάλο βαθμό σχετίζονται με το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, που επικρατούσε στην εκάστοτε περίοδο.
Η δυνατότητα διαχρονικής ανάλυσης είναι περιορισμένη, αφού τα στοιχεία που δίνει η Στατιστική Υπηρεσία της Κύπρου για την κατανομή της συνολικής παραγωγής ανάμεσα στα εισοδήματα της εργασίας και τα εισοδήματα του κεφαλαίου αφορούν τα έτη από το 1995 και έπειτα, συσκοτίζοντας σε ένα βαθμό τη διαχρονική εξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Ωστόσο, παρά τη μικρή τους χρονική διάρκεια, τα στοιχεία είναι ενδεικτικά της τάσης, που επικρατούσε στο παρελθόν και αποτυπώνει ξεκάθαρα τις δυναμικές και τις συνθήκες, που διαμορφώθηκαν την τελευταία 25-ετία.
Όπως δείχνει και το Διάγραμμα 1, το 1995 οι συνολικές αμοιβές εργασίας[2] αντιστοιχούσαν στο 40,3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Αντίστοιχα οι συνολικές αμοιβές του κεφαλαίου[3] έφθαναν στο 49,6% του ΑΕΠ, ένα από τα διαχρονικά υψηλότερα ποσοστά αμοιβών προς όφελος του κεφαλαίου. Η κατανομή ανάμεσα στα δυο, αν και ιδιαίτερα άνιση, διατηρείται αναλλοίωτη μέχρι και το 2002. Ενδεικτικό των προτεραιοτήτων των οικονομικών πολιτικών, που λαμβάνουν χώρα την περίοδο διακυβέρνησης Γλαύκου Κληρίδη είναι το γεγονός ότι το 2001, ένα μόλις χρόνο μετά από την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου, οι αμοιβές της εργασίας συμπιέστηκαν στο χαμηλότερο διαχρονικά σημείο.
Η δεκαετία, που ακολούθησε 2002-2012 αποτέλεσε περίοδο σημαντικής ανακατανομής στους συσχετισμούς ανάμεσα στις αμοιβές της εργασίας και του κεφαλαίου. Οι συνολικές αμοιβές εργασίας κατέγραψαν σταδιακή άνοδο με αποτέλεσμα το 2005 να ξεπεράσουν τις συνολικές αμοιβές κεφαλαίου. Το 2009, την πρώτη ουσιαστικά χρονιά εφαρμογής των οικονομικών πολιτικών της διακυβέρνησης Δημήτρη Χριστόφια, μεσούσης της κρίσης στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που επηρέασε δυσμενώς και τις αμοιβές κεφαλαίου στην Κύπρο, οι συνολικές αμοιβές εργασίας έφθασαν στο 47,8% του ΑΕΠ, που αποτέλεσε διαχρονικά το μέγιστο σημείο κατανομής. Την ίδια χρονιά οι συνολικές αμοιβές κεφαλαίου κατέγραψαν το διαχρονικά χαμηλότερο ποσοστό κατανομής στο ΑΕΠ, αφού περιορίστηκαν στο 38,4%. Ο πολύ ξεκάθαρος συσχετισμός κατανομής ανάμεσα στις δυο κατηγορίες διατηρήθηκε αναλλοίωτος για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, καταγράφοντας τη μέγιστη διαφορά ανάμεσα στις δυο κατηγορίες αμοιβών το 2012.
Η περίοδος του μνημονίου και οι οικονομικές πολιτικές της διακυβέρνησης Νίκου Αναστασιάδη – Δημοκρατικού Συναγερμού επανάφεραν στο προσκήνιο την άνιση κατανομή των εισοδημάτων σε βάρος της εργασίας. Σε αυτό συνέβαλαν τόσο οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, όσο και οι συνεχείς μειώσεις μισθών και δικαιωμάτων καθώς και η κατάργηση οικονομικών πολιτικών της προηγούμενης περιόδου, που στόχο είχαν την στήριξη των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων. Στην ουσία η περίοδος μετά το 2013 θεμελιώνει την βίαιη προσπάθεια ανακατανομής των εισοδημάτων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου προς όφελος του κεφαλαίου, έτσι ώστε να αντιστραφεί ο συσχετισμός, που άλλαξε άρδην την περίοδο 2008 – 2012. Αν και η πολιτική κατεύθυνση δημόσια εκ μέρους της διακυβέρνησης Ν. Αναστασιάδη ήταν ότι όλοι θα επωμιστούν το βάρος της κρίσης, που κληροδοτήθηκε από προηγούμενη διακυβέρνηση, στην πραγματικότητα η κρίση λειτούργησε ως εργαλείο για την εφαρμογή ακραία νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας, που φόρτωσαν το βάρος της κρίσης στις αμοιβές της εργασίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2016, την τελευταία χρονιά εφαρμογής του μνημονίου, η Κυβέρνηση Αναστασιάδη – Δημοκρατικού Συναγερμού είχε εκμηδενίσει την διαφορά στην κατανομή των αμοιβών ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.
Δεν μπορεί επίσης να υποτιμηθεί το γεγονός ότι εν μέσω της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας της περιόδου 2013 – 2016 το σύνολο των αμοιβών κεφαλαίου κατέγραφε σημαντική αύξηση και σε πραγματικά μεγέθη. Οι αμοιβές κεφαλαίου από €7,3 δις το 2013 έφθασαν στα €8 δις το 2016 σε αντίθεση με τις αμοιβές της εργασίας, που από €9,4 δις το 2012 μειώθηκαν σε €7,9 δις το 2015. Η μετατόπιση στην κατανομή ανάμεσα στις δυο κατηγορίες, οι περικοπές στις συνολικές αμοιβές εργασίας και η αύξηση στις συνολικές αμοιβές του κεφαλαίου, μεσούσης της κρίσης, δείχνουν το μέγεθος της μετατόπισης του οικονομικού βάρους στους μισθούς και τις αμοιβές των εργαζομένων. Η μεγάλη μείωση των μισθών και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις δεν μετακύλησαν την μείωση του κόστους εργασίας στις τιμές, οδήγησε σε σημαντική αύξηση της κερδοφορίας και σημαντική απώλεια αγοραστικής δύναμης για τους εργαζόμενους. Η αύξηση της κερδοφορίας επανάφερε την απόδοση κεφαλαίου στο υψηλότερο σημείο της τελευταίας 20-ετίας.
Ακόμα και την περίοδο μετά το 2016, που η οικονομία επανέρχεται σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ο συσχετισμός ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο δεν άλλαξε σημαντικά. Η ανάπτυξη στράφηκε κατά κύριο λόγο στην πλευρά του κεφαλαίου, σε αντίθεση με τις συνολικές αμοιβές της εργασίας, που ακολούθησαν πορεία μερικής αποκατάστασης των σημαντικών απωλειών, που επωμίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
- Η επίδραση της φορολογίας στη διανομή του εισοδήματος
Η ανισότητα στην κατανομή των εισοδημάτων επηρεάστηκε και από το φορολογικό σύστημα της Κύπρου. Οι γενναιόδωρες φορολογικές αμνηστίες, οι μεγάλες καθυστερήσεις στην αξιολόγηση των φορολογικών δηλώσεων (5 έως 6 χρόνια), η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, ιδιαίτερα από συγκεκριμένες ομάδες επαγγελματιών, η δυνατότητα αυξημένης φοροαποφυγής από ξένες εταιρείες και οι μικρές πραγματικές κυρώσεις σε φορολογικά πρόσωπα, που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους, έδρασαν καταλυτικά προς αυτή την κατεύθυνση. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα πολιτικών στήριξης του εισοδήματος στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα περιορίζεται σημαντικά.
Ιδιαίτερα προβληματική είναι η απουσία ουσιαστικής φορολογίας επί του πλούτου. Κύριο συστατικό στοιχείο του πλούτου όμως είναι η ακίνητη περιουσία και με ένα φορολογικό σύστημα, που ελαχιστοποιεί τη φορολόγηση της ακίνητης ιδιοκτησίας και εξαιρεί τη φορολογία στις κληρονομιές, ιδιαίτερα αυτές που έχουν πολύ μεγάλη αξία, εδραιώνει την μεταφορά πλούτου από γενιά σε γενιά. Η κατάργηση του φόρου για την ακίνητη ιδιοκτησία το 2017 έχει στερήσει σχεδόν €100 εκ. ετησίως από τον κρατικό προϋπολογισμό, περιορίζοντας την δυνατότητα του να αποτελέσει εργαλείο στήριξης των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων της κοινωνίας.
- Οι σημερινές πραγματικότητες
Η πανδημία, όπως και η κάθε οικονομική κρίση, φέρνει στο προσκήνιο αδυναμίες και προβλήματα, που προϋπάρχουν με πολύ πιο έντονο και άμεσο τρόπο. Οι αδυναμίες στο παραγωγικό μας μοντέλο και στις προοπτικές για το μέλλον, που υπόβοσκαν, ένεκα της πανδημίας ήρθαν στο προσκήνιο με πολύ πιο βίαιο τρόπο και ανάγκασαν την κυβέρνηση να περιορίσει προσωρινά την νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική της.
Η αλλαγή βέβαια δεν ήταν αποτέλεσμα στροφής στην ιδεολογική προσέγγιση της κυβέρνησης Ν. Αναστασιάδη, αφού έγινε υπό το βάρος της πίεσης, που άσκησε η κοινωνία απέναντι στις πρωτοφανείς εξελίξεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποτελεί παρένθεση στην διαχρονική οικονομική φιλοσοφία, που ακολουθεί η διακυβέρνηση Ν. Αναστασιάδη – Δημοκρατικού Συναγερμού, στην προσπάθεια που κάνει για να διασώσει την εικόνα της απέναντι στην κοινωνία. Εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες θα επιδιώξει την πλήρη επάνοδο στη φιλοσοφία, που ακολούθησε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Παρά τις στοχεύσεις της, η Κυβέρνηση δεν θα πρέπει να αγνοεί ότι η πραγματικότητά, αναφορικά με την κυπριακή οικονομία έχει ήδη δημιουργήσει νέα δεδομένα για την επόμενη μέρα.
Τα διδάγματα της πανδημίας έχουν απομυθοποιήσει αρκετά δόγματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης στις σύγχρονες κοινωνίες. Το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας, που κυριάρχησε τις προηγούμενες δεκαετίες και κορυφώθηκε με την τραπεζική κρίση, δεν μπορεί να ερμηνεύσει και να δώσει λύσεις σε κεφαλαιώδη προβλήματα της ανθρωπότητας, όπως η αυξανόμενη οικονομική ανισότητα, η καταστροφή του περιβάλλοντος και προσφάτως η αντιμετώπιση των πανδημιών.
Επίσης, η πανδημία έφερε στο προσκήνιο την αναγκαιότητα για καθολικό χαρακτήρα των συστημάτων υγείας με πρωταγωνιστή τα δημόσια νοσηλευτήρια και το προσωπικό τους, αφού το βάρος της κρίσης αποδεδειγμένα το σήκωσαν τα δημόσια νοσηλευτήρια. Η ανάγκη για στήριξη της οικονομίας από το Κράτος σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, αλλά και ο κεντρικός ρόλος, που διαδραμάτισαν τα δημόσια νοσηλευτήρια, δείχνουν τον δρόμο, που πρέπει να ακολουθήσουμε.
Η κυπριακή οικονομία καλείται να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από διαρθρωτικές αδυναμίες και προβλήματα, που αντιμετωπίζει λόγω των συσσωρευμένων αντιφάσεων και αδιεξόδων της προηγούμενης περιόδου. Οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, σημαντική πτώση των αμοιβών της εργασίας, μειωμένες κοινωνικές και αναπτυξιακές δαπάνες, μεγάλο ποσοστό ιδιωτικού χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, σημαντικά ελλείμματα στους δείκτες περιβαλλοντικής προστασίας, απογείωση της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Χρειάζεται οργανωμένο σχέδιο και πλάνο από το Κράτος, που να λαμβάνει υπόψη όλα τα πιο πάνω, με συγκεκριμένες προτάσεις και δράσεις. Για την οικοδόμηση μιας οικονομίας, που θέτει στο επίκεντρο της τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, στηριζόμενη στις ακόλουθες αρχές:
Στην βιώσιμη, ισορροπημένη και κοινωνικά προσανατολισμένη οικονομική ανάπτυξη.
Στην δικαιότερη κατανομή του πλούτου, που δημιουργεί η κοινωνία και στον καταμερισμό των οικονομικών βαρών, ανάλογα µε το εισόδημα και το οικονομικό εκτόπισμα του καθενός.
Στην διασφάλιση ποιοτικών θέσεων εργασίας και την βελτίωση των δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους.
Στον σεβασμό του περιβάλλοντος και την προστασία των φυσικών πόρων
Στην εγκαθίδρυση ισονομίας, δικαιοσύνης και χρηστής διοίκησης σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας
Σε αυτή την διαδικασία το ΑΚΕΛ οφείλει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Διάγραμμα 1
Πηγή: Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου – Ετήσιοι Εθνικοί Λογαριασμοί 1995-2019, https://www.mof.gov.cy/mof/cystat/statistics.nsf/economy_finance_11main_gr/economy_finance_11main_gr?OpenForm&sub=1&sel=2
Ενημέρωση: 16/10/20
Διάγραμμα 2
Πηγή: Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου (2020), Statistical Abstract 2018, Κυπριακή Δημοκρατία
[1] Περιλαμβάνει υποστηρικτικές δραστηριότητες δικηγόρων, λογιστών, διοικητικών υπηρεσιών
[2] Περιλαμβάνει τους μισθούς, τα ημερομίσθια και όλα τα ωφελήματα των μισθωτών εργαζομένων. Αν και οι αμοιβές των μισθωτών δεν αντανακλούν πλήρως την ταξική διάρθρωση μιας κοινωνίας εφόσον συμπεριλαμβάνουν και μισθωτούς, που αποτελούν μέρος της αστικής τάξης, εντούτοις το μέγεθος αποτελεί ένα καλό δείκτη για την κατάσταση της εργατικής τάξης, αλλά και των μεσαίων στρωμάτων στην Κύπρο.
[3] Περιλαμβάνει κέρδη, αμοιβές των αυτοτελώς εργαζομένων, που λογίζονται ως κέρδη, άλλες αμοιβές από μερίσματα, ενοίκια, τόκους και τις αποσβέσεις των πάγιων στοιχείων ενεργητικού. Όπως και πιο πάνω οι αμοιβές του κεφαλαίου δεν περιλαμβάνουν μόνο αμοιβές της αστικής τάξης, αφού συμπεριλαμβάνονται και οι αμοιβές των αυτοτελώς εργαζομένων, εντούτοις το μέγεθος αποτελεί ένα καλό δείκτη για την οικονομική πορεία, που ακολουθεί η αστική τάξη στην Κύπρο.