Πώς επηρεάζουν το Κυπριακό οι διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις
Οι εξελίξεις στο Κυπριακό, αλλά και οι προοπτικές επίλυσής του, δεν μπορούν να αξιολογούνται, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον. Η όξυνση των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών, με πρωταγωνιστές τα ισχυρά κράτη του πλανήτη, αναπόφευκτα επηρεάζει αρνητικά πολλά προβλήματα τα οποία χρήζουν επίλυσης. Δεδομένου ότι στο σημερινό ιδιαίτερα επιβαρυμένο διεθνές περιβάλλον οι γεωπολιτικές στοχεύσεις των ισχυρών κρατών του πλανήτη δεν φαίνεται να απειλούνται σοβαρά, από τη στασιμότητα στο Κυπριακό, ο κίνδυνος να μετατραπεί το πρόβλημά μας σε μια παγωμένη διένεξη στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, είναι πλέον ορατός.
Τα πιο πάνω δεν σημαίνουν ότι το Κυπριακό έπαψε να αποτελεί πρόβλημα προς επίλυση για τη διεθνή κοινότητα, αλλά συνηγορούν στο ότι, για να επιλυθεί, μεγάλο βάρος της ευθύνης, για κάμψη της τουρκικής αδιαλλαξίας, πέφτει κυρίως στους ώμους των ίδιων των Κυπρίων. Η κλιμάκωση της έντασης διεθνώς και ειδικότερα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, μπορεί όχι μόνο να οδηγήσει το Κυπριακό στα συρτάρια των προβλημάτων, αλλά και να επηρεάσει δυσμενώς τις προοπτικές επίλυσής του.
Οι ενεργειακοί ανταγωνισμοί στην περιοχή, όπως σήμερα τροχοδρομούνται, κυρίως από ΗΠΑ και Ισραήλ, με συμμετοχή Κύπρου και Ελλάδας, από τη μια και τις παράνομες αντιδράσεις της Τουρκίας, από την άλλη, ενδέχεται να περιπλέξουν περαιτέρω την ήδη δύσκολη κατάσταση επί του εδάφους. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ σε αντιπερισπασμό για τις σχέσεις Ρωσίας- Τουρκίας επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα συμμαχικό τόξο ανάμεσα σε ΗΠΑ, Ισραήλ, Κύπρο και Ελλάδα, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, για τις προοπτικές του πολιτικού μας προβλήματος. Δεδομένης και της θέσης του Ισραήλ, για μηδενικές σχέσεις με την Τουρκία, αυτή η συμμαχία περιπλέκει τις προοπτικές εξομάλυνσης της έντασης στην περιοχή. Αν στόχος της όποιας επιδιωκόμενης απομόνωσης της Τουρκίας είναι αυτή να μείνει μόνη σε παράλογες και παράνομες επιδιώξεις, ασφαλώς αυτό είναι θεμιτό. Αν, όμως, επιδίωξη είναι να μείνει η Τουρκία εντελώς έξω από τη συνολική εξίσωση των σχεδιασμών στην Ανατολική Μεσόγειο, αυτό μόνο σε περαιτέρω εντάσεις, με προοπτική μετεξέλιξής τους σε κρίση, μπορεί να οδηγήσει.
Ενώ η κυβέρνηση Αναστασιάδη- Συναγερμού με τη στάση της δεν συμβάλλει στην αποκλιμάκωση της έντασης που δημιουργεί η Τουρκία, την επικαλείται ως λόγο για τη μη επανέναρξη του απευθείας διαλόγου. Αυτά τα δεδομένα εντείνουν τον προβληματισμό μας για τη στάση, που έχει τηρήσει η κυβέρνηση Αναστασιάδη στο Κυπριακό τα τελευταία τρία χρόνια, αφού με παλινδρομήσεις και υπεκφυγές δεν συνέβαλε στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, ενώ ταυτόχρονα έχει αναθεωρήσει επικίνδυνα την εξωτερική πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας με αιχμή του δόρατος τα ενεργειακά.
Η συμφωνία προθέσεων με ΗΠΑ, καθώς και ο νόμος Μενέντεζ – Ρούμπιο, η πεμπτουσία του οποίου δεν είναι η οφειλόμενη άρση του αδικαιολόγητου εμπάργκο στην πώληση όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά η ουσιαστική διακοπή των σχέσεων με τη Ρωσική Ομοσπονδία, ενισχύουν τις ανησυχίες μας, ως προς τις επιλογές της κυβέρνησης, που επηρεάζουν αρνητικά το Κυπριακό.
Στους γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς στην ευρύτερη περιοχή εντάσσεται αφενός η προσπάθεια ισχυρών κρατών να διατηρήσουν ή/και να δημιουργήσουν νέες σφαίρες επιρροής, που ανάμεσα σε άλλα θα τους εξασφαλίσουν ρόλο στο μοίρασμα και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και αφετέρου η προσπάθεια της Τουρκίας και του Ισραήλ να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία. Τα πολλαπλά οφέλη, στα οποία προσβλέπουν διαχρονικά αυτά τα κράτη, από τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο στην περιοχή, έχουν οδηγήσει σε μια σειρά από στρατιωτικές επεμβάσεις και προσπάθειες αντικατάστασης μη ελεγχόμενων καθεστώτων. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Συρίας, η οποία μετατράπηκε σε θέατρο αντιπαράθεσης ξένων συμφερόντων και διαμελίστηκε, ντε φάκτο, σε σφαίρες επιρροής. Ανάλογα μπορεί να εξελιχθεί και η κατάσταση στη Λιβύη.
Καθίσταται σαφές ότι μέσα στο σημερινό περιβάλλον ενισχύεται η ανάγκη για επιστροφή στην πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Χριστόφια, αντί των μονόπλευρα δυτικών αγκυλώσεων της κυβέρνησης Αναστασιάδη- Συναγερμού. Αν συνεχίσουν με αυτές τις πολιτικές και με δεδομένη την επέκταση των ήδη υφιστάμενων οικονομικών και εμπορικών σχέσεων Ρωσίας- Τουρκίας, ακόμα και στον στρατιωτικό τομέα (S-400), μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε νέα δεδομένα και επιδείνωση των σχέσεων Κυπριακής Δημοκρατίας- Ρωσίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο Κυπριακό, καθώς και σε ρήξη με κράτη του αραβικού κόσμου, εξέλιξη ιδιαίτερα επισφαλή, αν αναλογιστεί κανείς την επικινδυνότητα της κατάστασης στην περιοχή μας.
Πέραν της απαιτούμενης στροφής στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, που σήμερα εγκλωβίζει τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού, αναγκαία είναι και η αντικειμενική ανάγνωση άλλων εξελίξεων. Η εσωστρέφεια της Βρετανίας με το BREXIT, σε μια περίοδο που είχε αποκρυσταλλωθεί η θέση της για τερματισμό των εγγυήσεων και των όποιων επεμβατικών δικαιωμάτων, όπως εκφράστηκε καθαρά στο Κραν Μοντανά, πάλι δεν είναι προς το συμφέρον μας. Η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ σημαίνει και αυτονόμησή της από την εξωτερική πολιτική της ΕΕ, γεγονός που δεν είναι απαραίτητα θετικό. Παράδειγμα αποτελεί η ευχέρεια που αποκτά η Βρετανία να τηρεί λιγότερο καθαρή στάση στο ζήτημα των τουρκικών παραβιάσεων στην Κυπριακή ΑΟΖ. Αναγκαία είναι και η ρεαλιστική αντίκριση της περιορισμένης άσκησης επιρροής στην Άγκυρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό έχει να κάνει με τα σημαντικά οικονομικά συμφέροντα που υπάρχουν, με τη μεταναστευτική κρίση και το ρόλο που αποδίδουν στην Τουρκία, για καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Ακόμη και στην περίπτωση των κατάφορων παραβιάσεων στην Κυπριακή ΑΟΖ οι, ούτως ή άλλως, περιορισμένης εμβέλειας κυρώσεις που εξαγγέλθηκαν, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν έχουν ενεργοποιηθεί.
Όσον αφορά την ίδια την Τουρκία, είναι προφανές ότι η εξωτερική της πολιτική δεν έπαψε να περιστρέφεται γύρω από τη θέλησή της να διαδραματίζει ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή. Έχει όμως διαφοροποιηθεί ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται και οι συμμαχίες μέσα από τις οποίες θεωρεί ότι μπορεί να τον διασφαλίσει. Ενώ για χρόνια ολόκληρα και σε συνθήκες ψυχρού πολέμου, η Τουρκία και το Ισραήλ, ήταν οι χωροφύλακες του ΝΑΤΟ στην περιοχή, σήμερα, η Τουρκία αποστασιοποιείται από τους παραδοσιακούς της συμμάχους. Χωρίς να απομακρύνεται πλήρως από το ΝΑΤΟ, δεν υποτάσσεται τυφλά στις πολιτικές των ΗΠΑ στην περιοχή, κάτι που της επιτρέπει να δημιουργεί γέφυρες με τα μουσουλμανικά κράτη και πληθυσμούς, ενώ έχοντας εμβαθύνει τις σχέσεις της με τη Ρωσία μπορεί και παρεμβαίνει πιο ευέλικτα σε διάφορες εξελίξεις. Μάλιστα, όλα αυτά επισυμβαίνουν, χωρίς ταυτόχρονα η Τουρκία να πληρώνει αισθητό κόστος. Αυτό δεν έγινε ούτε όταν κύκλοι του Ερντογάν κατηγορήθηκαν για εξοπλισμό των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους, ούτε με την αγορά των S-400, ενώ κατά τη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία εξασφάλισε την ανοχή τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας. Παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, αποφάσισαν να μην επιτρέψουν την αγορά των F-35 και να επιβάλουν σοβαρές οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία, η Άγκυρα δεν άλλαξε τη στάση της. Και οι ΗΠΑ επέδειξαν χαλαρότητα προσβλέποντας ότι δεν θα επέλθει οριστική ρήξη, που θα σήμαινε ότι θα χάσουν ένα σύμμαχο, σε μια σημαντική για τα συμφέροντά τους περιοχή.
Οι σύνθετοι ανταγωνισμοί στην περιοχή, στους οποίους πρωταγωνιστικό ρόλο συνεχίζουν να διαδραματίζουν τα ισχυρά κράτη του πλανήτη, καθώς επίσης η ένταση και τα μέσα με τα οποία Τουρκία και Ισραήλ συνεχίζουν να επιδιώκουν ρόλο περιφερειακού χωροφύλακα, συνηγορούν στο ότι ένα κράτος, όπως η Κυπριακή Δημοκρατία, δεν μπορεί να επιλύσει τα προβλήματά της, παρά μόνο μέσα από την οδό της συνεννόησης. Αν αναλογιστεί κανείς τη γεωγραφία και τις πραγματικότητες, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι θεωρίες των συμμαχικών αξόνων στην περιοχή, πολύ δύσκολα μπορούν να επιφέρουν θετικές ανατροπές στο ορατό μέλλον. Μοναδική προοπτική, για να μην εγκλωβιστεί το Κυπριακό μέσα στη δίνη των κλιμακούμενων παγκόσμιων και περιφερειακών εντάσεων, είναι να εγκαταλειφθούν οι μονοδιάστατοι προσανατολισμοί, που εκφράζονται μέσα από τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, σε συμμαχίες και ενεργειακά και να επαναρχίσουν το συντομότερο δυνατό οι διαπραγματεύσεις. Αν η Τουρκία δεν συνεργαστεί, με δική της πλέον αποκλειστική ευθύνη, θα παραμείνει ο ταραξίας της περιοχής. Η στάση που τήρησε στο Κραν Μοντανά, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, υποδηλοί ότι θέλει να αποφεύγει το κόστος, που συνεπάγεται αυτός ο ρόλος.