Ομιλία βουλευτή ΑΚΕΛ, Γιώργου Κουκουμά στη συζήτηση για τον Κρατικό Προϋπολογισμό του έτους 2025
Βουλή των Αντιπροσώπων, Τρίτη, 17 Δεκεμβρίου 2024
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ο φετινός προϋπολογισμός σηματοδοτεί τον τρίτο χρόνο της διακυβέρνησης Χριστοδουλίδη. Kαι πλέον έλειψαν τα σύννεφα για να πέσουν όσοι περίμεναν ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό εκτός από το να πέσει το μήλο κάτω από τη μηλιά. Και ο Χριστοδουλίδης κάτω από τον Αναστασιάδη. Άλλωστε, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια -χθες- της Προέδρου του Συναγερμού για ολίγην αντιπολίτευση για ξεκάρφωμα, ο Συναγερμός ψηφίζει και φέτος -χωρίς καν όρους και προϋποθέσεις- τον Προϋπολογισμό, αφού πρόκειται για συνέχεια της δικής τους οικονομικής πολιτικής, της δικής τους φιλοσοφίας, της δικής τους κυβέρνησης. Οπόταν δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε περαιτέρω γιατί το ΑΚΕΛ καταψηφίζει ένα τέτοιο Προϋπολογισμό.
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Υπάρχουν διάφορα ζητήματα στα οποία διαφέρουν οι προσεγγίσεις μας για τον προϋπολογισμό, τις κρατικές δαπάνες, τη φορολογία, την κοινωνική πολιτική. Παραδείγματα είχαμε την περασμένη εβδομάδα:
– Πού ξανακούστηκε να υποδεικνύει η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση από πού να βρει τα χρήματα για να ασκήσει κοινωνική πολιτική και η κυβέρνηση να αρνείται να τα πάρει για να μην ενοχληθούν οι τράπεζες και τα υπερκέρδη τους;
– Και ποιον άραγε ξεγελούν όσοι εμπόδισαν προχθές τη φορολόγηση των τραπεζών -γιατί ιδεολογικά τάχα είναι ενάντια στους φόρους- αλλά την ίδια μέρα ψήφισαν και αύξησαν τον φόρο στοιχήματος προκειμένου να πληρώσουν τις οφειλές τους στο κράτος ποδοσφαιρικές εταιρίες με χρέη εκατομμυρίων;
Η βασική όμως διαφορά του ΑΚΕΛ με την πλευρά των κομμάτων της συγκυβέρνησης, του Συναγερμού και του ΕΛΑΜ που ψηφίζουν τον Προϋπολογισμό βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στο πώς αντιλαμβανόμαστε την ίδια την οικονομία και την ανάπτυξη. Όταν για παράδειγμα, κυβέρνηση και λοιποί πανηγυρίζουν για τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, για τον πλούτο δηλαδή που παράγεται στη χώρα εμείς θέτουμε το κρίσιμο ερώτημα -αυτό που χωρίζει την ήρα από το στάχυ: Ποιος τον παράγει αυτό τον πλούτο και πού πάει, πώς κατανέμεται αυτός ο πλούτος; Πώς βελτιώνει τη ζωή και το βιοτικό επίπεδο του κόσμου αυτή η ανάπτυξη; Τι σημαίνει για τον κόσμο της εργασίας, για τη μεσαία τάξη, για τα νοικοκυριά, για τους μικροεπιχειρηματίες; Και εδώ δεν έχει απαντήσεις ούτε ο Προϋπολογισμός, ούτε η κυβέρνηση.
– Τι θα πούμε άραγε στους 130 χιλιάδες πολίτες της χώρας που ζουν στο όριο της φτώχειας ή κάτω από αυτό, όταν η ανάπτυξη δεν φτάνει σε αυτούς; Να φάνε τις αναβαθμίσεις των Moody’s;
– Πώς θα πληρώσουν λογαριασμούς και έξοδα οι 250 χιλιάδες άνθρωποι που ζουν με λιγότερα από 1100 ευρώ τον μήνα στην Κύπρο του 2024; Θα μοιράζουν τις αξιολογήσεις των Fitch και των Standard & Poor’s;
– Πόσα πολλά μας λέει -όχι μόνο για το πώς λειτουργεί το σύστημα- αλλά και πόσο διαφορετικά μετρούμε την επιτυχία οι διαφορετικές πτέρυγες αυτής της αίθουσας όταν την στιγμή που οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας της Κύπρου έφτασαν να είναι πρώτοι σε όλη την ΕΕ, οι μισθοί των εργαζομένων της Κύπρου είναι 30% χαμηλότεροι από τον μέσο όρο της ευρωζώνης;
– Μήπως άραγε είναι λαϊκιστές και ισοπεδωτικοί και οι πολίτες που δεν συγκινούνται να θριαμβολογήσουν για τους δείκτες της οικονομίας, αφού αυτό που οι ίδιοι ζουν αποτυπώνεται σε άλλους δείκτες. Τους δείκτες που αποδεικνύουν ότι ζούμε στη χώρα που έχει από τα μεγαλύτερα ποσοστά πανευρωπαϊκά στους ανθρώπους που δεν μπορούν να θερμάνουν το σπίτι τους, στους ανθρώπους που δεν μπορούν να κάνουν μερικές μέρες διακοπές, στους ανθρώπους που δουλεύουν και μετά τη συνταξιοδότηση για να μπορέσουν να ζήσουν.
– Και τελικά, πώς γίνεται ποτέ να μην αρκούν τα κονδύλια για τις κοινωνικές δαπάνες, πώς γίνεται η επιδοματική πολιτική να λειτουργεί ως κόφτης που αφήνει εκτός χιλιάδες μονογονιούς, πολύτεκνους, άτομα με αναπηρίες, ευάλωτους, ΑΛΛΑ πάντα να υπάρχουν εκατομμύρια και δισεκατομμύρια κρατικού χρήματος για να χαριστούν σε μεγαλοεπιχειρηματίες, ντιβέλοπερ, τραπεζίτες. Πώς γίνεται να βρέθηκαν εκατομμύρια ευρώ για να χαριστεί ο φόρος ακίνητης ιδιοκτησίας για τους μεγαλοϊδιοκτήτες γης, για να μειωθεί η φορολογία επί του τόκου των καταθέσεων, για να χαριστεί το εταιρικό τέλος στις μεγάλες επιχειρήσεις και βεβαίως για να χαρίζεται επί χρόνια το ΦΠΑ στους επενδυτές των διαβατηρίων; Αλλά για όσα χρειάζεται η κοινωνία και ο τόπος -υποδομές, δομές, πολιτικές, παροχές- για αυτά να θυμούνται τον νόμο και τον τρόμο της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση και συνολικά η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει -αφού πρώτα αναγνωρίσει- συγκεκριμένα νέα φαινόμενα, -τεκτονικές αλλαγές κατ’ ακρίβεια- που συντελούνται στην οικονομία και την κοινωνία. Αλλαγές που σπρώχνουν τη μεσαία τάξη μόνιμα προς τα κάτω και τα χαμηλότερα στρώματα ακόμα πιο κάτω σε ένα φαύλο κύκλο φτώχειας αλλά την ίδια ώρα, θέτουν το ερώτημα αν η οικονομία και τελικά ο τόπος μας αλλάζει χέρια.
- Πρώτα από όλα, γίνεται καθημερινά φανερό ότι ο πλούτος και ολόκληροι κλάδοι της κυπριακής οικονομίας συγκεντρώνονται και συγκεντροποιούνται σε ολοένα και λιγότερα χέρια. Στον τραπεζικό τομέα, στα καύσιμα, στο λιανικό εμπόριο, στην ενέργεια, στον τομέα της υγείας διαμορφώνονται και ορθώνονται ιδιωτικά μονοπώλια και ολιγοπώλια -ξένα και εγχώρια- που ελέγχουν την αγορά, καθίστανται κράτος εν κράτει, καθορίζουν τις τιμές και σταδιακά συνθλίβουν μεγάλα τμήματα των μικροεπιχειρηματιών που ήταν η ραχοκοκαλιά της χώρας. Πάνω από 20 χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις έχουν κλείσει τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο κι αυτό άλλαξε κι αλλάζει τον χάρτη όχι μόνο της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας μας.
- Το δεύτερο φαινόμενο έχει να κάνει με κάτι που όλη η κοινωνία βλέπει και συζητά, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος το προσπερνά. Πρόκειται για τις μαζικές αγορές ακίνητης ιδιοκτησίας από ξένους επενδυτές κι εύπορους πολίτες τρίτων χωρών με τέτοιες διαστάσεις και τέτοιους ρυθμούς που προκαλούν ιλιγγιώδη αύξηση στις τιμές των ακινήτων σε σημείο που ο μέσος Κύπριος δεν μπορεί να αγοράσει σπίτι ή διαμέρισμα μέσα στα αστικά κέντρα της χώρας και όχι μόνο. Την ώρα που το Υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε ανακοίνωση πριν δύο μήνες για να μας πει με κάθε σοβαρότητα ότι στην Κύπρο «δεν παρουσιάζεται πρόβλημα στέγασης». Όπως θα έπρεπε όλοι στην αίθουσα να γνωρίζουμε, μπορεί να έχει τερματιστεί το διαβόητο πρόγραμμα με τα χρυσά διαβατήρια, συνεχίζεται όμως το πρόγραμμα με τις χρυσές βίζες. Κι αυτό παρά το ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία ζήτησε πριν ένα χρόνο τον τερματισμό του προγράμματος αφού είναι και αυτό διάτρητο από κακοδιαχείριση ενώ οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες -η μια μετά την άλλη- το καταργούν προκειμένου να φρενάρουν την αύξηση των τιμών. Εντούτοις, στην Κύπρο τα πράγματα κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση κι εκτός ελέγχου. Το 2023 σχεδόν 7 χιλιάδες ακίνητα αγοράστηκαν από ξένους ενώ το 2024 το μερίδιο των ξένων πολιτών στις αγορές ακινήτων πλησιάζει το 1/3 και σε ορισμένες επαρχίες φτάνει και το 50%. Το φαινόμενο αναπόφευκτα πλέον θέτει ερωτήματα για τον μελλοντικό χαρακτήρα των αστικών κέντρων και της χώρας. Κατ’ ακρίβεια, πρόκειται για ένα άλλο δημογραφικό και μεταναστευτικό ζήτημα που αντιμετωπίζει ο τόπος. Αλλά, επειδή είναι σε διαπλοκή με ντόπια επιχειρηματικά συμφέροντα, επειδή έχει χαρακτήρα ταξικό, δεν το αγγίζουν όσοι κατά τα άλλα αγωνιούν για τον «αφελληνισμό του νησιού». Το ΑΚΕΛ άνοιξε όμως ήδη αυτό το ζήτημα και θα συνεχίσει με τόλμη γιατί έχει να κάνει κυριολεκτικά με το μέλλον του λαού και του τόπου μας.
- Το άλλο μεγάλο δομικό ζήτημα της κυπριακής οικονομίας και κοινωνίας είναι το πεδίο των εργασιακών σχέσεων οι οποίες, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, υπέστησαν την προηγούμενη δεκαετία μια πρωτόγνωρη απορρύθμιση, ουσιαστικά σμπαραλιάστηκαν. Όχι τυχαία σήμερα στην Κύπρο, 1 στους 4 εργαζόμενους είναι χαμηλόμισθος. Για εμάς, το ΑΚΕΛ και για το εργατικό κίνημα το μεγάλο στοίχημα αυτής της περιόδου είναι να πετύχουμε να μεταφραστεί η οικονομική ανάπτυξη σε πραγματικές βελτιώσεις στους μισθούς των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, σε ρυθμισμένους και αξιοπρεπείς όρους εργασίας. Κι αυτό μπορεί να γίνει ΚΑΙ με τη συλλογική δράση των ίδιων των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς αλλά θα χρειαστούν ΚΑΙ παρεμβάσεις του κράτους για τις οποίες το ΑΚΕΛ μπαίνει μπροστά με πρωτοβουλίες. Δύο κεφαλαιώδη ζητήματα θέτουμε ενώπιον της κυβέρνησης και της Βουλής και ιδού η Ρόδος:
– Το πρώτο ζήτημα αφορά την ΑΤΑ και την ανάγκη να επεκταθεί η ΑΤΑ κατ’ αρχάς σε όλους τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα για να στηρίξουμε το εισόδημά τους που ροκανίζεται από την ακρίβεια. Αυτό μπορεί να γίνει με αυτό που προτείνει το ΑΚΕΛ, την τροποποίηση -δηλαδή- του διατάγματος για τον κατώτατο μισθό ώστε να ενσωματωθεί η ΑΤΑ, ο 13ος μισθός και τα άλλα ωφελήματα για τους πιο χαμηλά αμειβόμενους της χώρας.
– Και το δεύτερο ερώτημα αφορά την ανάγκη να επεκταθούν δραστικά και μαζικά στον ιδιωτικό τομέα οι συλλογικές συμβάσεις που – όπως αποδείχθηκε ξανά με την απεργία των εργαζομένων στα μπετόν- είναι η ισχυρή ασπίδα των εργαζομένων σε κάθε χώρο δουλειάς. Στη Βουλή είναι ήδη κατατεθειμένη η Πρόταση Νόμου του ΑΚΕΛ για την Επέκταση της Εφαρμογής των Κλαδικών Συμβάσεων, που δίνει τη δυνατότητα στον αρμόδιο υπουργό να επεκτείνει με διάταγμα τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις σε οποιοδήποτε συναφή κλάδο, περιοχή, επαρχία, επαγγελματική κατηγορία ή επιχείρηση. Με αυτό τον τρόπο θα προστατεύσουμε μεγάλη μερίδα των εργαζομένων και ταυτόχρονα, εμποδίζεται ο αθέμιτος ανταγωνισμός, πάνω στις πλάτες των εργαζομένων, μεταξύ εργοδοτών που εφαρμόζουν και εργοδοτών που δεν εφαρμόζουν τις συμβάσεις.
Ας πάρει θέση λοιπόν και η κυβέρνηση, και ο Συναγερμός και όλοι πάνω στο θέμα της ΑΤΑ για τους χαμηλόμισθούς και των συλλογικών συμβάσεων γιατί εδώ θα κριθεί ποιοι είναι με τους εργαζόμενους ή απέναντι κι ενάντιά στους εργαζόμενους; Ποιοι είναι με την κοινωνία και τους εργαζόμενους και ποιοι με την εργοδοσία κι εκείνο μάλιστα το τμήμα της που είναι διατεθειμένο να διαλύει ακόμα και τους εργοδοτικούς συνδέσμους παρά να υπογράψουν κλαδική σύμβαση, που είναι διατεθειμένο να κρατά όμηρο την οικονομία παρά να δώσει στους εργαζόμενους όσα προνοούν οι συμβάσεις, όσα κέρδισαν με τον κόπο τους;
Θα αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν να απαντήσουν και αυτό δίλημμα. Γιατί είναι συχνό το φαινόμενο όταν συζητούμε για τους δημόσιους υπαλλήλους ορισμένοι -στην κυβέρνηση, στην Πινδάρου και σε Μέσα Ενημέρωσης- να θυμούνται με κροκοδείλια δάκρυα τους υπαλλήλους στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά όταν έρθει η ώρα για αυξήσεις και δικαιώματα εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα να τους ξεχνούν, να συνασπίζονται με την ΟΕΒ και το ΚΕΒΕ και να ζητούν και από πάνω απαγόρευση των απεργιών και συνδικαλιστικών ελευθεριών.
Και γιατί στο κάτω κάτω της γραφής, παρά τα φαινόμενα, αυτό τον τόπο δεν τον έκτισαν μεγαλοεπιχειρηματίες που με το ένα χέρι έδιναν μίζες ή δεν πλήρωναν δεδουλευμένα των εργαζομένων τους και με το άλλο χέρι παίρνουν βραβεία επιχειρηματία της χρονιάς. Αυτό τον τόπο τον έστησε και τον έκτισε ο κόσμος της εργασίας, και την οικονομία αυτού του τόπου την κινούν άνθρωποι που είτε δουλεύουν υπάλληλοι στο γραφείο μιας εταιρίας είτε στο σπίτι πίσω από τον υπολογιστή, είτε δουλεύουν στο εργοστάσιο και το εργοτάξιο, είτε στη σχολική αίθουσα και το νοσοκομείο, πάντως δουλεύουν και ζουν με τον κόπο τον δικό τους τους και όχι από τον κόπο των άλλων.
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η εξωτερική πολιτική ίσως να είναι το τελευταίο θέμα που ενδιαφέρει σε μια τέτοια συζήτηση αλλά δεν παύει να είναι και αυτή θέμα του Προϋπολογισμού. Άλλωστε -όπως και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ- μέσα από τον Κρατικό Προϋπολογισμό υλοποιούνται πολιτικές όπως το ότι ο κυπριακός λαός χρηματοδοτεί με εκατομμύρια ευρώ τον εξοπλισμό του Ζελένσκι στην Ουκρανία, κονδύλια που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό που ψηφίζεται αύριο, από όσους θα ψηφιστεί. Ή από όσους δεν θα στηρίξουν την τροπολογία του ΑΚΕΛ για να αποκοπούν οι συνεισφορές των Κύπριων φορολογούμενων στα ευρωπαϊκά ταμεία για τον πολεμικό εξοπλισμό της Ουκρανίας. Μια επιλογή που -όλοι θα έπρεπε πλέον να έχουν αντιληφθεί- ότι δεν υπηρετεί την ειρήνη ή το συμφέρον της Ευρώπης αλλά εξυπηρετεί τα συμφέροντα και την στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για να συνεχίζεται επ’ άπειρον ο πόλεμος με τη Ρωσία.
Όμως σήμερα καλούμαστε να μιλήσουμε ξανά για την εξωτερική πολιτική διότι -με τα μονοπάτια που έχει πάρει η κυβέρνηση- κρίνεται το συμφέρον και η ασφάλεια της πατρίδας και του λαού μας. Κρίνεται το μέλλον του Κυπριακού και σε τελική ανάλυση το μέλλον της ίδιας της Κύπρου.
– Γιατί ο κ. Χριστοδουλίδης δεν εξουσιοδοτήθηκε από κανένα -και σίγουρα όχι από τον λαό- να μοιράζει στρατιωτικές βάσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο τόπος να είναι χωράφι του και να συζητά ένταξη της χώρας στο ευαγές ίδρυμα που λέγεται ΝΑΤΟ χωρίς να τολμήσει να θέσει κάτι τέτοιο ενώπιον του λαού προεκλογικά.
– Γιατί σε αντίθεση με όσους ερωτεύτηκαν το ΝΑΤΟ, ο λαός της Κύπρου δεκαετίες τώρα αγωνίζεται ώστε ο κατοχικός στρατός, οι εγγυήτριες δυνάμεις, οι ξένες βάσεις να φύγουν από το νησί. Όχι να μείνουν με άλλη ταμπέλα, όχι να μείνουν με τη στολή και τη σημαία του ΝΑΤΟ. Και γιατί όσοι κατά τα άλλα πουλούν εθνικοφροσύνη με τη σέσουλα δεν μπορεί να μην είδαν τα όσα υπέστη η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και ότι με τις πλάτες του ΝΑΤΟ γκριζάρει το μισό Αιγαίο η Τουρκία και αμφισβητεί κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
– Γιατί δεν μπορεί να θεωρείται εξωτερική πολιτική αρχών και εξωτερική πολιτική που υπηρετεί το συμφέρον της Κύπρου το να αποφασίζουν τρίτοι ποιοι θα είναι οι εχθροί και οι σύμμαχοί μας. Να αποφασίζουν δηλαδή οι ΗΠΑ, μέσα από τον διαβόητο νόμο Μενέντεζ-Ρούμπιο που εφαρμόζεται βήμα βήμα- ότι πρέπει η Κύπρος να διαλύσει τις σχέσεις της με δύο μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, τη Ρωσία και την Κίνα.
– Γιατί ούτε το δίκαιο, ούτε το συμφέρον της χώρας, ούτε η στοιχειώδης ηθική και ανθρωπιά μπορούν να δικαιολογήσουν το ότι φτάσαμε στο σημείο η κυβέρνηση της ημικατεχόμενης Κύπρου να θεωρεί σωστή πλευρά μια κατοχική δύναμη, το Ισραήλ, και όχι τον λαό που διεκδικεί την ελευθερία του. Γιατί -με καμιά ερμηνεία του κόσμου και της ζωής- δεν μπορεί να είναι η «σωστή πλευρά της Ιστορίας» η πλευρά που –κυριολεκτικά δίπλα μας- δολοφόνησε 16 χιλιάδες παιδιά, ο Νετανιάχου δηλαδή και η σφηκοφωλιά των φασιστών που κυβερνούν το Ισραήλ.
Κυρία Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ορισμένα κόμματα και βουλευτές ενοχλήθηκαν σφόδρα την περασμένη εβδομάδα με το δίλημμα «με τις τράπεζες ή με την κοινωνία» στο οποίο αναγκάστηκαν να τοποθετηθούν. Όσο όμως κι αν ενοχλεί και δυσκολεύει, η αλήθεια είναι ότι -είτε μιλούμε για την οικονομία και τις τράπεζες, είτε για τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων, είτε για την εξωτερική πολιτική, είτε για την κοινωνική πολιτική τα ανθρώπινα δικαιώματα- πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν διλήμματα αναπόδραστα, γιατί, πάντα υπάρχουν πλευρές και πάντα υπάρχουν όχθες που πρέπει να επιλέγει ο καθένας μας.
Και εις ό,τι μας αφορά, είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί κανείς μαζί με το ΑΚΕΛ δεν μπορεί να αρνηθεί ότι εμείς δεν φοβόμαστε να διαλέξουμε όχθη και να την υπερασπιστούμε. Και αυτή ήταν και θα είναι -και τώρα και για πάντα- η πλευρά των εργαζομένων, η πλευρά των πολλών και της κοινωνίας, η πλευρά του λαού και της πατρίδας, η πλευρά της ειρήνης και του δικαίου. Και στην Κύπρο και στον κόσμο ολόκληρο.