Ομιλία Γενικού Γραμματέα Κ.Ε. ΑΚΕΛ Στέφανου Στεφάνου στη συνάντηση των ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών κομμάτων στο Λήδρα Πάλας
“ΔΔΟ ως η μοναδική επιλογή: ούτε λύση δύο κρατών, ούτε «νέες ιδέες» που υποσκάπτουν τις επιτευχθείσες συγκλίσεις”
Καμιά συζήτηση για τη λύση του Κυπριακού προβλήματος δεν διεξάγεται στο κενό. Όπως στο κενό δεν πραγματοποιείται καμιά προσπάθεια για την επίλυση οποιουδήποτε πολιτικού προβλήματος, σύγκρουσης ή άλλου ζητήματος που εμποδίζει την ειρήνευση, την πρόοδο και την ευημερία των ανθρώπων. Αντίθετα, οι παράγοντες που καθορίζουν συζητήσεις όπως είναι και η σημερινή αφορούν τη φύση του προβλήματος και τους λόγους που το προκάλεσαν, την αλλαγή των συνθηκών κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ο αμοιβαίος βιώσιμος συμβιβασμός όσων επηρεάζονται και το πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί μέσα από τις διαχρονικές προσπάθειες επίλυσής του. Βεβαίως, σε καμιά περίπτωση αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να παραβλέπει τις αρχές και αξίες που προβλέπουν το διεθνές δίκαιο, τις αρχές στις οποίες βασίζεται η ΕΕ και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μέσα σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο τοπίο, καλούμαστε σήμερα ως οι δύο κοινότητες της Κύπρου να απαντήσουμε σε ένα καίριο ερώτημα, η απάντηση στο οποίο μπορεί να καθορίσει την πορεία που θα πάρει η υπόθεση του Κυπριακού, το μέλλον του τόπου μας και των ανθρώπων του. Είναι η ομοσπονδία ο μόνος δρόμος για να διασφαλίσουμε τα καλώς νοούμενα συμφέροντα όλων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων; Ή υπάρχουν και άλλες επιλογές που μπορούν να είναι βιώσιμες, στο βαθμό του δυνατού δίκαιες και κοινά αποδεκτές; Ακόμη και όσοι αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τη λύση ομοσπονδίας, δεν μπορούν να παραβλέπουν το γεγονός ότι αυτή είναι ο μοναδικός αμοιβαία συμφωνημένος κοινός τόπος ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Οτιδήποτε άλλο απορρίπτεται εκ προοιμίου από τη μία ή την άλλη κοινότητα. Είναι γνωστή η θέση του ΑΚΕΛ ότι καμιά λύση έξω από το συμφωνημένο πλαίσιο δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως αυτή καθορίζεται μέσα από τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ, δεν μπορεί να υπηρετήσει τους στόχους και τα οράματά μας για επανένωση και συνδιαχείριση της κοινής μας πατρίδας. Το ίδιο γνωστή είναι και η έντονη αντίδρασή μας προς όλους όσοι διακηρύττουν ότι ο κύκλος της ομοσπονδιακής λύσης έχει κλείσει. Γιατί πολύ απλά, τότε θα ανοίξει ένας κύκλος φαύλος, αυτός της διχοτόμησης και των δεινών που θα επισωρεύσει για το σύνολο του λαού μας.
Παρότι σε διαφορετικές φάσεις του Κυπριακού βρεθήκαμε αντιμέτωποι με προσεγγίσεις που υπέσκαπταν τη συμφωνημένη βάση λύσης όπως αυτή καθορίστηκε από τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου του 1977 και 1979, καμιά διαπραγματευτική διαδικασία δεν βασίστηκε σε άλλη μορφή λύσης από αυτήν της ΔΔΟ. Και σε καμιά περίπτωση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν αμφισβητήθηκε ότι η σχέση των δύο κοινοτήτων θα εδράζεται στην πολιτική ισότητα, η οποία θα αποτελεί προσαρμογή του δικοινοτισμού του Συντάγματος του 1960 στις συνθήκες πλέον ενός ομοσπονδιακού κράτους, στη βάση του ορισμού που δόθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) το 1990. Και καθόλου τυχαία, ουδέποτε η διεθνής κοινότητα και δη ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έκαναν αποδεκτές προσεγγίσεις που υπέσκαπταν την πεμπτουσία της ομοσπονδίας.
Προτάσεις που ανέτρεπαν την επίτευξη λύσης που να επανενώνει τους ανθρώπους και τον τόπο, που επιχειρούσαν να νομιμοποιήσουν τετελεσμένα που δημιουργήθηκαν με παρεμβάσεις τρίτων και δεν διασφάλιζαν τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων στο νησί αντιμετωπίστηκαν ως απαράδεκτες. Αρκεί να θυμηθούμε την κάθετη αντίδραση διαδοχικών Γενικών Γραμματέων του ΟΗΕ όταν επιχειρήθηκε στο παρελθόν η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με προηγούμενη αναγνώριση δυο χωριστών κυρίαρχων οντοτήτων.
Σήμερα, που ανάλογες προϋποθέσεις εμποδίζουν την επανέναρξη του διαλόγου, αξίζει να αναρωτηθούμε πρωτίστως κατά πόσο αυτές υπηρετούν εμάς τους ίδιους, τους ανθρώπους αυτού του τόπου, που θέλουμε να ζήσουμε μαζί και ειρηνικά στην κοινή μας πατρίδα. Η απαίτηση για αναγνώριση χωριστής κυριαρχίας ώστε να επαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, που παραπέμπει σε χωριστό κράτος, είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή. Το ζήτημα της κυριαρχίας συζητείτο για δεκαετίες μέχρι που καταλήξαμε σε αμοιβαία αποδεκτή σύγκλιση ανάμεσα στους Χριστόφια- Ταλάτ, η οποία αντιμετώπιζε τις εύλογες ανησυχίες και των δύο κοινοτήτων χωρίς να αφήνονται σκιές για την ύπαρξη δύο χωριστών οντοτήτων στην Κύπρο. Τόσο γιατί ιστορικά και με βάση το διεθνές δίκαιο κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό όσο και επειδή μέσα από τη λύση καλούμαστε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα αντιμετωπίσουμε προβλήματα στη συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς, στη συνέχεια των διεθνών συνθηκών, στην αντιμετώπιση μελλοντικής απόσχισης ή προσπάθειας εκδίωξης της μιας κοινότητας από το κοινό κράτος.
Δυστυχώς, η επίμονη θέση για λύση δύο κρατών και οι ταυτόχρονες ενέργειες που εμπεδώνουν επί του εδάφους τη διχοτόμηση της Κύπρου, όπως το παράνομο άνοιγμα των Βαρωσίων και η ευρεία κλιμάκωση της έντασης στο θαλάσσιο χώρο όπου με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας η Κυπριακή Δημοκρατία νόμιμα ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα, δεν προάγουν το διάλογο. Αντίθετα, κλείνουν ολοένα και περισσότερο τις χαραμάδες ελπίδας για την ουσιαστική, την πραγματική επίλυση όλων εκείνων των προβλημάτων που μας δημιουργεί το σημερινό στάτους κβο, το οποίο προφανώς και δεν είναι στατικό. Και χειρότερα, γεννούν άλλα προβλήματα τα οποία θα συνεχίσουν να ταλαιπωρούν τις επόμενες γενιές. Ένα παράδειγμα είναι αρκετό. Πώς θα μπορέσουμε να επωφεληθούμε εξίσου από την εξεύρεση φυσικού αερίου που αποτελούν κοινή μας κληρονομιά, πώς θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε τους φυσικούς πόρους του νησιού, πώς θα προχωρήσει η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών εντός της διεθνούς νομιμότητας και με την Τουρκία, αν δεν επιλυθεί το Κυπριακό; Σε όλα αυτά τα ζητήματα, είναι οι συγκλίσεις για ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού που παρέχουν αμοιβαία αποδεκτές λύσεις. Αντίθετα, η οριστική διχοτόμηση την οποία υπηρετούν απαράδεκτες προτάσεις όπως η λύση δύο κρατών, και θα συντηρήσει τα προβλήματα και θα τα πολλαπλασιάσει με αβέβαιη κατάληξη.
Ούτε βεβαίως, οι λεγόμενες νέες προτάσεις που κατά καιρούς έχουν παρεισφρήσει στον δημόσιο διάλογο ή εκφράζονται πίσω από κλειστές πόρτες υπηρετούν την υπόθεση της λύσης. Οποιαδήποτε ιδέα αμφισβητεί συγκλίσεις που έχουν επιτευχθεί μετά από δεκαετίες κοπιώδους διαπραγμάτευσης θα συνεχίσει να μας βρίσκει κάθετα αντίθετους. Η ισορροπία που έχει εξευρεθεί σε σειρά βασικών ζητημάτων πρέπει να διαφυλαχθεί για δύο λόγους: πρώτο γιατί συνιστά την αμοιβαία αποδεκτή κατάληξη των δύο πλευρών και δεύτερο, γιατί αν ανοίξουν ξανά ζητήματα τόσο σημαντικά και ευαίσθητα είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθούμε σε νέες ατέρμονες συζητήσεις. Κάτι που δεν εξυπηρετεί καμία πλευρά που εμπλέκεται στο Κυπριακό. Όσο αντίθετους μας βρίσκει η απαίτηση του κυρίου Τατάρ για αποδοχή της κυριαρχικής ισότητας ως προϋπόθεση για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, το ίδιο αντίθετους μας βρίσκουν και ιδέες που αμφισβητούν την αποτελεσματική συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων στα όργανα και στις αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης. Είναι δεδομένη η θέση μας ότι συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί μέχρι και το τέλος της Διάσκεψης για την Κύπρο το 2017, όπως είναι η μία θετική ψήφος στο Υπουργικό Συμβούλιο με δημιουργία μηχανισμού επίλυσης αδιεξόδων, η εκ περιτροπής προεδρία με διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο, η συμφωνία για τη συμμετοχή και λήψη αποφάσεων στα δευτερεύοντα όργανα που ελάχιστα υπολειπόταν για να καταλήξει, οι ταυτόσημες αρμοδιότητες των πολιτειών πρέπει να διαφυλαχθούν.
Μέσα στο αβέβαιο και ανασφαλές περιβάλλον που διαμορφώνεται παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην περιοχή μας, η επίλυση του Κυπριακού διαλαμβάνει τη μορφή του κατεπείγοντος. Η διαιώνιση της διχοτόμησης επιτείνει τα προβλήματα που καθημερινά όλοι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και δεν παρέχει κανένα εχέγγυο ελπίδας για το μέλλον. Είναι πολύ μικρή η πατρίδα μας για να τη μοιράσουμε στα δύο. Μόνο η ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού μπορεί να διασφαλίσει το συντομότερο δυνατό συνθήκες ειρήνης, ευημερίας, να μας απαλλάξει από την κηδεμονία τρίτων και να παρέχει πλήρη σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα όλων – Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρμενίων και Λατίνων.