Home  |  Ενημέρωση   |  Ομιλίες   |  Ομιλία Γενικού Γραμματέα Κ.Ε. ΑΚΕΛ, Άντρου Κυπριανού, για το Κυπριακό στο Κέντρο Ερευνών του Kultur University

Ομιλία Γενικού Γραμματέα Κ.Ε. ΑΚΕΛ, Άντρου Κυπριανού, για το Κυπριακό στο Κέντρο Ερευνών του Kultur University

kiprianu_ist-472x330[1]

Ημερίδα του GPOT Center του Istanbul Kultur University με θέμα «Οι εξελίξεις στο κυπριακό πρόβλημα- Υπάρχουν προοπτικές;».


Ημερομηνία Έκδοσης: Ιανουαριος 20, 2014

 

 Θέλω πρώτα να ευχαριστήσω το Κέντρο Ερευνών του Kultur University για την πρόσκληση να παρευρεθώ και να μιλήσω σ΄αυτή τη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης. Θεωρώ εξαιρετικά σημαντική την ανάγκη να ξεκινήσει συζήτηση στην ίδια την Τουρκία για την επίτευξη δίκαιης, υπο τις περιστάσεις, λειτουργικής και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού. Να γίνει κατανοητό και στην ίδια την Τουρκία ότι με σωστή λύση του Κυπριακού θα βγει και η ίδια κερδισμένη, πέραν από τους ίδιους τους κύπριους. Η σημερινή συζήτηση είναι εξαιρετικά επίκαιρη καθώς εδώ και τέσσερις σχεδόν μήνες καταβάλλονται επίμονες αλλά ανεπιτυχείς προς το παρόν προσπάθειες για έκδοση κοινού ανακοινωθέντος που να επιτρέπει επανέναρξη των συνομιλιών με στόχο τη συνολική λύση του Κυπριακού. Ευχή και επιδίωξη μας είναι να γίνει επιτέλους κατορθωτή η έκδοση κοινού ανακοινωθέντος έτσι που να επαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις που να καταλήξουν αυτή τη φορά σε λύση.
Για να γίνει αντιληπτή η σημερινή κατάσταση γύρω από το Κυπριακό είναι αναγκαία μια σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν.
Μετά τα τραγικά γεγονότα του 1974 και την ανώμαλη κατάσταση που είχε τότε δημιουργηθεί και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, συμφωνήθηκε από το 1977 η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία ως ο ιστορικός συμβιβασμός μεταξύ των δύο βασικών κοινοτήτων του νησιού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Όλα αυτά τα χρόνια είχαμε αλλεπάλληλους γύρους συνομιλιών για επίλυση του προβλήματος στην προαναφερθείσα βάση που, δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν οδήγησαν στο ποθητό αποτέλεσμα. Συνειδητά δεν θα αναφερθώ στους λόγους για τους οποίους το Κυπριακό παραμένει άλυτο για τόσες δεκαετίες διότι πρόθεση μου εδώ δεν είναι η επίρριψη ευθυνών αλλά ο προβληματισμός για το πώς θα καταφέρουμε επιτέλους να επιτύχουμε αμοιβαία αποδεκτή λύση που να σέβεται τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων.
Είναι αλήθεια ότι το 2004 φθάσαμε μέχρι τα χωριστά δημοψηφίσματα για συνολική λύση, όμως η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων απέρριψε την προταθείσα λύση αφού θεώρησε ότι αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερων συνομιλιών αλλά ετεροβαρούς επιδιαιτησίας που δεν ικανοποιούσε εύλογες ανησυχίες τους.
Ακολούθησε μια άγονη περίοδος που διήρκεσε μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2008. Σε εκείνες τις εκλογές ο Δημήτρης Χριστόφιας, τέως Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΑΚΕΛ, εκλέγηκε στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα. Πιστός στην προεκλογική του δέσμευση να κάνει ό,τι εξαρτάται από τον ίδιο για την επίτευξη δίκαιης λύσης, ο Δημήτρης Χριστόφιας, αμέσως μετά την εκλογή του, επιδίωξε και συμφώνησε με τον κ. Ταλάτ τη σύσταση Ομάδων Εργασίας για συζήτηση των ουσιαστικών πτυχών του προβλήματος και Τεχνικών Επιτροπών για θέματα καθημερινότητας. Στόχος ήταν η προετοιμασία του εδάφους για απευθείας συνομιλίες μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων, πάντα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και στα πλαίσια των καλών υπηρεσιών του Γ.Γ.
Όταν οι Ομάδες Εργασίας και οι Τεχνικές Επιτροπές συμπλήρωσαν το έργο τους, επαναβεβαιώθηκε η βάση των συνομιλιών με τα δύο κοινά ανακοινωθέντα του Δ. Χριστόφια και του τέως Τουρκοκύπριου ηγέτη κ. Ταλάτ: Διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, με μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα καθώς και μία ελληνοκυπριακή και μία τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία με ίσο καθεστώς (κοινό ανακοινωθέν 23ης της αρχής για μία και μόνη κυριαρχία και ιθαγένεια και συζήτηση των λεπτομερειών εφαρμογής τους κατά τις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθούσαν (κοινό ανακοινωθέν 1ης η απαραίτητη προετοιμασία και άρχισαν οι απευθείας συνομιλίες τον Σεπτέμβριο του 2008.
Μαΐου 2008). Συμφωνία επί Ιουλίου 2008). Έτσι, συμπληρώθηκε Οι συνομιλίες διάρκεσαν μέχρι τον Απρίλιο του 2012 και χωρίζονται σε δύο βασικές περιόδους. Ενόσω στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας βρισκόταν ο κ. Ταλάτ, παρόλες τις δυσκολίες που δεν επέτρεπαν όση πρόοδο θα επιθυμούσαμε, επιτεύχθηκαν σημαντικές συγκλίσεις σε τρία κεφάλαια: Της Διακυβέρνησης και Διαμοιρασμού Εξουσιών (πρόκειται για το πιο μεγάλο και πολύπλοκο κεφάλαιο, με σχεδόν είκοσι υποκεφάλαια), της Οικονομίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά τα τρία κεφάλαια ουσιαστικά ήταν έτοιμα για τελική οριζόντια διαπραγμάτευση μεταξύ κεφαλαίων, κάτι που από μόνο του αύξανε τις ελπίδες για επιτυχή τελική κατάληξη. Ανάμεσα στις σημαντικές συγκλίσεις που είχαν τότε επιτευχθεί συγκαταλέγεται και εκείνη για την κυριαρχία: Όπως έχω προαναφέρει, στο κοινό ανακοινωθέν της Ιουλίου συμφωνήθηκε ότι θα υπάρχει μία και μόνη κυριαρχία, οι λεπτομέρειες εφαρμογής της οποίας θα συζητούνταν στη συνέχεια. Αυτό έγινε και συμφωνήθηκε περαιτέρω ότι η μία και μόνη κυριαρχία θα είναι αδιαίρετη και θα εκπηγάζει ισότιμα από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Αυτό δεν το αναφέρω τυχαία αφού έχει άμεση σχέση με τις δυσκολίες που συναντούνται σήμερα στην έκδοση κοινού ανακοινωθέντος.
Στα υπόλοιπα τρία κεφάλαια (περιουσιακό, εδαφικό, ασφάλεια και εγγυήσεις) δεν επιτεύχθηκε σημαντική πρόοδος. Ο λόγος ήταν ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά παρουσιαζόταν εξαιρετικά διστακτική να συζητήσει το εδαφικό πριν από την τελική φάση, κάτι που φρέναρε και την όποια ουσιαστική πρόοδο στο περιουσιακό αφού τα δύο κεφάλαια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Την ίδια στιγμή η τουρκοκυπριακή πλευρά παρέπεμπε το κεφάλαιο της ασφάλειας σε συζήτηση με τις εγγυήτριες δυνάμεις.
Όντως, το θέμα της ασφάλειας μπορεί να επιλυθεί οριστικά με τη συμμετοχή των εγγυητριών δυνάμεων σε διευρυμένη διεθνή διάσκεψη με συμμετοχή του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Ε.Ε. και αφού προηγηθεί επίλυση των εσωτερικών πτυχών. Ωστόσο, αυτό κάθε άλλο παρά αποκλείει τη συζήτηση και του θέματος της ασφάλειας στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Θα μπορούσε να προκύψει όφελος αν επιτευχθεί σύγκλιση σε μια τέτοια συζήτηση, αφού έτσι θα προετοιμαστεί κατάλληλα το έδαφος και συνεπακόλουθα θα αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχούς κατάληξης της διάσκεψης.
Όταν ο κ.Έρογλου ανέλαβε την ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, τον Απρίλιο του 2010, η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Ο ίδιος ο Γ.Γ. του ΟΗΕ, σε συνάντησή του με τους δύο ηγέτες, ζήτησε επαναβεβαίωση της βάσης των συνομιλιών και συνέχιση τους από εκεί που είχαν μείνει με τον κ.Ταλάτ. Ο Δημήτρης Χριστόφιας αποδέχθηκε απερίφραστα και τις δύο αυτές προϋποθέσεις και αυτό παρά τις αφόρητες εσωτερικές πιέσεις για απόσυρση δήθεν απαράδεκτων προτάσεών του. Ο κ.Έρογλου δεν δεσμεύτηκε ξεκάθαρα αναφορικά με τη συμφωνημένη βάση της διαπραγμάτευσης και φραστικά αποδέχθηκε τη δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή να συνεχίσουμε από εκεί που μείναμε. Στη συνέχεια, ωστόσο, αθέτησε την υπόσχεσή του. Όχι μόνο δεν σεβάστηκε τη συμφωνημένη βάση αλλά αναίρεσε και όλες τις ουσιαστικές συγκλίσεις που δεν ήταν αρεστές στον ίδιο, με το πρόσχημα ότι τίποτε δεν συμφωνείται αν δεν συμφωνηθούν όλα.
Δεν θα σας κουράσω απαριθμώντας τις ατέρμονες ανακολουθίες του κ.Έρογλου. Θα αναφέρω μόνο μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ύστερα από διετή σκληρή διαπραγμάτευση, καταλήξαμε με τον κ.Ταλάτ ότι, αναφορικά με το κρίσιμο θέμα της εκτελεστικής εξουσίας, η μεν ελληνοκυπριακή πλευρά θα αποδεχθεί εκ περιτροπής προεδρία σε ένα προεδρικό σύστημα, η δε τουρκοκυπριακή πλευρά θα αποδεχθεί τη διασταυρούμενη – και συνεπακόλουθα σταθμισμένη – ψήφο, δηλαδή την εκλογή των εκ περιτροπής Προέδρου και Αντιπροέδρου απευθείας από το λαό στο σύνολο του αντί χωριστής εκλογής. Ήταν ένας συμβιβασμός που έθετε την εκλογή του Προέδρου σε εξάρτηση και από τις δύο κοινότητες. Κάτι τέτοιο θα γκρέμιζε τα διαχωριστικά τείχη που ανεγέρθηκαν μεταξύ των δύο κοινοτήτων, στη βάση της εθνικής καταγωγής. Αυτή η εξέλιξη θα μετέφερε την όποια αντιπαράθεση στο πολιτικό επίπεδο, όπως σε κάθε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, επιλύοντας το πρόβλημα στη ρίζα του.
Ο κ.Έρογλου, ωστόσο, διάλεξε από το πακέτο μόνο αυτό που ήταν αρεστό στον ίδιο, δηλαδή την εκ περιτροπής προεδρία και απορρίπτει πεισματικά τη διασταυρούμενη ψήφο. Ως εκ τούτου, εκεί που ήμασταν σε ακτίνα συμφωνίας σε ολόκληρο το κεφάλαιο της Διακυβέρνησης, πλέον είναι όλα στον αέρα.
Το ίδιο συνέβη με σειρά άλλων σημαντικών θεμάτων. Αρκεί να αναφέρω ότι ο κ.Έρογλου ουσιαστικά απαιτεί παραμονή όλων των Τούρκων πολιτών που έχουν εγκατασταθεί στο νησί από το 1974 και μετά, ο αριθμός των οποίων υπερβαίνει ήδη εκείνο των Τουρκοκυπρίων. Απαιτεί δηλαδή να αποδεχθούμε την ουσιαστική αλλοίωση της δημογραφικής δομής. Ζητά περαιτέρω συνολική ανταλλαγή περιουσιών και ελάχιστη αποκατάσταση Ελληνοκυπρίων στα σπίτια και τις περιουσίες τους, κ.α. Με αυτά τα δεδομένα οι συνομιλίες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν και τελικά ο κ.Έρογλου έδωσε τη χαριστική βολή, τερματίζοντας τη συζήτηση των ουσιαστικών πτυχών και περιοριζόμενος μόνο σε συζήτηση θεμάτων καθημερινότητας.
Μέσα στις πιο πάνω συνθήκες φθάσαμε στις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου. Νέος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αναδείχθηκε ο κ. Αναστασιάδης. Η εκλογή του, ωστόσο, συνέπεσε με τις γνωστές, πρωτόγνωρες αποφάσεις του Eurogroup που επέφεραν καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία της Κύπρου. Υπό το βάρος της διαμορφωθείσας κατάστασης η προσπάθεια για επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας πήρε κάποια αναβολή. Ήδη, όμως, η διαδικασία ξεκίνησε εδώ και τέσσερις σχεδόν μήνες, με συναντήσεις των διαπραγματευτών των δύο πλευρών που αποσκοπούν στην έκδοση κοινού ανακοινωθέντος.
Δεν σας κρύβω ότι ορισμένες προεκλογικές θέσεις του κ. Αναστασιάδη μας προκαλούν ανησυχία, αλλά είπαμε ότι θα τον κρίνουμε από τις πράξεις του. Σε κάθε περίπτωση, αν η τουρκοκυπριακή πλευρά συνεχίσει να μη σέβεται έμπρακτα την προ πολλού συμφωνημένη βάση της διαπραγμάτευσης καθώς και τις επιτευχθείσες συγκλίσεις και να εμμένει στη λογική μιας διευθέτησης με συνομοσπονδιακά στοιχεία, δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στη σημερινή φάση και έτσι εξηγείται η δυστοκία στην έκδοση κοινού ανακοινωθέντος που να σηματοδοτεί την επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Ένα τέτοιο ανακοινωθέν εκ των πραγμάτων πρέπει να επαναβεβαιώνει τη βάση της διαπραγμάτευσης όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και στα κοινά ανακοινωθέντα Χριστόφια – Ταλάτ. Επαναλαμβάνω ότι αυτά καθορίζουν ρητώς ότι η λύση θα βασίζεται σε ένα κράτος, με μία και μόνη κυριαρχία, μία και μόνη διεθνή προσωπικότητα και μία και μόνη ιθαγένεια.
Η σημερινή απογοητευτική κατάσταση πρέπει οπωσδήποτε να ξεπεραστεί αφού θα ήταν τραγική εξέλιξη και άκρως αρνητικό μήνυμα να μην μπορούμε να καταλήξουμε σε ένα κοινό ανακοινωθέν για την προ πολλού συμφωνημένη βάση διαπραγμάτευσης και λύσης του Κυπριακού. Η μία και μόνη κυριαρχία, μία και μόνη διεθνής προσωπικότητα και μία και μόνη ιθαγένεια είναι ιδιότητες του κάθε κράτους και δεν μπορούν να υπονομεύονται αν πράγματι μιλάμε για ένα κράτος και όχι για δύο. Αυτό πρέπει να γίνει, επιτέλους, κατανοητό από όλους. Το πιο σημαντικό εμπόδιο στη συνομολόγηση κοινού ανακοινωθέντος είναι, πανθομολογουμένως, η διατύπωση για την κυριαρχία. Η δική μας θέση είναι ξεκάθαρη: Το συγκεκριμένο ζήτημα συζητείτο για δεκαετίες μέχρι που φθάσαμε στη συμφωνία Χριστόφια – Ταλάτ. Η μόνη προσφερόμενη διέξοδος θα ήταν ο σεβασμός και από τις δύο πλευρές της συγκεκριμένης σύγκλισης, όπως αυτή καταγράφεται και στο άτυπο έγγραφο Ντάουνερ «συγκλίσεις 2008- 2012». Ήταν ακριβώς η παραγνώριση αυτής της σύγκλισης που οδήγησε στην αχρείαστη τετράμηνη περιπέτεια της αναζήτησης κοινού ανακοινωθέντος. Γι’ αυτό, δεν είναι αρκετό να έχουμε αίσια κατάληξη με το κοινό ανακοινωθέν. Το πάθημα πρέπει να γίνει μάθημα γιατί πολύ φοβούμαστε ότι το ίδιο θα συμβαίνει και στην πορεία, κάθε φορά που θα εγκαταλείπονται με τόσους κόπους και μόχθους επιτευχθείσες συγκλίσεις.
Τελειώνοντας, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στο θέμα του φυσικού αερίου αφού είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτό μπορεί, με κατάλληλη και συνετή διαχείριση, να καταστεί σοβαρό κίνητρο για λύση, τόσο για τους Ελληνοκύπριους όσο και για τους Τουρκοκύπριους. Η Κυπριακή Δημοκρατία ανακήρυξε την ΑΟΖ της, προχώρησε σε συμφωνίες οριοθέτησης με γειτονικά κράτη καθώς και σε αδειοδοτήσεις, πάντα όπως ορίζει όχι μόνο το συμβατικό αλλά και το εθιμικό δίκαιο της θάλασσας. Στη συνέχεια προχώρησε ήδη σε δύο επιτυχείς γεωτρήσεις, πάντα στα πλαίσια της Συνθήκης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Την ίδια στιγμή δηλώνουμε ότι οι φυσικοί πόροι του νησιού, περιλαμβανομένων των υδρογονανθράκων, αποτελούν κοινή κληρονομιά όλων των Κυπρίων και ως εκ τούτου στο πλαίσιο της λύσης οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας πρέπει να είναι βέβαιοι ότι θα απολαμβάνουν και εκείνοι τα οφέλη του τόσο πολύτιμου αυτού αγαθού. Κι’ εμείς με τη σειρά μας έχουμε εξίσου ισχυρό κίνητρο αφού γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η σταθερότητα είναι σημαντικός παράγοντας επιτυχίας σε αυτές τις περιπτώσεις.
Πρέπει εδώ να αναφέρω ότι κατά τη διάρκεια των συνομιλιών με τον κ. Ταλάτ, ενώ δεν εμπλέξαμε το ζήτημα των υδρογονανθράκων, είχαν επιτευχθεί σημαντικές συγκλίσεις που σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού θα συνιστούν στέρεη βάση και θα αφήνουν μόνο τις λεπτομέρειες για περαιτέρω ρύθμιση αναφορικά με το φυσικό αέριο. Αυτό επειδή κατά τη συζήτηση των αρμοδιοτήτων είχε συμφωνηθεί ότι όλες ανεξαιρέτως οι θαλάσσιες ζώνες (αιγιαλίτιδα ζώνη, εφαπτόμενη ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα) θα συνιστούν αποκλειστική αρμοδιότητα του ομοσπονδιακού κράτους και όχι των ομόσπονδων μονάδων. Επιπροσθέτως, είχε συμφωνηθεί ως ομοσπονδιακή αρμοδιότητα η οριοθέτηση με γειτονικά κράτη και η επίλυση σχετικών διαφορών σύμφωνα με τη Συνθήκη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Τέλος, είχε επιτευχθεί σύγκλιση ότι οι φυσικοί πόροι, στους οποίους ασφαλώς περιλαμβάνεται το φυσικό αέριο, θα συνιστούν ομοσπονδιακή αρμοδιότητα ενώ είχε συμφωνηθεί και το πώς θα κατανέμονται τα ομοσπονδιακά έσοδα και κατά συνέπεια τα έσοδα από το φυσικό αέριο. Αυτή η εξόχως σημαντική σύγκλιση αποδεικνύει αφ’ εαυτής την αναγκαιότητα να διαφυλαχθούν οι συγκλίσεις και να συνεχίσουν οι διαπραγματεύσεις από εκεί που είχαν μείνει. Σήμερα ο κ. Έρογλου δηλώνει ότι αποδέχεται τις συγκλίσεις και ότι συμφωνεί να συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει. Υπενθυμίζω ξανά ότι για τρία ολόκληρα χρόνια ο τέως Πρόεδρος Χριστόφιας ζητούσε από τον κ. Έρογλου να σεβαστεί τη δέσμευση που είχε αναληφθεί ενώπιον του Γ.Γ. του ΟΗΕ για συνέχιση των συνομιλιών από εκεί που είχαν μείνει και πάνω στη συμφωνημένη βάση. Και ενώ ο κ. Έρογλου λέει ότι σέβεται τις συγκλίσεις και τη συμφωνημένη βάση, την ίδια στιγμή αναφέρεται σε δύο κράτη και δεν δέχεται τη μία, μόνη και αδιαίρετη κυριαρχία, με αποτέλεσμα να μην μπορούν ακόμη να αρχίσουν οι συνομιλίες.
Είναι αδήριτη ανάγκη η φραστική δέσμευση για συνέχιση από εκεί που μείναμε να γίνει πράξη γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατορθωτή η έκδοση κοινού ανακοινωθέντος και να επαναρχίσει πλήρης διαπραγμάτευση με στόχο τη συνολική διευθέτηση. Μια τέτοια εξέλιξη αναμφίβολα θα εξυπηρετούσε τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της Κύπρου και του λαού μας ως σύνολο, των δύο κοινοτήτων του νησιού, της Ελλάδας, της Τουρκίας, της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ειρήνης και σταθερότητας στην ευρύτερη και τόσο ευαίσθητη περιοχή.
NEXT

Ομιλία Γιώργου Λουκαΐδη στην Ολομέλεια της ΚΣΣΕ