Παρέμβαση K. Κώστα στην Ολομέλεια της Βουλής για το πολυνομοσχέδιο προστασίας των καταναλωτών
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοί,
Μετά από πολλές και πολύωρες συνεδρίες στην Επιτροπή Εμπορίου, ολοκληρώθηκε την περασμένη βδομάδα, η συζήτηση του πολυνομοσχεδίου για την προστασία των καταναλωτών, με το οποίο μεταφέρονται οι πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394. Υπενθυμίζουμε ότι, θα έπρεπε να εναρμονιστούμε μέχρι τις 17/1/20 και ότι η κυβέρνηση καθυστέρησε να στείλει το νομοσχέδιο στη Νομική Υπηρεσία για νομοτεχνικό έλεγχο, η οποία με τη σειρά της, καθυστέρησε ακόμα 28 μήνες να το εξετάσει.
Είχαμε μελετήσει σε βάθος και με τη δέουσα σοβαρότητα το πολυσέλιδο νομοσχέδιο και στις συζητήσεις στην Επιτροπή, καταθέσαμε τις πολλές εισηγήσεις μας για αλλαγές επί του κειμένου αλλά και τις διευκρινιστικές μας ερωτήσεις. Από την αρχή, ο στόχος μας ως κόμμα, ήταν το κείμενο που θα ψηφιστεί, να μεταφέρει αυτούσιο τον ευρωπαϊκό κανονισμό και να γίνουν σε αυτό σοβαρές αλλαγές έτσι ώστε επιτέλους, να προστατευτούν οι δανειολήπτες από τις προκλητικές και παράνομες πρακτικές των τραπεζών και κυρίως τις καταχρηστικές τους ρήτρες σε δανειακές συμβάσεις.
Παλέψαμε πολύ σκληρά ως κόμμα και μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους πετύχαμε:
– Την αυτούσια μεταφορά στο κείμενο του νομοσχεδίου, της πρόνοιας του Κανονισμού η οποία διασφαλίζει τη δυνατότητα σε καταναλωτές να εγείρουν αγωγή ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου για αποκατάσταση και/ή καταβολή αποζημίωσης (άρθρο 63’), αυτό δηλαδή που φωνάζαμε εδώ και χρόνια, για να προστατευτούν κυρίως οι δανειολήπτες από τις καταχρηστικές ρήτρες.
– Απορρίψαμε το αίτημα της Κεντρικής Τράπεζας, όπως στις περιπτώσεις που πάροχος είναι ίδρυμα εποπτευόμενο από την ΚΤ, σε ενδεχόμενες παραβάσεις η εποπτεία να ανατεθεί στην ΚΤ και όχι στην Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή.
– Διαφωνήσαμε με τις πρόνοιες του νόμου στο Μέρος IV, 3(δ) και 3(ε), οι οποίες εξαιρούν από τις πρόνοιες εφαρμογής του νόμου, τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και τις συμβάσεις για τη δημιουργία, απόκτηση ή μεταβίβαση δικαιωμάτων επί ακινήτων ή δικαιωμάτων εντός ακίνητης ιδιοκτησίας.
Ζητήσαμε επίμονα, να ξεκαθαριστεί επ’ ακριβώς στο κείμενο με νέα διατύπωση, που εφαρμόζεται η νομοθεσία Περί Καταναλωτικής Πίστης και Περί Στεγαστικών Δανείων, ώστε να αποφευχθούν μελλοντικές παρανοήσεις. Ζητήσαμε να είναι ξεκάθαρο μέσα στο νόμο, σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζεται το Μέρος IV, για να είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι σε αυτό δεν εμπίπτουν οι παράνομες πρακτικές και κυρίως οι καταχρηστικές ρήτρες των τραπεζών. Κάτι το οποίο έγινε αποδεκτό από το Υπουργείο Εμπορίου και τη Νομική Υπηρεσία και διατυπώνεται στο τελικό κείμενο που έχουμε ενώπιον μας.
– Ζητήσαμε διευκρινήσεις, αναφορικά με το άρθρο 58 (4), το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον εκάστοτε διευθυντή της Υπηρεσίας Καταναλωτή να αναστέλλει υποθέσεις, σημειώνοντας βέβαια, ότι η πρόνοια αυτή υπάρχει και στην υφιστάμενη νομοθεσία και ότι σε άλλο σημείο του νόμου αναφέρεται ότι αν ο εμπορευόμενος αθετήσει τη γραπτή δέσμευση του, τότε επαναρχίζει η διαδικασία, ώστε να διασφαλίζεται η ακεραιότητα των αποφάσεων που θα λαμβάνονται από την Υπηρεσία και αυτό να μην τύχει εκμετάλλευσης από τις τράπεζες.
Η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή, ανάφερε ότι πέραν των πιο πάνω, η διατύπωση αυτή αποτελεί μεταφορά του άρθρου 9(4) του Ευρωπαϊκού Κανονισμού CPC (Consumer Protection Cooperation).
– Από την πρώτη στιγμή, εισηγηθήκαμε μαζί με άλλα κόμματα, όπως στον ορισμό του καταναλωτή πέραν του φυσικού προσώπου, προστεθούν και τα νομικά πρόσωπα γιατί θεωρούμε άδικο και άνισο για παράδειγμα αν η σύμβαση έγινε στο όνομα μιας μικρής επιχείρησης και όχι στο όνομα ενός φυσικού προσώπου, να μην καλύπτεται από το νόμο, όπως γίνεται και σε Ελλάδα, Γαλλία, Δανία, Σουηδία, Ισπανία αλλά και άλλες χώρες, οι οποίες έχουν περιλάβει στις νομοθεσίες τους και νομικά πρόσωπα, αφού η Οδηγία δίνει τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν αυστηρότερους κανόνες προστασίας των καταναλωτών.
Ως κόμμα, ζητήσαμε να γίνει αλλαγή στον ορισμό του καταναλωτή σε αυτή τη νομοθεσία και όχι να ψηφίσουμε κάποια άλλη νομοθεσία, όπως ομόφωνα έκανε η Βουλή το 2019, νομοθεσία την οποία ο Πρόεδρος ανέφερε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Μετά την επιστολή του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία ξεκάθαρα τόνιζε ότι αν γίνει κάτι τέτοιο, πιθανώς ο Πρόεδρος να αναπέμψει το νόμο και τη θέση του Χρηματοικονομικού Επιτρόπου ότι το άρθρο αυτό πρέπει να ψηφιστεί ως έχει για να προστατεύσουμε τις χιλιάδες φυσικά πρόσωπα από τις καταχρηστικές ρήτρες και ότι θα πρέπει να ψηφιστεί νομοθεσία με την οποία θα προστίθενται και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις στον Περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Συμβάσεις Παροχής Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών από Αδειοδοτημένα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα Νόμο, τονίσαμε με έμφαση ότι ως κόμμα ζητούμε όπως αυτό γίνει με κυβερνητικό νομοσχέδιο και όχι με πρόταση νόμου, την οποία ο Πρόεδρος μπορεί στη συνέχεια να αναπέμψει για ακόμα μια φορά.
Μετά από αρκετή πίεση από μέρους μας αλλά και των υπολοίπων μελών της Επιτροπής και με την παρέμβαση της Υπουργού Εμπορίου, ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος ετοίμασε προσχέδιο νομοσχεδίου, το οποίο ζητήσαμε να κατατεθεί από την κυβέρνηση άμεσα στη Νομική Υπηρεσία για νομοτεχνικό έλεγχο, για να ψηφισθεί ταυτόχρονα με το παρών νομοσχέδιο. Το νομοσχέδιο, έχει αποσταλεί από την Υπουργό Εμπορίου στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος θα το καταθέσει στην Ν.Υ., ελπίζουμε το συντομότερο.
Από το βήμα αυτό, καλούμε τον Γενικό Εισαγγελέα, όπως η Ν.Υ. ολοκληρώσει όσο πιο σύντομα γίνεται τον νομοτεχνικό έλεγχο, όπως αναφέρει και στη σχετική επιστολή του, για να μπορέσουμε να ψηφίσουμε το νομοσχέδιο αυτό, μόλις η Βουλή με τη νέα σύνθεση της, ξεκινήσει τις συνεδρίες της.
– Διαφωνήσαμε έντονα με το άρθρο 75(1), σύμφωνα με το οποίο ο νόμος θα εφαρμόζεται μόνο σε συμβάσεις που συνάπτονται, ή σε εμπορικές πρακτικές, που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του. Τονίσαμε, ότι δεν είναι δυνατόν, να αποδεικνύεται από την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή, ότι μια τράπεζα μέσω παράνομων καταχρηστικών ρητρών στη δανειακή της σύμβαση, ‘κλέβει’ για χρόνια το δανειολήπτη και να δικαιούται αποκατάσταση από το δικαστήριο, μόνο για τη περίοδο μετά την εφαρμογή του νόμου. Και ότι δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τη δικαιολογία της αναδρομικότητας αφού ο νόμος για τις εκποιήσεις (87/2018), έχει αναδρομική ισχύ.
Δεν συμφωνήσαμε με την εισήγηση του Υπουργείου και της Νομικής Υπηρεσίας να διαγράψει την πρόνοια αυτή και ζητήσαμε να γίνει ξεκάθαρη αναφορά στο κείμενο ότι θα υπάρχει αναδρομικότητα και ρητή αναφορά ότι καλύπτονται οι συμβάσεις σε ισχύ πριν την εφαρμογή του νόμου, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή.
Το αναθεωρημένο κείμενο, δεν μας ικανοποίησε ως κόμμα, δώσαμε συγκεκριμένο κείμενο με το οποίο συμφώνησαν και τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, ενώ η εκπρόσωπος της Ν.Υ. συμφώνησε με την ανάγκη αναδρομικότητας.
Δύο μέρες μετά, το τελικό κείμενο που μας στάλθηκε, δυστυχώς δεν περιείχε την αλλαγή που ζητήσαμε αλλά κείμενο το οποίο και πάλι ανάφερε ότι ο νόμος εφαρμόζεται μόνο για συμβάσεις που έγιναν μετά την έναρξη ισχύος της νομοθεσίας.
Αντιδράσαμε έντονα, τονίσαμε ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται αποδεκτό, αποτελεί εμπαιγμό της Βουλής και την περασμένη Δευτέρα, μετά από επαφές της Υπουργού Εμπορίου με τον Γενικό Εισαγγελέα και σχετική εισήγηση νέας διατύπωσης από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή, μας αποστάλθηκε νέο κείμενο, το οποίο ρητά αναφέρει ότι: ‘οποιαδήποτε δικαιώματα και υποχρεώσεις πηγάζουν από τον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται αναφορικά και με συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν και/ή τερματίστηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου’.
Αυτό αποτελεί ειλικρινά, μια πολύ θετική εξέλιξη. Προς όφελος των καταναλωτών και κυρίως των δανειοληπτών. Οι οποίοι για χρόνια παλεύουν να βρουν το δίκαιο τους, να δικαιωθούν για τις παράνομες καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων τους.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ως κόμμα, δώσαμε μια μεγάλη και δύσκολη μάχη και με την επιμονή μας αλλά και με τις τεκμηριωμένες μας θέσεις, καταφέραμε να βελτιώσουμε σε πολύ μεγάλο βαθμό το κρατικό νομοσχέδιο. Καταφέραμε με σκληρή δουλειά και με υπομονή, να αλλάξουμε πολλά, με μοναδικό στόχο την ουσιαστική προστασία του καταναλωτή και κυρίως των δανειοληπτών από τις απαράδεκτες πρακτικές των τραπεζών. Μοναδικός μας γνώμονας, ήταν η προστασία των πολιτών.
Η αλήθεια είναι ότι, οι δυσκολίες ήταν πολλές και οι πιέσεις από διάφορους για να μην γίνουν οι αλλαγές, τις οποίες δεν ήθελαν οι τράπεζες, ήταν έντονες.
Σημειώνουμε με ικανοποίηση, το κλίμα συναίνεσης στην Επιτροπή και τη κοινή προσπάθεια να πετύχουμε το καλύτερο, το γεγονός ότι όλες οι εισηγήσεις μας, έγιναν αποδεκτές από όλα τα μέλη της Επιτροπής αλλά και τη πολύ θετική συμβολή της Υπουργού Εμπορίου και του Διευθυντή της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή, στο να έχουμε το τελικό αποτέλεσμα που έχετε ενώπιον σας.
Σημαντική ήταν η βοήθεια που μας έδωσε η γραμματέας της Επιτροπής, η Υπηρεσία Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και ο Τομέας Νομικών της Βουλής.
Σας ευχαριστώ
23/04/2021