Ομιλία Αντρέα Καυκαλιά, Βουλευτή ΑΚΕΛ, κατά τη συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2026
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η κυβέρνηση για να υπερασπιστεί τις πολιτικές της συχνά κάνει λόγο για την καλή πορεία των μακροοικονομικών δεικτών της οικονομίας. Σ ’αυτό το πλαίσιο και για να μας πείσει πόσο καλά πάνε τα πράγματα, ο Υπ. Οικονομικών στην παρέμβαση του ενώπιον της Βουλής για τον προϋπολογισμό του 2026 παρέθεσε στοιχεία, μεταξύ άλλων, για τον θετικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, για τα πλεονάσματα, αλλά και για τη μείωση του δημόσιου χρέους.
Δείκτες και στοιχεία τα οποία ουδείς αμφισβητεί. Έχουμε ωστόσο υποχρέωση η ανάλυση μας να βλέπει και πίσω από τους αριθμούς, να βλέπει την πραγματική οικονομία και την κοινωνία.
Και τι εντοπίζουμε εμείς:
Μια ανισομερή ανάπτυξη με συγκέντρωση του παραγόμενου πλούτου, υπέρ του κεφαλαίου, σε κέρδη και υπερκέρδη, εις βάρος των εισοδημάτων της εργασίας.
Ένα μοντέλο ανάπτυξης και δημοσιονομικής διαχείρισης που δεν επικεντρώνεται σε διαρθρωτικές τομές για παραγωγικές επενδύσεις, όπως είναι η πράσινη και κυκλική οικονομία, ο πρωτογενής τομέας, η μεταποίηση, η έρευνα και η καινοτομία. Που κρατά παγωμένες τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην ενέργεια, την πράσινη μετάβαση, τη στέγη.
Ένα μοντέλο με μεγάλες τάσεις συγκέντρωσης σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας- τραπεζικό τομέα, τομέα υγείας ,τομέα ενέργειας, εμπόριο- και δημιουργία ολιγοπωλίων- καρτέλ. Με υπερκέρδη για το κεφάλαιο και οικονομικά βάρη για τα νοικοκυριά.
Που δεν θέτει φραγμούς και αφήνει ανεξέλεγκτη την πώληση περιουσίας σε κεφάλαια ξένων συμφερόντων, με όλες τις αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και τον τόπο. Ένα μοντέλο με ανάπτυξη χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα στην πραγματική οικονομία.
Εξετάζουμε ένα προϋπολογισμό που συντηρεί αυτές τις παθογένειες. Εγκλωβισμένο στην ανακύκλωση των ανελαστικών δαπανών. Που στηρίζεται σε έκτακτα έσοδα, λόγω έμμεσων φορολογιών και ακρίβειας, στη λογική των πλεονασμάτων, χωρίς κοινωνικό αποτύπωμα.
Ένα προϋπολογισμό που κάνει εξοικονομήσεις από κονδύλια για αναπτυξιακά έργα που δεν προχωρούν ή δεν ολοκληρώνονται λόγω αδυναμίας και ανικανότητας.
Ενδεικτικό, το γεγονός ότι στον τροποποιητικό προϋπολογισμό που κατέθεσε η κυβέρνηση, πριν μερικές μέρες στη Βουλή, συμπεριλαμβάνονταν εξοικονομήσεις πέραν των €100 εκατομμυρίων για αναπτυξιακά έργα που δεν θα υλοποιηθούν . Για να μην πούμε και για το σταθερά χαμηλό ποσοστό υλοποίησης του αναπτυξιακού προϋπολογισμού, 61% το 2024.
Και για το δημόσιο χρέος θέλω να κάνω ένα σχόλιο: πανηγυρίζει η κυβέρνηση για την πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους. Ότι θα περιοριστεί στο τέλος του 2026 στο 50.9% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 55,3% το 2025. Και προφανώς αυτό δεν είναι κακό. Κακό είναι όμως και σ ’αυτό ξεχνά να αναφερθεί η κυβέρνηση, ότι ο εσωτερικός δανεισμός από το Ταμείο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει εκτοξευθεί στα €11.9 δις το τέλος του 2024 από €10.6 δις το 2023. Με περαιτέρω αυξήσεις το 2025, αφού τα στοιχεία από την Στατιστική Υπηρεσία για τον Οκτώβρη 2025, ανεβάζουν το χρέος από τον εσωτερικό δανεισμό στα €12.793 δις. Πέραν των €2 δις η αύξηση του εσωτερικού δανεισμού και του χρέους του κράτους προς το Ταμείο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων από το 2023.
Και ξαναρωτούμε την κυβέρνηση, ποιος είναι ο σχεδιασμός για αποπληρωμή του χρέους του κράτους προς το Ταμείο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το πλάνο της για δημιουργία πραγματικού αποθεματικού του Ταμείου;
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Οι πολιτικές της κυβέρνησης και ο προϋπολογισμός του 2026 – αν και ισοσκελισμένος – αδυνατούν να αντιμετωπίσουν ένα βασικό έλλειμμα: τη διεύρυνση των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων.
Η αγοραστική δύναμη των μισθών και των συντάξεων συνεχίζει να συρρικνώνεται, ενώ η εργασία υποτιμάται προς όφελος των μεγάλων κερδών. Τα μεν εισοδήματα του κεφαλαίου το 2025 ήταν διπλάσια από τον μέσο όρο των ετών 2006-2012, τα δε εισοδήματα της εργασίας ήταν κατά 60% υψηλότερα, εκ των οποίων, μόνο ένα μικρό μέρος οφείλονται στην αύξηση του μέσου πραγματικού μισθού, ενώ κατά το μεγαλύτερο μέρος οφείλονται στην αύξηση του αριθμού των μισθωτών.
Οι εργαζόμενοι στην Κύπρο δουλεύουν πολύ περισσότερες ώρες από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά αμείβονται με 40% χαμηλότερους μισθούς. Οι μέσες απολαβές στην Κύπρο παραμένουν σταθερά χαμηλότερες, κατά 30% από το μέσο όρο της ΕΕ.
Την ίδια ώρα η επισφάλεια στην εργασία εντείνεται και αποκτά τάσεις για “κανονικοποίηση”.
Κάποια επιπλέον στατιστικά στοιχεία προς επιβεβαίωση των πιο πάνω:
Παρότι η Κύπρος βρίσκεται στην 13η θέση στην κατάταξη των χωρών της ΕΕ με κριτήριο την αγοραστική δύναμη του ΑΕΠ ανά κάτοικο, καταλαμβάνει την 21η θέση στην κατάταξη με κριτήριο την αγοραστική δύναμη των μισθών.
Το διάμεσο ισοδύναμο εισόδημα αυξήθηκε από το 2010 κατά 20,4% στην ΕΕ, ενώ στην Κύπρο, μόλις 3,4%.
Το υψηλότερο ποσοστό υπαλλήλων, 14,2%, εντοπίζεται στην ομάδα υπαλλήλων που λαμβάνουν €1000 – €1250, ενώ συνολικά ένα ποσοστό 37% αμείβεται κάτω από €1750.
Η Κύπρος κατέχει την τρίτη θέση στην ΕΕ, ως προς το ποσοστό των εργαζομένων που εργάζονται το Σαββατοκύριακο.
Ποσοστό λιγότερο του 50%, ούτε ένας στους δύο εργαζομένους, καλύπτονται με συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Και ακριβώς η συνθήκη αυτή πρέπει να αλλάξει. Ζητούμε από την κυβέρνηση να καταθέσει οδικό χάρτη και μέτρα για ενίσχυση και επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Η κυβέρνηση έχει στα χέρια της τα εργαλεία– συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τον κατώτατο μισθό – για να εφαρμόσει πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση.
Επιπρόσθετα η κοινωνία ακόμα αναμένει:
- Δικαιότερες συντάξεις, αύξηση της κατώτατης σύνταξης, πλήρη αποκατάσταση του άδικου πέναλτι 12% και παροχή της σύνταξης χηρείας σε όλους τους άνδρες.
Αιτήματα τα οποία κάθε φορά που τίθενται παραπέμπονται από την κυβέρνηση στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και στα νομοσχέδια που θα κατέθετε πριν το τέλος του χρόνου. Ακούσαμε πριν τρείς μέρες τον νέον Υπουργό Εργασίας, στον οποίο ευχόμαστε καλή δουλειά, να μεταθέτει τον χρόνο κατάθεσης των νομοσχεδίων, από το τέλος του 2025, εντός του 2026. Ο Υπουργός μπορεί να δηλώνει ότι χρειάζεται περίοδο χάριτος και χρόνο για ενημέρωση, η κοινωνία όμως δεν μπορεί να περιμένει.
- Αύξηση του κατώτατου μισθού.
Τα δεδομένα καταδεικνύουν πως ο κατώτατος μισθός σε συνάρτηση με το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας και την παραγωγικότητα πρέπει να αυξηθεί σημαντικά. Και ασφαλώς να ρυθμιστούν τα ζητήματα με την ωριαία απόδοση, τον ανώτατο χρόνο 38ώρης εβδομαδιαίας εργασίας, την υπερωριακή αποζημίωση, τον 13ο μισθό και τις αργίες.
- Θεσμοθέτηση της επ’ αμοιβής πρακτικής άσκησης για τους νέους, ώστε να μην υπόκεινται σε εργασιακή εκμετάλλευση.
Και για αυτό το ζήτημα αναμενόταν η κατάθεση νομοσχεδίου, πριν το τέλος του χρόνου.
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Σε συνθήκες που οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται, η ακρίβεια και το κόστος στέγασης γονατίζουν τα νοικοκυριά, η κοινωνία, ως δίκτυ προστασίας, χρειάζεται ένα αποτελεσματικό κράτος κοινωνικής πρόνοιας. Ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας που να μην κτίζεται-στηρίζεται μόνο από ένα ή σε ένα Υπουργείο ή Υφυπουργείο, αλλά να διαπνέει συντεταγμένα τις πολιτικές του κράτους και τους προϋπολογισμούς κάθε Υπουργείου και Υπηρεσίας. Στοιχείο, που δυστυχώς, απουσιάζει από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2026.
Αντί, λοιπόν, ιδιαίτερα σ ’αυτές τις συνθήκες το κράτος πρόνοιας να δυναμώνει, να γίνεται πιο ισχυρό για να στηρίξει την κοινωνία, οι πολιτικές της Κυβέρνησης και ο προϋπολογισμός στερούνται κοινωνικών αντανακλαστικών.
Πιο συγκεκριμένα:
- Οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία παραμένουν καθηλωμένες, 19,13% επί του ΑΕΠ, το 2024, σημαντικά πιο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, 27,3 %
- Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για τις οποίες, εδώ και χρόνια, ακούμε εξαγγελίες και δεσμεύσεις για εκσυγχρονισμό και ενίσχυση τους, στην πράξη έχουν αφεθεί αβοήθητες από την κυβέρνηση, χωρίς μέτρα και πολιτικές στήριξης, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της κοινωνίας, να μην μπορούν να στηρίξουν αποτελεσματικά την αποστολή τους. Παραδοχή από τις ίδιες τις Υπηρεσίες, μοιραία διαπίστωση της κοινωνίας, τραγικές αναφορές που το επιβεβαιώνουν. Κραυγή αγωνίας και από αυτό το βήμα για να γίνει κάτι αμέσως.
- Οι δαπάνες για την αναπηρία -σύμφωνα και με στοιχεία της Eurostat τον Ιούνη του 2025- περιορίζονται μόλις στο 0,6% επί του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση φτάνει το 2%.
Η νέα νομοθεσία για τα ΑμεΑ, την οποία αναμένουμε και το περιεχόμενο της οποίας, ασφαλώς, θα αξιολογηθεί, πρέπει να υποστηρίζεται από τα αναγκαία κονδύλια για αποτελεσματική εφαρμογή. Το ποσό που περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό δεν είναι επαρκές. Και εάν όλοι εννοούμε αυτά που λέμε, ότι η νέα νομοθεσία θα πρέπει να αλλάζει ριζικά το πλαίσιο και τις πολιτικές του κράτους για τα ΑμεΑ, με βάση την αρχή ότι το κόστος μιας αναπηρίας δεν πρέπει να αφήνεται να το σηκώνουν τα ίδια τα άτομα με αναπηρίες ή οι οικογένειες τους, αλλά το κράτος, θα πρέπει να υπάρξει σημαντική αύξηση πόρων για να μη μείνει η προσπάθεια ημιτελής.
- Η αύξηση του ορίου της φτώχειας και η βελτίωση του ορίου που μπορεί να φτάσει ένας συνταξιούχος, παραμένει ακόμα ένα ανεκπλήρωτο αίτημα. Ανεκπλήρωτη μένει και η δέσμευση της κυβέρνησης για τη λειτουργία της υπηρεσίας τηλεειδοποίησης– κόκκινο κουμπί.
- Εν αναμονή της νομοθεσίας για εκσυγχρονισμό του επιδόματος τέκνου και μονογονιού, η αύξηση που προβλέπεται στον προϋπολογισμό για το 2026, δεν φαίνεται να είναι τέτοια που θα βοηθήσει να ενταχθούν πολύ περισσότερες οικογένειες και παιδιά στους δικαιούχους της παροχής.
- Το ύψος των επιδομάτων που καταβάλλονται μέσα από το ΕΕΕ, όπως οι βασικές ανάγκες, το επίδομα ενοικίου και το επίδομα κατ΄ οίκον φροντίδας, δεν έχει αναπροσαρμοστεί στη βάση των σημερινών δεδομένων.
- Βασικές νομοθεσίες, όπως ο Νόμος περί Παιδιών, ο Νόμος περί Υιοθεσιών, ο Νόμος για τη λειτουργία Στεγών Ηλικιωμένων και Ανάπηρων παραμένουν απαρχαιωμένες με διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στο σήμερα.
Πριν κλείσω θέλω να κάνω μια αναφορά και για τη φορολογική μεταρρύθμιση.
Πολύ περισσότερα θα πούμε την επόμενη βδομάδα. Ωστόσο, επειδή ακόμα η συζήτηση συνεχίζεται θέλω, εκ νέου, να καταθέσω κάποιες σκέψεις για να μας ακούσετε και να προβληματιστείτε, συνάδελφοι και σίγουρα να ακούσουν οι πολίτες τους λόγους που αξιολογούμε την πρόταση της κυβέρνησης, ως κοινωνικά άδικη, ετεροβαρή και ημιτελή. Επιλέγω για την ώρα να αναφερθώ στα εξής:
Έκθεση της Υπηρεσίας Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Σύμφωνα με την έκθεση, στην Κύπρο, το πλουσιότερο 1% κατέχει το 33,4% του συνολικού καθαρού πλούτου της χώρας, 12.8 % το 2000. Την ίδια ώρα, το ανώτερο 10% συγκεντρώνει συνολικά το 66,8% του καθαρού πλούτου, σε σχέση με το 50.7 %, το 2000. Η Κύπρος κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις της Ε.Ε ως προς την αύξηση του αριθμού υπερπλουσίων. Από την άλλη πλευρά, το 50% των πολιτών –δηλαδή ο μισός πληθυσμός– κατέχει μόλις το 4,1% του καθαρού πλούτου.
Έμμεση φορολογία.
Η υψηλή έμμεση φορολογία, ιδίως σε είδη πρώτης ανάγκης, επιβαρύνει δυσανάλογα τα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα που ξοδεύουν εκ των πραγμάτων το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους για στέγαση και διατροφή. Είναι για αυτό που η έμμεσες φορολογίες θεωρούνται λιγότερο «αναλογικές». Σχετικές έρευνες καταδεικνύουν ότι ένας χαμηλόμισθός εργαζόμενος ξοδεύει ένα μισθό τον χρόνο σε ΦΠΑ, μόνο για είδη πρώτης ανάγκης.
Για αυτό και οι δικές μας προτάσεις περιλαμβάνουν:
- Φορολόγηση των υπερκερδών.
- Φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης ιδιοκτησίας.
- 1 ‰ για περιουσία άνω των €3 εκ.
- Φορολόγηση των πολύ υψηλών εισοδημάτων προς όφελος των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων.
- Εισαγωγή νέου φορολογικού συντελεστή για τα πολύ υψηλά εισοδήματα άνω των €100 χιλιάδων.
- Κλιμακωτό τέλος για τις μεγάλες εταιρείες.
- Αύξηση του αφορολόγητου εισοδήματος.
- Φορολογικές εκπτώσεις σε οικογένειες με παιδιά.
- Μείωση των συντελεστών ΦΠΑ στον ηλεκτρισμό στο 5% και μηδενικός συντελεστής σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης.
Και αν εννοεί ο ΔΗΣΥ και η Πρόεδρος του αυτά που έχει πει χθες, ότι διαφωνούν με πολιτικές που δίνουν περισσότερα σε αυτούς που δεν το έχουν ανάγκη και λιγότερα σε αυτούς που έχουν ανάγκη και ότι επιθυμούν να μειώσουν το οικονομικό βάρος στα χαμηλά εισοδήματα, να ξανασκεφτούν τις προτάσεις μας.
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η Κύπρος αξίζει καλύτερα. Η κοινωνία αξίζει καλύτερα. Οι πολίτες δικαιούνται περισσότερα.
Σας ευχαριστώ.