Home  |  Γενικός Γραμματέας Κ.Ε. ΑΚΕΛ   |  Ομιλία Γενικού Γραμματέα Κ.Ε. ΑΚΕΛ Στέφανου Στεφάνου στη συνεδρία του Γραφείου της Ομάδας της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στην Κύπρο

Ομιλία Γενικού Γραμματέα Κ.Ε. ΑΚΕΛ Στέφανου Στεφάνου στη συνεδρία του Γραφείου της Ομάδας της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στην Κύπρο

 

 

Είναι μεγάλη η χαρά μας που μετά από αρκετό καιρό έχουμε ξανά την ευκαιρία να σας φιλοξενήσουμε στην Κύπρο και να συζητήσουμε από κοντά πώς μπορούμε να αναζητήσουμε από κοινού λύσεις, πώς μπορούμε να σταθούμε αλληλέγγυοι ο καθένας στα προβλήματα του άλλου, με γνώμονα την πρόοδο και την ευημερία των λαών μας.

Το παγκόσμιο περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί σήμερα είναι σύνθετο, τραχύ και ανατροφοδοτεί κάθε λογής ανισότητες. Οι κυρίαρχες πολιτικές που εφαρμόζει η Δεξιά αδυνατούν να ανταποκριθούν στα κελεύσματα της εποχής μας, σε προκλήσεις που θα καθορίσουν την προοπτική ολάκερης της ανθρωπότητας. Το περιβάλλον, η ενεργειακή ασφάλεια, η επισιτιστική ασφάλεια, η πρόσβαση σε ποιοτική δωρεάν δημόσια υγεία και εκπαίδευση, η ανάπτυξη, έχουν υποταχθεί στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς και τον πόλεμο συμφερόντων που μαίνεται πλέον σε κάθε επίπεδο, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Αριστερά βρίσκεται μπροστά σε ένα ιστορικό καθήκον. Με κληρονομιά τις παρακαταθήκες των κοινών μας αγώνων και με πυξίδα το μέλλον της ανθρωπότητας οφείλουμε να προτάξουμε όσα μας ενώνουν, να βρούμε μαζί λύσεις, να διεκδικήσουμε όσα πρέπει να αλλάξουν και να δώσουμε ξανά προοπτική σε ένα κόσμο που έχει χάσει τον προσανατολισμό του.  Όσα έχουν μεσολαβήσει από την τελευταία μας συνάντηση, πέρσι τον Νοέμβριο, δυστυχώς επιβεβαιώνουν την επιταχυνόμενη καταστροφική πορεία των διεθνών σχέσεων, την εντεινόμενη απαξίωση του διεθνούς δικαίου και τη μεροληπτική υπαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις πολιτικές επιλογές των ισχυρών του πλανήτη.

Στα πολλαπλά κοινωνικο-οικονομικά και άλλα προβλήματα που επισώρευσε η πανδημία του COVID-19, στις συγκρούσεις που ήδη ταλαιπωρούσαν τη διεθνή κοινότητα και με ιδιαίτερη ένταση την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ήρθαν να προστεθούν ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ταχεία επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών των κρατών μελών της ΕΕ. Η ανασφάλεια, η σχεδόν εγκατάλειψη της διπλωματικής οδού στη διευθέτηση των διεθνών διαφορών, η προαγωγή της στρατιωτικής ισχύος – δυστυχώς και από την ΕΕ σε πλήρη ευθυγράμμιση με το ΝΑΤΟ – και οι συνέπειες ενός καταστροφικού πολέμου στην πρόσβαση των ανθρώπων σε βασικά αγαθά χαρακτηρίζουν πλέον τη ζοφερή μας πραγματικότητα.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η προσπάθεια να επιλύσουμε τις διαφορές που συνθέτουν το πολιτικό τοπίο της Ανατολικής Μεσογείου είναι δύσκολη. Οι προϋπάρχουσες συγκρούσεις έχουν αναζωπυρωθεί και κράτη όπως η Τουρκία και το Ισραήλ επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τις παρούσες συγκυρίες προκειμένου να εδραιώσουν παράνομες διεκδικήσεις τους και να κατοχυρώσουν τον ηγεμονικό τους ρόλο στην περιοχή.  Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όπου το δίκαιο υπάγεται ολοένα και εντονότερα στη δύναμη της ισχύος και με την προσοχή του ΟΗΕ να είναι φυσιολογικά στραμμένη σε συγκρούσεις που απειλούν πιο άμεσα την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια, είναι πρόδηλο ότι το να επαναφέρουμε το Κυπριακό στην ατζέντα της διεθνούς κοινότητας είναι δύσκολη υπόθεση. Και καθίσταται δυσκολότερη από το γεγονός ότι έχουν ήδη κλείσει πέντε χρόνια διαπραγματευτικού κενού, πέντε χρόνια τα οποία η Τουρκία και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ αξιοποιούν και  επιδίδονται στη δημιουργία νέων διχοτομικών τετελεσμένων.

Μέσα σε αυτό το διάστημα και δεδομένων των πρόσθετων εμποδίων που προκαλεί η τουρκική επιθετικότητα, δεν κατέστη δυνατή η προσέγγιση των δύο κοινοτήτων και προφανώς ούτε η επανέναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου. Με την πρωτοβουλία των κινήσεων σε τέτοιες περιπτώσεις να ανήκει πρωτίστως στα άμεσα επηρεαζόμενα μέρη, θα ήταν παράλογο να αναμέναμε ότι ο ρόλος τρίτων είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας που μπορεί να δώσει ώθηση στην ειρηνευτική διαδικασία.

Στην πολιτική είναι αξίωμα, όπως και σε κάθε πτυχή της ζωής μας, ότι τα προβλήματα λύνονται όταν αυτοί που υποφέρουν τις συνέπειές τους, πρωτοστατούν στην επίλυσή τους. Πολύ περισσότερο μέσα στις δύσκολες σημερινές συνθήκες για το σύνολο της ανθρωπότητας, το να προσπαθήσουμε να επαναφέρουμε το Κυπριακό στο επίκεντρο της προσοχής του ΟΗΕ αλλά και της ΕΕ, απαιτεί πρώτοι εμείς να αναλάβουμε πρωτοβουλίες που να στέλνουν το μήνυμα της προοπτικής προς όλες τις κατευθύνσεις.

Είναι πεποίθηση του ΑΚΕΛ ότι η μη λύση του Κυπριακού είναι επιζήμια και για την Κύπρο και τους ανθρώπους της, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, και για την Τουρκία και για τη διεθνή κοινότητα ευρύτερα.

Είναι επιζήμια και για την ίδια την ΕΕ η οποία καλείται να διαχειριστεί τους κραδασμούς και τα προβλήματα που προκαλεί το σημερινό στάτους κβο του Κυπριακού, μέσα σ’ ένα περιβάλλον με διάφορα άλλα φλέγοντα προβλήματα και συγκρούσεις. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις επιπλοκές που προκαλούνται στις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, αλλά και στην τουρκική εργαλειοποίηση των ανοιχτών ζητημάτων που προκύπτουν από τη μη λύση, προσβλέποντας να επιβάλει τον ηγεμονικό της ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Περιττεύει να τονίσω  ότι αυτό δεν συνάδει με τις σχέσεις καλής γειτονίας που προωθεί η ΕΕ και πολύ περισσότερο με το καθεστώς της υποψήφιας για ένταξη χώρας.

Από τα ζητήματα της ενέργειας, της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μέχρι την εκμετάλλευση της τραγικής ανάγκης των προσφύγων για να μετοικίσουν, από την παραβίαση του ψηφισμάτων του ΟΗΕ για τα Βαρώσια μέχρι τη δημιουργία νέων στρατιωτικών βάσεων στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου, αυτές και άλλες ενέργειες της Τουρκίας συνθέτουν ένα εκρηκτικό μίγμα επιθετικότητας, αλαζονείας και προσπάθειας επιβολής του δικαίου του ισχυρού και αυτό αναπόφευκτα επηρεάζει την ασφάλεια των πολιτών, τη σταθερότητα και την ευημερία στην ίδια την ΕΕ.

Αν κάτι μπορεί να επηρεάσει θετικά τις εξελίξεις, αν κάτι μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία συνθηκών ομαλοποίησης, σταθερότητας και λιγότερης ανασφάλειας στην περιοχή, κάτι που όλοι έχουμε – προφανώς με διαφορετικές διαβαθμίσεις – ανάγκη, είναι η ίδια η λύση του Κυπριακού.

Όσο απομακρυσμένος κι αν φαντάζει σήμερα αυτός ο στόχος, για τους λόγους που έχω περιγράψει, εμείς πιστεύουμε ότι παραμένει εφικτός. Πιστεύουμε ότι υπό τις σωστές προϋποθέσεις το Κυπριακό μπορεί να επιλυθεί σύντομα και μάλιστα πιο εύκολα από άλλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η διεθνής κοινότητα. Η κυπριακής ιδιοκτησίας διαδικασία που μας οδήγησε μισό μίλι πριν από τη λύση, κατά την προσφιλή έκφραση του ΓΓ του ΟΗΕ το 2017, μάς έχει κληροδοτήσει ένα διαπραγματευτικό κεκτημένο που εύκολα μπορεί να οδηγήσει στη συνολική λύση του προβλήματος αν υπάρξει η ανάλογη πολιτική βούληση. Παρά τα διαφορετικά αφηγήματα όσων μετείχαν στη Διάσκεψη, όλοι ανεξαιρέτως παραδέχονται ότι στο Κραν Μοντανά είχαμε φτάσει πολύ κοντά σε λύση των βασικών πτυχών του Κυπριακού.

Συνεπώς, αν συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει, μια σύντομη λύση του Κυπριακού είναι ρεαλιστική. Αυτή άλλωστε υπήρξε για τέσσερα χρόνια η θέση του κ. Γκουτέρες, του Συμβουλίου Ασφαλείας, καθώς επίσης και των σχετικών ψηφισμάτων του ίδιου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Στη δική μας αντίληψη, η οποία βασίζεται και στη συσσωρευμένη εμπειρία της διεθνούς κοινότητας αναφορικά με την επίλυση μείζονων πολιτικών προβλημάτων, συγκλίσεις που έχουν επιτευχθεί μετά από δεκαετίες κοπιώδους διαπραγμάτευσης δεν πρέπει να καταστρέφονται. Η λεπτή ισορροπία που έχει εξευρεθεί σε σειρά βασικών ζητημάτων πρέπει να διαφυλαχθεί, πρώτο γιατί συνιστά την αμοιβαία αποδεκτή κατάληξη των δύο πλευρών και, δεύτερο, γιατί αν ανοίξουν ξανά ζητήματα τόσο σημαντικά και ευαίσθητα είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθούμε σε νέες ατέρμονες συζητήσεις.

Μια τέτοια εξέλιξη δεν εξυπηρετεί καμία πλευρά που εμπλέκεται στο Κυπριακό, δεν εξυπηρετεί την προοπτική επίτευξης λύσης. Για παράδειγμα, ο κ. Τατάρ απαιτεί αποδοχή κυριαρχικής ισότητας της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως προϋπόθεση για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Με άλλα λόγια απαιτεί την αναγνώριση χωριστής κυριαρχίας, που παραπέμπει σε χωριστό κράτος και ως εκ τούτου είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή. Το ζήτημα αυτό συζητείτο για δεκαετίες μέχρι που καταλήξαμε σε αμοιβαία αποδεκτή σύγκλιση ανάμεσα στους Χριστόφια- Ταλάτ, η οποία αντιμετώπιζε τις εύλογες ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων χωρίς να αφήνονται σκιές για την ύπαρξη δύο χωριστών οντοτήτων στην Κύπρο.

Οι συγκλίσεις δεν αναφέρονται σε κυριαρχική αλλά σε πολιτική ισότητα, η οποία ήταν συμφωνημένη και εκφράζεται, μεταξύ άλλων, μέσα από σειρά συγκλίσεων για την αποτελεσματική συμμετοχή στα όργανα και αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης.

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ο τρόπος δημιουργίας της ομοσπονδίας. Αυτό που τώρα απαιτεί ο κ. Τατάρ και μάλιστα ως προϋπόθεση είναι να δεχτούμε τη δημιουργία της νέας κατάστασης πραγμάτων από δύο χωριστές και κυρίαρχες οντότητες, θέση απαράδεκτη. Ως γνωστό υπάρχουν δύο τρόποι δημιουργίας ομοσπονδιακού κράτους: η συνένωση χωριστών κρατών και η μετεξέλιξη ενιαίου κράτους σε ομοσπονδιακό που είναι και η σύγχρονη τάση. Αυτή η συζήτηση δεν είναι θεωρητική αλλά ουσιαστική. Ακριβώς γιατί σε περίπτωση συνένωσης χωριστών κρατών προκύπτουν σοβαρά ζητήματα όπως η συνέχεια της συμμετοχής τους σε διεθνείς οργανισμούς, η συνέχεια των διεθνών συνθηκών, ο αποκλεισμός της όποιας μελλοντικής προσπάθειας απόσχισης και άλλα.

Η τουρκοκυπριακή πλευρά επέμενε σε συνένωση χωριστών κρατών, η ελληνοκυπριακή πλευρά σε μετεξέλιξη της πολιτειακής δομής της Κυπριακής Δημοκρατίας και τελικά καταλήξαμε σε αμοιβαία αποδεκτή σύγκλιση. Δεν θα αναφέρεται ρητώς ο τρόπος της δημιουργίας της ομοσπονδίας, αλλά θα προκύπτει μέσα από το περιεχόμενο της λύσης. Το καθοριστικό είναι ότι υπάρχει σύγκλιση για συνέχεια της συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς, συνέχεια των διεθνών συνθηκών και αποκλεισμό της απόσχισης.

Στη φάση που σήμερα βρισκόμαστε, με φόντο τη μακρόχρονη στασιμότητα στο Κυπριακό, ακόμα και τα Ηνωμένα Έθνη έπαψαν να αναφέρονται στο ζήτημα της συνέχισης των διαπραγματεύσεων από εκεί που είχαν μείνει στο Κραν Μοντανά. Ο κυρίαρχος λόγος γι’ αυτή την αρνητική εξέλιξη είναι η επίσημη παλινδρόμηση της Τουρκίας και του κ. Τατάρ σε λύση δύο κρατών. Θέση την οποία είχαν εγκαταλείψει ουσιαστικά εδώ και δύο δεκαετίες. Δεν είναι όμως άσχετο και το γεγονός ότι αντί της συνεπούς υποστήριξης της θέσης για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων από το σημείο που διακόπηκαν, προτάχθηκαν λανθασμένα από μέρους του Προέδρου Αναστασιάδη λεγόμενες «νέες ιδέες» οι οποίες συγκρούονται με την θέση του Γ.Γ. αφού επανανοίγουν βασικές συγκλίσεις. Αυτό το γεγονός έδωσε το άλλοθι στην τουρκική πλευρά να υπαναχωρήσει και δημιούργησε ζωτικό χώρο για υποβολή νέων ιδεών από τρίτους. Αρκετές από αυτές τις ιδέες, σε μια προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα με απλοϊκές λογικές ίσων αποστάσεων, καταλήγουν σε εισηγήσεις που καταστρέφουν το κεκτημένο των συνομιλιών, προσεγγίζουν τουρκικές αξιώσεις και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

Για να πειστεί η Τουρκία να επανέλθει στις ράγες του Κραν Μοντανά θα πρέπει να επαναβεβαιώσουμε εμπράκτως την προσήλωσή μας στις συγκλίσεις και να επιδιώξουμε όπως καταστεί στρατηγική συναντίληψη το Πλαίσιο Γκουτέρες χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις. Πρέπει να αξιοποιήσουμε το άτυπο έγγραφο για τον μηχανισμό εφαρμογής της λύσης που είχε στο επίκεντρο τον τερματισμό της Συνθήκης Εγγύησης και κάθε μονομερούς επεμβατικού δικαιώματος καθώς και την ταχεία αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.

Αλλά για να πετύχουμε κάτι τέτοιο, θα πρέπει να δώσουμε και κάποια καλώς νοούμενα κίνητρα που ποτέ να μην ξεπερνούν τις κόκκινες γραμμές μας, τόσο στους Τουρκοκύπριους όσο και στην Τουρκία, με εφαρμογή μετά τη λύση του Κυπριακού, όπως προνοεί με εντελώς συγκεκριμένο τρόπο η πρόταση που εδώ και δύο χρόνια έχει υποβάλει το ΑΚΕΛ. Μια πρόταση που σήμερα έχει καταστεί ακόμα πιο επίκαιρη με την πρωτοφανή ενεργειακή κρίση ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία, αφού περιλαμβάνει την αξιοποίηση του παράγοντα της ενέργειας και του φυσικού αερίου ως κινήτρου για λύση.

Βαδίζοντας προς τις προεδρικές εκλογές στην Κύπρο και έχοντας στον ορίζοντα τις επικείμενες εκλογές στην Τουρκία τον επόμενο Απρίλιο, δεν αναμένουμε ότι στους αμέσως επόμενους μήνες μπορούμε να προσβλέπουμε σε ουσιαστικές εξελίξεις. Το ζητούμενο είναι τι γίνεται μετά. Μπορεί η Τουρκία να επανέλθει στις ράγες του Κραν Μοντανά ή είναι οριστική η θέση της για λύση δύο κρατών; Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, να δοκιμαστεί η Τουρκία.

Δεν υπάρχει άλλος υποψήφιος για την Προεδρεία της Κυπριακής Δημοκρατίας που να έχει τη θέληση και την ετοιμότητα να το πράξει εκτός από τον Ανδρέα Μαυρογιάννη, τον οποίο στηρίζει το ΑΚΕΛ. Οι άλλοι δύο, Χριστοδουλίδης και Νεοφύτου, είναι και δηλώνουν συνεχιστές της πολιτικής Αναστασιάδη. Αντίθετα, ο υποψήφιος που στηρίζει το ΑΚΕΛ είναι διαπρύσιος κήρυκας της συμφωνημένης βάσης λύσης, σέβεται τις συγκλίσεις και δηλώνει έτοιμος να εργαστεί για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις συνέχισης της διαπραγμάτευσης από το σημείο που είχε μείνει. Παρέχοντας καλώς νοούμενα κίνητρα και προς τους Τουρκοκύπριους και προς την Τουρκία.

Διαχρονικά, η πολιτική μας ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπήρξε συνοδοιπόρος στην προσπάθειά μας να επιλύσουμε το Κυπριακό, να απαλλαγούμε από την τουρκική κατοχή και να επανενώσουμε τον τόπο και τον λαό μας. Ομολογουμένως, για εμάς παραμένει ένα σημαντικό στήριγμα στον αγώνα που δίνουμε. Σας ευχαριστούμε για τη συμπαράσταση, την έμπρακτη αλληλεγγύη που επιδεικνύετε όποτε παραστεί αναγκαίο, βασισμένοι στις αρχές του διεθνούς δικαίου και τις αξίες που πρεσβεύει η Αριστερά.  Αυτές που θα συνεχίσουν να καθοδηγούν όλους τους κοινούς μας αγώνες.

PREV

Ομάδα της Αριστεράς στο ΕΚ: Μόνη εφικτή λύση επανένωσης η ΔΔΟ με πολιτική ισότητα

NEXT

Η Κύπρος πληρώνει με πανακριβό ρεύμα την αποτυχία της κυβέρνησης στα ενεργειακά