Ο πληθωρισμός, μια μέθοδος απαξίωσης της εργασίας
Ηλίας ΙΩΑΚΕΙΜΟΓΛΟΥ
Οικονομολόγος, Επιστημονικός Σύμβουλος ΙΝΕΚ-ΠΕΟ
Η διεθνής περίοδος επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας από μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 2,3% κατά τα έτη 1995-2007 σε 1,0% από το 2008 έως σήμερα, είναι περίοδος που συνοδεύεται από κρίσεις και μακροοικονομικές ανισορροπίες. Έχει διέλθει από διαφορετικές φάσεις και διαφορετικές απόπειρες επίλυσης των προβλημάτων:
Σε μια πρώτη φάση, ενθαρρύνθηκε η ανάπτυξη του ιδιωτικού χρέους για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της μειωμένης ζήτησης. Αυτή είχε προέλθει από το γεγονός ότι μειώνοντας το μερίδιο της εργασίας και των μισθών στο ΑΕΠ, η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της οικονομίας έφερε την οικονομία αντιμέτωπη με το πρόβλημα ότι αυτοί που καταναλώνουν περισσότερο, δηλαδή οι μισθωτοί, είχαν μικρότερο εισόδημα για κατανάλωση. Ως λύση του προβλήματος, προκρίθηκε τότε ο ιδιωτικός δανεισμός, ο οποίος μεταφέρει ζήτηση από το μέλλον στο παρόν. Αυτό γίνεται επειδή κατανάλωση που κανονικά θα πραγματοποιούσαν οι μισθωτοί στο μέλλον, την πραγματοποιούν στο παρόν (αφαιρώντας την από το μέλλον).Αυτή όμως η μέθοδος ενίσχυσης της τρέχουσας ιδιωτικής κατανάλωσης μέσω πιστώσεων (πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, στεγαστικά κλπ.) δεν μπορούσε να συνεχίζεται επ’ άπειρο, και τελικά έφθασε στα όριά της το 2008 οδηγώντας την οικονομία σε κρίση.
Σε μια δεύτερη φάση, οι κυβερνήσεις στράφηκαν στην ενίσχυση της ζήτησης μέσω του δημόσιου χρέους. Έχει όμως φθάσει και αυτή η διαδικασία στα όριά της, ιδιαίτερα επειδή η διαχείριση της κρίσης του covid-19 απαίτησε χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και υψηλά δημόσια ελλείμματα.
Στην τρίτη φάση, επιχειρήθηκε η ενίσχυση της ζήτησης (που επηρεάστηκε και πάλι ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης του 2020) μέσω της δημιουργίας νέου χρήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία παρείχε αυξημένη ρευστότητα. Εξέδωσε δηλαδή μεγάλες ποσότητες χρήματος που διατέθηκαν στις εμπορικές τράπεζες για δανεισμό. Επειδή δε αυτές δανείζουν σε όσους μπορούν να εγγυηθούν ότι θα αποπληρώσουν τα δάνεια, ο μεγάλος όγκος διαθέσιμου χρήματος κατευθύνθηκε στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, των οποίων η υπέρμετρη κατανάλωση και η κερδοσκοπία οδήγησαν σε άνοδο των τιμών.
Πρώτα εκκίνησε η αύξηση των τιμών των ακινήτων, και στη συνέχεια, όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν (με την βοήθεια και του πολέμου στην Ουκρανία), η διεθνής οικονομία εισήλθε σε φάση πληθωρισμού. Βεβαίως, ο πληθωρισμός είναι ανεπιθύμητος από τις κυβερνήσεις στην μακροχρόνια διάρκεια, επειδή ενέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε μη ελέγξιμο υπερπληθωρισμό, και επειδή μειώνεται η εμπιστοσύνη στην οικονομία και αυξάνεται η αβεβαιότητα σχετικά με τις αποδόσεις των επενδύσεων.
Η εμπιστοσύνη στο νόμισμα είναι από τα θεμέλια του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας και επομένως οι κυβερνήσεις επιθυμούν την μείωση του πληθωρισμού. Ωστόσο, ο πληθωρισμός αποτελεί ευκαιρία για τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τα κέρδη τους μέσω αυξήσεων των τιμών που υπερβαίνουν τις αυξήσεις του κόστους, και αυτό πράγματι συνέβη κατά τα τελευταία έτη χωρίς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να παρέμβει. Επίσης, οι κυβερνήσεις, ενώ κατέγραψαν το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυξάνουν τα περιθώρια κέρδους (δηλαδή τις τιμές περισσότερο από όσο δικαιολογούν οι αυξήσεις του κόστους ανά μονάδα προϊόντος) δεν έλαβαν, ούτε λαμβάνουν στοχευμένα μέτρα για τον περιορισμό των αδικαιολόγητων αυξήσεων. Ο πληθωρισμός, λοιπόν, αποτελεί μέθοδο απαξίωσης της εργασίας και περαιτέρω αύξησης της κερδοφορίας. Είναι μάλιστα γνωστό, από την δεκαετία του 1930, ότι είναι πολύ ευκολότερο να απαξιώσεις την εργασία μέσω του πληθωρισμού, παρά με τον βίαιο τρόπο των μειώσεων του ονομαστικού μισθού.
Οι επιπτώσεις της ανόδου των επιτοκίων
(α) Οι βραχυχρόνιες επιπτώσεις
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταφεύγει στην άνοδο των επιτοκίων. Τα υψηλά επιτόκια επέχουν για τις επιχειρήσεις τον ρόλο του «εναλλακτικού οφέλους», της εναλλακτικής τοποθέτησης κεφαλαίου που αποφέρει υψηλότερη κερδοφορία από όσο η επένδυση στις παραγωγικές επιχειρήσεις. Το ίδιο ισχύει και για τους ιδιοκτήτες ακινήτων που τα ενοικιάζουν, και για κάθε άλλον που επενδύει τα χρήματά του για κέρδος, τόκο ή πρόσοδο. Έτσι, όταν αυξάνονται τα επιτόκια, οι ιδιοκτήτες ακινήτων λαμβάνουν το μήνυμα ότι πρέπει να αυξήσουν το ενοίκιο διότι στο εξής το κεφάλαιο εν γένει, σε όλες τις μορφές του, θα αμείβεται περισσότερο, άρα περισσότερο θα πρέπει να αμείβεται και το δικό τους κεφάλαιο που είναι επενδεδυμένο σε ακίνητη περιουσία. Το ίδιο μήνυμα παίρνουν και οι άλλοι κάτοχοι κεφαλαίου, που έχουν επενδύσει τα χρήματά τους σε άλλους κλάδους, όσο υψηλά και αν είναι τα τρέχοντα κέρδη τους.
Τα επιτόκια, λοιπόν, υποδεικνύουν στο σύνολο των επενδυτών το ελάχιστο ύψος κερδοφορίας που θα έπρεπε όλοι οι κάτοχοι κεφαλαίου να επιδιώκουν ως στόχο. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι παράγοντες που προσδιορίζουν το ύψος της απόδοσης κεφαλαίου, αυτό όμως δεν αναιρεί την σχέση αιτιότητας μεταξύ των επιτοκίων και της κερδοφορίας του κεφαλαίου που είναι επενδεδυμένο σε κλάδους εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ο βασικός λόγος για τον οποίο κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο εκλαμβάνει την αύξηση των επιτοκίων ως ένδειξη ότι πρέπει να αυξήσει την απόδοσή του (την κερδοφορία του) είναι ότι επιδιώκει την μεγιστοποίηση του κέρδους, στην οποία προβαίνει όποτε έχει την ευκαιρία, και ο πληθωρισμός αποτελεί μια τέτοια ευκαιρία όταν η οικονομία βρίσκεται στο σημείο πλήρους χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού (όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα δε στην Κύπρο, όπου χρησιμοποιείται ήδη πλήρως το παραγωγικό δυναμικό ενισχύοντας έτσι τις πληθωριστικές τάσεις).
Προβάλλεται και το επιχείρημα πως υπάρχει και ένας δεύτερος λόγος για τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις τιμές τους, ότι η αύξηση των επιτοκίων αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης των δανειακών κεφαλαίων τους (τόσο περισσότερο όσο υψηλότερος είναι ο δανεισμός τους). Για να διατηρήσουν, λοιπόν, τα κέρδη τους, οι επιχειρήσεις, όσο υψηλά και αν είναι αυτά ήδη, θα έπρεπε να αυξήσουν τις τιμές τους. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις αυξάνουν τις τιμές όταν αυξάνονται τα επιτόκια είτε έχουν πολλά δάνεια είτε καθόλου, αρκεί να έχουν την ευκαιρία να αυξήσουν τα κέρδη.
(β) Πότε μπορούν οι επιχειρήσεις να προβούν σε ανατιμήσεις
Δεν έχουν πάντοτε την ευκαιρία οι επιχειρήσεις να προβούν σε ανατιμήσεις. Υπάρχουν δύο περιπτώσεις, ανάλογα εάν οι επιχειρήσεις έχουν αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό (εάν μπορούν δηλαδή να αυξήσουν τον όγκο της παραγωγής τους ή όχι, χωρίς νέα επένδυση σε πάγιο κεφάλαιο).
Η πρώτη περίπτωση είναι η εξής: Εάν οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν πλήρως την παραγωγική ικανότητά τους, δηλαδή δεν τους περισσεύει παραγωγικό δυναμικό για να αυξήσουν την παραγωγή πέραν του σημερινού επιπέδου της, τότε θα αυξήσουν τις τιμές τους διότι καθεμιά από αυτές υπολογίζει ότι δεν θα χάσει μερίδιο αγοράς από τους ανταγωνιστές της (αφού ούτε και αυτοί δεν μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή τους και εν πάση περιπτώσει ζήτηση υπάρχει για όλες τις επιχειρήσεις).
Η δεύτερη περίπτωση είναι η εξής: Εάν περισσεύει στις επιχειρήσεις παραγωγικό δυναμικό για να αυξήσουν την παραγωγή, η επιχείρηση θα προεξοφλήσει ότι εάν προβεί σε ανατιμήσεις κινδυνεύει να χάσει μερίδιο αγοράς από τους ανταγωνιστές της εάν αυτοί κρατήσουν αμετάβλητες τις τιμές τους για να προσελκύσουν επιπλέον παραγγελίες. Σε αυτήν την περίπτωση, οι επιχειρήσεις δεν έχουν την ευκαιρία να προχωρήσουν σε ανατιμήσεις εκτός εάν στον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιούνται μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε συντεταγμένες κινήσεις (κάτι που συμβαίνει σχετικά εύκολα σε μεγάλες επιχειρήσεις όταν είναι λίγες στον κλάδο, και συμβαίνει επίσης πολύ εύκολα σε μικρούς κλειστούς τόπους). Συμβαίνει, επίσης, να μην λειτουργεί ο ανταγωνισμός όταν υπάρχει μια επιχείρηση που έχει δεσπόζουσα θέση στον κλάδο και οι υπόλοιπες την ακολουθούν, ή ακόμη εάν προεξοφλήσουν όλοι, χάρη σε ένα είδος ταξικής κεφαλαιοκρατικής ενσυναίσθησης, πως οι ανταγωνιστές τους θα αυξήσουν και αυτοί τις τιμές τους. Εάν πάντως δεν μπορούν να τις αυξήσουν, θα αυξήσουν την πίεση επί των ονομαστικών μισθών για να τους μειώσουν – εάν μπορούν.
Από τον πληθωρισμό στην επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας
Με την μεγάλη άνοδο της ζήτησης κατά το 2021 και το 2022, το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει μειωθεί εξαιρετικά και βρίσκεται ήδη (2023) στην περιοχή του μηδενός. Η δε Κυπριακή οικονομία είναι ήδη σε κατάσταση υπερθέρμανσης, με την έννοια ότι το ύψος της τρέχουσας παραγωγής υπερβαίνει εκείνο το όριο άνωθεν του οποίου ευνοούνται ο πληθωρισμός και τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Ωστόσο, με τις ανατιμήσεις περιστέλλεται η ιδιωτική κατανάλωση, διότι το εισόδημα των νοικοκυριών διατίθεται τώρα για την αγορά λιγότερων εμπορευμάτων αφού οι τιμές τους είναι υψηλότερες. Έτσι, η συνολική ζήτηση περιστέλλεται, για τον απλό λόγο ότι η κατανάλωση αποτελεί περίπου τα 3/4 της συνολικής ζήτησης. Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια αποθαρρύνουν τον δανεισμό για κατανάλωση και επιβραδύνουν την συσσώρευση παγίου κεφαλαίου μειώνοντας τις επενδύσεις.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι αναμενόμενο να μειωθεί η συνολική ζήτηση εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων κατά το επόμενο χρονικό διάστημα, και η οικονομία πιθανότατα θα επιβραδυνθεί. Εξάλλου αυτό μπορεί να κριθεί αναγκαίο και για την διόρθωση του ελλείμματος στις τρέχουσες συναλλαγές. Η δε επιβράδυνση της οικονομίας θα τείνει να αυξήσει το ποσοστό ανεργίας, να μειώσει έτσι την διαπραγματευτική δύναμη των μισθωτών και να συμβάλει στην περαιτέρω συγκράτηση των μισθών σε επίπεδα συμβατά με τις προσδοκίες των επιχειρήσεων για υψηλά κέρδη. Αυτά δεν είναι μοιραία και αναπόφευκτα, πλην όμως είναι η δυναμική του συστήματος, ο τρόπος λειτουργίας του, η φύση του και η ροπή του, εκτός εάν κάποια εξωτερική δύναμη, πολιτική, συνδικαλιστική ή άλλη, αναχαιτίσει την πορεία του.
Εάν αφεθεί το σύστημα, χωρίς παρεμβάσεις, να πορεύεται με βάση τις αυθόρμητες τάσεις του, βαίνουμε σε μια διαδρομή με δύο φάσεις: Στην πρώτη φάση, βραχυπρόθεσμα (σε ορίζοντα ενός έτους) οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται έστω και με μικρότερο ρυθμό από ότι στο παρελθόν, καθότι η αύξηση των επιτοκίων θα έχει δώσει το γενικό σύνθημα για υψηλότερη κερδοφορία, και κάπως αργότερα, σε δεύτερη φάση, ο πληθωρισμός θα μειωθεί επειδή η μείωση της ζήτησης κάτω από ένα κατώφλι θα αυξήσει το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό και θα οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. Στην πρώτη φάση, στην οποία βρισκόμαστε, ήδη υποτιμάται η αγοραστική δύναμη τουμισθού εξαιτίας του πληθωρισμού. Στην δε δεύτερη φάση, της επιβράδυνσης της οικονομίας και της αύξησης της ανεργίας, πάλι θα αναπτυχθούν τάσεις υποτίμησης της αγοραστικής δύναμης του μισθού επειδή η υψηλότερη ανεργία αποδυναμώνει την διαπραγματευτική δύναμη του μισθού. Τέλος, υπάρχει και το ενδεχόμενο μιας μικτής λύσης, δηλαδή η συνύπαρξη ενός μέτριου πληθωρισμού της τάξης του 3% με επιτόκια που δεν θα έχουν ανεβεί δραματικά προκειμένου να αποφευχθούν οι χρεοκοπίες ή άλλα μεγάλα προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Σε κάθε περίπτωση, αυτά θα συμβούν εκτός εάν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις των μισθωτών παρέμβουν ανταγωνιστικά για να επιβάλλουν συνθήκες προστασίας του μισθού και ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης της μισθωτής εργασίας