Επικήδειος Χρίστου Χριστόφια για τον Δημήτρη Χριστόφια από μέρους της οικογένειας
Κλαίνε για σένα σήμερα όλοι αυτοί που τίμησες όσο ζούσες.
Οι συντρόφοι σου, οι καρντάσιηες σου, οι γιολντάσιηες σου, οι εργάτες πάνω στις σκαλωσιές, οι αρκάτες, οι τεχνίτες, οι υπάλληλοι, οι φοιτητές, οι μαθητές, οι κουρασμένοι της δουλειάς, ο κόσμος της δουλειάς. Οι άνθρωποι των τεχνών, των γραμμάτων, του πολιτισμού. Οι απλοί και ταπεινοί κλαίνε για σένα. Καρφιτσώνουν σήμερα το δάκρυ τους στο πέτο σου, το τελευταίο και το μεγαλύτερο παράσημο.
Κλαίνε για σένα σήμερα όλοι αυτοί που πάλεψες μαζί τους, που αγωνίστηκες μαζί τους, που γέλασες μαζί τους, που έκλαψες μαζί τους.
Κλαίνε για σένα σήμερα όλοι αυτοί που πορεύτηκες μαζί τους. Όλοι αυτοί που βάδισες μπροστά μαζί τους.
Φεύγεις όπως ήρθες. Με τα χέρια καθαρά. Έντιμος, αξιοπρεπής και ακέραιος ως το τέλος.
Με το μέτωπο ψηλά. Γιατί σαν κομμουνιστής και σαν άνθρωπος έκαμες το καθήκον σου.
Μια ολόκληρη ζωή σε ταλαιπωρούσαν τα προβλήματα υγείας. Αλλά δεν το έβαζες κάτω. Με τη μάνα μας, βράχο ακλόνητο δίπλα σου, πάλευες και χαμογελούσες. Ήταν ανάξια πλερωμή η αρρώστια που σε βασάνισε μέχρι το τέλος.
Να πας στο καλό και να μείνεις ήσυχος. Αφήνεις πίσω σου, σαν καλός ζευγάς, χιλιάδες.
Εμείς, τα παιδιά σου, θα κουβαλούμε πάντοτε μαζί μας το επίθετο σου. Αλλά θα ξέρουμε ότι αυτό δεν σημαίνει τίποτε, αν δεν τιμούμε το όνομα που αφήνεις πίσω σου. Ο Δημήτρης του αγώνα για την Κύπρο, για το Κόμμα, για τους εργαζόμενους, για τη νεολαία, για το λαό, για τον πολιτισμό, για την ειρήνη, για την αδελφοσύνη.
Δεν ήσουν ο σύζυγος και ο πατέρας που μας επέβαλλε. Ήσουν ο άνθρωπος που μας έκανε να πιστέψουμε. Ο άνθρωπος που μας έκανε να πιστέψουμε βαθιά και αληθινά στις αρχές, τις αξίες και τα ιδανικά, τα ευγενέστερα που γέννησε ποτέ ο ανθρώπινος νους.
Ήσουν αυτός που, μαζί με τη μάνα μας, μάς έμαθες πρώτα και πάνω από όλα να είμαστε ανθρώποι. Μας έμαθες να δίνουμε, όχι να αρπάζουμε. Μας έμαθες να αγαπούμε, όχι να χρησιμοποιούμε. Μας έμαθες να κοιτάζουμε τίμια κατευθείαν στα μάτια τους ανθρώπους, ούτε ψηλά, ούτε χαμηλά. Μας έμαθες να είμαστε αγωνιστές μέσα στη ζωή.
Είχες πάντα πολλές υποχρεώσεις, πολλά πράγματα να κάνεις και λίγη ώρα για να μας αφιερώσεις. Όμως εκείνη τη λίγη ώρα την έκανες να αξίζει για μια ζωή. Γιατί όσα σκαλιά και αν ανέβηκες, έβρισκες πάντα τον χρόνο και τη διάθεση όχι να μιλάς μαζί μας, αλλά να μας ακούς. Να συζητάς μαζί μας και για τα πολιτικά και για τα κομματικά και για τα προσωπικά μας. Να μας πειράζεις, ήσουν ένα μεγάλο πειραχτήρι. Ήξερες να απολαμβάνεις μαζί μας μια ωραία ταινία, ένα όμορφο ποίημα, ένα καλό θεατρικό έργο, μια όμορφη συναυλία.
Μας δίδαξες την αγάπη γιατί ήξερες και εσύ ο ίδιος να αγαπάς. Αγαπούσες τους ανθρώπους, τη ζωή, αγαπούσες τη φύση. Όποτε μπορούσες φρόντιζες να περιποιηθείς το περβόλι σου και την αυλή σου, ήσουν περήφανος για τη σοδειά σου. Προσκαλούσες ανοιχτόκαρδα κάθε φίλο για να του μαγειρέψεις εσύ ο ίδιος, ήταν ο δικός σου τρόπος να δείξεις την αγάπη σου.
Μια από τις τελευταίες φορές που σε είδαμε να χαμογελάς με την καρδιά σου ήταν όταν σε τίμησαν οι συγχωριανοί σου, το σωματείο Δίκωμο ’74.
Το Δίκωμο ήταν η αφετηρία σου και εμείς ξέρουμε πόσο έκαιγε τα σωθικά σου ο πόθος της επανένωσης, ο πόθος το Δίκωμο να γίνει ξανά ο προορισμός σου.
Έφυγες από το Δίκωμο τη μέρα του πραξικοπήματος με τη μάνα μας με τα ρούχα που φορούσατε και τη Μαριάννα 40 ημερών μωρό. Και μόνο κοίταξες κατάματα αυτούς που σας σταμάτησαν με τα καλάσνικωφ. Τους κοίταξες κατάματα και αυτοί κατέβασαν τα όπλα. Ο ίδιος μας εκμυστηρεύτηκες ότι χρόνια αργότερα ένας από αυτούς στάθηκε μπροστά σου και με δάκρυα στα μάτια σε ρώτησε: «Θα με συγχωρέσεις ποτέ;». Και εσύ τον φίλησες και του είπες: «Μακάρι να το έκαμναν όλοι τούτο που κάμνεις εσύ τωρά».
Αυτός ήσουν παπά μας. Ένας άνθρωπος λεβέντης, που δεν υποχωρούσε, που δεν λύγιζε. Ένας άνθρωπος που ήξερε να αγαπά και να συγχωρεί.
Η τιμιότητα σου ήταν αγκάθι για πολλούς. Για εμάς είναι η περηφάνια μας.
Η πίστη σου στην ιδεολογία μας ήταν εμπόδιο για πολλούς. Για εμάς είναι η φλόγα που θα μας δίνει πάντα το παράδειγμα.
Ήσουν ένας καλός ακροατής, άκουγες και ζύγιζες, είχες όμως και αποκρυσταλλωμένη άποψη. Και όταν λαμβάνονταν οι αποφάσεις έμπαινες πάντα μπροστά για να τις υλοποιήσεις, όποια άποψη και αν είχες εσύ προσωπικά.
Αγαπούσες πολύ και βαθιά τη νεολαία. Είχες πάντα στην έννοια σου την ΕΔΟΝ, είχες πάντα ως προτεραιότητα σου τους νέους ανθρώπους από κάθε αξίωμα που πέρασες. Εξάλλου με κάθε ευκαιρία έκλεβες χρόνο για να βρεθείς με τους νέους, για να συζητήσεις με τους νέους, για να τους αφουγκραστείς.
Αγαπούσες πολύ και βαθιά την Κύπρο και τους ανθρώπους της. Το σύνθημα «οι τούρκοι της Κύπρου δεν είναι εχθροί μας, οι Τούρκοι της Κύπρου είναι αδερφοί μας» ήταν για σένα ευαγγέλιο. Δεν είχες απλώς σχέσεις με τους προοδευτικούς τουρκοκύπριους. Είχες δεσμούς, συντροφικούς, φιλίας και αδελφοσύνης.
Αντίκριζες τον κυπριακό λαό στην ολότητα του. Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους, Μαρωνίτες, Αρμένηδες και Λατίνους. Έφυγες με τον καημό της μοιρασμένης μας πατρίδας. Ο καημός σου είναι ο όρκος μας. Θα συνεχίσουμε κάθε ώρα, κάθε μέρα, να παλεύουμε, όλο και πιο πολύ, όλοι και πιο πολλοί για να ενώσουμε τον τόπο μας και το λαό μας. Να΄σαι βέβαιος.
Αντίκριζες την εργατική τάξη ενιαία. Και αγωνιζόσουν γι΄αυτήν σε κάθε γωνιά της γης, ο διεθνισμός ήταν βασικό συστατικό της δράσης σου.
Συγκινήσουν εύκολα, δάκρυζες συχνά. Αυτό υποδείκνυαν πολλοί ειρωνικά.
Είναι αλήθεια. Βούρκωνες όταν θυμόσουν τους παλιούς συντρόφους. Τον Εζεκία, τον Πουμπουρή, τον Κουρτελλάρη, τον Κατσούρα, τον Δημητριάδη.
Όταν μιλούσες για τον Χαρίλαο Φλωράκη.
Όταν αναφερόσουν στον Οζγκιέρ Οζγκιούρ.
Όταν θυμόσουν εκείνη τη συναυλία με τη Μαρία Δημητριάδη.
Όταν άκουγες τη φωνή του Καζαντζίδη στο «να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε».
Όταν μιλούσες για τη Σοβιετική Ένωση. Για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Όταν άκουγες Ρίτσο, Ναζίμ Χικμέτ, Λειβαδίτη, Ανθία, Πιερίδη και Λιασίδη.
Όταν συναντούσες ανθρώπους και σου έλεγαν τα προβλήματα τους.
Όταν άκουγες τα παιδιά σου να τραγουδούν στα οικογενειακά τραπέζια.
Όταν έβλεπες τα εγγόνια σου να κάνουν τα πρώτα τους βήματα.
Δάκρυζες παπά μας γιατί παρέμεινες άνθρωπος, καλοσυνάτος και ευαίσθητος. Αυτή είναι η πιο μεγάλη κληρονομιά που μας αφήνεις.
Να πας στο καλό παπά μας. Να ξεκουραστείς και να ησυχάσεις.
Εμείς, τα εγγόνια της πλύστρας, θα το έχουμε τιμή μας τζιαι καμάρι μας.
Εμείς θα μιλούμε πάντα περήφανα για το πώς η ανάγκη έγινε η Ιστορία. Και δεν θα αφήσουμε την Ιστορία να γίνει σιωπή.
Και τώρα, και πάντα.