Ομιλία Γενικού Γραμματέα ΚΕ ΑΚΕΛ Στέφανου Στεφάνου στην Ολομέλεια της Βουλής για την καταδίκη του πραξικοπήματος και της εισβολής
Η δημοκρατική μου συνείδηση επιβάλλει να κάνω ένα σχόλιο εκτός κειμένου. Τον περασμένο Δεκέμβριο η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε ψήφισμα για τη μνήμη της Δημοκρατικής Αντίστασης. Το ψήφισμα καλεί την πολιτεία να απέχει από εκδηλώσεις ηρωοποίησης όλων όσοι στράφηκαν κατά της δημοκρατικής νομιμότητας. Δεν μπορεί κανείς, πόσο μάλλον ο ίδιος ο Πρόεδρος, να αποδίδει τιμές ηρώων σε όσους επιτέθηκαν στο Προεδρικό και μάλιστα ανήμερα της επετείου που τιμούμε τους δημοκρατικούς αντιστασιακούς. Αυτό έγινε πριν από λίγο και κατά την άποψή μου αυτό συνιστά προσβολή στη μνήμη των αντιστασιακών και προπάντων στη μνήμη του Σωτήρη Αδάμου Κωνσταντίνου που αρνήθηκε να εκτελέσει τις διαταγές να επιτεθεί στο Προεδρικό και εν ψυχρώ δολοφονήθηκε. Σήμερα τον τιμήσαμε. Πώς μπορούμε να τιμούμε με δάφνινο στεφάνι αυτούς που επιτέθηκαν; Νομίζω ότι οι πολίτες θα ήθελαν να ξέρουν που στέκουν τα κόμματα που ψήφισαν το ψήφισμα, ειδικά όλα αυτά που στηρίζουν την κυβέρνηση.
Εξοχότατε Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Κυρία Πρόεδρε της Βουλής,
Συναδέλφισσες και συνάδελφοι,
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω αυτή την επετειακή ομιλία με μια οφειλόμενη συγνώμη. Μια συγνώμη προς όλους όσοι θυσιάστηκαν για να μπορούμε σήμερα να βρισκόμαστε εμείς σε αυτή την αίθουσα, στο ναό της Δημοκρατίας.
Ως πολιτική ηγεσία αυτό είναι το λιγότερο που μπορούμε να πράξουμε: να αντικρίσουμε κατάματα την αλήθεια μας. Να παραδεχτούμε τα λάθη και τις παραλήψεις που οδήγησαν στην καταστροφή. Να υπερβούμε το κομματικό μας εγώ και ν’ αναγνωρίσουμε τις ιστορικές ευκαιρίες για επίλυση του κυπριακού που παρουσιάστηκαν και χάθηκαν με όποιο μερίδιο ευθύνης αναλογεί στον καθένα.
Αυτή η στάση πολιτικής ειλικρίνειας είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για να τιμήσουμε τη μνήμη όσων έδωσαν τη ζωή τους για να υπερασπιστούν την ελευθερία και τη δημοκρατία, καθώς και την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πρόκειται για μια οφειλόμενη συγνώμη η οποία όμως δεν αφορά μόνο τους νεκρούς ήρωές μας. Είναι και για τους πρόσφυγες, τους εγκλωβισμένους, τους συγγενείς των αγνοουμένων, τους παθόντες του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής.
Γιατί σαράντα εννιά χρόνια από το δίδυμο έγκλημα του 1974, το Κυπριακό βρίσκεται στη χειρότερή του φάση.
Γιατί αντιμετωπίζουμε το μακροβιότερο αδιέξοδο από ποτέ, με την Τουρκία να εκμεταλλεύεται την κατάσταση για να προκαλεί καινούρια κατοχικά και διχοτομικά τετελεσμένα.
Γιατί, καθώς ο χρόνος ροκανίζει τις αντοχές και τη μνήμη, εμείς, ως υπεύθυνη πολιτική ηγεσία του τόπου, έχουμε την ιστορική ευθύνη να εξαντλήσουμε κάθε προσπάθεια για επίτευξη λύσης του προβλήματος που ταλανίζει τον λαό μας.
Κυρίες και κύριοι,
Οι σειρήνες που ηχούν στις επετείους του πραξικοπήματος και της εισβολής δεν ξυπνούν μόνο τις επώδυνες μνήμες για ό,τι ζήσαμε και υποφέραμε το 1974. Οι σειρήνες αυτές πρέπει να ξυπνούν και τις συνειδήσεις. Γιατί οι επέτειοι αποκτούν πραγματικό νόημα μόνο όταν αναμοχλεύουν την πολιτική σκέψη για να προβαίνει σε αξιολόγηση και αναστοχασμό του παρελθόντος. Των όσων προηγήθηκαν και όσων ακολούθησαν της τραγωδίας που ζήσαμε το 1974. Των όσων εμείς κάναμε και δεν κάναμε όλα αυτά τα χρόνια. Έτσι προσεγγίζουμε εμείς τις μαύρες επετείους.
Από τη στιγμή που η χούντα των Αθηνών και η ΕΟΚΑ Β’ του ολετήρα της Κύπρου Γρίβα με το πραξικόπημα που διενήργησαν έστρωσαν το χαλί στην Τουρκία να εισβάλει, η κατοχική δύναμη εκμεταλλεύεται την παρέλευση του χρόνου για να παγιώνει τα διχοτομικά τετελεσμένα και συνεχώς να τα διευρύνει.
Ότι ένα πραξικόπημα πέραν κάθε αμφιβολίας θα έφερνε την Τουρκία στην Κύπρο ήταν γνωστό χρόνια πριν από τη διενέργειά του. Υπήρχαν πολλές δηλώσεις, προειδοποιήσεις, εκκλήσεις από τον Μακάριο, το ΑΚΕΛ και από άλλους. Η ακροδεξιά όμως προχώρησε. Αυτή της η πράξη μόνο ως προδοτική μπορεί να χαρακτηριστεί. Οι αναφορές σε «άφρον πραξικόπημα» ή πολύ χειρότερα σε «διχόνοια» και «αδελφοκτόνο σπαραγμό» όχι μόνο δεν αποδίδουν την πραγματικότητα αλλά σκόπιμα την διαστρεβλώνουν. Προσβάλλουν δε τη μνήμη όσων θυσιάστηκαν για την πατρίδα μας και τον λαό μας.
Η Τουρκία αναντίρρητα φέρει την πρωταρχική ευθύνη για την τραγωδία, για τη συνέχιση του απαράδεκτου κατοχικού στάτους κβο και για την παραβίαση του διεθνούς δικαίου στην Κύπρο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εμείς δεν έχουμε ευθύνες για όσα έγιναν. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε θα καταλήγαμε στο παράλογο συμπέρασμα ότι τις τραγωδίες που ζήσαμε δεν μπορούσαμε να τις αποφύγουμε. Και, επίσης, ότι δεν έχει καμία σημασία για το τι σχεδιάζουμε να κάνουμε απ’ εδώ και μπρος για να οδηγηθούμε σε λύση.
Είναι πεποίθησή μας ότι μπορούσαμε να αποφύγουμε τις τραγωδίες. Μπορούσαμε να αποφύγουμε την εισβολή αν προδότες δεν έκαναν το πραξικόπημα. Μπορούσαμε να αποφύγουμε τις διακοινοτικές συγκρούσεις αν κάποιοι δεν υπέσκαπταν το ανεξάρτητο δικοινοτικό κράτος που ιδρύθηκε με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, αφού το θεώρησαν σκαλοπάτι για την ένωση με την Ελλάδα. Κατά παρόμοιο τρόπο βέβαια, οι κυρίαρχοι κύκλοι στην τουρκοκυπριακή κοινότητα υπέσκαπταν το κράτος για να φτάσουμε στη διχοτόμηση.
Θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τραγωδίες αν ακόμα και μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις με τη συμπεριφορά μας και τις ενέργειές μας κερδίζαμε την εμπιστοσύνη των Τουρκοκυπρίων πείθοντάς τους ότι εννοούμε την επιστροφή τους στη συνδιαχείριση του κοινού μας κράτους. Όχι μόνο δεν το πράξαμε αλλά με τις ενέργειες και αποφάσεις μας στέλναμε το αντίθετο μήνυμα. Επαναφέραμε το σύνθημα και τη ρητορική της ένωσης. Αποκρύψαμε κάθε τι που παρέπεμπε στον δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους μας. Με αυτή τη συμπεριφορά δώσαμε τα εκτός διεθνούς δικαίου πλην όμως χρήσιμα επιχειρήματα στην Τουρκία να προτάσσει το αφήγημα ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι τάχα εκλιπούσα και ότι τ’ όνομά της το σφετερίζονται οι Ελληνοκύπριοι.
Αν η μισαλλοδοξία, η βουλησιαρχία, οι ψευδαισθήσεις και η ασυνέπεια σ’ αυτά που συμφωνήσαμε δεν κυριαρχούσαν, δεν θα δίναμε κανένα περιθώριο στην Τουρκία να προωθήσει τους σχεδιασμούς της. Δεν θα περνούσαν οι ΝΑΤΟϊκοί σχεδιασμοί, όπως είχαν συμφωνηθεί στο Συμβούλιο Εξωτερικών στη Λισαβόνα το 1971. Δε θα χάναμε ευκαιρίες για επίτευξη λύσης, γιατί χάθηκαν ευκαιρίες όσο κι αν κάποιοι το αρνούνται.
Όποτε ο ορθολογισμός, ο ρεαλισμός που στηριζόταν σε αρχές και η διορατικότητα καθοδηγούσαν τις αποφάσεις μας, καταφέρναμε να αποκρούουμε σχεδιασμούς εναντίον του κράτους και του λαού μας και να κερδίζουμε για την Κύπρο μας.
Κυρίες και κύριοι,
Στο πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι που βρισκόμαστε, στο παρά πέντε της οριστικής διχοτόμησης, επιβάλλεται να διδαχθούμε από το παρελθόν. Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει να παραμείνουμε συνεπείς στη συμφωνημένη βάση λύσης της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως την περιγράφουν τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ. Όσοι φανερά ή κρυφά αμφισβητούσαν ή απέρριπταν τη ΔΔΟ πρέπει να προβληματιστούν για τη στάση της τουρκικής πλευράς που πλέον ανοικτά την απορρίπτει. Η στάση της τουρκικής πλευράς έχει αναδείξει ένα γεγονός το οποίο τουλάχιστον εμείς ως Αριστερά πάντοτε επισημαίναμε: έτσι όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα με την προδοσία του 1974 που επέτρεψε στην Τουρκία να πατήσει πόδι στην Κύπρο, οι επιλογές που έχουμε μπροστά μας για λύση του Κυπριακού δεν είναι πολλές. Στην πραγματικότητα είναι μόνο μία και τίθεται διλημματικά: Είτε λύση ΔΔΟ είτε διχοτόμηση.
Υπάρχουν και αυτοί, που είτε καλόβουλα είτε κακόβουλα, υποβάλλουν το ερώτημα: είναι δυνατόν η Τουρκία, με τέτοια προκλητική συμπεριφορά, να αποδεχθεί λύση στη βάση της ΔΔΟ; Αν αποδεχθούμε τη λογική ότι η Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί αυτή τη λύση, τότε λογικά θα πρέπει να τερματίσουμε τις προσπάθειές μας. Τέτοιες προσεγγίσεις λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Και ως τέτοιες φυσιολογικά μετατρέπουν το φαινομενικά ανέφικτο σε πραγματικά ανέφικτο.
Τις ευκαιρίες τις δημιουργείς, δεν τις περιμένεις. Με ορθολογισμό και ρεαλισμό και χωρίς ψευδαισθήσεις. Παρότι η επετειακή σύνοδος της Βουλής δεν προσφέρεται για κριτική δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι οι τελευταίες εξελίξεις έχουν αποδείξει πως η μονοδιάστατη επένδυση των προσπαθειών μας στην ΕΕ δεν αποδίδει. Ακόμα πιο έντονα ισχύει για τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν σχετικά με το ΝΑΤΟ, το οποίο στους χάρτες του σημειώνει την Κύπρο με συντεταγμένες απαξιώνοντας την Κυπριακή Δημοκρατία.
Αντί, λοιπόν, να μιλούμε για ορόσημα που ήδη διαψεύστηκαν οφείλουμε να εργαστούμε για να δημιουργήσουμε δυναμική λύσης. Αυτό πρέπει να κάνουμε. Πείθοντας τον διεθνή παράγοντα ότι είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε τις διαπραγματεύσεις από το σημείο που διακόπηκαν το 2017 στο Κραν Μοντανά. Ότι είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε επί του Πλαισίου Γκουτέρες διαφυλάσσοντας τις συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν. Αυτός είναι ο τρόπος για να συναντηθούμε με τη θέση του ΓΓ του ΟΗΕ, ενθαρρύνοντάς τον να αναλάβει πρωτοβουλία για συνέχιση των διαπραγματεύσεων.
Η προσπάθεια για σπάσιμο του αδιεξόδου πρέπει να στηριχθεί πάνω σε μια θετική ατζέντα ικανή να συγκινήσει την Τουρκία χωρίς να παραβιάζει τις κόκκινες μας γραμμές. Για τούτο το ΑΚΕΛ έχει καταθέσει σχετική πρόταση από τον Δεκέμβριο του 2020, πρόταση η οποία έγινε ακόμα πιο επίκαιρη εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης.
Επιβάλλεται επίσης ως Κυπριακή Δημοκρατία να απευθυνθούμε προς τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας με πακέτο μέτρων για στήριξή τους.
Κυρίες και κύριοι,
Πριν κατέλθω του βήματος θεωρώ υποχρέωσή μου να επαναλάβω ότι το ΑΚΕΛ δεν πρόκειται ποτέ να συμβιβαστεί με τη διχοτόμηση. Γιατί αν το κάνουμε θα είναι σαν να καταδικάζουμε τον τόπο μας σε μαρασμό. Εγκλωβισμένο σε ένα αβέβαιο παρόν, χωρίς ανοιχτούς ορίζοντες.
Δεν μας αξίζει μια τέτοια μίζερη πραγματικότητα. Σίγουρα δεν αξίζει στους νέους μας και στις επόμενες γενιές που δικαιούνται να ζήσουν σε μια ειρηνική και ελεύθερη πατρίδα.
Αυτή την επένδυση στο μέλλον τη χρωστάμε σε όλους όσοι έδωσαν το αίμα τους για την Κύπρο μας. Αυτή είναι η υπόσχεσή μας για να συνεχίσουμε τον αγώνα τους αταλάντευτα.
Αιωνία η μνήμη στους ήρωες αντιστασιακούς ενάντια στο πραξικόπημα.
Αιωνία η μνήμη στους ήρωες που υπερασπίστηκαν την ελευθερία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.